Η ιστοσελίδα περιέχει δημοσιεύσεις κειμένων και ιστορικών πηγών που αφορούν την ιστορία της Αρκαδίας, κυρίως τις περιοχές της Γορτυνίας και του Μαινάλου, καθώς επίσης και ορισμένες ερασιτεχνικές ιστορικές μελέτες γενικότερου ενδιαφέροντος.

Διήγηση Θεοδώρου - Κολοκοτρώνη (Απρίλιος 1823 - Νοέμβρης 1826)

1823. Ἀπρίλιος, στοχάζομαι, Ἄστρος.
Εἰς τὴν Συνέλευσιν ἔγινεν πρόεδρος ὁ Μαυρομιχάλης τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, ὁ Ζαΐμης στὸ Ἐκτελεστικό, ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης, ὁ Ἀνδρέας Μεταξᾶς, Ἀρχιγραμματεὺς τῶν Ἐξωτερικῶν καὶ Ἐσωτερικῶν ὁ Μαυροκορδάτος. Εἰς τὸ Βουλευτικὸν Ὀρλάνδος, καὶ Ἀντιπρόεδρος ὁ Βρυσθένης καὶ 70 (1) Βουλευτικοί. Ἐκάμαμεν τὸν ὅρκον εἰς τὸ Ἄστρος καὶ ἐκινήσαμεν διὰ τὴν Τριπολιτζάν. Μινίστρος τῆς Δικαιοσύνης ὁ Μπάρμπογλους, μινίστρος Ἐσωτερικῶν ὁ Παπα - Φλέσσας, τῆς Ἀστυνομίας ὁ Γ. Αἰνιάν, μινίστρος τοῦ Πολέμου, ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Περραιβός, ὁ ἕνας διὰ τὴν Ρούμελην καὶ ὁ ἄλλος διὰ τὴν Πελοπόννησον. Πηγαινάμενοι εἰς τὴν Τριπολιτζὰν ἀρχίνησαν τὶς ραδιουργίες, ὅτι ἤθελαν νὰ βάλουν ἀπὸ τὸ μέρος τους εἰς (2) ὅλα τὰ ὑπουργήματα, πολιτικὰ καὶ στρατιωτικά, ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τους. Ἐκάμαμεν τὴν Συνέλευσιν διὰ ὅλην τὴν Ἑλλάδα (3) καὶ ἐκεῖνοι τὸ καταμέρισαν εἰς τὴν συγγένειαν καὶ εἰς τὰ κόμματα. Ἐπῆγα ὁ ἴδιος μία βολὰ καὶ τοὺς εἶπα: «Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνουνε οἱ Μινίστροι, ὅ,τι σᾶς προβάλλουν κάνετε. Ἡ συνέλευσις σᾶς ὅρκωσε νὰ τηρᾶτε τοῦ ἔθνους τὴν ὑπόθεση καὶ νὰ βάλετε εἰς τὰ ὑπουργήματα ἀπὸ ὅλους νὰ δουλεύουν τὴν Πατρίδα καὶ νὰ πορεύονται καὶ ἐκεῖνοι εἰς τὴν δυστυχίαν, καὶ ἐγὼ βλέπω τοὺς ὑπουργοὺς νὰ κάνουνε κατὰ μέρος, καὶ ἔτζι διαιροῦνται καὶ οἱ πολιτικοί, διαιροῦνται καὶ τὰ ἄρματα».
Μοῦ ἀπεκρίθηκαν: «Καὶ ἀφτοῦνο τὸ διορθώνομε». Μὲ λόγο καὶ μὲ ἔργον ἦτον ἡ γνώμη των νὰ βάλουν ἀπὸ τοὺς ἐδικούς των (4) καὶ ἐγὼ νὰ ἀδυνατίσω. Βλέποντας ἐγὼ (5) τὸ πράγμα, ὅσον ἐπήγαινε τόσο χειρότερα, ὁμίλησα καὶ κάμαμε συνέλευση.
Στὴν συνέλευσιν ἔγινε ψήφισμα, ὅτι νὰ μὴ βάλουν ἄλλους ξένους, εἰμὴ τὸν Μαυροκορδάτον διὰ τὰ ἐξωτερικά. Ἀρχίνησαν καὶ ἔβαλαν φιλικῶς, καὶ ἐκεῖνα ποὺ ὑπογράψαμεν, τὰ ἀλησμόνησαν. Τότενες, σὰν ἔκαμα συνέλευση, εἴπαμε: «Τί εἶναι τοῦτο ποὺ γίνεται πατριῶτες; Ἄλλα ὑπογράψαμε καὶ ἄλλα βλέπομεν νὰ κάνουν. Ἡμεῖς εἴπαμεν, ὅτι πολιτικῶς καὶ στρατιωτικῶς νὰ ἐκλέγουν τοὺς ἀξίους, καὶ ἐκεῖνοι νὰ ὁμιλοῦν ὅλοι συμφώνως, καὶ ἔτζι νὰ τοὺς διορίζουν, καὶ αὐτοὶ τὸ ἐναντίον». Τότε ἐκίνησα τὸ μεσημέρι καὶ ἐπῆγα εἰς ἕνα χωριὸ ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Τριπολιτζὰ μία ὥρα, καὶ εἴχαμε καὶ τὸν Νέγρη (τὸ χωριὸ Σιλήμνα). Ὁ Ὑψηλάντης ἦτον. Οἱ βουλευταί, πλιότεροι ἦλθαν. Ἀποφασίσαμεν καὶ ἐκάμαμε ἕνα νόμο νὰ μὴν ἀκούομεν τὰς διαταγάς, καὶ ὅσοι εἴμεθα στρατιωτικοὶ νὰ πᾶμε κατὰ τοὺς Τούρκους, ὅσοι πολιτικοὶ νὰ μᾶς προβλέπουν ἀπὸ τροφὰς καὶ γλυτώσωμεν τὴν πατρίδα μας, καὶ ἐκεῖνοι ἂς κάθονται. Βλέποντας τὴν πανουργίαν ὁποὺ εἶχαν διὰ νὰ μὲ ἐξοντώσουν, ἐκεῖνοι μὲ ἐδυνάμωσαν. Τότε ἄρχισαν καινούργιο σχέδιο, καὶ βάνουν μεσίτας, καὶ τὸν Ἀναγνώστη τὸν Δεληγιάννη, ποὺ ἐκράταε τὸ μέσο ὅρο, νὰ ἰδεῖ ποῖος νικάει καὶ στέλνει τὸν διδάσκαλον τὸν Θεόδωρον καὶ τὸν Γιάννην Ράγκον νὰ ἔλθουν νὰ μοῦ εἰποῦν νὰ γυρίσω ὀπίσω, νὰ μὴ χαλάσει ἡ Κυβέρνησις, καὶ ἔμβα καὶ σὺ Ἀντιπρόεδρος. Παρακινώντας ὁ Ἀναγνώστης ὁ Δεληγιάννης, καὶ διὰ νὰ μὴ γίνει ἐμφύλιος πόλεμος ἐγύρισα νὰ ἰδῶ τί θὰ γίνει καὶ ἀπὸ τούτην τὴν Κυβέρνηση. Ἔτζι πῆγα εἰς τὸ Ἐκτελεστικό. Τὴν πρώτην ἡμέρα ποὺ ἐπῆγα, ἐχαιρέτησα τὸν Μαυρομιχάλη καὶ λοιπούς, καὶ μοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Πετρόμπεης, ὅτι: «Ὡς πότε θὰ χορεύεις Κολοκοτρώνη;» Καὶ τοῦ εἶπα: «Ὅσο τραγουδᾶτε σεῖς, χορεύω ἐγώ. Παῦτε τὰ τραγούδια καὶ παύω τὸν χορόν».
Ἀκολουθούσαμεν τὸ ἔργον τῆς Κυβερνήσεως. Ὁ Ἀρχιγραμματέας μας βάνει τὸν Περραιβὸν καὶ τὸν Αἰνιὰν νὰ κάμουν μίαν ἑταιρία διὰ τὴν Ἀττικήν καὶ Εὔβοιαν, ὅτι νὰ ἔλθουν ἐδῶ νὰ κάμουν ἄλλο Γκουβέρνο. Κάνουν ἕνα μήνα Συνέλευσιν μυστικῶς, κάνουν δεκατέσσερα κεφάλαια, τὰ ὁποῖα δὲν τὰ ἐνθυμοῦμαι, καὶ ὑπογραφθήκανε πολλοί, καὶ οἱ δύο μινίστροι, ὁ ἕνας τῆς Ἀστυνομίας καὶ ὁ Περραιβὸς καὶ ἄλλοι ὁποὺ ἔκαναν τὸ μυστικοσυμβούλιο: νὰ τὸ ὑπογράψωμεν καὶ ἡμεῖς. Τότες τὸ ἐπῆρε ὁ Μαυροκορδάτος νὰ τὸ διαβάσει ὡς Ἀρχιγραμματέας. Ἀρχίνησε καὶ ἐδιάβασε τὸ πρῶτον κεφάλαιον, ἀργά, τὸ δεύτερο κεφάλαιο, ποὺ εἶχε τὴν δύναμη, τὸ ἐδιάβασε ὀγλήγορα, διὰ νὰ μὴ καταλάβομε τίποτες. Τοῦ λέγω ἐγώ: «Γιὰ διάβασε αὐτὸ τὸ κεφάλαιο νὰ μᾶς τὸ ἐξηγήσεις καλά, νὰ ἰδοῦμε τί εἶναι». Τὸ ἐκατάλαβα ὅτι ἐμούδιασε, - τὸ ἐδιάβασε τζάτρα - πάτρα - διάβασε καὶ τὸ τρίτο κεφάλαιο - τὸ ἐδιάβασε, τὸ ἐτελείωσε. Τελειώνοντας τὰ κεφάλαια, ἔγραφαν ὅτι ὅλα τὰ κεφάλαια νὰ ἀλλάξουν, ἂν ἀνάγκη, ὄχι ποτὲ τὸ δεύτερο, νὰ μὴ ἐγγιχθεῖ (εἶχαν καὶ τσεκούρι μέσα). Ἐγὼ ἐμβῆκα σὲ ὑποψία. Ἀκαρτερῶ νὰ ὁμιλήσουν ὁ Πρόεδρος καὶ οἱ σύντροφοί μου· δὲν ὁμίλησε κανείς. Τότε ἐπετάχθηκα ἐγὼ καὶ λέγω: «Κύριε Αἰνιάν, σὺ εἶσαι Μινίστρος, αὐτὰ τὰ γράμματα - ξεύρω ποὺ μαζώνεστε τριάντα ἡμέρες - διατὶ δὲν εἰδοποιούσατε τὴν Κυβέρνηση (1) καὶ τὰ φέρετε τώρα νὰ ὑπογραφτοῦμε; Δὲν εἶσαι ἄξιος τῆς Ἀστυνομίας, κόπιασε στὸ καλό»· - καὶ τὰ γράμματα ἐκεῖνα τὰ ἐκρατήσαμε. Τὸ ἴδιο ἔκαμα καὶ τοῦ Περραιβοῦ. Δὲν ἐπέρασε καὶ ἐκεῖ ἡ ραδιουργία τους. Μετὰ ἡμέρες κάνουνε ἄλλο σχέδιο, ὅτι ἤτανε γέννημα τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ Ζαΐμη: Τὸ Ἐκτελεστικὸ εἶναι εὔλογο νὰ βγεῖ εἰς τὰ Δερβένια, νὰ βρεῖ στρατεύματα καὶ νὰ τὰ βαστάξει - τὸ ἔφτιασαν μόνοι τους, πρῶτα τὸ ἐστόλιζαν καὶ ὕστερα τὸ ἔβγαναν ἔξω ἕνα ἕνα πρόβλημα. - Παράστησαν τὴν ἀνάγκη τοῦ νὰ ὑπάγει τὸ Ἐκτελεστικὸ στὰ Δερβένια, καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Νὰ στοχαστῶ, ἂς μείνει διὰ αὔριον αὐτὴ ἡ σκέψις». Ἐρώτησα καὶ τὸν Ἀναγνώστη τὸν Δεληγιάννη, καὶ τὸν Παπαφλέσσα, καὶ ἄλλους τοῦ κόμματός μου, καὶ πρῶτα δὲν τὸ εὕρηκαν εὔλογο. Γυρίζω ἐγὼ καὶ τοὺς λέγω: «Δὲν ἐβγῆκα μὲ τὰ ἄρματα εἰς τὴν Ρούμελην, δὲν ἐβγῆκα οὔτε πολιτικός (2) μόλον τοῦτο ἂς πᾶμε». Ἔτσι ἀποφασίσαμε τὴν δεύτερην ἡμέρα διὰ τὸν πηγαιμόν μας. Ὅσο ποὺ ἔστερξα τὸν πηγαιμόν μου, ἄρχισαν ἄλλο σχέδιο, ὅτι νὰ πάγει ὁ Ἀνδρέας ὁ Ζαΐμης διευθυντὴς εἰς Βοστίτσα καὶ Καλάβρυτα καὶ Πάτρα, διὰ νὰ πολιορκήσει τοὺς Τούρκους μὲ ἄρματα, καὶ νὰ πάρει καὶ τὸν Ἀνδρέα Μεταξᾶ. Ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης φοβούμενος μὴ πάγει εἰς τὴν ἐπαρχία του, εἶπε: «Νὰ ὑπάγω καὶ ἐγώ», καὶ ἐμείναμε οἱ τρεῖς, καὶ ἦτο πλῆρες τὸ Ἐκτελεστικό. Ἀποφάσισε νὰ ὑπάγει καὶ ὁ Χαραλάμπης, καὶ ἔπειτα νὰ γυρίσει ὅπου εἴμεθα ἡμεῖς. - Λογαριάζαμε νὰ πᾶμε στὰ Δερβένια· ἔτζι ἀνεχώρησαν διὰ τὰ Καλάβρυτα. Ἐκεῖνες τὲς ὧρες ποὺ ὀρδινιαζόμεθα ἡμεῖς νὰ πᾶμε στὰ Δερβένια μὲ τὸν ἀρχιγραμματέα, τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου ἦτον ἀγοραστὴς ἕνας Κορθινὸς καλόγηρος μὲ ἄλλους συντρόφους, καὶ οἱ Νοταράδες τοὺς κακοφάνηκε, ὅτι ἔβαλε περισσότερο καὶ τὴν πῆρε· καὶ πηγαινάμενος στὴν Κόρινθο νὰ συνάξει τὰς προσόδους τὸν ἐσκότωσαν καὶ ἔδιωξαν καὶ τοὺς συντρόφους του· ἦλθε εἴδησις εἰς τὴν Κυβέρνηση. Μοῦ εἶπε ὁ πρόεδρος καὶ οἱ ἄλλοι οἱ συντρόφοι μου, διὰ νὰ πάγω μὲ δύναμη διὰ νὰ παιδεύσω τοὺς φονεῖς καὶ συστήσω τοὺς ἀγοραστάς, καὶ εἶχαν καὶ ἑπτὰ χιλιάδας γρόσια ἔρανον εἰς τὴν ἐπαρχίαν καὶ νὰ τὰ συνάξω καὶ αὐτά, καὶ ἐγὼ τοὺς ἀποκρίθηκα: «Δὲν πάγω μοναχός μου, διατί, ἂν καλὸ κάμω, κακὸ θὰ εἰποῦνε· δόμουτε καὶ τὸν Μεταξᾶ, ποὺ εἶναι μέλος τῆς Κυβερνήσεως, νὰ εἶναι αὐτόπτης, καὶ εἰς τὸ καλὸ καὶ εἰς τὸ κακό, νὰ δώσει τῆς Κυβερνήσεως λόγον τῶν πράξεών μου». - Φεύγοντας ἐγὼ δὲν ἔμεινε πλήρης ἡ Κυβέρνησις, ὅμως πᾶμε οἱ δύο καὶ ὁ Πρόεδρος καὶ ὁ Ἀρχιγραμματεὺς συνάζουν τὰ πρακτικὰ καὶ τὰ ἀρχεῖα καὶ ἔρχονται εἰς τὴν Κόρινθο καὶ τραβᾶμε διὰ τὰ Δερβένια. Ἔτζι ἀποφάσισα νὰ κινήσω μὲ τὸν Μεταξᾶ, καὶ ἐκίνησα μὲ 400 στρατιώτας. Ἀναχωρώντας ἐγὼ μὲ τὸν Μεταξᾶ διὰ τὴν Κόρινθο, ἐγύρισε καὶ ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης εἰς τὴν Τριπολιτζά. - Ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες τὸ Βουλευτικὸ καὶ τὰ δύο ἄτομα, ὁ Πρόεδρος καὶ ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης, καὶ ὁ Ἀρχιγραμματεύς, ποὺ ἔμεινεν ἐκεῖ μὲ τὸ Βουλευτικὸ (τὸν πρόεδρον ποὺ εἶχε τὸ Βουλευτικό, ὁ Ὀρλάνδος, ἀνεχώρησε, ἔμεινε ὁ Βρυσθένης Ἀντιπρόεδρος) ἔκαμαν συνέλευση, καὶ ἀποφάσισαν νὰ στείλουν πρέσβην τὸν Δεληγιάννην καὶ ἄλλους, νὰ στείλουν εἰς τὴν Πορτογαλλίαν νὰ ζητήσουν Βασιλέα. Ὁ Δεληγιάννης τοὺς ἀπεκρίθηκεν ὅτι: «Ἂν δὲν ρωτήσω τὸν ἀδελφό μου τὸν Κανέλλο καὶ τὸν Κολοκοτρώνη, δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς δώσω λόγο, διατὶ εἶμαι φαμελίτης».
Ὀρδινιάστηκε τὸ Ἐκτελεστικὸ νὰ ἔλθει στὴν Κόρινθο, νὰ πᾶμε στὰ Δερβένια καὶ ἐσυντροφεύθηκε ὁ κὺρ Ἀναγνώστης Δεληγιάννης νὰ ἔλθει διὰ ἡμᾶς, διὰ τὴν ὁμιλίαν ποὺ τοὺς ἐκάμαμεν, καὶ ὁ Μαυροκορδάτος τοὺς εἶπεν ὅτι: «Δὲν εἶμαι ἕτοιμος... ἔρχομαι καὶ ἐγώ». Ὁ σκοπός του ἦτον νὰ μᾶς συνεβγάλει. Ἐκίνησαν καὶ ἦλθαν καὶ μὲ ηὗραν στὸ Κλημεντοκαισάρι μὲ τὸν Μεταξᾶ, καὶ εἶχα καὶ τοὺς ἀγοραστάς βαλμένους εἰς τάξιν, καὶ τὸν ἔρανον μαζωμένον. Ἐξετάζοντας ποῖος ἐσκότωσε τὸν καλόγερον ὑπογράφτηκαν ὅλοι ἡμεῖς καὶ ὁ Σωτὴρ Νοταρᾶς. Ἐκράτησε τὸ γράμμα ἡ Κυβέρνησις, νὰ θεωρήσει τοῦτο τὸ φονικό. Οἱ ἐνοικιασταὶ ἐκουβάλαγαν τροφάς διὰ τὰ Δερβένια· ἔφθασε καὶ ὁ Πετρόμπεης, καὶ ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης καὶ Δεληγιάννης. Ἔφθασαν τὴν Παρασκευὴν. Τοὺς ἐρωτήσαμεν, ποῦ εἶναι ὁ Ἀρχιγραμματεύς. - «Ὁ Ἀρχιγραμματεὺς δὲν εἶχε φορτηγὸ καὶ ἔμεινε νὰ ἐλθεῖ, τὴν Δευτέρα μουτουλὰκ εἶναι ἐδῶ» - μὲ αὐτὸ τὸν λόγον ἐμείναμε ἥσυχοι. Ἐρχάμενη Δευτέρα τὸ βράδυ καὶ δὲν ἦλθε, ἐγὼ ἔλαβα ὑποψίαν. Τὴν Τρίτην ἕως τὸ γεῦμα δὲν ἦλθε καὶ τότες ἔβαλα ἕνα ξύλο καὶ ἐτήραγα κατὰ τὴν Τριπολιτζά. - Ποῦ ἡ Κόρινθος, ποῦ ἡ Τριπολιτζά; Μὲ ἐρώταγαν: «Τί τηρᾶς;» - «Τηράω στὴν Τριπολιτζά». «Ἀμ᾿ τί βλέπεις;» «Βλέπω τὸν Μαυροκορδάτο, τὸν Δεσπότη Ἄρτης καὶ Σπετζῶτες καὶ Ὑδραίους καὶ πλέκουν ἕνα γαϊτάνι στοῦ Ἀναπλιοῦ τὴν πόρτα, μὰ τὸ τί γαϊτάνι εἶναι δὲν τὸ ἠξεύρω». Αὐτοῖνοι ἐγελάγανε. Τρεῖς ἡμέρες κοντὰ κοντὰ ἔκανα τούτη τὴν τέχνη. Ὁ Μαυροκορδάτος ἔμεινε γιὰ νὰ γίνει Πρόεδρος τοῦ Βουλευτικοῦ, καὶ ὄχι νὰ ἐλθεῖ εἰς τὸ χρέος του. - Ὄντας εἴμεθα εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἀποφασίσαμε τὸν Παν. Γιατράκο νὰ πολιορκήσει τὴν Πάτρα μὲ Μυστριῶτες, καὶ τὲς ἄλλες ἐπαρχίες τὲς εἴχαμε νὰ ἔλθουν εἰς τὸ Δερβένι, καὶ ἔφθασε εἰς τὴν Τριπολιτζὰ μὲ ἀλάϊ πασαλίτικο, μὲ δέκα ζυγιὲς ταβούλια καὶ μὲ ἄλλα μασκαραλίκια τοῦ Γιατράκου. - Τὴν ἴδια ὥραν ἦλθαν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ τετρακόσιοι Ἀρκαδινοί μὲ τὸν Γρίτζαλη, Μῆτρο Ἀναστασόπουλο, Παπατζώρη, νὰ ἔλθουν εἰς τὰ Δερβένια. Εἰς τὸ παζάρι ἐπιάσθηκαν οἱ Ἀρκάδιοι καὶ οἱ Μυστριῶτες, ἐπάνω εἰς τὸ κρασί, καὶ σκοτώνονται δεκαπέντε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἄλλο. Τῆς εὐθὺς τὸ Βουλευτικὸ ἔστειλε ταχυδρόμο καβαλλάρη καὶ μᾶς τὸ εἶπαν. Ἐκράταγαν τὴν μισὴν χώραν οἱ Ἀρκαδινοί, τὴν ἄλλην Μυστριῶτες καὶ τὸ τουφέκι ἐδούλευε. Ἀκούοντας ἡμεῖς αὐτό, μὲ ἀποφασίζουν νὰ πάγω στὴν Τριπολιτζὰ τὸ γληγορότερον, νὰ παύσω τὴν φωτιάν. Τοὺς εἶπα: «Δὲν πάγω» - μὲ φορτώθηκαν διὰ νὰ πάγω, ἀπεφάσισα. Τοὺς ἄφησα μὴ ἐντελεῖς. Ἐκίνησα μὲ τὰ ἡλιοβασιλεύματα, ὁλονυκτὶς καὶ μὲ βίαν ἔφθασα εἰς ἕνα χωριό, τρεῖς ὧρες μακρὰ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἔστειλα ἕνα γράμμα: «Σακίμ, ὅποιος ρίξει τουφέκι εἶναι ἐχθρός μου, κι ἂς μὲ καρτερεῖ». Πηγαίνοντας ἡ διαταγή μου, ἐσκόλασε τὸ τουφέκι. Μετὰ δύο ἡμέρες ἐπῆγα καὶ ἐγώ. Πηγαινάμενος ἐκεῖ ἔκραξα τοὺς Ἀρκάδιους. Τὴν ἄλλην ἡμέραν τοὺς ἔστειλα, πᾶνε στὸ Δερβένι. Τὴν ἄλλην ἡμέραν πάγει καὶ ὁ Γιατράκος στὴν Πάτρα. Ἔμεινα ἐγὼ ἐκεῖ καὶ ἔστειλα ταχυδρόμο καὶ ἔδωσα εἴδησιν τῆς Κυβερνήσεως τὰ ὅσα ἔκαμα. Μία ἡμέρα βλέπω καὶ ἔρχεται ὁ Μαυροκορδάτος νὰ μὲ χαιρετήσει ὅταν ἔπαυσαν τὰ δεινὰ τῆς πόλεως. Τοῦ εἶπα: «Γιατί, κὺρ Ἀρχιγραμματέα, δὲν ἦλθες κοντὰ εἰς τὴν Κυβέρνηση»; Μοῦ ἀποκρίθηκε προφάσεις, ποὺ δὲν εἶχαν τὸν τόπο τους, καὶ μοῦ βγάνει ἕνα γράμμα προσκλητικό, ποὺ τὸν προσκάλειε διὰ Πρόεδρον τοῦ Βουλευτικοῦ. Μοῦ ἔβγαλε καὶ μία κόπια τῆς ἀπαντήσεώς του, ποὺ δὲν ἤθελε γιατί εἶναι Ἀρχιγραμματέας τοῦ Ἐκτελεστικοῦ. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Ἔκαμες ὡς πατριώτης, καὶ στέκεσαι εἰς τὸν λόγον σου, γιατί ἂν ἔμβαινες εἰς τὸ Βουλευτικό, τὸ Ἐκτελεστικὸ ἐχάλαγε, γιατὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Ἐκτελεστικοῦ εἶσαι ἡ εὐγενία σου, καὶ ἀποκρίθηκες πολὺ καλά». Ἐγὼ ἐξέγνοιασα καὶ ἡ δουλειὰ ἐδούλευε εἰς τὸ Βουλευτικό. Μία τῶν ἡμερῶν τὸ Βουλευτικὸ ἔκλεξε τὸν Ἄρτης καὶ ἄλλους νὰ μοῦ ὁμιλήσουν διὰ νὰ δώκω γράμμα, νὰ τοὺς δεχθεῖ ὁ μακαρίτης Πάνος, ποὺ ἦτον εἰς τὸ Ναύπλιον φρούραρχος, διὰ νὰ κάτσει τὸ Βουλευτικὸ εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Ἐγὼ ἐπῆρα τὸν Ἀναγνώστη Δεληγιάννη καὶ τὸν Παπα - Φλέσσα διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν χωριστὰ εἰς μίαν κάμαραν τοῦ Βουλευτικοῦ. Σὰν ἐπήγαμε, ἄρχισε ὁ Ἄρτης τὴν ὁμιλίαν, νὰ τοὺς δώσω τὸ γράμμα: «Τὰ ἀσκέρια τουφεκίζονται κ.λπ.». Ἀποκρίθηκα: «Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ πᾶτε στ᾿ Ἀνάπλι, τὸ Ἐκτελεστικὸ πάει στὰ Ντερβένια καὶ νὰ πάει τὸ Βουλευτικὸ στὸ Νάπλι δὲν φθάνει νὰ παρακινεῖ τὲς ἐπαρχίες. Ὅταν γυρίσει καὶ τὸ Ἐκτελεστικό, συναζόμεθα καὶ πᾶμε στ᾿ Ἀνάπλι». Ὁ Ἄρτης ὡμίλησε μὲ θυμὸ καὶ ἐβάρεσε τὸ χέρι του εἰς τὸ μηρί του, λέγει: «Ἔτσι τὸ θέλει τὸ ἔθνος», μὲ πεισματώδη ὁμιλία. Καὶ ἐγὼ σηκώθηκα διὰ νὰ τοῦ ἀποκριθῶ καθὼς ἔπρεπε, ὅμως μὲ ἐμπόδισεν ὁ Δεληγιάννης καὶ ὁ Παπαφλέσσας, καὶ ἔτσι ἀνεχώρησε καὶ ἔπαυσε αὐτοῦνο τὸ ζήτημα. Σὲ δύο ἡμέρες ἀκοῦμε, ὅτι ὁ Μαυροκορδάτος κάθεται ἐπὶ θρόνου πρόεδρος. Ἀκούοντας ἡμεῖς, ὅτι ἔκατσε πρόεδρος, μᾶς ἐφάνη παράξενο, γιατὶ οὔτε τὰ ἀρχεῖα ἔδωσε, καὶ τὸ Ἐκτελεστικὸ θὰ ἐχάλαγε. - Λέγει ὁ Δεληγιάννης: «Ἄσε νὰ τὸν ρίξομε πολιτικῶς». Τοῦ εἶπα: «Καλὰ... πολιτικῶς δὲν ρίχνεται, μόνε ἐγώ, ἐγὼ ἔχω τὸν τρόπον· θέλει βία τὸ ρίξιμό του». Κάθεται τρεῖς ἡμέρες κοντὰ - κοντὰ πρόεδρος. Ἐπάνω σὲ τοῦτες τὲς τρεῖς ἡμέρες ἡ γνώμη τοῦ Βουλευτικοῦ ἦτον νὰ τὸν κάμουν πρόεδρον καὶ νὰ τὸν στείλουν μὲ τὸν Ἀ. Δεληγιάννην εἰς τὴν Πορτογαλλίαν διὰ βασιλέα καὶ μᾶς προσκάλεσαν νὰ κάμομε συνέλεψιν εἰς τοῦ Πανούτσου Νοταρᾶ τὸ σπίτι. Ἐκάλεσαν καὶ μένα. Μέρος Βουλευτικοῦ συνάχθη. Ὁ Δεσπότης Ἄρτης, ὁ Παπαφλέσσας, Δεληγιάννης, ἐμαζώχθηκαν ἕως τριάντα ὅλοι. Ἐγὼ κάτι ἐχασομέρησα καὶ ἐπῆγα ὅλο στερνά. Ὁμιλοῦσαν μέσα, ἐπῆγα καὶ ἐγὼ σὰν μὲ προσκάλεσαν. Μπαίνοντας μέσα ἐπροσηκώθησαν καὶ μοῦ εἶπαν νὰ κάτσω στὴν ἀπάνω μεριὰν ὡς Ἀντιπρόεδρος· τοὺς εἶπα: «Κάθομαι ἐδῶ», καὶ ἔκατσα στὴν πόρτα. Παύουν τὴν ὁμιλίαν καὶ κάμνουν σιωπὴν ἕως δέκα λεπτά. Τοὺς εἶπα: «Ἂν ἔχετε καμμία μυστικὴ δουλειὰ καὶ σᾶς ἀντίσκοψα, νὰ πάγω νὰ σεργιανήσω ἐγώ». Μοῦ ἀπεκρίθηκαν: «Ὄχι, ἔχομεν ὁμιλίαν νὰ εἰποῦμεν, καὶ σὰν ἔντεσες ἀπὸ τὸ Ἐκτελεστικὸ Ἀντιπρόεδρος νὰ εἰπεῖς τὴν γνώμην σου». Ἐγὼ τοὺς ἀποκρίθηκα: «Τί ἀνάγκη ἡ γνώμη μου νὰ τὴν δώσω; Εἰς μερικὰ ἐρωτᾶτε τὸ Ἐκτελεστικό, εἰς ἄλλα ὄχι, τί πάει νὰ εἰπεῖ αὐτό;» - Ἐπετάχθηκε ὁ Ἄρτης: «Σὲ ποιὸ δὲ σ᾿ ἐρωτήσαμε;» «Δὲν μ᾿ ἐρωτήσατε ὅταν ἐβάλετε καὶ Πρόεδρον τοῦ Βουλευτικοῦ» - Ἕνα μήνα πρωτύτερα ὁ Ἄρτης καὶ ὁ Μαυροκορδάτος ἦτον εἰς τὰ μαχαίρια. - «Τὸ Βουλευτικό, λέγει ὁ Ἄρτης, ἦτο χηρευάμενο». Ἐγὼ εἶπα: «Ἐχάθηκαν τόσοι πατριῶται νὰ βάλετε, μόνε νὰ βάλετε τὸν Ἀρχιγραμματέα;». «Μὲ ἀποκρίθηκε: «Δὲν εἶναι κανένας προκομμένος σὰν τὸν Μαυροκορδάτον». Καὶ ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Μοῦ φαίνεται καὶ κουβεντιάσαμε... καὶ μοῦ ῾λεγες τόσα γιὰ τὸν Μαυροκορδάτο... πῶς εἰς ἕνα μήνα ἔγινε καλός;» Ἀπεκρίθηκε: «Ὁ καλὸς εἶναι καὶ κακός». - «Σὰν τὸν ἔκλεξες γιὰ καλόν, πάρτον εἰς τὴν Ἄρτα, ὄχι ἐδῶ εἰς Ἑλλάδα... καὶ μὴ μοῦ βροντᾶς τὸ πόδι, γιατὶ βροντῶ τὸ σπαθὶ καὶ σοῦ κόβω τὸ κεφάλι» - Εἰς τὸν θυμόν μου λέγω τέτοια (1). - Ἀκούοντας ὁ Δεσπότης σηκώνεται νὰ φύγει. «Σὰν δὲν μᾶς θέλετε τοὺς ξένους...» καὶ φόρεσε τὰ πασουμάκια του. - «Προφάσεις εἶναι αὐτές διὰ τοὺς ξένους, αὐτὰ εἶναι τῆς φαντασίας σου λόγια», καὶ ἔτσι ἐδιαλύθηκε ἡ ὁμιλία. Τὴν ἴδιαν ὥραν ἐπῆγα εἰς τὸ σπίτι μου, καὶ ἐβγῆκε καὶ ὁ Δεληγιάννης, καὶ ὁ Δεληγιάννης ἔβαλε ἀστυνομία στὸ σπίτι μου νὰ μὴ κράξω τὸν Μαυροκορδάτο. Ἔστειλα νὰ ἔλθει ὁ Μαυροκορδάτος εἰς τὸ κονάκι μου, ἦτον τὸ βράδυ - βράδυ. Μπαίνοντας ὁ Μαυροκορδάτος, ἦλθε καὶ ὁ Ἀναγνώστης. Ἐκάτσαμε οἱ τρεῖς, καὶ ἐκλείσαμε τὴν πόρταν καὶ ἀρχίνησα νὰ εἰπῶ τοῦ Μαυροκορδάτου: «Διατί νὰ κάμεις αὐτό;» Αὐτὸς ἀρχίνησε νὰ μοῦ ἀπολογηθεῖ μὲ τὰ γέλια τὰ συνηθισμένα, καὶ μοῦ λέγει ὅτι: «Εἶναι συμφερώτερον διὰ τὸ ἔθνος τὸ Βουλευτικὸ παρὰ τὸ Ἐκτελεστικό». - «Σοῦ λέγω τοῦτο, κύριε Μαυροκορδάτε, ὅτι ἐσυναναστράφημεν σαράντα ἡμέρας εἰς τὸ Ἐκτελεστικό, καὶ δὲν ἠμπορῶ... σοῦ λέγω, μὴ καθήσεις πρόεδρος, διότι ἔρχομαι καὶ σὲ διώχνω μὲ τὰ λεμόνια, μὲ τὴν βελάδα ποὺ ἦλθες». - Καὶ ἐβγῆκα εἰς σουλάτσο. Ὁ κὺρ Ἀναγνώστης, ὁποὺ ἔμεινε ὀπίσω, τοῦ εἶπε: «Ἔντεσα ἐγὼ καὶ ἐγλύτωσες, εἰμὴ θὰ σὲ ἐσκότωνε» - καὶ ἔρριξε τὸ φαρμάκι του καὶ αὐτός. Τὴν ἴδια νύκτα ἐπῆρε τὰ πλυμένα του ὁ Μαυροκορδάτος καὶ ἐπέρασε στὸ Κρανίδι καὶ ἔπειτα εἰς τὴν Ὕδραν.
Ὅταν ἦτον εἰς τὴν τάξιν τὸ Βουλευτικὸ καὶ τὸ Ἐκτελεστικό, ἐδόθη ἡ ἄδεια νὰ πραγματευθεῖ (2) τὸ δάνειον. Ἐκάμαμεν τὴν πρᾶξιν διὰ τὸ δάνειον, πρὶν νὰ διαιρεθοῦμεν τὸ Βουλευτικὸ μὲ τὸ Ἐκτελεστικό. Ἔμεινα μερικὲς ἡμέρες εἰς τὴν Τριπολιτζὰ καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Μεσσηνίαν, διὰ νὰ συνάξω τὸν ἔρανον ὁποὺ εἴχαμεν ρίξει διὰ νὰ βαστάξωμεν τὰ στρατεύματα εἰς τὰ Δερβένια. Εἰς τὴν Δημητζάναν ἦτον συναγμένοι διὰ τοὺς προσόδους καὶ ἐκεῖ ἐπιάσθηκαν τοῦ Κολιόπουλου οἱ ἄνθρωποι μὲ ἀνθρώπους τῶν Δεληγιανναίων. Ἐκεῖ ἔρριξεν ἕνας στρατιώτης τοῦ Κολιόπουλου καὶ ἐλάβωσε τὸν Ἀνάστο Δεληγιάννη. Ὁ Κανέλλος, ὁποὺ ἦτον διωρισμένος διὰ τὰ Δερβένια, ἐγύρισεν ὀπίσω εἰς τὴν Καρύταινα. Εἰς τὴν Καλαμάταν ἀρρώστησα ἐγώ, ἀρρώστησε καὶ ὁ Κανέλλος, καὶ ἐγύρισα εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ἀπὸ τότε ἄρχισαν ἀναφανδὸν νὰ ἐχθρεύονται οἱ Δεληγιανναῖοι μὲ τὸ Κολιόπουλον. Ἐγὼ δὲν ἤθελα τὸ κακὸ οὔτε τοῦ ἑνὸς, οὔτε τοῦ ἄλλου· ὁ ἕνας ἦτο συγγενής μου καὶ ὁ ἄλλος συμπέθερός μου. Τὸ Ἐκτελεστικό, συνθεμένον ἀπὸ τὸν Μαυρομιχάλην, Σωτὴρ Χαραλάμπην καὶ Μεταξᾶν ἔμεινε τρεῖς μῆνες εἰς τὴν Σαλαμίνα, καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Τριπολιτζάν. Ἐκεῖ ἐσμίξαμεν· ἤμουν ἀκόμη ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ. Ἕνα μέρος τοῦ Βουλευτικοῦ ἔφυγεν (1) ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ Ἄργος. Ὁ Πάνος ἔλαβε διαταγὴν ἀπὸ τὸ Ἐκτελεστικὸν νὰ πάρει τὰ ἀρχεῖα τοῦ Βουλευτικοῦ. Ὁ Θεοδωρὴς Ζαχαρόπουλος, ὁ ὁποῖος ἦτον φρούραρχος τοῦ Βουλευτικοῦ τοῦ κόμματός των, ὑπερασπίσθη καὶ δὲν τὰ ἔδωκε τὰ ἀρχεῖα· ἀπ᾿ ἐκεῖ τὸ Βουλευτικὸ ἀνεχώρησε διὰ τὸ Κρανίδι. Ἐκεῖ ἔρριξαν τὸ Ἐκτελεστικό, ὁποὺ ἦτον ἐκλεγμένον ἀπὸ τὴν Συνέλευσιν τοῦ Ἄστρους, καὶ ἐδιώρισαν τὸν Κουντουριώτην, πρόεδρον τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, Ἰωάννην Κωλέττην, Π. Μπότασην καὶ Ἀ. Σπηλιωτάκην. Ἔπειτα ἐμβῆκαν εἰς τὰ καράβια, καὶ ἔστειλαν εἰς τὸ Ναύπλιον διὰ νὰ παραδώσει ὁ Πάνος τὸ φρούριον τοῦ Ναυπλίου. Αὐτὸς ἀπεκρίθηκεν ὅτι: «Ἡ Κυβέρνησις τοῦ Ἔθνους τοῦ ἐμπιστεύθηκε καὶ εἰς τὸ Ἔθνος μόνον χρεωστεῖ νὰ τὸ δώσει». Καὶ ἔτσι ἄρχισε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος. Αὐτοὶ ἦταν ἕνα μέρος τοῦ Βουλευτικοῦ καὶ ἐνόμιζαν ὅτι εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ κρημνίσουν τὸ Ἐκτελεστικό. Τὸ Ἐκτελεστικὸν ἔλεγεν, ὅτι αὐτοὶ παρέλαβαν τὴν ἐξουσίαν ἀπὸ τὸ Ἔθνος, καὶ δὲν ἔχει δικαίωμα ἕνα μέρος βουλευτῶν νὰ κάμει ἄλλην Κυβέρνησιν, τὸ ἄλλο μέρος τῶν βουλευτῶν ἦτον εἰς τὴν Τριπολιτζά. Τὸ Ἐκτελεστικὸ ἦτον τότε ἀπὸ τὸν Μαυρομιχάλην πρόεδρον, τὸν Σωτὴρ Χαραλάμπην, Ἀνδρέαν Ζαΐμην καὶ Ἀνδρέαν Μεταξᾶν. Ἐγώ, ὅταν ἤμουν εἰς τὸ Ναύπλιον, πρὶν νὰ ἀρχίσει ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, εἶχα δώσει τὴν παραίτησίν μου ὡς Ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, διότι ἐπρόβλεπα αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἡ παραίτησίς μου ἔλεγεν, ὅτι εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἀντιπροέδρου ἂς βάλουν ἄλλους πατριώτας, μόνον τὸν Κολοκοτρώνη δὲν ἠμποροῦν νὰ μὴ (2) βγάλουν. Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπῆγα εἰς τὴν Κόρινθον, ὁποὺ ἐπολιορκεῖτο καὶ δευτέραν φορὰν ἀπὸ τοὺς Κοριθινοὺς καὶ Στάϊκον. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Κορίνθου ἐζητοῦσαν νὰ ἔλθει ὁ Κολοκοτρώνης νὰ παραδοθοῦν. Ἔτζι ἐπῆγα καὶ ἔκαμα συνθήκην, ν᾿ ἀφήσουν ὅλα τους τὰ πράγματα καὶ νὰ πάρουν τὰ ἄρματά τους καὶ νὰ τοὺς μπαρκάρω νὰ τοὺς στείλω εἰς τὴν Σαλονίκην. Ἔτσι ἐδέχθηκαν. Τοὺς ἐμπαρκάρησα εἰς τὸ Καλαμάκι εἰς δύο Σκλαβούνικα καὶ ἕνα Κεφαλονίτικο. Οἱ Κορίνθιοι μὲ ἐζήτησαν νὰ βάλουν φρούραρχον τὸν Χελιώτην. Τὸν ἔβαλαν προσωρινῶς, ἕως ὅτου νὰ διατάξει ἡ κυβέρνησις. Τὰ χρήματα τὰ ὁποῖα εὑρήκαμεν εἰς τὴν Κόρινθον τὰ διεμοίρασα εἰς ὅλους τοὺς Κορινθίους. 1823, μήνα Νοέμβριον καὶ Δεκέμβριον. - Ἀπὸ τὴν Κόρινθον ἐπῆγα εἰς τὴν Καρύταινα (3) νὰ συμβιβάσω τὸν Κολιόπουλον μὲ τοὺς Δεληγιανναίους ὁποὺ ἦτον εἰς πόλεμον. Ὁ Δημητράκης Δεληγιάννης ἐμάζωξε (4) στρατιώτας καὶ ἐπῆγε νὰ χαλάσει τὸ χωριὸ τοῦ Παλούμπα ὅπου εὑρίσκοντο τὰ σπίτια τοῦ Κολιόπουλου. Ἐσκοτώθηκε ἕνας γαμβρὸς τοῦ Κολιόπουλου. Ὅταν ἐπῆγα εἰς τὴν Καρύταιναν, ἔγραψα νὰ ἔλθει ὁ Μεταξᾶς διὰ νὰ εἰρηνεύσουν ὁποὺ ἐτρώγοντο. Ἦλθε. Ἔτσι εὕρηκεν ἀφορμὴ τὸ Βουλευτικὸ ὅτι ἐπῆγεν ὁ Μεταξᾶς εἰς τὴν Καρύταιναν χωρὶς τὴν ἄδειαν τοῦ Βουλευτικοῦ, τὸν ἔκαμαν ἔκπτωτον, καὶ ἔτζι τὸ Ἐκτελεστικὸ δὲν ἦτον πλῆρες, καὶ ἔκαμαν τὸ ἄλλο Ἐκτελεστικό (5). Πρὶν νὰ γίνει αὐτὸ εἰς τὴν Καρύταινα, ὁ Ζαΐμης, Λόντος καὶ ἄλλοι ἔκαμαν μίαν Ἀχαϊκὴν συμμαχίαν. Ὁ Σισίνης δὲν ἦτον μὲ τὴν γνώμην τους καὶ ἦτον ἐνάντιος. Αὐτοὶ ἐμάζευσαν στρατιώτας καὶ ἐπῆγαν ἐναντίον τοῦ Σισίνη, διὰ νὰ τὸν χαλάσουν καὶ νὰ ἑνώσουν τὴν Γαστούνην μὲ τὴν Ἀχαϊκήν τους συμμαχίαν. Ἔτζι ἄρχισε ὁ πόλεμος. Μαθαίνοντας ἐγὼ αὐτό, ἐπῆγα εἰς βοήθειαν τοῦ Σισίνη. Οἱ Ἀνδρέηδες ἅμα μὲ ἤκουσαν ὅτι πηγαίνω ἐναντίον τους ἀνεχώρησαν καὶ ἄφησαν τὴν Γαστούνην ἐλεύθερη. Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπῆγα εἰς τὴν Ἀρκαδιά. Εἰς τὴν Ἀρκαδιὰ ἔλαβα γράμματα ἀπὸ τὸ Ἐκτελεστικὸ καὶ μὲ ἔλεγε νὰ προφθάσω, καὶ ἔτσι ἐπῆγα εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ἐγὼ ὑπεστήριξα τὸ Ἐκτελεστικὸ αὐτὸ ὡς τὸ μόνον νόμιμον ἔτσι τὸ (1) ἐνόμιζα. Ἄρχισε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος. Πολιορκοῦν τὸ Ναύπλιον διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης, στέλνουν καὶ στρατεύματα εἰς τὴν Τριπολιτζά, μᾶς πολιορκοῦν· κάμνομεν ἕνα μήνα πολιορκημένοι. Ὁ Λόντος, Νοταρᾶς, Ζαφειρόπουλος, Μπάρμπογλης, Γιατράκος, ἔκαμναν τὴν πολιορκίαν. Ὅταν μᾶς ἐπολιόρκησαν μᾶς ἐπρόλαβαν νὰ τοὺς δώσωμεν τὸ Ἐκτελεστικό, - Πετρόμπεη, Σωτὴρ Χαραλάμπη καὶ Μεταξᾶ - νὰ τοὺς πᾶνε κάτω. Ἡμεῖς τοὺς ἀπεκριθήκαμεν, ὅτι αὐτὸ δὲν γίνεται πλήν, ἂν θέλετε, νὰ πάρωμεν καὶ τὸ ἕνα Ἐκτελεστικὸ καὶ τὸ ἄλλο, καὶ τοὺς κρίνωμεν, καὶ ὅποιος ἔχει ἄδικο, ἐκεῖνος νὰ (2) παιδευθεῖ. Δὲν ἤκουσαν, ἀκολούθησαν διάφοροι ἀκροβολισμοί. Ὁ Κολιόπουλος ἦλθεν ὡς μεσίτης καὶ ἐσυμφωνήσαμεν: ὁ Πετρόμπεης νὰ μείνει ἀπείραγος καὶ νὰ πάει εἰς τὴν Μάνην, καὶ τὴν Τριπολιτζὰν νὰ τὴν ἀφήσωμεν εὔκαιρη, καὶ νὰ μὴν ἔμβουν μέσα οὔτε τοῦ ἑνός, οὔτε τοῦ ἀλλουνοῦ μέρους στρατιῶται. Ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά ἐπῆγα εἰς τὴν Καρύταινα, ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης εἰς τὰ Καλάβρυτα. Τὸ Ναύπλιον ἐπολιορκεῖτο ἀκόμη. Ὁ Νικήτας ἦτον εἰς τοῦ Μπουγιάτι. Ἀκούσθηκε μὲ τὸν Κουντουριώτη· ὁ Κουντουριώτης τοῦ ἐπρόβαλε νὰ γυρίσει μὲ τὸ μέρος του, αὐτὸς ἀποκρίθηκε: «Εἰσακουσθῆτε μὲ τὸν μπάρμπα μου, καὶ ἂν ἑνωθεῖ, ἑνώνομαι καὶ ἐγώ». Τοῦ ἔγραψα νὰ ὑπάγω νὰ ὁμιλήσωμεν. Μὲ ἔγραψε νὰ ὑπάγω στὸ Τσιβέρι μὲ μόνο 50 ἀνθρώπους καὶ νὰ περάσω ἀπὸ ἐδικούς του ἀνθρώπους. Ἐγὼ ὑποπτεύθηκα καὶ δὲν ἐπῆγα. Εἰς τὴν Καρύταινα ἐσύναξα στρατιώτας καὶ τοὺς ἐκτύπησα εἰς διάφορα μέρη. Ἔπιασα 300 ζωντανούς, χωρὶς νὰ χυθεῖ αἷμα. Ἐμβῆκαν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ καὶ τοὺς ἐπολιόρκησα. Ὁ Γενναῖος, ὁ Κολιόπουλος καὶ ὁ Νικήτας, ἐπῆγαν εἰς βοήθειαν τοῦ Πάνου καὶ ἐπέστρεψαν ὀπίσω. Τότε ἦλθε ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης καὶ ἐσμίξαμεν ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τριπολιτζά. Μὲ εἶπε νὰ γράψω τοῦ Πάνου νὰ παραδώσει τὸ κάστρο. Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα ὅτι: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ παραδώσω εἰς τοὺς τυχοδιώκτας, εἰς ἐσᾶς, ἂν εἶσθε ἱκανοὶ νὰ τὸ βαστάξετε, σᾶς τὸ παραδίδω, καὶ ἔχω καὶ 300.000 γρόσια ἔξοδα εἰς μισθούς». Αὐτὸς μ᾿ ἀποκρίθηκεν ὅτι: «Εἴμεθα ἱκανοὶ νὰ τὸ βαστάξωμεν καὶ ἀποκρινόμεθα ὅλα τὰ ἔξοδα ὁποὺ ἔχετε καμωμένα». Καὶ ἔτσι ἔγραψα τοῦ Πάνου καὶ τὸ παράδωσε τὸ φρούριον εἰς τοὺς Ἀνδρέηδες, ὄχι εἰς τὴν Κυβέρνησιν. Τοὺς προεῖπα νὰ βάλουν φρουρὰν εἰς τὸ Παλαμήδι ἐδικούς τους καὶ ὄχι χαϊμένους· καὶ ἐκεῖ ἔβαλαν τὸν Φωτομάρα, καὶ ἔπειτα ὁ Γρίβας, καὶ ἔγιναν ἐκεῖνα τὰ κακὰ ὁποὺ ἔγιναν. Ὁ Πάνος ἦλθε εἰς τὴν Καρύταιναν, ἔγινεν ἀμνηστεία διὰ τὸν Πάνο καὶ ἔτσι ἔλαβε διαταγὴν διὰ τὴν Πάτρα νὰ τὴν πολιορκήσει. Ἐκεῖ ἔσμιξεν ὁ Πάνος μὲ τὸν Ζαΐμην καὶ Λόντον. Αὐτοὶ ἦσαν δυσαρεστημένοι μὲ τὸν Κουντουριώτην, ἑνώθησαν μὲ ἡμᾶς. Ὁ Παπα - Φλέσσας ἐβγῆκε διὰ νὰ καθυποτάξει τὰς ἐπαρχίας Ἀρκαδιᾶς, Φανάρι καὶ λοιπάς. Τὰ δάνεια ἐδυνάμωσαν τὴν Κυβέρνηση Κουντουριώτη καὶ ἡ δύναμη τὴν ἔκαμε νόμιμη. Ἔγραψα νὰ ἔλθει ὁ Πάνος καὶ ὁ Γενναῖος εἰς τὴν Καρύταιναν διὰ νὰ ἀντισταθοῦν, τὸν Παπα - Φλέσσα, τὸν ἐκυνήγησαν (ἐπολέμησαν εἰς τοὺς Κωνσταντίνους) αἱ ἐπαρχίαι καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ Ναύπλιον. Ἔστειλαν δύναμιν τὸν Βάσον μὲ 800, ἀπαντήθηκαν οἱ στρατιῶτες μὲ τὸν Πάνο καὶ ἐσκοτώθη.
Ὁ Ζαΐμης ἔφθασε διὰ νὰ ἐμβοῦμεν εἰς τὴν Τριπολιτζάν. Οἱ Τριπολιτζῶτες ἐφοβήθηκαν διὰ τὸν σκοτωμὸν τοῦ Πάνου καὶ ἀντιστάθηκαν· τοὺς ἐφοβέρισε καὶ ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης (3). Ἡ Κυβέρνησις τοῦ Κουντουριώτη ἐδυνάμωσεν, ἔστειλεν εἰς τὴν Ρούμελην, ἔφερε τὸν Γκούρα, καὶ οἱ ἄλλοι καπεταναῖοι τῆς Ρούμελης ἐμβῆκαν εἰς τὴν Κόρινθον, ἐκυνήγησαν τὸν Νοταρᾶν. Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπῆγαν εἰς τὴν Κερπενή, χωριὸ τῶν Καλαβρύτων, ἔκλεισαν τὸν Ζαΐμη, ἦλθεν καὶ ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Τζαβέλας ἐναντίον τοῦ Ζαΐμη, τὸν ἐχάλασαν τὸν Ζαΐμη, καὶ ὁ Ζαΐμης, Λόντος καὶ Νικήτας κατέφυγαν εἰς τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα. Ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Τζαβέλας μ᾿ ἔγραφαν διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν καὶ μὲ παίρνουν ἀπάνω τους ἂν πάθω τίποτε. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἤμουν πλέον εἰς τὴν Καρύταιναν, διότι ἦλθεν ὁ Κολιόπουλος σταλμένος ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση καὶ μοῦ εἶπεν ὅτι νὰ πᾶμε εἰς τὸ Ναύπλιον διὰ νὰ συμβιβασθοῦν τὰ πράγματα. Ἐπήγαμεν εἰς τὴν Τριπολιτζάν. Ἐκεῖ ἦτον μία ἐπιτροπὴ ἀπὸ τὸν Σκούρτην, τὸν Γ. Μαυρομάτην καὶ Κ. Ζαφειρόπουλον, καὶ μὲ ἔκαμαν ὅρκους, ὅτι νὰ πάγω κάτω νὰ συμβιβαστοῦν τὰ πράγματα καὶ ἀπὸ αὐτά. Ἐνεπιστεύθηκα ἐγώ, ἐπῆγα εἰς τὸ Ναύπλιον. Ἐκεῖ εἰς ἕνα δύο ἡμέρες βλέπω νὰ διώχνουν τοὺς ἀνθρώπους μου καὶ νὰ μὲ ἀφήνουν μοναχὸν, in arresto ἕως ὅτου νὰ μαζώξουν καὶ τοὺς ἄλλους. Μᾶς ἐβαρκάρισαν εἰς μίαν γολέταν, Γοργώ (1), ἦταν καὶ ὁ Σκούρτης, καὶ μᾶς ἐπῆγαν εἰς τὴν Ὕδραν. Ἐκαθίσαμεν δύο ἡμέρες καὶ μᾶς ἔστειλαν στὸν Προφήτην Ἅγιον Ἠλίαν, ἕνα μοναστήρι. Ἐκαθίσαμεν 4 μήνας. 20 ἡμέρες μετὰ τὸ πιάσιμόν μας, ἦλθεν ὁ Μπραΐμης εἰς τὴν Πελοπόννησον. Εἰς τὴν Ὕδραν ἄρχισε νὰ γίνεται ἀπὸ τὸν λαὸν μία ἑταιρία διὰ νὰ μᾶς βγάλουν. Ὁ Κουντουριώτης ἑτοιμάζετο διὰ τὴν Πάτρα, ἔπειτα σὰν ἤκουσε ὁ Μπραΐμης ἦλθεν εἰς τὰ Μοθωκόρωνα, ἔκαμαν διαταγὰς διὰ νὰ γυρίσουν τὰ στρατεύματα διὰ τὸ Νεόκαστρον. Ἐπῆγεν ὁ Κουντουριώτης εἰς Τριπολιτζὰν καὶ ἔστειλε τὸν Σκούρτην ἀρχιστράτηγον εἰς ὅλα τὰ στρατεύματα. Εἶχε μαζὶ ἕνα ἥμισυ μιλλιούνι (2) γρόσια. Τὰ Ρουμελιώτικα στρατεύματα ἐκίνησαν καὶ αὐτά, πηγαίνουν εἰς τὸ Νεόκαστρον. Ἐκεῖ βάζουν φρουράρχους τὸν Π. Γιατράκο καὶ Γεώργ. Μαυρομιχάλη. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐπολιόρκησε τὸ Νεόκαστρο, ἔπειτα ἐξεμβαρκάρισεν εἰς τὸ παλιὸ Ναβαρίνο, ἐκεῖ ἐκλείσθησαν 1.000 Πελοποννήσιοι, στενοχωρημένοι ἀπὸ ζωοτροφίας ἐπροσκύνησαν, καὶ ὁ Ἰμπραΐμης τοὺς ἄφησεν ἐλευθέρους. Ἦτον ἐκεῖ ὁ Τζόκρης καὶ ὁ Τζανέτος καὶ ἄλλοι. Ὁ Ἰμπραΐμης ἀφέθηκε μὲ γλυκὸ τρόπο εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν, διὰ νὰ τραβήξει τοὺς Ἕλληνας διὰ νὰ προσκυνήσουν. Ὁ λαὸς ἄρχισε νὰ λέγει, ὅτι δὲν πολεμοῦμεν, ἂν δὲν βγάλετε τοὺς ἀρχηγούς μας. Τὰ Ρουμελιώτικα καὶ Σουλιώτικα στρατεύματα, μάλιστα ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Τζαβέλας ἐπρόβαλαν διὰ νὰ μὲ βγάλουν. Ἐκεῖ ἔκαμαν ὅλα τὰ στρατεύματα μίαν ἀναφορὰν καὶ ἐζητοῦσαν τὴν ἐλευθερίαν μας. Ἐπαρουσίασαν τὴν ἀναφορὰν εἰς τὸν Ἀναγνωσταρᾶν, ὁποὺ ἦτον Μινίστρος τοῦ πολέμου, καὶ αὐτὸς τὴν ἔσκισε λέγοντας: «Μὴν ἀνακατώνεσθε σ᾿ αὐτὲς τὲς δουλειές, ἀφήσετε αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν εἰς τὴν Κυβέρνηση». Γίνεται εἰς τὸ Κρεμμύδι πόλεμος καὶ νικῶνται οἱ ἐδικοί μας. Ὁ Καρατάσος ἔκαμεν ἕναν καλὸν πόλεμον. Τότε ὅλοι οἱ ἀρχηγοί Ρουμελιῶται ἐσυνάχθηκαν καὶ ἀπεφάσισαν ν᾿ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον, διὰ νὰ ὑπάγουν νὰ βοηθήσουν τὴν Ρούμελην, καὶ μάλιστα τὸ Μεσολόγγι, ὁποὺ ἄρχισε νὰ πολιορκεῖται. Τότε ἐπῆγαν εἰς τὸν Κουντουριώτην, ἐπῆραν τοὺς μισθούς των καὶ ἀνεχώρησαν ἄλλοι διὰ τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα καὶ ἄλλοι διὰ τὴν Δυτικήν. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔκαμε ντεσμπάρκο καὶ εἰς τὴν Σφακτηρίαν, καὶ ἐσκοτώθη καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, καθὼς καὶ ὁ Τζαμαδός. Ἐπιάσθησαν εἰς τὴν Σφακτηρίαν μερικοὶ ζωντανοί, ὁ Π. Ζαφειρόπουλος, ἐπιάσθη σκλάβος εἰς τὸ Κρεμμύδι, πηγαίνει καὶ ὁ Κ. Ζαφειρόπουλος, πιάνεται καὶ αὐτός, καὶ ὁ Χατζῆ Χρίστος. Τὸ Νεόκαστρον σὰν ἐστενοχωρήθη πολύ, ἔκαμε συνθήκας καὶ παρεδόθηκεν. Ὁ ἐχθρὸς τοὺς μὲν στρατιώτας, χωρὶς τὰ ἄρματά τους, τοὺς ἄφησεν ἐλευθέρους, εἰς τοὺς ἀξιωματικοὺς τοὺς τὰ ἄφησε, καὶ μόνον ἐβάσταξεν αἰχμαλώτους τὸν Γεωργάκην Μαυρομιχάλην καὶ Παναγιώτην Γιατράκον. Μανθάνοντας ὁ Κουντουριώτης, ὅτι τρατάρει τὸ Νεόκαστρον, ἐμβαρκαρίσθηκεν εἰς τὸ Ἁλμυρὸ καὶ ἦλθε εἰς τὴν Ὕδραν. Ἐκεῖ ἐκατέβημεν καὶ ἡμεῖς. Σὰν εἶδαν τὸν κίνδυνον τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἐπιμονήν, ὅπου ἔδειχνεν ὁ λαὸς διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσουν, μᾶς ἐλευθέρωσαν. Ἤλθαμεν εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἐρχόμενοι εἰς τὸ Ναύπλιον ὁρκωθήκαμεν τὸ Βουλευτικόν, τὸ Ἐκτελεστικὸν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅτι νὰ ἀφήσωμεν τὰ περασμένα, νὰ τὰ λησμονήσωμεν, νὰ ἑνωθῶμεν καὶ νὰ μὴν ἔχωμεν ἄλλην ἰδέαν, παρὰ νὰ δουλεύσωμεν τὴν πατρίδα μας. Ἔτσι μ᾿ ἔκαμαν γενικὸν Ἀρχηγόν. Ἐσυνάχθηκε τότε τὸ Βουλευτικὸ καὶ τὸ Ἐκτελεστικὸν εἰς ἕνα μέρος καὶ ἐπῆγα καὶ ἐγώ.
Εἰς τὴν Ὕδραν εὑρισκόμεθα ὁ Κολοκοτρώνης (3) ὁ Ἀναγνώστης Δεληγιάννης, Κανέλλος Δεληγιάννης, Νικολάκης καὶ Δημητράκης Δεληγιάννης, Ἰωάννης καὶ Παναγιώτης Νοταρᾶς, Γέρο Σισίνης, Χρύσανθος Σισίνης, υἱός του, Μῆτρος Ἀναστασόπουλος, ὁ Γρίτζαλης (4) ὁ Ἀναστάσης Κατζαρός, ὁ Δημήτριος Παπατζώνης, ὁ Θεόδωρος Γρίβας.
Εἰς τὴν Σφακτηρίαν ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἦτον ἀρχηγός, ὁ Ἀναστάσης Τσαμαδὸς μὲ 10 κομμάτια καράβια εἶχε τὴν θάλασσαν.
Καθὼς ἐσυνάχθηκε τὸ Ἐκτελεστικὸ καὶ Βουλευτικὸ μὲ ἐπροσκάλεσαν ἐμέ, κι ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Σεβαστὴ Διοίκησις, ν᾿ ἀκούσετε τὴν γνώμην μου ὁποὺ θέλει σᾶς εἰπῶ. Στὴν Πάτρα, στὴν Κορώνη καὶ στὰ Μοθωκόρωνα Τοῦρκος νὰ μὴν ἀκούεται πουθενά, μόνον νὰ εἶναι ὅλο Ἑλληνικό. Τῆς Τριπολιτζᾶς τὸ Κάστρο πρέπει νὰ τὸ χαλάσομε, διατὶ δὲν συμφέρει μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησον νὰ εἶναι μιὰ τέτοια (1) μάνδρα, διατὶ βγάνει ἀπὸ μέσα ὅλο ἐμφυλίους πολέμους καὶ ὄχι τώρα ὁποὺ ὁ Ἰμπραΐμης εἶναι μὲ πενήντα χιλιάδες στράτευμα εἰς τὴν Πελοπόννησον καὶ κρατεῖ τὰ κάστρα τῆς Μεσσηνίας τρία, καὶ κρατεῖ καὶ τὴν Πάτραν, καὶ ἔκαμε καὶ τόσες νίκες εἰς τοὺς Ἕλληνας, καὶ ἐσκότωσε καὶ τὸν Φλέσσαν μὲ τοὺς πεντακοσίους, καὶ ὁ Φλέσσας ἠμπορεῖ νὰ ἐσκότωσε 1.000, καὶ ἔκαψε καὶ τὴν Καλαμάτα καὶ τὰ στρατεύματα ἔφυγαν, καὶ ἔχει καὶ τόσες νίκες καμωμένες. Θὰ ἔλθει καὶ στὴν Τριπολιτζά, καὶ σὰν ἔλθει στὴν Τριπολιτζά, πιάνει καὶ τὸ κάστρο (2) καὶ τότε χαλάει καὶ ὅλην τὴν Πελοπόννησον, διατὶ εἶναι εἰς τὸν κέντρον». Μὲ ἀπεκρίθηκαν: «Δὲν ἔχουν ἔξοδα». Ἀπεκρίθηκα ἐγώ: «Δότε (3) μου τὴν ἄδειαν, καὶ μὲ τὸν λαὸν τὸ χαλῶ διὰ πέντε ἡμέρες, καὶ τότε δὲν εὑρίσκει ὁ Μπραΐμης νὰ κάμει φωλιά, καὶ τὸν κτυπῶ ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη. Ἂν πιάσει τὴν Τριπολιτζὰ δὲν τοῦ χρειάζεται ἄλλη φωλιά διὰ νὰ χαλάσει τὴν Πελοπόννησον. Ἐὰν (4) καὶ χαλάσωμεν τὴν Τριπολιτζά, δὲν εὑρίσκει φωλιὰ καὶ τὸν κατατρέχω μὲ τὰ στρατεύματα τῆς Πελοποννήσου. Τότε ἑνώνονται τὰ στρατεύματα, ἀλλέως δὲν θὰ ἑνώνονται διατὶ θὰ φοβοῦνται ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα μέρη». Καθὼς καὶ ἔγινε.
Αὐτοὶ ὑποπτεύθηκαν ὅτι ἔχω μίσος νὰ χαλάσει ἡ Τριπολιτζά, τὰ τείχη, καὶ ἀπεκρίθηκαν: «Νὰ ἰδοῦμεν». Ἐπῆγα εἰς τὸ Ἄργος, ἔκαμα ἀναφοράν, ἔκαμαν καὶ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, καὶ δὲν ἀκούσθηκα. Τότενες ἔμασα 8.000 στράτευμα. Ἦλθαν τὰ στρατεύματα εἰς συναπάντησίν μου. Οἱ Ἀργίτες εἰς τὸ Ναύπλιον, οἱ Τριπολιτζῶται εἰς τὸ Ἄργος· τοὺς ἔλεγα: «Τρέξατε, ἀδέλφια μου, νὰ μὴ μᾶς πάρουν σκλάβους οἱ Ἀραπάδες, δὲν ἔχομεν βοήθειαν εἰμὴ ἀπὸ τὰ ἄρματά μας». - Δοξολογίες εἰς τὸν ὕψιστον ἄνδρες καὶ γυναῖκες. - Ἔστειλα διαταγὴν εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας (5) καὶ ἐσυνάχθησαν διὰ τρεῖς ἡμέρες 8.000. - Ὅταν ἤμουν ἀκόμη στὴν Τριπολιτζά, ἦλθεν ἡ εἴδησις τοῦ Φλέσσα. Ἔκαψε τὴν Καλαμάτα ὁ ἐχθρός, δυνατός, ἐκυρίευσε τὴν Μεσσηνίαν. Ἐγὼ ἔπιασα τὰ Δερβένια, ἐπέρασα καὶ ἀπὸ τὸ Λεοντάρι ἔφτιασα φούρνους, διὰ νὰ κουβαλοῦν τροφὰς εἰς τὸ Δερβένι, ἔφτιασα ταμπούρι δυνατὸ διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν. Αὐτὸς εἶχε κατασκόπους, καὶ εἶδε ὅτι ἤθελε νὰ περάσει ἀπὸ τὰ Δερβένια μὲ χαλασμόν. Ἕνας Τοῦρκος Λιονταρίτης, σκλάβος εἰς τὴν Μπολιανήν, ἦτον φευγάτος εἰς τὸν Ἰμπραΐμην, εἶπε: «Ἐγὼ ἠξεύρω ἕνα τόπον νὰ πᾶμεν ἀπὸ τὲς πλάτες, νὰ ἀναβοῦμεν εἰς τὸν ἀπάνω (6) κάμπον». Ἔτζι ἐγώ, μὴν ἠξεύροντας ὅτι θὰ περάσει ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μονοπάτι ὅπου ἐγὼ δὲν ἔλπιζα ποτὲ - ὅμως μὲ παρεκίνησε ὅτι οἱ Μεσσήνιοι ἦτον τραβηγμένοι εἰς τὰ βουνά, καὶ ἐκίνησα νὰ πιάσω ἐκείνην τὴν θέσιν ὁποὺ ἐπέρασε. Οἱ Τοῦρκοι ἐντόπιοι σκλάβοι ἔφευγαν καὶ ὁδηγοῦσαν τὸν Μπραΐμην. Ἔστειλα τὰ ἀνιψίδια μου νὰ τὸ πιάσουν, ἐγὼ ἐκίνησα εἰς τὰ Σαμπάζικα μὲ 80 ἀνθρώπους νὰ μαζώξω τὰ χωριά, νὰ πιάσω τὰς θέσεις. Ἐξημέρωσα εἰς ἕνα χωριό, εἰς τὴν Ἄκοβο, ἦλθαν καὶ ἄλλα χωριὰ νὰ πιάσωμεν τὴν θέσιν. Δὲν ἔφθασαν τρεῖς ὧρες τῆς ἡμέρας, καὶ μὲ τοὺς ὁδηγοὺς τοὺς Τούρκους ἔπιασε τὸ βουνὸ (7) πρὶν νὰ πᾶμε ἡμεῖς μὲ στράτευμα. Ὁ κόσμος ὁποὺ ἦτον εἰς τὸ χωριό, σὰν εἶδαν καὶ ἐκαβάλληκε τὸ βουνό, ἐτζάκισαν κι ἔφευγαν· καὶ ἐγὼ ἤμουν σὲ μίαν ράχη, κ᾿ ἔφυγαν ἀπὸ μπροσθά μου. Οἱ Τοῦρκοι ἐμβαίνουν εἰς τὴν Μπολιανήν, χωριὸ ἀπὸ 250 οἰκογένειες. Οἱ πεζοὶ ἔβαλαν φωτιὰ εἰς τὸ χωριό, οἱ καβαλλαραῖοι ἐκυνηγοῦσαν τὰ παιδιὰ νὰ τὰ σκλαβώσουν, ἀποπίσω ἤρχετο τὸ στράτευμα. Ρίχνω μιὰ μπαταριὰ τουφέκια. Οἱ Τοῦρκοι ἐφοβήθηκαν καὶ ἐγλύτωσεν ἐκεῖνος ὁ λαός, καὶ ἦτον τὸ μεσημέρι. Ἐκεῖνο τὸ βουνὸ ὁποὺ ἤμουν ἐγὼ ἦτον δυνατό, καὶ τῆς εὐθὺς ἔστειλα διαταγὴν εἰς τὸ Δερβένι νὰ γυρίσει ὅλο τὸ στράτευμα κατ᾿ ἐμέ, διατὶ οἱ Τοῦρκοι ἦλθαν ἀπὸ τὴν Μπολιανήν, καὶ τρέξατε (8) νὰ μὴν πιάσουν τὸν κάμπον. Τὸ στράτευμα ἦτον ὧρες ἕξ μακράν, ἐνύχτωσε κι ἐγὼ ἔμεινα τοποτηρητής, νὰ ἰδῶ οἱ Τοῦρκοι ποῦ θὰ κάμουν. Λαβαίνοντας τὸ γράμμα μου ἐκίνησε ὁ Γ. Γιατράκος μὲ 800, καὶ τὰ ἄλλα ἐκίνησαν ἀπὸ κοντά, Γενναῖος, Κολιόπουλος, Κανέλλος Δεληγιάννης, Παπατζώνης, Ἀρκαδινοί, Γρίτζαλης, οἱ Τριπολιτζῶτες, ὁ Κολιὸς (ἐσκοτώθη). Ἐγὼ ὀπισθοδρόμησα μίαν ὥραν κατὰ τὸν δρόμον ὁποὺ ἤρχονταν οἱ δικοί μας. Μὲ τὰ χαράγματα ἔφθασε ὁ Γιατράκος, ἔκαμε νὰ πιάσει ἕνα χωριό, Δυρράχι, ἐπειδὴ ὑποπτεύθηκε μὴ περάσουν οἱ Τοῦρκοι κατὰ τὸ Μυστρά (1)· ἀνεχώρησε καὶ ἐπῆγε. Ἐγὼ ἔμεινα εἰς τὴν ἰδίαν τοποθεσίαν. Ὁ Ἀντώνης ὁ Κολοκοτρώνης, ποὺ ἤξευρε τὸν τόπον, ἐπέρασεν ἀπὸ ἕνα μονοπάτι καὶ ἐβγῆκεν μπροσθὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τὰ στρατεύματά μας ἐρχότανε κομματιαστά. Ἦλθαν ἄλλοι 1.000 καὶ τοὺς ἔστειλα καὶ ἔπιασαν κάτι καταράχια, καρσὶ τῶν 500 (Κανέλλος, Γενναῖος, Γρίτζαλης, Παπατζώνης)· ὁ Κολιόπουλος ἐρχόντουνε ἀπὸ κοντὰ μὲ τοὺς Ἀρκαδινοὺς καὶ μὲ ἄλλα στρατεύματα· οἱ Τοῦρκοι ἐβγῆκαν πρωι καὶ ἔκαμαν κατὰ μᾶς, ὄχι κατὰ Δυρράχιον. Ἀπαντήθηκαν, καὶ τὰ δικά μας δὲν τοὺς βάσταξαν, καὶ ἔκαμναν ρετιράδα καὶ ἐμένα (2). Ἐρχάμενοι εἰς ἐμένα τοὺς ἀποφασίζω, στέλνω 3.000 εἰς τὴν ράχην, νὰ τοὺς βαστάξωμεν ἐδῶ. Οἱ Τοῦρκοι ἦλθαν ἴσια μὲ τὸν Γενναῖον, καὶ ἐστάθηκαν. Δὲν τοὺς ἔδιδε χέρι νὰ περάσουν ἐμπρός, διότι ἄφηναν τὸ στράτευμα πίσω. Ἐπιάσθηκαν πόλεμον μὲ Γενναῖον, Κανέλλον καὶ λοιπούς. Οἱ δικοί μας ἔφτιασαν ταμπούρια οἱ 3.000, καὶ τοὺς ἔβαλε εὐθὺς τὸ κανόνι, μὰ δὲ τοὺς ἔκανε τίποτες. Ἐγὼ ἐπέρασα μισὴν ὥραν μακριὰ διὰ νὰ εἶμαι ἀγνάντια τοῦ πολέμου, καὶ ἐπρόσταξα τὸν Κολιόπουλο νὰ πάγει βοήθεια εἰς τὸ πρόποδον τοῦ βουνοῦ, ποὺ ἦτον ὁ Γενναῖος ἐπάνω, καὶ ἐπῆγε καὶ ἐπολέμαε καὶ ὁ Κολιόπουλος μὲ τοὺς Τούρκους. Ὁ Γενναῖος κατεβαίνει καὶ τοῦ λέγει: «Μπάρμπα, τραβήξου ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν θέσιν, καὶ πήγαινε στοῦ πατέρα μου, νὰ δυναμώσετε ἐκεῖ». Ἦλθε ὁ Κολιόπουλος εἰς ἐμέ, ἦλθαν καὶ Ἀρκαδιανοί (3), καὶ εἴμεθα ἕνα σῶμα καλό. Ὁ Γενναῖος μὲ τὸ στράτευμά του πολεμεῖ ὅλην τὴν ἡμέρα. Ἔρριχναν μπόμπες καὶ κανόνια. Πολεμᾶν ὅλη τὴν ἡμέρα. Ὁ Γιατράκος, ὁποὺ ἦτον εἰς τὸ χωριό, σὰν ἤκουσε τὸν πόλεμον, ἦλθε μεντάτι ἀπὸ ἕνα μέρος, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἦσαν (4) πολλοί, καὶ τοῦ ἔπεσαν ἐπάνω καὶ τὸν χάλασαν. Δὲν μᾶς βόλιε νὰ τοῦ δώσωμεν βοήθειαν, διότι ἦτον βράχοι στὴν μέσην. Λαβώθηκε ὁ Γιατράκος, ἐσκόρπισε ἐκεῖνο τὸ στράτευμα. Περιμένωμεν βοήθειαν καὶ ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλα χωριά, πλὴν δὲν ἦλθαν. Ὁ Γενναῖος, μὲ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ καταράχι ἐπολέμησε καὶ ὅλην τὴν νύκτα, μὰ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπῆραν τὰ ὀμπρός. Τὴν ἄλλην ἡμέραν στέλνω τοὺς Ἀρκαδινοὺς νὰ πιάσουν ἕνα μονοπάτι διατὶ εἶδα τοὺς Τούρκους καὶ ἔπιασαν ὅλα τὰ καταράχια. Βλέποντας ὅτι ἔστειλα νὰ πιάσω τὸ μονοπάτι, ἐκίνησαν οἱ Τοῦρκοι ἐκεῖ. Οἱ Ἀρκαδινοί, ἀφοῦ ἐπολέμησαν, δὲν τοὺς βάσταξαν καὶ ἦλθαν κατ᾿ ἐμένα. Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆραν τὸν κάμπον. Ἡ καβαλλαρία ἡ τουρκικὴ ἦλθεν ἕως εἰς τὸ Λιοντάρι, καίοντας τὰ χωριά. Καμμιὰ δεκαριὰ χιλιάδες ἐτέντωσαν ἀπὸ τὲς πλάτες τοῦ Γενναίου στὸν κάμπον. Βλέποντας ἐγὼ ἐκείνους, ὅτι ἐπλεύρωσαν τὰ στρατεύματα τὰ ἐδικά μας, ἐκατέβηκα μὲ τὸν Κολιόπουλον ἕνα κάρτο μακρὰν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ τοὺς φοβίσω. Δύο μέρες καὶ τρεῖς νύχτες ἄπαυτα ὁ πόλεμος. Σὰν εἶδα ὅτι δὲν ἐμποροῦσα νὰ τοὺς κάμω βοήθειαν, - μιὰ βρυσούλα ἦτον, δὲν ἐκόταγαν νὰ στείλουν νὰ πάρουν νερό, διατὶ τοὺς ἔφευγαν, δὲν εἶχα πολεμοφόδια, τροφὰς καὶ νερὸ - τοὺς ἔκαμα σινιάλο νὰ φύγουν μὲ φωτιές. Εἰς ἐκεῖνον τὸν πόλεμον ἐσκοτώθηκαν 5 δικοί μας, Τοῦρκοι ἀρκετοί. Ἔφυγαν οἱ ἐδικοί μας καὶ ἐτράβηξαν κατὰ τοῦ Τουρκολέκα, κι ἐπῆραν τὰ Δερβένια. Ἡμεῖς ἐτραβηχθήκαμεν κατὰ τὴν Καρύταιναν, ὅπου ἦτον τόπος δυνατός. Οἱ Τοῦρκοι ἐτράβηξαν κατὰ τὴν Τριπολιτζά, ἐμπῆκαν εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ὅταν (5) ἐφύγαμεν τὸ βράδυ, ἔστειλα, νὰ κάψω τὴν Τριπολιτζά, τὸν Τζόκρην, καὶ δὲν ἐπρόφθασε. Ἀρχίνησε νὰ κάψει τὴν πόλιν, ἔφθασε ὁ Μπραΐμης, καὶ ἐπῆρε τῆς Τριπολιτζᾶς τὸ πράγμα ὅλο. Ἔκατζε ἡμέρες δέκα διὰ νὰ ἀναπαυθοῦν τὰ στρατεύματά του. Ἐκεῖνες τὲς δέκα ἡμέρες ἐγὼ ἐσύναξα Κολιόπουλον, Κανέλλον Δεληγιάννην, Παπατσώνην - τὴν νύχτα ὁποὺ ἔφυγαν ἐσκοτώθηκε ὁ Κολιός, ὄχι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς - καὶ ἐγινήκαμεν ὡς 4.500. Ἐζυγώσαμεν κοντὰ διὰ νὰ πιάσωμεν τὰ πόστα, νὰ μὴν τραβήξει κατὰ τὴν Καρύταιναν καὶ χαλάσει τὲς χῶρες. Ὁ Ζαΐμης καὶ τὸ Ἀρχοντόπουλο ἦτον εἰς τὸ Τορνίκι, ὡς 2.000. Οἱ Μυστριῶτες καὶ οἱ Ἁγιοπετρίτες μὲ τὸν Ζαφειρόπουλον καὶ μὲ τὸν Π. Μπαρπιτζιώτην. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐκίνησε, καὶ πάγει εἰς τὸ Ἄργος. Ἀφήνει στράτευμα εἰς τὴν Τριπολιτζά, πάγει στὴν Γλυκειὰ (περιβόλι τοῦ Μιαούλη). Ἡμεῖς σὰν ἐμάθαμεν ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἐκατέβηκε στὸ Ἄργος, τοὺς ἔκαμα ἕνα στρατήγημα νὰ ἐβγοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, νὰ τοὺς πολεμήσωμεν καὶ πηδήσωμεν μέσα. Ἔστειλα τὸν Κολιόπουλον μὲ 1.000 νὰ πιάσει τὴν μάνα τοῦ νεροῦ κρυφίως, ποὺ νὰ μὴ φαίνεται τὸ στράτευμά του, τὸν Γενναῖον εἰς τὸ Περιθώρι μὲ 2.000 καὶ τὸν Κανέλλον Δεληγιάννην, Παπατζώνην καὶ λοιποὺς εἰς τὸ κέντρον, ψηλὰ εἰς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τὴν πόρταν, κρυμμένοι κι ἐκεῖνοι· ἐγὼ στεκούμουν εἰς τὸ κέντρον. Ὁ Κανέλλος, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν μέσην, νὰ βγάλει 50 ἀνθρώπους. Οἱ Τοῦρκοι βλέποντές τους ὀλίγους νὰ βγοῦν. Ὁ Κολιόπουλος, Γενναῖος νὰ ἐμβοῦν ἀνάμεσα Τούρκους καὶ Τριπολιτζά, καὶ νὰ ἐμβοῦν μέσα ἀπὸ τοῦ Λεονταριοῦ τὴν πόρταν. Τὸ στρατήγημά μου ἔγινε ἀνωφελές. Οἱ Τοῦρκοι ἐβγῆκαν ὀλίγοι καὶ δὲν ἄφησαν τὸ κάστρο. Ἔγινε καμιὰ ὥρα ἀκροβολισμός, εἶδαν οἱ Ἕλληνες ὅτι δὲν ἔβγαιναν καὶ ἐφανερώθηκαν κι ἔπιασαν τὲς τάμπιες οἱ Τοῦρκοι. Τὴν ἰδίαν ὥραν λαμβάνω ἕνα γράμμα ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι (1). Ἡ Κυβέρνησις μᾶς ἔγραφε, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης πάγει εἰς τὴν Ἀκροκόρινθον, καὶ τὰ στρατεύματά μας νὰ πᾶν κοντά. Ἡμεῖς οὔτε πολεμοφόδια εἴχαμεν, οὔτε τροφὰς· ἐτρώγαμεν κριάρια καὶ ψάνη, διατὶ τὰ χωριὰ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν τρομάρα τους. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Τριπολιτζᾶς γράφουν εἰς τὸν Ἰμπραΐμη νὰ φθάσει. Σὰν ἔλαβα καὶ τὸ γράμμα ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση, διορίζω τὸν Δημήτριον τὸν Κολιόπουλον νὰ πᾶμε εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀφεντικούς, νὰ πάρομε τζοπχανὲ καὶ τροφές. Ἀφήνω τὸν Κανέλλο καὶ τὸν Παπατζώνην μὲ 1.500, νὰ φοβίζουν τοὺς Τούρκους. Ἐγὼ μὲ 300 ἐκίνησα νὰ κάμω κατὰ τὴν διαταγὴν τῆς Κυβερνήσεως. Ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἔρριξε ἕνα νερὸ καὶ ἔγινε ἕνα πέλαγος. Οἱ ἄνθρωποι περνοῦν ἀπὸ μερικὰ χωριά, πίνουν κρασί, τοὺς πιάνει καὶ ἐμέθυσαν, καὶ ἀργοπόρησαν νὰ βγοῦν εἰς τὸ Παρθένι. Ἔστειλα τὸν Κωνσταντίνο Ζαφειρόπουλον, νὰ μετρήσει τ᾿ ἀσκέρι τοῦ Κολιόπουλου, ἀπὸ κοντὰ ἐπῆγα καὶ ἐγώ. Ἐτράβηξα νὰ ξημεσημεριάσωμεν εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπον. Ἐγὼ ἐκατέβηκα εἰς τὸ χάνι τοῦ Ἀχλαδόκαμπου, νὰ ξανασάνουν τὰ στρατεύματα, καὶ ἐγὼ νὰ κινήσω. Ἔγραψα εἰς τὴν Κυβέρνηση νὰ μοῦ βγάλουν τσοπχανέδες καὶ ψωμὶ εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀφεντικούς, νὰ πάγω ἔπειτα εἰς τὴν Ἀκροκόρινθον.
Ὁ Ἰμπραΐμης ἐκίνησε ἀπὸ τὸ Ἄργος καὶ ἐκοιμήθηκε εἰς τὰ Βρυσάκια. Ὁ τόπος ἦτον σκάπετα. Ὅταν ἐστείλαμεν τοὺς ταχυδρόμους, αὐτοὶ συναπαντήθηκαν μὲ τὴν μπροστέλαν τοῦ Ἰμπραΐμη, καὶ ἐγύρισαν φεύγοντας ὀπίσω, καὶ μᾶς εἶπαν ὅτι ἔφθασαν οἱ Τοῦρκοι (2). Ὀργάνισα εἰς 4 κολόνες τὸ στράτευμα· τὸν Βασίλη τὸν τουρμπετιέρη (3) τὸν ἔστειλα νὰ μᾶς κάμει σημάδι, ἂν οἱ Τοῦρκοι εἶναι ὀλίγοι, νὰ βαρέσει τὴν τρουμπέτα, ἐὰν ὅλο τὸ στράτευμα, νὰ ρίξει ἕνα ντουφέκι. Ἐπῆγε κι ἔρριξε τὸ ντουφέκι. Ὁ Κολιόπουλος νὰ πάγει εἰς τὴν Γύρα, ὁ Γ. Ἁλωνιστιώτης νὰ πάγει στοῦ Μπέγη στὴν Σκάλα, καὶ ὁ Γενναῖος νὰ πιάσει τοῦ Παρθενιοῦ τὴν στράτα, καὶ ἐγὼ εἰς τὴν ἄκραν (4). Βλέπομεν καὶ ξαγναντάει ὅλο τὸ στράτευμα τοῦ Ἰμπραΐμη ἕως 3.000 καὶ ἔπεσε στὸν κάμπον τοῦ Ἀχλαδόκαμπου. Τοὺς ἔκαμε 4 κολόνες κι ἐκεῖνος ἐμοίρασε τὴν πλιότερη καβαλλαρία κατὰ τὴν Γύρα. Οἱ Ἕλληνες ἔμου ἀποσταμένοι, ἔμου δὲν εἶχαν ταμπούρια, ἐπείκασα ὅτι θὰ χαλασθοῦμεν. Ἂν εἴχαμεν τὴν εἴδησιν ἀπὸ τὴν νύχτα, καὶ ἤθελε ταμπουρωθοῦμεν καὶ ἔλθει (5) καὶ ὁ Ζαΐμης θὰ ἐπολεμούσαμεν καλά. Ἐστοχάσθηκα, τὸ στράτευμα νηστικὸ καὶ χωρὶς τζοπχανέ. Ἐβάρεσα ριτιράδα νὰ γλυτώσω τὸ στράτευμα. Ὁ Κολιόπουλος ἐτράβηξε κατὰ τὸ μοναστήρι τὸν Ἅγιο Νικόλα, ὅπου ἦτον δυνατὸς ὁ τόπος. Βαρῶ τὴν τρουμπέτα νὰ σηκωθεῖ καὶ ὁ Γενναῖος, δὲν θέλει νὰ σηκωθεῖ. Βλέποντας ὁ Ἰμπραΐμης αὐτὸ ὅτι μένει, ἔβαλε κολόνες κολόνες εἰς τὸν ἄγριον τόπον, ἐγὼ ἐκ νέου διέταξα τὴν ριτιράδα. Βγαίνοντας εἰς τὸ Παρθένι μὲ καμμιὰ εἰκοσαριὰ καβαλλαραίους, ἐπῆγα νὰ πιῶ νερὸ εἰς ἕνα χωριό, στὰ Μπερτσοβᾶ. Ὁ Γενναῖος ἔπιασε ἕνα καταράχι ἀντίκρυ τοῦ χωριοῦ στὴν κορφὴν τοῦ βουνοῦ μὲ 1.500. Ἐκεῖ ποῦ ἐπῆγα νὰ πιῶ νερό, δὲν εὗρα (6) καὶ ἦτον σκάπετα μία βρυσούλα, καὶ ἐπῆγα νὰ πιῶ νερό. Οἱ Τοῦρκοι ἐστάθηκαν στ᾿ ἀμπέλια τὰ Μπερτζοβίτικα, ἕως ὁποὺ νὰ βγοῦν ὅλοι, καὶ ἡ καβαλλαριὰ ἡ τούρκικη ἐσκόρπισε στὸν κάμπον, καὶ μᾶς πλάκωσαν στὴν βρύση. Τοὺς βάλλομεν στὸ τουφέκι, κι ἔφυγαν. Ἐτουφεκίσθημεν, στοὺς Ἁγίους... (7). Ἐπῆγα καὶ ἐκάθησα ἀντίκρυ τοῦ Γενναίου. Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐκστράτευσαν· ἔμειναν ἐκεῖ στ᾿ ἀμπέλια· τὸν ἔβλεπαν τὸν Γενναῖον, καὶ δὲν τοῦ πῆγαν ἀπάνω. Τὸ δειλινὸ ἐκάλεσα τὸν Γενναῖον μὲ τὴν τρομπέτα νὰ ἔλθουν σ᾿ ἐμᾶς, καὶ μὲ τὸ ἑσπέρας ἀνταμωθήκαμεν· ἀνταμώνοντας τοὺς λέγω: «Ὁ Κανέλλος εἶναι ἐκεῖ θαρρευμένος καὶ ὁ Παπατζώνης ὅτι οἱ Τοῦρκοι εἶναι ὀλίγοι νὰ πᾶμε ἐμπρὸς νὰ τοὺς σηκώσωμεν, διὰ νὰ μὴν τοὺς κλείσουν (1) οἱ Τοῦρκοι». Ἐφθάσαμεν τὸν ἐσηκώσαμεν, καὶ ἐπήγαμεν κατὰ τὴν Ἁλωνίσταινα ὅλοι. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔμεινε στὴν Τριπολιτζά. Ἔγραψα εἰς τὲς ἐπαρχίες καὶ ἐσυνάχθησαν εἰς τὰ Δερβένια 7.000. Ἦλθε τὸ Ἀρχοντόπουλο, ὁ Ζαΐμης καὶ ὁ Λόντος, καὶ εἶχαν τὸ Λεβίδι μὲ 2.000 καὶ ἐγὼ εἶχα 5.000, τὸν Κολιόπουλον, τὸν Κανέλλον, τὸν Παπατσώνην καὶ τὰ Καρυτινὰ στρατεύματα μὲ τὸν Γενναῖον. Ἐμάθαμεν ἀπὸ ἕναν Τοῦρκον, ὅτι τοῦ ἦλθε μεντάτι ὁ γαμβρός του μὲ στρατεύματα εἰς τὴν Μοθώνην, καὶ θὲ νὰ κινηθεῖ διὰ βοήθειαν τοῦ Ἰμπραΐμη. Καὶ τότε ἔστειλα νὰ πιάσουν τὰ Δερβένια, διὰ νὰ μὴ περάσει πρὸς βοήθειαν. Ἔγραψα ἕνα γράμμα εἰς τὰ Δερβένια (2), νὰ ἐλθοῦν κι ἐκεῖνοι εἰς βοήθειαν, διατὶ θὰ πιάσω τὰ Βέρβενα καὶ νὰ ἔλθουν εἰς βοήθειαν, τόσον καὶ τοῦ Ζαΐμη νὰ ἔλθει εἰς τὴν Πάνω Κρέπα, καὶ στὸν Κολιόπουλον τὸν ἔστειλα μὲ 2.000 νὰ πιάσει τὰ Βαλτέτζια (3), καὶ τὸν Γενναῖον καὶ τὸν Παπατζώνην τὸν ἔστειλα νὰ πιάσουν τὰ Τρίκορφα. Καὶ τὸ βράδυ ἦλθε ὁ Ζαΐμης εἰς τὴν Ἐπάνω Κρέπα καὶ ἄναψαν φωτιές, τὲς εἶδαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν Τριπολιτζάν καὶ ὑποπτεύθηκαν μήπως πιάσουν τὰ Τρίκορφα οἱ Ἕλληνες, καὶ τὴν αὐγὴν ἀπεφάσισε ὁ Ἰμπραΐμης, καὶ ἔστειλε ἕνα δύο χιλιάδες νὰ πιάσουν διὰ νυκτὸς τὰ Τρίκορφα. Ὁ Γενναῖος ἐκίνησε, δὲν ἐπρόφθασε νὰ πιάσει τὰ ταμπούρια ὅλα, παρὰ τὰ μισά, καὶ τὰ μισὰ ἔπιασε ὁ Ἰμπραΐμης. Ἀρχίνησε (4) τὸν πόλεμον· ἐγὼ ἤμουν εἰς τὴν Πάνω Κρέπα, ὅπου εὑρίσκοντο τὰ Καλαβρυτινὰ καὶ Κορινθιακὰ στρατεύματα. Ὁ Κολιόπουλος ἐκίνησε νὰ ἔλθει μεντάτι εἰς τὸν Γενναῖον. Ἔστειλε ὁ Μπραΐμης τὴν καβαλλαρίαν, ὁποὺ ἐθέρισε στὸν κάμπον. Ἐπῆγε στὴν Σιλήμνα, ὀπισθογύρισε τὸν Κολιόπουλον. Ἦτον κάμπος καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ ὁ Κολιόπουλος. Τὰ στρατεύματα ἦσαν εἰς τὰ Βέρβενα 7.000· ἄκουσαν τὸν πόλεμον καὶ δὲν ἦλθαν εἰς βοήθειαν. Ἂν αὐτοὶ ἤρχοντο εἰς βοήθειαν, δὲν ἔστελνε ὁ Μπραΐμης ὅλον τὸ στράτευμα (5) ἐναντίον τοῦ Γενναίου. Ὁ Ἰμπραΐμης ὅσον ἔστελνε ἀπὸ Τριπολιτζὰ βοήθειαν, τόσον ἔστελνα κι ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἄλλο εἰς βοήθειαν τῶν ἐδικῶν μας. Ὁ πόλεμος διήρκεσε ἀπὸ τὴν αὐγὴν ἕως δύο μετὰ τὸ μεσημέρι, 9 ὧρες. Κανόνια ἔρριχναν (6) ἐναντίον τὸ ταμπούρι τοῦ Γενναίου (7). Ὁ Γενναῖος ἐβγῆκε δύο φορὲς ἀπὸ τὸ ταμπούρι διὰ νὰ τοὺς πάρει κανόνια, ἀλλ᾿ εὕρισκε πολλὴν δύναμιν καὶ ἐγύρισε ὀπίσω. Τὰ κανόνια τῶν ἐχθρῶν δὲν ἐπροξενοῦσαν βλάβην. Εἰς τὸ ταμπούρι ἐσκοτώθη ὁ Παπατζώνης, καὶ ἄλλοι δύο τρεῖς σημαντικοί. Τὰ στρατεύματα τοῦ Ἰμπραΐμη ἦτον ἕως 20.000. Τὸ ταμπούρι ὅπου ἦτον ὁ Γενναῖος δὲν εἶχε φόβον, καὶ ἀφοῦ εἶδαν οἱ Τοῦρκοι, ὅτι δὲν κάμνουν τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἐξαπλώθηκε εἰς τὲς πτέρυγες. Ὁ Παναγιωτάκης Νοταρᾶς, ὁποὺ βαστοῦσε τὴν πλάτην τοῦ Γενναίου, ἀνεχώρησε, καὶ ἔτζι ἔφυγε καὶ ὁ Γιάννης Νοταρᾶς μὲ μεγάλον κίνδυνον· ἐπῆραν (8) τὰ ὀπίσθια τοῦ Γενναίου καὶ ἀφοῦ εἶδαν, ἔφυγαν ἀπὸ τὸ ταμπούρι καὶ ἔκαμαν κατὰ μᾶς. Ἡ καβαλλαρία τοὺς ἔφθασε, κι ἐκεῖ ἐχάθηκαν 180, καὶ πολλοὶ σημαντικοί ἀξιωματικοί, καθὼς Γεώργιος Ἁλωνιστιώτης, Κώστας Μπούρας, Ν. Ταμβακόπουλος, Χριστόδουλος Ναύτης, Χρίστος Παναγούλιας, καὶ ὅλοι οἱ λοιποὶ Ἕλληνες ἦτον διαλεκτοί, 110 ἀπὸ τὴν Καρύταιναν καὶ 70 ἀπὸ τὲς λοιπὲς ἐπαρχίες. Ἔστειλα ἕναν μπαϊρακτάρη Μιχαλάκη τοῦ Ζαΐμη μὲ 30 ἀνθρώπους· ἐβάσταξε τοὺς Τούρκους καὶ ἐγλύτωσαν οἱ ἐδικοί μας (9). Τὸ βράδυ ἐπήγαμεν εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα. Ὁ Ἰμπραΐμης, ἀφοῦ εἶδεν, ὅτι ἦτον ἐκεῖ στρατεύματα Ἑλληνικά, ἔπιασε τὴν Πιάνα καὶ τὸ Χρυσοβίτζι μίαν ὥραν μακριὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, καὶ εἰς τὴν μέσην εἶναι οἱ μύλοι τῆς Νταβιᾶς. Ἀφῆκε τὸν Σουλεϊμὰν μπέη μὲ 5.000, καὶ ἔφκιασε 12 ταμπούρια, διὰ νὰ φυλάγει τοὺς μύλους. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐξαπλώθηκε εἰς τοὺς κάμπους καὶ ἐθέρισε τὰ γεννήματα, καὶ τὰ ἔμβασε εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἐπῆγε καὶ αὐτὸς ἐκεῖ. Εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα ἐβγῆκαν 100 Ἀράπηδες, τοὺς ἐπῆραν οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς ἐσκότωσαν ὅλους ἐκτὸς ἀπὸ τρεῖς τέσσερους, ὁποὺ ἔφυγαν καὶ ἔδωσαν τὴν εἴδησιν. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔμαθε ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς Ἁλωνίσταινα, ἐκίνησε μὲ ὅλον του τὸ στράτευμα εἰς πέντε κολόνες, καβαλλαραίους καὶ πεζούς. Εἴχαμεν σκοπὸ νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὴν Δημητζάναν, ἀλλὰ δὲν ἐκαταφθάσαμεν. Τὴν αὐγὴν ἐφύγαμεν καὶ ἀφήκαμεν τὸν Κολιόπουλον μὲ 1.000, καὶ ἐκεῖ δὲν ἐμπόρεσε νὰ βαστάξει καὶ ἦλθε στὴ Βυτίνα, καὶ ἀπὸ τὴ Βυτίνα εἰς τὰ Μαγούλιανα. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔκαψε τὴν Βυτίνα καὶ ἦλθε εἰς τὰ Μαγούλιανα. Ἐκεῖ δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ τὸν βαστάξωμεν καὶ τὸ στράτευμα ἐσκορπίσθη. Οἱ Καρυτινοί, σὰν ἐμβῆκεν ὁ Ἰμπραΐμης εἰς τὴν ἐπαρχία τους, ἐπῆγε ὁ καθένας νὰ ἀσφαλίσει τὴν φαμελιάν του. Οἱ Κορινθινοὶ ἀνεχώρησαν, ὁ Λόντος ἀνεχώρησε καὶ αὐτός· ἐμείναμεν κατὰ περίστασιν, ἐγώ, ὁ Ζαΐμης, Κανέλλος Δεληγιάννης, Κολιόπουλος, καὶ Ἀναγνώστης Παπασταθόπουλος καὶ Ἀποστόλης Κολοκοτρώνης. Ἐπήγαμεν εἰς τὰ Λαγκάδια. Ἦλθε ὁ Ζαχαριάδης μὲ τὰ γράμματα, διὰ νὰ ὑπογράψωμεν τὴν ἀναφοράν, καὶ νὰ ζητήσωμεν τὴν ὑπεράσπισιν ἀπὸ τὴν Ἀγγλίαν· ἐπειδὴ καὶ δὲν ἠμπορούσαμεν ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων νὰ ἑνωθοῦμεν ὅλοι καὶ νὰ ὑπογράψωμεν τὴν ἀναφοράν, ὑπογράψαμεν οἱ ἕξ καὶ ἐβάλαμεν καὶ ὅλων τῶν ἄλλων τὰς ὑπογραφάς. Εἰς ἐκείνην τὴν περίστασιν εἴμεθα ἀπελπισμένοι, τὰ ὑπογράψαμεν, τὰ ἐδώσαμεν εἰς τὸν ἀπεσταλμένον ἄνθρωπον, καὶ ἐπῆγε στὴν Ζάκυνθον. Ὁ Ζαΐμης ἀνεχώρησε διὰ τὰ Καλάβρυτα· ὁ Γενναῖος ἐπῆγε διὰ νὰ εὕρει τὸν υἱόν μου Κωνσταντίνον εἰς τοῦ Ψάθαρη μὲ τὸν Κανέλλον καὶ ἐπῆγαν, ἐπῆραν τὲς φαμελιὲς καὶ τὲς ἐπῆγαν εἰς Ναύπλιον. Ὁ Κολιόπουλος ἐπῆγε εἰς τὸ Παλούμπα, ἐπῆρε τὴν φαμελιά του καὶ ἐπῆγε στὴ Μονεμβασία (1), καὶ ἔτζι διελύθη αὐτὸ τὸ σῶμα, καὶ ἔμεινα μὲ 30 ἀνθρώπους, καὶ ἐπέρασα κατὰ τὸ Φανάρι. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔστειλα διαταγάς, καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρας ἐμαζώχθηκαν 2.000. Ἐκεῖνο ὁποὺ ἐχάλαγε (2) τὸ μυαλὸ τοῦ Μπραΐμη ἦτον, ποὺ μοῦ χάλαγεν ἕνα στρατόπεδον καὶ εἰς δύο ἡμέρας ἐσύσταινα ἄλλο. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐπῆγε στὴν ἐπαρχίαν Καρύταινα, ἐπῆγεν ἕως στὰ Καλύβρυτα, Στρέζοβα, καίοντας καὶ σκλαβώνοντας, ἐλεηλάτησε ἕως ἐκεῖ καὶ ἐγύρισε ὀπίσω στὴν Τριπολιτζά· ἀπὸ ἐκεῖ μονονυχτὶς ἐπῆγε εἰς τὸν Μυστρά, ἐσκλάβωσε, ἐλεηλάτησε, καὶ ἐκεῖ ἦλθε πάλιν εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, ἐκίνησε διὰ τὰ Μοθωκόρωνα. Ἄφηκα τὲς 2.000 εἰς τὲς Καρυές, ἐπῆγα ἐγὼ εἰς τὰ Βέρβενα, διὰ νὰ ἐμποδίσω νὰ διαλυθοῦν οἱ 5.000 συναγμένοι ἐκεῖ. Μόλις εἶδαν τοὺς Τούρκους ἐτζάκισαν· εἰς τὰ Βέρβενα ἐκλείσθηκαν καὶ μερικοί. Ὁ Ἀνδρέας, παιδὶ τοῦ Κοντάκη, ἐπολέμησαν, ἐσκότωσαν 15, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐμβῆκαν εἰς τὴν Τριπολιτζά, ἐπήγαμεν εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρον, καὶ διελύθη τὸ στράτευμα. Ὁ Ἰμπραΐμης καταβαίνοντας εἰς τὰ Μοθωκόρωνα, ἐκτύπησε τὸ στράτευμα ὁποὺ εἶχα ἀφήσει εἰς τὲς Καρυές, τοὺς ἐκτύπησε, δὲν τοὺς ἔκαμε τίποτες, καὶ ἀνεχώρησε διὰ τὴν Κορώνη. Ἐσκοτώθηκαν Τοῦρκοι 70.
Ἰδοὺ πῶς ἐστάθηκε ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναφορᾶς διὰ τὴν ὑπεράσπισιν τῆς Ἀγγλίας. Μία φορὰ ἔλαβα ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸν Ρώμα καὶ μοῦ ἔλεγε, ὅτι ὁμίλησε μὲ τὸν Ἄδαμ. Ὁ Ἄδαμ τοῦ εἶπε: «Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀποσπάσωμεν τὸν Κολοκοτρώνην ἀπὸ τὸ ἀρχοντικὸ κόμμα;» Τὸ κόμμα αὐτὸ ἐνομίζετο ἀγγλοδιωκτικὸ καὶ ρωσολάτρικο, καὶ αὐτὸ τὸ διέδιδαν οἱ Μαυροκορδατισταί. Μοῦ ἔγραψε ὁ Ρώμας καὶ μοῦ ἔλεγε τὰ ὅσα τοῦ εἶπε, καὶ νὰ τοῦ γράψω ἰδιοχείρως τὸ φρόνημά μου (3). Ἐγὼ τοῦ ἀπεκρίθηκα ὅτι: «Δὲν εἶμαι ἀγγλοδιωκτικὸς καὶ ρωσολάτρης (4), ἀλλὰ εἶμαι φίλος ἐκείνου ὁποὺ θέλει νὰ κάμει τὸ καλὸν τῆς πατρίδος μου, καὶ γίνου ἐγγυητὴς εἰς τὴν ἐξοχότητά του τὸν Ἄδαμ, καὶ ὁ Ἄδαμ ἂς γίνει εἰς τὴν αὐλήν του διὰ τὰ φρονήματά μου». Ὁ Ἄδαμ ἔστειλεν εἴδησιν εἰς τὴν Ἀγγλίαν, καὶ μὲ μερικὸν καιρὸν ἔκραξε τὸν Ρώμα, ἐκλείσθηκε δύο ἡμέρες, ἔκαμε τὸ σχέδιο τῶν ἀναφορῶν, καὶ τὴν ἔστειλε τὴν μίαν νὰ τὴν ὑπογράψω ἐγώ, καὶ τὴν ἄλλην ὁ Μιαούλης· τὴν ὑπογράψαμεν· Ἐννοεῖτο τὸ Ἔθνος συνασμένον εἰς Συνέλευσιν, καὶ ἔτζι τὸ Βουλευτικό, τὸ Ἐκτελεστικὸ ὑπόγραψαν ὡς ἄτομα, ὄχι ὡς διοίκησις. Ἔλεγε ὅτι τὸν παρόντα νόμον νὰ ἐκτελέσουν οἱ πρόεδροι τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης. Ὑπογράφθηκα Πρόεδρος τῶν ἑνωμένων ἐπαρχιῶν τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος καὶ ἀρχιστράτηγος τῆς Ἑλλάδος· Μιαούλης (1), πρόεδρος τῶν νήσων, καὶ ναύαρχος τῶν κατὰ θάλασσαν Ἑλληνικῶν δυνάμεων. Αὐτὴν τὴν πρᾶξιν τῆς ἀναφορᾶς διὰ τὴν Λόνδρα, τὴν ἐπικύρωσε τὸ Ἔθνος εἰς τὴν Συνέλευσιν τῆς Ἐπιδαύρου καὶ τῆς Τροιζῆνος.
Ἔκαμα διαταγὲς Μυστρά, Μονεμβασία (2), Ἅγιο Πέτρο καὶ ἐσύναξα δέκα χιλιάδες (3), καὶ ἦλθα καὶ ἔπιασα τὰ Βέρβενα, καὶ ἡ γερόντισσα ἡ μάνα μου, (εἶχα ἕνα καπετάνιο Χειμαριώτη μαζί της) ἦλθε (4) στὸ Γεωργίτζι καὶ ἐπέρασε στὴν ἄκραν τοῦ Μυστρᾶ, διὰ νὰ περάσει στ᾿ Ἀνάπλι, καὶ εἴχαμε καὶ τὰ δύο τοῦ Σενετζήμπεη παιδιὰ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά ἐνέχυρον· τὰ ἔβαλα εἰς ἕνα τόπον καὶ ἐφυλάχθηκαν ἕως ποὺ τ᾿ ἀλλάξαμεν μὲ τοὺς δύο Ζαφειρόπουλους ἀπὸ τὸν Ἰμπραΐμη, καὶ ἐπῆγα καὶ ἄφηκα τὸ στράτευμα εἰς τὰ Βέρβενα, καὶ ἐπῆγα νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν φαμελιάν μας· δύο ὧρες τὰ Βέρβενα ἀπὸ τὸν Ἅγιον Πέτρον. Τὸ στράτευμα εἶδε μπουχὸ τῆς Τριπολιτζᾶς στὸν κάμπο καὶ εἶπε πὼς εἶναι στράτευμα, καὶ ἐσκόρπισαν, καὶ ὅταν ἐγύρισα, τοὺς ἀπάντησα. Εἶδα ὅτι δὲν ἔκανα δουλειά, ἔστειλα εἰς τὴν Κυβέρνηση ὅτι νὰ κάμουν στρατιώτας στ᾿ Ἀνάπλι, καὶ νὰ δώσουν τοῦ Λόντου, Γενναίου, Κανέλλου πληρωτικοὺς καὶ τότε στέλνω, ἔχοντας ἐκτελεστικὴ δύναμη, καὶ μαζώνω καὶ ἄλλα στρατεύματα. Ἔτζι ἦλθαν καὶ ἐσυνάχθημεν ἕως τέσσερες χιλιάδες. Ἦλθε ὁ Λόντος, ὁ Κανέλλος, κι ἐγινήκαμεν ὡς τέσσερες χιλιάδες· ἦτον εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρον. Τότενες ἔδωκα διαταγὴ τοῦ Ἀντώνη Κολοκοτρώνη, τοῦ (5) νὰ ἔρχονται νὰ παίρνουν τζοπχανέδες, νὰ κτυποῦν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη· καὶ ἔπαιρναν σημαῖες, ἐσκότωναν, μᾶς ἤφερναν κεφάλια, καὶ ἐπλήρωνα ἕνα τάλλαρο τὸ κεφάλι, ἕνα τάλλαρο (6) τ᾿ ἀγόραζα ἀπὸ τοὺς στρατιώτας, καὶ τὰ ἔστελνα. Καὶ τότενες ἦλθε ὁ Μπαΐμης μὲ ὅλο του τὸ στράτευμα εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἄφηκε τὴν δύναμιν εἰς τοὺς Μύλους (7), Δαβιά, καὶ εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἐκίνησε μὲ τριάντα χιλιάδες κατὰ τοῦ Μυστρά. Ἐγὼ ἐκεῖνες τὲς ὧρες (8) ἔτυχα νὰ εἶμαι στ᾿ Ἀνάπλι, διὰ ὑπόθεσιν τοῦ στρατεύματος καὶ νὰ δώσω γνώμην καὶ τῆς Κυβερνήσεως διὰ τροφὰς καὶ πολεμοφόδια, καὶ ἔτζι ἀποφάσισα μία ἐπιτροπή, τὸν Κωνσταντίνον Δεληγιάννη κι ἕναν ἄλλον Ρουμελιώτην μὲ τὸν ἴδιον ὄνομα, καὶ Ἀναστάση Λόντον, καὶ τοὺς ἔστειλαν εἰς τὸ Ἄστρος καὶ ἔκαναν τροφὲς καὶ ἐπλήρωναν καὶ τοὺς Λουφεντζῆδες καὶ ὅσοι μπουλουξῆδες ἔρχοντο τὸ μηνιάτικό τους ἔπαιρναν τεσκερέ, καὶ ἐπληρώνονταν εἰς τὸ Ἄστρος. Ἐγὼ ἐβγῆκα εἰς τὸ Ἄστρος. Ἐκεῖ μοῦ ἦλθε ἡ εἴδησις, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης πάει εἰς τὸν Μυστρά (9), καὶ ἔγραψα τοῦ στρατεύματος νὰ κινήσει διὰ τὸν Μυστρά, καὶ ἐμβῆκα (10) εἰς ἕνα καΐκι καὶ ἐβγῆκα εἰς τὸ Λενίδι, διὰ νὰ συνάξω στρατεύματα. Ἔτζι ἠκολούθησε· ὅταν ἐπῆγα εἰς τὸ Λενίδι ἔκαμα 200 Λενιδιῶτες, καὶ ἐβγῆκα ἐμπρός, καὶ ἀντάμωσα καὶ τὸ ἄλλο (11) στράτευμα, ἕως 4.000 Ζαΐμης, Λόντος, Γενναῖος, Παναγιωτάκης Νοταρᾶς. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐπῆγε ἕως ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Μονεμβασία (12) καίοντας· ἐγύρισε εἰς τὴν Ἀπιδιά, ἐχώρησε τὸν γαμβρό του μὲ 1.000 καὶ ἦλθε εἰς ἕνα χωριό. Ἡμεῖς τὸν ἐβαρέσαμεν, 4 σκοτωμένοι, καὶ ἐτράβηξε σ᾿ ἕνα βουνό· ἔκαμε σενιάλο, καὶ ἦλθε τακτικὸ εἰς βοήθειάν του. Ἀπὸ ἐκεῖ τὰ στρατεύματα τὰ τούρκικα ἐκινήθηκαν εἰς τὸ Γεράκι, καὶ οἱ ἐδικοί μας εἰς τοῦ Κοσμᾶ. Ἐδιέταξα ὅλα τὰ στρατεύματα (13) κατὰ τὸν Ἅγιον Βασίλειον νὰ ἀναχωρήσουν καὶ νὰ ἑτοιμασθῶμεν εἰς πόλεμον· ὅλοι οἱ μισθωτοὶ ἀνεχώρησαν μὲ τὰ φορτηγὰ ἕως 3.000, καὶ ἐμείναμεν μόνο μὲ 1.000. Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦλθαν νὰ πολεμήσωμεν· ἐτράβηξαν εἰς τὸ Μαραθονήσι· ἐπῆγαν εἰς τὸν Πολυτζάραβον· ἐκεῖ ἀπάντησαν τοὺς Μανιάτες, ἔκαμαν πόλεμον δυνατόν, καὶ οἱ Τοῦρκοι ὀπισθοδρόμησαν. Εἰς διάφορα μέρη δυνατὰ ἐκλείσθηκαν οἱ ἐδικοί μας καὶ πολέμησαν χωρὶς νὰ τοὺς κάμουν οἱ Τοῦρκοι τίποτες. Ἐτράβηξαν ἔπειτα διὰ τὴν Τριπολιτζά, ἐβγήκαμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὰ Βέρβενα καὶ τότε ἀνεχώρησε ὁ Ζαΐμης κατὰ τὰ Καλάβρυτα, ὁ Νοταρᾶς (1) διὰ τὴν Κόρινθον καὶ ἐσύναζαν στρατιώτας διὰ νὰ ἀντισταθοῦν τοὺς Τούρκους, ἂν ἐπήγαιναν εἰς τὰς ἐπαρχίας των, ἕως ὅπου (2) ἔπιασαν τὰ Τζιπιανὰ Κορίνθιοι. Ἐγώ, ὁ Γενναῖος καὶ ὁ Λόντος ἐμείναμεν εἰς τὰ Βέρβενα. Ὁ Θεόδωρος Γρίβας ἔρχεται ἀπὸ τὸ Ναύπλιον μὲ 300 ἀνθρώπους εἰς τὰ Δολιανά. Τότε ἀποφάσισα καὶ παίρνω 200 ἀνθρώπους διὰ νὰ πάω εἰς τοὺς Μύλους τῆς Δαβιᾶς. Ἄφηκα τὸν Γενναῖον, τὸν Λόντο καὶ τὸν Κανέλλον εἰς τὰ Βέρβενα καὶ τοὺς εἶπα, ὅτι: «Εἰς τόσες ἡμέρες θὰ ἰδῆτε φωτιές, νὰ ἔχετε βάρδια καὶ ὅσες φωτιὲς ἐδῆτε μὲ τόσες χιλιάδες εἶμαι καὶ νὰ κάμετε καὶ σεῖς φωτιὲς διὰ νὰ καταλάβομε ὅτι τὰς εἴδατε. Καὶ αὐγὴν θὰ κτυπήσω τοὺς Τούρκους εἰς τοὺς Μύλους καὶ ἐσεῖς ὁλονυκτὶς νὰ πιάσετε τὰ Τρίκορφα, καὶ νὰ ἐμποδίζετε κάθε βοήθεια ὁποὺ θὰ ἔλθει ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά». Ἐπῆγα εἰς τὰ Δολιανά, ἐπῆρα τὸν Θ. Γρίβα κοντὰ μὲ τοὺς 300 ἀπὸ τὰ Δολιανά, ἐπέρασα εἰς τὰ Τζιπιανὰ καὶ τοὺς εἶπα: «Ἂν ἰδῆτε εἰς τὸ δεῖνα βουνὸ φωτιές, νὰ κινήσει ἐκεῖνο τὸ στράτευμα διὰ νὰ πιάσει τὴν Πάνω Χρέπα». Ἐπῆγα εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα, ἔστειλα πεζοδρόμον εἰς τὸν Ζαΐμην, ὁποὺ ἦτον εἰς τὰ Καλάβρυτα καὶ τοῦ ἔγραφα, μιὰ ὥρα ἀρχύτερα νὰ ἔλθει μὲ ὅσους ἠμπορέσει. Ἦλθε μὲ 600 ὁ Ζαΐμης καὶ εἶχα καὶ 1.400 καὶ ἐγινήκαμεν 2.000. Εἶχα σκοπὸν νὰ κτυπήσω τοὺς Μύλους τῆς Ταβιᾶς διὰ νὰ τοὺς κόψω τὲς ζωοτροφιές. Ἐρώτησα μερικοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἔπιασαν οἱ Ἕλληνες, πόσοι ἦτον εἰς τὰ ταμπούρια τὰ τούρκικα, καὶ μὲ ἀπεκρίθηκαν ὅτι ἦτον μόνον 800. Ἔκαμα τὰ σημεῖα, καὶ τὰ διάφορα στρατεύματα ἦλθαν καὶ ἔπιασαν τὰς θέσεις, ὁποὺ τοὺς εἶχα εἰπεῖ, μὲ τὰ χαράματα. Ὁ Θ. Γρίβας ἐζήτησε τὴν θέση, ὁποὺ ἦτον ὁ Χασὰν μπέης· τοῦ ἔδωσα ὁδηγοὺς καὶ ἐπῆγε. Ὁ Βασίλης Ἁλωνιστιώτης μὲ τοὺς Ἁλωνιστιώτας ἐπῆγε εἰς τὸ πλευρὸ του, καὶ τὸν Ἀντώνη τὸν Κολοκοτρώνη τὸν ἔστειλα εἰς τὸ Χρυσοβίτζι μὲ 500 διὰ νὰ τοὺς πέσουν ἀποπάνω, ἂν δοκιμάσουν οἱ Τοῦρκοι νὰ ἐβγοῦν ἀπὸ τὰ ταμπούρια διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς βοήθειαν τῶν ἄλλων Τούρκων, ὁποὺ ἔμελλε (3) νὰ κτυπήσει ὁ Κωνσταντίνος Ἀναστόπουλος, τῆς ἀδελφῆς μου τὸ παιδί. Ἐγὼ καὶ ὁ Ζαΐμης μὲ 200 ἐσταθήκαμεν εἰς τὴν μέσην τῆς Πιάνας καὶ τῶν Ἁλωνιστιωτῶν, ἐμοιρασθήκαμεν εἰς πέντε θέσεις. Εἰς τὴν Πιάνα εἶναι ἕνας παλιόπυργος καὶ οἱ Τοῦρκοι τὸν εἶχαν φκιάσει ὡς κάστρο. Ἦτον 130 Τοῦρκοι· ἐκείνους εἶχα εἰπεῖ νὰ βαρέσουν τὴν νύκτα ἢ εἰς τὴν ράχην ἢ εἰς τὸ χωριό· ἡ μιὰ θέσις ἀπὸ τὴν ἄλλην ὁποὺ ἐβαστούσαμεν ἦτον μακριὰ 10 λεπτά.
Ὁ Κωνσταντὴς καὶ ὁ Λεχουρίτης ἐκατέβηκαν μὲ τὰ χαράματα εἰς τὸ χωριό, τὸ ὁποῖον ἦταν χαλασμένον ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἐπίτηδες, διὰ νὰ μὴ τὸ πιάσουν οἱ Ἕλληνες. Εἰς τὰ πρόποδα τοῦ χωριοῦ ἦταν δύο λόχοι Τοῦρκοι.
Ἄνοιξε τὸ τουφέκι εἰς τὴν Πιάνα, ἡμεῖς ἐκινήσαμεν εἰς βοήθειαν, οἱ δύο λόχοι, ἦλθαν ἐπάνω εἰς ἡμᾶς. Οἱ Τοῦρκοι βλέποντας ἐμᾶς 10 καβαλλαραίους ἐνόμισαν πὼς εἴμεθα πολλοὶ καὶ ἐτράβηξαν. Οἱ Ἁλωνιστιῶτες ἦλθαν ἀπὸ τὲς πλάτες τῶν Τούρκων, ὁ Γρίβας δὲν ἐστάθηκε νὰ πολεμήσει, ἀφοῦ εἶδε τὸν Σουλεϊμάνπεη. Ὁ Ἀντώνης Κολοκοτρώνης μὲ τὸν Κολφίνον Πετιμεζᾶ ἐρρίχθηκαν νὰ πιάσουν τὸ Κεφαλόβρυσο, τοὺς Μύλους· δὲν ἠμπόρεσαν νὰ περάσουν ἀπὸ τὰ τούρκικα ταμπούρια. Ὁ μπαϊρακτάρης ὁ ἐδικός μου καὶ τοῦ Ζαΐμη πλησιάζουν εἰς τὰς πτέρυγας τῶν Τούρκων· ὁ μπαϊρακτάρης τοῦ Ζαΐμη τοὺς ἐπρωτοτζάκισε, ἀφοῦ ἐσκότωσε τρεῖς μὲ τὴν λόγχην τοῦ μπαϊρακιοῦ. Οἱ Τοῦρκοι ἐμβῆκαν εἰς ἀταξίαν, ἀπὸ τοὺς δύο λόχους τέσσεροι μόνον ἐγλύτωσαν, ἐπήραμε 16 ταμπούρλα καὶ τὴν σημαίαν των. Οἱ Τοῦρκοι ὁποὺ ἦτον κλεισμένοι εἰς τὸν Παλιόπυργο ἐτζάκισαν καὶ τοὺς ἐσκότωσαν ὅλους 130 (4). Τὸ σῶμα τῶν Βερβένων ἦλθε εἰς τὴν προδιωρισμένην θέσιν τῶν Τρικόρφων. Ἦτον ἀρχηγοὶ Λόντος, Γιατράκος, Κανέλλος, Γενναῖος καὶ Χατζῆ Μιχάλης μὲ τὴν καβαλλαριάν. Εἴκοσι καβαλλαραῖοι· ἦτον ἡ πρώτη φορὰ ὁποὺ ἀρχίσαμεν νὰ κάμωμεν καβαλλαριάν. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Τριπολιτζᾶς ἐκίνησαν εἰς βοήθειαν τῶν Τούρκων ὁποὺ ἐπολεμούσαμεν ἡμεῖς, ἐκτυπήθησαν καὶ ὀπισθοδρόμησαν ἀπὸ τὴν καβαλλαριὰν τὴν ἐδικήν μας. Τότε ἐπρόφθασε καὶ ὁ Νοταρᾶς εἰς τὴν Ἀπάνω Χρέπα. Ἀπό τὴν Τριπολιτζά καὶ ἀπὸ τὴν Σιλήμνα ἐβγῆκαν καὶ ἐκτύπησαν τὸν Γενναῖον εἰς τὰ Τρίκορφα, ἄντικρυ τῆς Σιλήμνας. Ἔπειτα ἀπὸ μίαν πεισματώδη μάχην ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἐσκοτώθηκαν ἕως 70· ἐπιάσθηκαν 9 καὶ 4 ταμποῦρλα· τοὺς ἐπῆραν καὶ ἕνδεκα ταμπούρια καὶ τὸ καστράκι τῆς Σιλήμνας. Ἀπὸ τὸν χαλασμὸν των δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ἔμβουν εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Τουρκῶν ἔστειλε 4 καβαλλαραίους διὰ νὰ δώσει εἴδησιν τοῦ Ἰμπραΐμη, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ ἑτοιμάζετο νὰ πάει νὰ χαλάσει τὰ Σουλιμοχώρια. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐκίνησε εἰς βοήθειαν τῶν ἀποκλεισμένων Τούρκων εἰς τὴν Ταβιά. Ὁ Γενναῖος δὲν εἶχε πλέον πολεμοφόδια καὶ ψωμὶ καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ Βαλτέτζι καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Διάσελο τῆς Ἁλωνίσταινας. Τὴν τρίτη ἡμέρα διέταξα τὸν Γενναῖον νὰ πάρει τὸ σῶμα του καὶ νὰ πάει εἰς τοὺς Κάτω Μύλους κατὰ τὴν Σιλήμνα (1). Ἐκεῖ ἐπῆγε, ἐπολέμησε 4 ὧρες καὶ ἐκυρίευσε τὰ ὀχυρώματα, καίοντας καὶ τοὺς Μύλους. Ἐφονεύθησαν ὑπὲρ τοὺς 50 καὶ ἐκυρίευσαν τὰ ταμπούρια. Τὸ ἄλλο μέρος, ἐμεῖς καὶ ὁ Ἀντώνης Κολοκοτρώνης, Γκολφίνος, Γρίβας, Νοταρόπουλο, Τζόκρης, ἐχαλάσαμεν τοὺς ἐπιλοίπους μύλους καὶ τοὺς ἐκλείσαμεν εἰς ἕνα παλιόκαστρο, εἰς ἕνα βράχο ὁποὺ ἦτον ἀδύνατον νὰ ἀνέβει κανένας. Εἴχαμεν γνώμη νὰ τοὺς κόψωμεν τὸ νερὸ καὶ εἰς δύο ἡμέρες νὰ προσκυνήσουν. Ἀλλ᾿ εἰς αὐτὴν τὴν στιγμὴν μᾶς κάμνει φανὸ ὁ Γενναῖος, ὅτι ἔφθασε ὁ Ἰμπραΐμης, καὶ ἐτράβηξε κατὰ τὰ Βέρβενα ὁ Γενναῖος. Ἦλθαν 2.000 καβαλλαραῖοι, ἐπῆραν τοὺς Τούρκους τοὺς κλεισμένους, καὶ τὰ στρατεύματα τοὺς ἐπήγαιναν πολεμώντας ἀπὸ τὰ πισινά. Ἐπήγαμεν, ἀναχωρήσαμεν διὰ τὰ Βέρβενα, καὶ τὸ Νοταρόπουλο καὶ ὁ Τζόκρης ἔμειναν εἰς τὰ Τζιπιανά. Εἰς τὸν κάμπον τῆς Ταβιᾶς ἐχαλάσαμεν 8 ἢ 9 μύλους, ἀπὸ ἐκεῖ ἄλεθαν καὶ ἐπήγαιναν εἰς τὴν Τριπολιτζά. Τακτικοὶ Τοῦρκοι ἐχάθηκαν εἰς τρεῖς ἡμέρας καὶ εἰς τὰς διαφόρους θέσεις 500, ταμποῦρλα 20, πολλὰ μουσκέτα, σημαῖες 4, ἄλογα, ἀξιωματικοὶ πολλοί. Ἡμεῖς ἐπολεμούσαμεν ἐκεῖ, ἀλλὰ εἰς ὅλα τὰ μέρη, εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας ἐκτυποῦντο οἱ Τοῦρκοι καὶ δὲν ἔλειπε ἡμέρα ὁποὺ νὰ μὴ σκοτώνονται (2) Τοῦρκοι. Γράφω ἐγὼ ὅμως ἐδῶ ὅσας μάχας ἤμουν παρὼν καὶ ὁδηγοῦσα ἐγώ. Αὐτὸς ἦτον ὁ μόνος τρόπος νὰ κτυποῦν τοὺς Τούρκους, ἐπειδὴ διὰ νὰ συστήσω γενικὸν στρατόπεδον δὲν ἠμποροῦσα, αʹ) διότι δὲν εἶχα ζωοτροφίας, βʹ) πολεμοφόδια καὶ γʹ) διότι ἦτον τὸ μόνον ἀδύνατον νὰ νικήσωμεν τοὺς Τούρκους μὲ παρατεταγμένη μάχη διὰ τὸ πολυάριθμον τοῦ ἐχθροῦ· ἀλλὰ εἶχα δώσει ὁδηγίας νὰ κτυποῦν πάντοτε τὸν ἐχθρόν ἀπὸ ἐμπρός, ἀπὸ πίσω, ἀπὸ τὰ πλευρά, τὴ νύκτα νὰ τοῦ πέφτουν εἰς τὸ ὀρδί, νὰ καίουν οἱ ἐδικοί μας τὲς ζωοτροφίες, ὅταν δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὲς πάρουν, διὰ νὰ μὴ τὲς ἀφήσουν εἰς τοὺς Τούρκους, καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἐχαλιῶντο πολλοὶ Τοῦρκοι, χωρὶς νὰ χάσωμεν Ἕλληνας. Πολλοὶ ἐφώναζαν τότε καὶ ἡ ἰδία ἡ Κυβέρνησις μὲ ἔγραφε νὰ συστήσω γενικὸν στρατόπεδον, καὶ νὰ κάμω ἕνα γενικὸν πόλεμον. Αὐτοὶ ὅμως δὲν ἤξευραν τὴν κατάστασίν μας, διότι οἱ Τοῦρκοι εἶχαν πιάσει τὸ κέντρον καὶ δὲν μᾶς ἄφηκαν ποτὲ νὰ συγκεντρωθοῦμεν 10 καὶ 15 χιλιάδες νὰ ἀντιπαραταχθοῦμεν εἰς τὸν ἐχθρόν. Κάθε ἐπαρχία ἐφρόντιζε διὰ τὴν ὑπεράσπισίν της. Ἔπειτα ὁ τόπος εἶχε ἐρημωθεῖ, ὁ πόλεμος δὲν ἄφηνε νὰ καλλιεργεῖται, ψωμὶ δὲν εὑρίσκαμεν, ἡ Κυβέρνησις ἦτον μόνον διὰ τὸ ὄνομα, διότι δὲν εἶχε καὶ ἐκείνη καὶ δὲν μᾶς ἔστελνε, μόνον μὲ ἀστάχυα, ψάνι καὶ μὲ κρέας ἐζούσαμε 20 καὶ 30 ἡμέρας. Καὶ ἂν ἐκάμναμεν καὶ ἕνα γενικὸν πόλεμον καὶ ἐχάνοντο 4 ἢ 5 χιλιάδες, ἦτον ἀδύνατον νὰ ματαμαζεύσω στράτευμα, ἐνῶ, ἐὰν ἐχάνοντο καὶ δέκα - δεκαπέντε χιλιάδες παλιαραπάδες, ἔφερνεν ἄλλους ὁ Ἰμπραΐμης. Εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν οἱ τζοπάνηδες μᾶς ἐβοήθησαν πολλοί (3), διατὶ ὅλο μὲ τὰ ζωντανὰ τοῦ κόσμου ἐβαστιέτο στρατόπεδο. Εἰς αὐτούς τοὺς ἀκροβολιστικοὺς πολέμους ὅλοι εὐδοκίμησαν, ὅλοι, πλὴν κατ᾿ ἐξοχὴν ὁ Ἀντωνάκης Κολοκοτρώνης, ὁ Κορέλας ἀπὸ τὸ Ἀρκοδορέμμα, ὁ Παπα Δημήτρης ἀπὸ τὸ Χρυσοβίτζι· ἐσκότωναν πότε 20, πότε 30, 40, 50. Εἰς ὅλες τὲς ἐπαρχίες ἀπαντοῦσε ἀντίσταση. Οἱ Ἀρκαδινοὶ καὶ οἱ Κοντοβουνίσιοι καὶ ὅλοι οἱ Μεσσήνιοι ἐπήγαιναν εἰς τὰ Μοθωκόρωνα καὶ τοὺς ἐκτυποῦσαν τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ἐσκότωναν καὶ τοὺς ἔπαιρναν πότε 20, πότε 30, 40 μουλάρια, καὶ ἔτζι ἐζοῦσαν, διατὶ μισθὸν οἱ Πελοποννήσιοι δὲν ἐπῆραν, παρὰ ἀπὸ τὰ τούρκικα λάφυρα ἐζοῦσαν. Οἱ κάτοικοι τῶν ἐπαρχιῶν ἐπήγαιναν εἰς ἕνα βουνό, ἐρχόντανε οἱ Τοῦρκοι, ἔφευγαν καὶ ἐπήγαιναν εἰς ἄλλο βουνό· ὅλα αὐτὰ ἐγίνοντο εἰς τὰ 1826. Ἐπειδὴ τοῦ ἐχάλασα τοὺς μύλους τοῦ Ἰμπραΐμη, δὲν εἶχε πλέον πῶς νὰ ἔχει ζωοτροφίες. Ἄνοιξε δρόμο ἀπὸ τὰ Μοθωκόρωνα ἕως τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἀπὸ τὴν Μεσσηνίαν ἔστελνε φορτηγὰ μὲ ζωοτροφίες, ἔπιασε εἰς τοῦ Ἴσσαρι καὶ ἔκαμε στρατόπεδον. Ἀφοῦ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐφοδίασε διὰ κάμποσον καιρὸν τὴν Τριπολιτζὰ καὶ ἄφηκε καὶ 5.000 φρουρά, αὐτὸς ἐσυνάχθηκε εἰς τὰ Μεσσηνιακὰ φρούρια. - Ἀφοῦ ἔμαθα ἀπὸ ζωντανοὺς Ἀράπηδες ποὺ ἔπιαναν οἱ Ἕλληνες, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἑτοιμάζεται διὰ νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Γαστούνην καὶ νὰ ὑπάγει εἰς τὸ Μισολόγγι, ἔγραψα εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ τοὺς ἔδιδα γνώμην μὲ δύο γράμματά μου, ὅτι νὰ μοῦ δώσουν τὴν ἄδειαν νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Γαστούνην ἢ ἄλλον νὰ στείλουν διὰ νὰ σηκώσουν ὅλες τὲς ζωοτροφιὲς ὁποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Γαστούνην καὶ νὰ τὲς ἐμβάσουν εἰς τὸ Μισολόγγι, καὶ ἂν ἤθελαν μὲ ἀκούσει, ὁ Θεὸς ἠξεύρει (1) πῶς ἤθελε γυρίσουν τὰ πράματα, γιατὶ τὸ Μισολόγγι δὲν ἤθελε πέσει ἔχοντας ζωοτροφίας. Εἶχαν καιρὸν 20 ἡμέρες· τοὺς ἔδωσα τὴν εἴδησιν πρωτύτερα. Ἐφοδίασε τὰ τρία φρούρια μὲ στρατεύματα καὶ ζωοτροφίας, καὶ ἐκίνησε διὰ τὴν Γαστούνην. Οἱ Γαστουναῖοι, ἄλλοι ἐπῆραν τὰ βουνὰ καὶ ἄλλοι ἐκλείσθηκαν εἰς τὸ Χλουμούτζι· ἀπὸ τὲς ζωοτροφιὲς ἄλλες ἔκαψε καὶ ἄλλες ἐβάσταξε καὶ τὲς ἐπῆρε στὸ Μισολόγγι.
Τότενες οἱ Γαστουναῖοι σὰν ἐκλείσθηκαν εἰς τὸ Χλουμούτζι δὲν εἶχαν τ᾿ ἀναγκαῖα καὶ εἶχαν πολλὰ γυναικόπαιδα καὶ ὀλίγες τροφές. Βλέποντας ἀπὸ τὸ Χλουμούτζι οἱ Γαστουναῖοι ὅτι εἶναι πολιορκημένοι ἀπεφάσισαν τριακόσιοι νὰ πέσουν εἰς τὸ στράτευμα τοῦ ἐχθροῦ, νὰ πέσουν ἔξαφνα, νὰ βαρέσουν τοὺς ἐχθρούς, καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸ Κάστρο· καὶ τοὺς ἐκτύπησαν τοὺς Τούρκους καὶ ἐχάλασαν πολλούς· ὅμως ἔπιασε ἕνα νερὸ τὸ βράδυ, καὶ ἐγύρισαν καὶ ἐκλείσθησαν εἰς ἕνα χωριὸ καὶ τοὺς ἔκοψαν ὅλους. Τούρκους ἐσκότωσαν ὅσους ἠμπόρεσαν καὶ ἐκεῖνοι ἐχάθηκαν, ἐπαραδόθηκαν καὶ εἰς τὸ Χλουμούτζι· ἦτον καὶ ὁ Μιχαλάκης Σισίνης ἐκεῖ. - Ἐσύναξε τ᾿ ἄρματά του ὁ Ἰμπραΐμης κι ἐπῆγε στὸ Μισολόγγι. Τὸ τί ἐγίνηκε στὸ Μισολόγγι εἶναι γνωστό, καὶ ἄλλη ἱστορία τὸ λέγει. Ἔσμιξε μὲ τὸν Κιουτάγιαν (2). Ἄλλη ἱστορία θέλει σημειώσει τὴν γενναιότητα τοῦ Μισολογγιοῦ. Παίρνοντας τὸ Μισολόγγι ἐχασομέρησε πολλὰ ὀλίγες ἡμέρες· ἡμεῖς εἴχαμεν συνέλευσιν εἰς τὴν Πιάδα.
Ὄντας ὁ ἐχθρὸς ἔλειπε στὸ Μισολόγγι, ἐπεριφερόμουνα ἕνα γύρω τὴν Τριπολιτζὰ καὶ ἐπῆγα καὶ εὕρηκα τὸ στενὸ ἀπὸ τὰ Ἁγιγεωργίτικα καὶ Μπερτζοβᾶ, ἄκαγα τὰ σπίτια ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἐμέτρησα διὰ νὰ κάμω ὀρδὶ ἐκεῖ, διατὶ ἦτον χειμώνας, καὶ ἐκατέβηκα στοὺς Μύλους τοὺς ἐθνικούς, καὶ ἔστειλα εἰς τὴν Κυβέρνησιν νὰ μὲ δώκει τροφάς, καὶ πολεμοφόδια, νὰ συνάξω στρατιώτας εἰς ἐκεῖνα τὰ χωριά, ποὺ εἶναι μιάμιση ὥρα ἀπὸ τὴν Τριπολιτζὰ ποὺ (3) νὰ εὕρω καιρὸ νὰ πηδήσω μέσα. Καὶ ἡ Κυβέρνησις μοῦ εἶπε νὰ ἐμβῶ μέσα εἰς τὸ Ἀνάπλι (4). Καὶ ἐγὼ τῆς (5) ἀποκρίθηκα: «Δὲν εἶναι ὥρα νὰ ἐμβῶ εἰς τὸ Ἀνάπλι, πλὴν ἂν μοῦ δίνετε ἐκεῖνο ποὺ θὰ εἰπῶ, διὰ νὰ ἠμπορέσω νὰ κάμω βλάβην εἰς τὸν ἐχθρόν, εἰς τὴν Τριπολιτζά». - Καὶ ἔτζι μοῦ ὑπεσχέθηκαν, καὶ ἄρχισαν νὰ μοῦ στέλνουν ζαϊρὲ καὶ τὸν ἐμετακόμιζα εἰς τὸ χωριὸ ἐκεῖνο, ποὺ ἔφτιανα τὸ ὀρδί. Ἔκαμα προσταγὴ εἰς ὅλες τὲς ἐπαρχίες καὶ ἐσυνάζοντο (6)· τὴν μίαν μεριὰ ἐσύναζαν στρατιώτας, καὶ τὴν ἄλλην τοὺς ἔστελναν τροφάς. Τότενες εἶχαν τὸν Κωνσταντὴ Μαυρομιχάλη στελμένον, ποὺ ἦτον ἕνα μέλος τῆς Διοικήσεως, μὲ καμμιὰ ἑκατοστὴ ἀνθρώπους, καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπο στὴν μέσην καὶ τοῦ ἔδιδα κι ἐκεινοῦ τροφές, καὶ ἀκούοντας οἱ ἐφημερίδες ὅτι μοῦ στέλνουν ζαϊρέδες διὰ τὴν Τριπολιτζὰ - διὰ τὸ ρεσάλτο - τὸ ἔβαλαν στὲς ἐφημερίδες καὶ ἔλεγαν ὅτι ὁ γενικὸς ἀρχηγὸς ἐσυφώνησε μὲ τὴν Κυβέρνησιν νὰ τοῦ δώσουν ζαϊρὲ καὶ πολεμοφόδια νὰ ρεσαλτάρει τὴν Τριπολιτζά· καὶ οἱ ἐφημερίδες ἐξεδόθηκαν πρὶν ἑτοιμασθῶ. Τέτοια μυστικότητα εἶχαν, ἔδιδαν εἴδησιν τοῦ ἐχθροῦ. Ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες ποὺ ἐγὼ ἐσύναζα τὰ στρατεύματα, στέλνουν γράμματα ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν ὁ Πετρόμπεης καὶ ὁ υἱός του Γεωργάκης, ποὺ εἶχαν συμφωνήσει εἰς τὸ Νιόκαστρον, ὅταν τὸν ἀλικότησαν ὅτι μὲ τρόπον κατὰ τὸν σκοπόν τους ἐστάλθη ἄνθρωπος, διὰ νὰ τοὺς ξεπατήσει εἰς τὴν Τριπολιτζά, (ἐδώκαμεν τοὺς δύο πασάδες, καὶ ἐπῆραν τὸν Γεωργάκην Μαυρομιχάλην καὶ Γιατράκον). Στέλνουν τὸν Φιλήμονα καὶ περνάει ἀπὸ τοὺς Μύλους καὶ πάγει ἐκεῖ ὁποὺ ἦτον ὁ Κωνσταντὴς ὁ Μαυρομιχάλης μὲ τὰ γράμματα καὶ κάθεται ἕνα ἡμερόνυκτο εἰς τὴν Τριπολιτζὰ νὰ τοῦ κάμει τὴν ἀπάντησιν ὁ Τοῦρκος κουμαντάντης ὁποὺ ἦτον ἐκεῖ καὶ τοὺς ἔκαμε τὴν ἀπόκρισιν κλειστήν, ὡς τοῦ ἔγραφαν καὶ ἐκεῖνοι, καὶ ἐγύρισεν εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπον, μὲ τὰ γράμματα καὶ ἦλθε νὰ ἐμπαρκαρισθεῖ εἰς τοὺς Μύλους διὰ τ᾿ Ἀνάπλι. Ἐγὼ τὸν ἐρώτησα: «Ποῦ ἤσουν;» - «Εἰς τὴν Τριπολιτζὰ μὲ γράμματα». - «Ποιὸς σ᾿ ἔστειλε;» - «Ἡ Κυβέρνησις». Τότενες εἶπα, ὅτι: ἐγὼ συνάζω στρατεύματα καὶ τροφὲς καὶ εἶμαι ἀρχηγός, καὶ κάνει μυστικὲς ὁμιλίες μὲ τοὺς Τούρκους; Σχίζω τὰ γράμματα, δέρνω καὶ τὸν Φιλήμονα. Ἀκούοντας ἡ Κυβέρνησις ὅτι ἔκαμα τοιοῦτο πράγμα, τῆς κακοφάνηκε καὶ μοῦ ἔγραψε πληκτικὸ γράμμα. Ἐγώ τῆς ἀπεκρίθηκα, ὅτι τὸ χρέος μου εἶναι ὡς ἀρχηγὸς νὰ γνωρίζω τί κάνει ἡ Κυβέρνησις μὲ τὸν ἐχθρόν, ἐγὼ νὰ παιδεύομαι...
Ἐγὼ ἄρχισα τὴ δουλειάν μου καὶ εἶχα συναγμένες 5.000 στράτευμα καὶ σκάλες καὶ ἀνέβηκα στὸ στρατόπεδον καὶ διαμοίρασα μίαν ἡμέραν, ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα, γιατὶ ἦτο σκάπετα ἀπὸ τὴν Τριπολιτζὰ τὸ στράτευμα τὸ δικό μας. Ἐμοίρασα τὸ στράτευμα μὲ ἀρχηγούς· ἔστειλα τὸν Νικήτα ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ Μυστρᾶ, τὸν Γενναῖον ἀπὸ τῆς Καρύταινας τὴν πόρταν, τὸν Κωνσταντὴ Μαυρομιχάλη ἀπὸ τῶν Καλαβρύτων τὴν πόρταν, καὶ τὸν Παναγιώτην Ζαφειρόπουλον μὲ τοὺς Ἁγιοπετρίτες ἀπὸ τοῦ Σαραγιοῦ τὴν πόρταν, καὶ τὲς ἄλλες πόρτες μὲ ἄλλα κουμάντα, καὶ ἐδιαμοίρασα τὲς σκάλες εἰς τὰ κουμάντα, ὁποὺ ν᾿ ἀνεβοῦν εἰς τὸ κάστρο, καὶ ἐγὼ ἔμεινα μ᾿ ἕνα σῶμα, διὰ νὰ δίδω βοήθειαν. Καὶ ἐκινήσαμεν ὅλοι μαζί, καὶ ὅταν ἐζυγώσαμεν εἰς τὴν Τριπολιτζά, κάποιοι προδότες, ἦτον νύκτα, ἔρριψαν δύο ντουφέκια, σενιάλε τοῦ ἐχθροῦ, ἐμπῆκαν καὶ δύο Βούλγαροι, ποιὸς τοὺς ἔστειλε ἀγνοῶ. Εἶπαν οἱ προδότες (1): «Ἀπόψε θὰ σᾶς γένει ρισάλτο». Ἐβγῆκαν οἱ Τοῦρκοι στὰ τείχη, παιδιά, γυναῖκες καὶ ἔσκουζαν ὡς τὴν αὐγήν. Ὁ Νικήτας ἔβαλεν ἀποκάτω σκάλες, - καὶ (2) βλέποντας ὅτι εἴμεθα προδομένοι, μὲ τὰ ξημερώματα ριτιράραμεν. Οἱ Τοῦρκοι τὸ πρωῒ εἶδαν ὅτι δὲν εἶναι στρατεύματα καὶ ἐκτύπησαν τοὺς Τριπολιτζῶτες, Λάμπρο Ριζιώτην. Ὁ Γενναῖος τοὺς ἐπῆγε μεντάτι, εἶχαν σκοτωθεῖ ἀπὸ τοὺς Τριπολιτζῶτες 10. Ὁ Γενναῖος ἀπὸ τὲς Ρίζες, βλέποντας ἐκίνησε μεντάτι. Ἔτζι ἀπετύχαμεν ἀπὸ τὲς προδοσιές, δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ κάμωμεν δουλειά. Ἐσυνάχθημεν ὀπίσω εἰς τὰ χωριά, καὶ ἄρχισε ὁ κόσμος νὰ φεύγει. Ἐγὼ ἐτράβηξα νὰ κατεβῶ εἰς τὸ Ἀνάπλι, νὰ ὁμιλήσωμεν διὰ νὰ κάμωμεν Συνέλευσιν, διότι ἡ Κυβέρνησις στανικῶς ἕνα χρόνον ἔπειτα ἀπὸ τὴν διορία (3) ἐκυβέρναε. Νὰ εἰπῶ: «Τί προδοσιὲς εἶναι τοῦτες;» καὶ νὰ ὁμιλήσωμεν τὸν κίνδυνον τῆς Πατρίδος. Ἡ Κυβέρνησις κάνει μίαν διαταγήν, ὅτι κανεὶς στρατιωτικὸς νὰ μὴν πάγει στὸ Ἀνάπλι, διότι δὲν εἶναι δεκτός. Τότενες, βλέποντας τὴν διαταγήν, ἔγραψα εἰς τὸν Ζαΐμην καὶ εἰς τὲς ἐπαρχίες νὰ συναχθοῦν νὰ κάμωμεν Συνέλευσιν εἰς τὸ Ἄργος. Ἀρχίνησαν καὶ οἱ πληρεξούσιοι ἤρχοντο εἰς τὸ Ἄργος καὶ συνακούσθημεν νὰ πᾶμεν εἰς τὴν Πιάδα, καὶ ἐκινήσαμεν καὶ ἐπήγαμεν. Ἦλθαν καὶ ἀπὸ τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου πελάγους, καὶ οἱ Πελοποννήσιοι, καὶ ἐκάμαμεν Συνέλευσιν - τότε ἐκαταράσθη ἡ Συνέλευσις τὸν Ὑψηλάντην. - Ἐρχόμενοι ἐκεῖ ἀρχίσαμεν τὲς ἐργασίες, καὶ εἴχαμεν ἐκτελεστικὴν δύναμιν τὸν Ἀνδρέα Λόντον, πρόεδρον τὸν Γέρο Πανοῦτζον, - διατὶ ἤθελαν μέρος νὰ βάλουν τὸν Πετρόμπεην, μέρος τὸν Ζαΐμην· διὰ νὰ παύσουν τὴν φαγωμάρα ἐβάλαμεν τὸν Πανοῦτζον πρόεδρον τῆς Συνελεύσεως. Καὶ εἰς τὲς ἐργασίες ἐπάνω εἶχε μέρος Ρουμελιῶτες εἰς τὸ μέρος του, καὶ εἶπε ὁ Ὑψηλάντης: «Δὲν δεχόμεθα τὴν πρόσκλησιν ὅπου ἐκάματε στὴν Λόνδραν». Μὲ μιὰ φωνὴ ἀποκρίθηκαν: «Τὸ ἔθνος ἐκεῖνο ὁποὺ θέλει ἔκαμε, καὶ ἐκεῖνος δὲν μπορεῖ νὰ κάμει τῆς γνώμης του πράγματα». - Δὲν (4) τὸν ἤθελαν μὲ τελειότητα διὰ Ἕλληνα. Οἱ Ρουμελιῶτες μὲ τὸν Ὑψηλάντην, ἦτον ὁ Γκούρας κ.λ.π.
Τότε ἐσηκώθηκα ὀρθὸς καὶ εἶπα: «Δὲν εἶναι δίκαιον νὰ καταδιώξωμεν τὸν Ὑψηλάντην, διότι, μὲ φαίνεται, ἀρχῆς (5) νὰ ἔχετε γράμμα ἀπὸ τὸ μακαρίτην τὸν ἀδελφόν του, καὶ πῶς νὰ καταργήσωμεν τὸν ἀδελφό του ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα;». Καὶ μὲ ἄλλους λόγους τοὺς κατέπεισα: «Ἀλήθεια ἀντιστάθηκε, ἀλλ᾿ ἂς ἰδοῦμεν καὶ τὰ καλά». - Ἐκατόρθωσα καὶ ἔγινε συγκατάβασις, ἐπεριωρίσθη εἰς ἕνα χρόνον ἡ κατάργησις, καὶ ἀκολουθούσαμεν τὰς πράξεις μας.
Τὴν ἡμέραν τῶν Βαΐων ἔκαμαν γιουρούσι στὸ Μισολόγγι οἱ ἥρωες τοῦ Μισολογγιοῦ, σὲ τόσες χιλιάδες ἀσκέρι, σὲ τόσα κανόνια, χαντάκια, καβαλλαριά· ἐγλύτωσαν 2.000 καὶ τὸ γυναικόπαιδο ἔγινε θύμα. Μᾶς ἦλθε εἴδηση, μεγάλη Τετράδη· εἰς τὸ λειδινό (6), ποὺ εἶχε παύσει ἡ Συνέλευσις, καὶ εἴμεθα εἰς κάτι ἴσκιους. Μᾶς ἦλθε εἴδησις ὅτι τὸ Μισολόγγι ἐχάθη. Ἔτζι ἐβάλαμεν τὰ μαῦρα ὅλοι· μισὴ ὥρα ἐστάθη σιωπὴ ποὺ δὲν ἔκρινε (7) κανένας, ἀλλ᾿ ἐμέτραε καθένας μὲ τὸν νοῦν του τὸν ἀφανισμόν μας. Βλέποντας ἐγὼ τὴ σιωπήν (1) ἐσηκώθηκα εἰς τὸ πόδι, καὶ τοὺς ὡμίλησα λόγια διὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν. Τοὺς εἶπα, ὅτι τὸ Μισολόγγι ἐχάθη ἐνδόξως, καὶ θὰ μείνει αἰώνας αἰώνων ἡ ἀνδρεία (2). Ἐὰν βάλωμεν (3) τὰ μαῦρα καὶ ὀκνεύσομεν, θὰ πάρωμεν τὸ ἀνάθεμα καὶ θὰ πάρωμεν τὸ ἁμάρτημα τῶν ἀδυνάτων ὅλων. Μὲ ἀπεκρίθηκαν: «Τί νὰ κάμωμεν τώρα, Κολοκοτρώνη;» «Τί νὰ κάμωμεν;» τοὺς λέγω. «Τὴν αὐγὴν νὰ κάμωμεν συνέλευσιν, νὰ ἀποφασίσωμεν κυβέρνησιν πέντε, ἕξι, ὀκτὼ ἄτομα διὰ νὰ μᾶς κυβερνήσουν, καὶ νὰ διαλέξωμεν καὶ ἄτομα νὰ ἀποφασίσουν νὰ ἀνταποκρίνονται μὲ τὰ ἐξωτερικά, ποὺ τότε ἦτο περασμένος καὶ ὁ μινίστρος Κάνιγγ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν· ἡ ἐπιτροπὴ τῆς Συνελεύσεως διὰ τὰ ἐξωτερικὰ νὰ δίδει λόγον εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ εἰς τὸν λαόν, καὶ ἡμεῖς οἱ ἄλλοι νὰ σκορπίσωμεν εἰς τὲς ἐπαρχίες καὶ νὰ πιάσωμεν γενικῶς τὰ ἄρματα, ὡς τὰ πρωτοπιάσαμεν εἰς τὴν Ἐπανάστασιν». Καὶ ἔτζι τὴν αὐγήν, τὴν μεγάλην Πέμπτην, ἐσυνεδριάσαμεν καὶ ἀποφασίσαμεν ἕνδεκα μέλη Ἐπιτροπὴν Κυβερνήσεως, καὶ πρόεδρον τὸν Ζαΐμην, Π. Μαυρομιχάλην, Ἀναγνώστην Δεληγιάννην, Γεώργιον Σισίνην, Ἀν. Χ. Ἀναργύρου, Δ. Τσαμαδόν, Σ. Τρικούπην, Α. Μοναρχίδην, καὶ Π. Δημητρακόπουλον, Ἀνδρέαν Ἴσκον καὶ Ἰωάννην Βλάχον. Ἡ διάρκεια τῆς ἐπιτροπῆς ἕως εἰς τὴν 1 Σεπτεμβρίου 1826, καὶ τότε, ἂν γλυτώσωμεν, συναζόμεθα καὶ τελειώνωμεν τὴν συνέλευσιν. - 26 Ἀπριλίου ἡ προκήρυξις. Ἔκαμαν καὶ μίαν ἄλλην ἐπιτροπὴν τῆς συνελεύσεως (4) διὰ νὰ ἀνταποκρίνεται μὲ τὰς ξένας δυνάμεις, Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανόν, Ἄρτας Πορφύριον, Π. Νοταρᾶν, Α. Κοπανίτζαν, Ἀναστ. Λόντον, Γ. Δαριώτην, Σ. Καλογερόπουλον, Γ. Αἰνιάν, Βασ. Μπουδούρην, Ἐμ. Ξένον, Ν. Ρενιέρην (5).
Εἴχαμεν τὸν Γενναῖον εἰς τὸ Ἀνάπλι διὰ νὰ μὴν γίνει ἀντίστασις· ἡ νέα Κυβέρνησις δὲν ἀπήντησεν ἐναντιότητα καὶ ἐμβῆκαν εἰς τὸ Ἀνάπλι. Μπαίνοντας μέσα ἀρχίνησαν τὰ ἐδικά τους. Ἐβγῆκα (6) στὸ Ἄργος, ἐσύναξα στρατεύματα καὶ πάω ἐμπρός. Ἔταξαν τοῦ Γενναίου νὰ τὸν κάμουν φρούραρχον καὶ τότε ἤθελαν νὰ κάμουν τὸν Λόντον. Ἔγραψα τοῦ Γενναίου: «Ἔβγα νὰ γλυτώσωμεν τὴν πατρίδα, καὶ αὐτοὶ ὅ,τι θέλουν ἂς κάμουν». Καὶ ἔτζι ἐκίνησε καὶ ὁ Γενναῖος. Ἐσύναξα ἕως χιλίους στρατιώτας καὶ ἔπιασα ἕνα χωριό εἰς τὸ Μπουγιάτι, ἕξ ὥρας ἀπὸ τὸ Ἄργος, κατὰ τήν... (7). Ἀπόλυσα τζαουσάδες καὶ ἐμάζωναν σφακτά, ἔγραψα καὶ εἰς τοὺς Κορινθίους (8) νὰ συναχθοῦν διότι ὁ Ἰμπραῒμ πασὰς θὰ ἐβγεῖ ἀπὸ τὸ Μισολόγγι. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐβγῆκε μὲ ὅλο του τὸ στράτευμα εἰς τὴν Πάτρα καὶ εἰπώθηκε ὅτι ἐβγῆκε καὶ μὲ τὰ στρατεύματα τοῦ Κιουταχῆ. Εἴδησις ψεύτικη, γιατὶ ὁ Κιουταχὴς ἐκίνησε διὰ τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα. Σὰν ἐπέρασε ὅλο (9) τὸ στράτευμα εἰς τὴν Πάτρα, ἐκίνησεν ἀμέσως καὶ ἔκαμε ὅλα του τὰ στρατεύματα κατὰ τὴν Πάτρα. Ὁ κόσμος καὶ ὁ λαὸς ἐσυνάχθηκε καὶ ἔπιασε τὰ βουνὰ μὲ παιδιά τους, γυναικόπαιδά τους (10) καὶ πράγματά τους καὶ ἔφυγαν δύο Τοῦρκοι Πελοποννήσιοι ἀπὸ τὸ βουνὸ Χελμὸ καὶ ἐπρόδωσαν εἰς τὸν Ἰμπραΐμη. Ἐπῆγε ὁ Ἰμπραΐμης εἰς τὸ Χελμὸ καὶ τουφέκι δὲν ἀπάντησε πουθενά, καὶ ἐσκλάβωσε περίπου ἀπὸ δύο χιλιάδες γυναῖκες καὶ παιδιά, καὶ ἐπῆρε καὶ 4.000... καὶ ἄλλοι ἀνεμοσκορπίσθησαν, καὶ ἐδόθηκε φήμη ὅτι ἐσκότωσαν 5.000. Οἱ Καλαβρυτινοὶ εἰς τὴν Καρύταινα, εἰς τὸ Λεοντάρι, εἰς τὴν Μάνην κατέφευγαν οἱ ἐπαρχίες καὶ ἐπῆρε φρίκη ὅλη ἡ Πελοπόννησος, καὶ ὁ Ἰμπραΐμης ἦλθε εἰς τὴν Τριπολιτζά. Καὶ ἐγὼ μαθαίνοντας τὴν εἴδησιν τούτην εἶχα δύο χιλιάδες καὶ ἐπεράσαμεν ἀντίκρυ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, νὰ ἰδοῦμεν ποῦ θὰ κινηθεῖ, καὶ ἐτραβήξαμεν στῆς Καρύταινας τὴν ἐπαρχίαν.
Ὁ Ἰμπραΐμης μὲ τὸ στράτευμα (11) κατέβηκε Καρύταινας κάμπο καὶ Λεονταριοῦ. Ἐγὼ ἔστειλα τὸν Γενναῖον μὲ 500 νομάτους καὶ ἔπιασαν τὴν Ντεμνίτζα, χωροπούλα δυνατή, διὰ νὰ κλεισθεῖ μέσα, ἂν ἔλθει ὁ Ἰμπραΐμης ἀπάνω του. Ἀπὸ τὴν Ντεμνίτζα ἕως τὸ ὀρδί 4 ὧρες. Καὶ ἐγὼ ἐκρύφθηκα μὲ τὸ λοιπὸ στράτευμα, ἂν ἰδῶ τοὺς Τούρκους νὰ κτυπήσουν τὸν Γενναῖον νὰ τοὺς πάρω ἀποπίσω. Ὁ Ἰμπραΐμης δὲν ἦλθε διὰ τὸν Γενναῖον. Ἔμαθε ὅτι τὰ γυναικόπαιδα ἐπῆγαν κατὰ τὴν Μάνην καὶ ἐκεῖ ἀκολούθησε. Τὸ ὀρδὶ τὸ εἶχε εἰς τὸν κάμπον. Ὁ λαὸς ἀκούοντας, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἐβγῆκε εἰς τὰ πισινὰ χωριὰ καίοντας, ἐτραβήξανε κατὰ τὴ Μάνη, ὥς (1) ὁποὺ ἐγύρισε τὸ στράτευμά του. Ἐτράβηξε διὰ τὴν Μεσσηνία (2), καὶ Ἀρκαδινοί (3) καὶ οἱ Ἀνδρουτζάνοι ἀκούοντας τὴν φθορὰν τοῦ ἀπάνου κόσμου, ἐτραβοῦσαν κατὰ τὴν Μάνην. Κάπου ἔγινε καὶ τουφέκι, κάπου ἐσκλάβωσε. Ἔρριξε τὸ ὀρδί του εἰς τὸ Νησὶ τῆς Καλαμάτας. - Ὅταν ἔλειπε ὁ Ἰμπραΐμης εἰς τὸ Μισολόγγι, οἱ Μανιάτες ἔφκιασαν εἰς τὸν Ἁρμυρό, ὁποὺ εἶναι τῶν Καπετανιάνων τὰ σπίτια, ἕνα ταμπούρι δυνατὸ ἀπὸ τὸ πέλαγος ἕως εἰς τὸν βράχον, ἐκράτειε ἕως ἕνα μίλι, καὶ ἐκίνησε μιὰ φορὰ καὶ ἐπῆγε καὶ τὸν ἀντέκρουσαν (4) οἱ Μανιάτες, καὶ ἐσκότωσαν ἀρκετούς, καὶ ὀπισθοδρόμησεν. Ἐγὼ ἐκατέβηκα μὲ τὸ στράτευμα ἕως 3.000 εἰς τὰ Δερβένια, καὶ τοὺς ἄφηκα ἐκεῖ, καὶ ἐπῆρα μόνον 80 ἀνθρώπους καὶ ἐκατέβηκα εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ ἐτράβηξα ὅλο τὴν ἄκρη, διότι ἦτον τὸ ὀρδὶ τοῦ Ἰμπραΐμη εἰς τὸ Νησί. Καὶ εἰς τὸν δρόμον ποὺ ἐπάγαινα ἔβανα τὴν τρομπέτα διὰ νὰ μὲ γνωρίσει ὁ κόσμος. Καὶ μὲ ἐγνώρισαν, καὶ τοὺς ἐμψύχωνα νὰ πᾶνε πίσω στὰ σπίτια τους. Καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ Ἁρμυρὸ καὶ ἔγραψα εἰς ὅλους τοὺς τόπους ὅτι οἱ Πελοποννήσιοι γυρίζουν εἰς τὲς ἐπαρχίες (5), καὶ ἔτζι ἐγύρισαν ὅλοι, τὰ γυναικόπαιδα στὰ σπίτια, οἱ ἄνδρες εἰς τὸν πόλεμον.
Ἐστάθηκα ὀκτὼ ἡμέρες, μὴ ματαδοκιμάσει ὁ Ἰμπραΐμης νὰ ἔλθει εἰς τὴν Βέργα. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐτραβήχθηκε καὶ ἐπῆγε εἰς τὰ κάστρα διὰ νὰ ἀνασάνει τὸ στράτευμά του καὶ νὰ ἀφήσουν τὰ γυναικόπαιδα. Ἐγὼ ἐγκαρδίωσα μὲ λόγους τοὺς Μανιάτες καὶ ἐσυνάχθηκαν πολλοὶ εἰς τὸ Ἁρμυρό, καὶ ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὸ στράτευμα, εἰς τὰ Δερβένια τοῦ Λεονταριοῦ, καὶ τὸ ἐσήκωσα τὸ στράτευμα καὶ ἐπῆγα εἰς τοῦ Μάνεση, ἀνάμεσα Λεονταριοῦ καὶ Μυστρᾶ, καὶ ἔστειλα καὶ ἦλθαν τὰ στρατεύματα τὰ Μυστριώτικα· ὅλοι εἴμεθα 4.000. Τροφὰς εἶχα ἀπὸ τὸ Μυστρά. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔστειλε τὸν κεχαγιά του νὰ ματακτυπήσει τὴν Βέργα εἰς τὸ Ἁρμυρό, καὶ ἀπὸ πίσω ἔστειλε δύναμη ἕως νὰ ἐβγεῖ καὶ ὁ ἴδιος. Μαθαίνοντας, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἔχει νὰ πάγει εἰς τὴν Βέργα νὰ πολεμήσει, ὅτι «ὁ ἐχθρὸς ἔρχεται ἐπάνω μας καὶ νὰ ἐλθῆτε μεντάτι», λαβαίνοντας τὴν εἴδησιν τούτην, ἐκίνησα μὲ 2.000. Τὸ διάστημα ὅμως εἶναι μακρινό, δέκα ὧρες. Τὴν εἴδησιν μοῦ ἔστειλαν. - Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆγαν, ἀντικρούσθηκαν ἀπὸ τοὺς Μανιάτες καὶ ὀπισθοδρόμησαν - οἱ Τοῦρκοι μισὴ ὥραν ἀπὸ τὴν Βέργαν κατὰ τὴν Καλαμάταν. - Ἐφθάσαμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν Γιάννιτζα, μακριὰ ἀπὸ τὸ στράτευμα τὸ τούρκικο μία ὥρα. Κινώντας ἡμεῖς, ἐβάρεσα τὴν τρουμπέτα διὰ νὰ κινήσει τὸ στράτευμά μας. Δὲν ἠλπίζαμεν νὰ ἀκούσουν οἱ Τοῦρκοι τὴν τρουμπέτα, διότι ἦτον σκάπετο. Ἀκούοντας οἱ Τοῦρκοι τὴν τρουμπέτα ἐτραβήχθηκαν μίαν ὥραν μακρύτερα εἰς τὸ ποτάμι τῆς Καλαμάτας, ὁποὺ ἦτον κάμπος. Ἂν ἐπρόφθανα, εἰς τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐπολεμοῦσαν οἱ Τοῦρκοι μὲ τοὺς Μανιάτες, ἠθέλαμεν τοὺς κλείσει καὶ ἤθελαν σκοτωθεῖ πολλοί (6). Οἱ Τοῦρκοι, μετὰ δύο ἡμέρας ἀνεχώρησαν διὰ τὸ Νησί. Ἀνεχώρησα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Μάνεσι, ὅπου εἶχα τὸ ἐπίλοιπο στράτευμα, διατὶ δὲν εἶχα τροφὰς νὰ σταθῶ ἐκεῖ. Περάσοντας δέκα ἢ δεκαπέντε ἡμέρας ὁ Ἰμπραΐμης ἐκίνησε τὴν καβαλλαριὰν νὰ ἔμβει εἰς τὴν Μάνην ἀπὸ τὸ Ἁρμυρό, καὶ τὸ πεζικὸ στράτευμα τὸ ἐμβαρκάρισε εἰς τὰ καράβια καὶ τὸ ἐξεμπαρκάρισε εἰς τὸ Βηρό, εἰς τὴν Τσίμοβαν πλευρά. Οἱ Μανιάτες ἐπετάχθηκαν καὶ οἱ γυναῖκες, καὶ ἐπελάγωσαν τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ἔκαμαν πολὺν ἀφανισμόν. Ἀντεστάθηκαν καὶ εἰς τὴν Βέργαν εἰς τὴν καβαλλαρίαν, καὶ ἀφοῦ εἶδε ὁ Ἰμπραΐμης ὅτι δὲν κάμνει τίποτε, ἐτραβήχθηκε εἰς τὰ Μεσσηνιακὰ φρούρια. Εἰς τὸ Μάνεσι ἔκαμα 10 ἡμέρες. Ἐκεῖ ἔλαβα ἕνα γράμμα ἀπὸ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς τοὺς Ρουμελιῶτες, ὁποὺ ἦτον εἰς τὸ Ναύπλιον, Καραϊσκάκης, Τζαβέλας, Κώστας Μπότζαρης, Λάμπρος Βέϊκος, Γεώργιος Δράκος καὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ ἀπὸ τὴν φρουρὰν τοῦ Μισολογγιοῦ, καὶ μὲ ἔγραψαν νὰ ὑπάγω νὰ ὁμιλήσωμεν νὰ ἑνωθοῦμεν ὅλοι, καὶ νὰ πάρωμεν μέτρα ὅλοι συμφώνως, καὶ νὰ βαρέσωμεν τὸν ἐχθρόν. Ἄφηκα ἀντιπρόσωπόν μου εἰς αὐτὸ τὸ στράτευμα τὸν Γεωργάκη Γιατράκο, καὶ ἐγὼ ἐπῆρα 50 νομάτους καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ Ἄργος. Ἐκεῖ ἔστειλα εἰς τὸ Ναύπλιον καὶ ἦλθε εἰς τὸ Ἄργος ὁ Καραϊσκάκης, Τζαβέλας καὶ λοιποί. Ὁ Κώστας Μπότσαρης καὶ μερικοὶ ἄλλοι τοὺς κράτησε ὁ Ζαΐμης καὶ τοὺς ἔκαμε νὰ μὴν ἐλθοῦν νὰ ἑνωθοῦμεν τὰ στρατεύματα. Οἱ σταφίδες ἐκόντευαν νὰ γενοῦν· ὁ Γιάννης καὶ ὁ Παναγιώτης Νοταράδες ἄρχισαν νὰ τρώγουνται. Ἡ αἰτία ἦτον, αὐτή (1) ἡ ἐπαρχία τῆς Κορίνθου. Τὸ μεγαλείτερον μέρος ἤθελε ἀρχηγὸν τὸν Παναγιώτην. Ὁ Γιάννης ἐπῆρε μισθωτοὺς καὶ ὑποστηριγμένος καὶ ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν ἤθελε νὰ ὑποχρεώσει τὴν ἐπαρχίαν νὰ εἶναι ὑπὸ αὐτόν, καὶ ὄχι ὑπὸ τὸν Παναγιωτάκη, καὶ ἔτζι ἄρχισαν καὶ πολεμοῦσαν ἀνάμεσόν των. Μὲ ἔκραξε ἡ Κυβέρνησις νὰ πάω μέσα εἰς τὸ Ναύπλιον. Ἐγὼ τοὺς εἶπα ὅτι δὲν ἠμπορῶ νὰ ἔμβω μέσα, ἀλλὰ νὰ ἐλθοῦν εἰς τὴν Ἄρια νὰ ὁμιλήσωμεν. Ἦλθε ὁ Ζαΐμης, ὁ Π. Μαυρομιχάλης, Βασίλης Μπουδούρης, καὶ ἄλλοι διοικηταὶ ἦλθαν εἰς τὴν Ἄριαν. Μοῦ ἐζήτησαν γνώμην τοῦ νὰ ἔβγει ὁ Ζαΐμης, νὰ πάει νὰ σβήσει τὸν ἐμφύλιον πόλεμον εἰς τὴν Κόρινθον. Ἐγὼ τοὺς εἶπα, νὰ μὴν ἔβγει ὁ Ζαΐμης, ἀλλὰ νὰ γράψουν μίαν διαταγὴ εἰς τὸν Γιάννη, καὶ μιὰ εἰς τὸν Παναγιώτη, καὶ νὰ λέγει ὅτι (2) «Αὐτοῦ ἔρχεται ὁ Γενικὸς Ἀρχηγὸς καὶ νὰ τὸν ἀκούσετε εἰς ὅ,τι σᾶς εἰπεῖ. Καὶ ὁ Ζαΐμης ὡς πρόεδρος νὰ μὴν ἐβγεῖ διὰ νὰ μὴ χαλάσει (3), καὶ ὄχι νὰ φκιάσει». Δὲν μὲ ἄκουσαν. Πηγαίνοντες μέσα ὀρδίνιασαν τὰ στρατεύματα τὰ Ρουμελιώτικα, καὶ ἐκίνησε ὁ Ζαΐμης νὰ πάει εἰς τὴν Κόρινθο. Ἐγὼ ἔμεινα εἰς τὸ Ἄργος. - Ὅταν ἀνταμώσαμεν μὲ τὸν Καραϊσκάκην καὶ λοιποὺς ὁπλαρχηγούς, ὡρκισθήκαμεν νὰ εἴμεθα ὅλοι ἑνωμένοι νὰ νικήσωμεν τὸν ἐχθρόν, νὰ στείλωμεν μίαν ἐπιτροπὴν εἰς τὴν Βοστίτζα καὶ Κόρινθον, καὶ ὅσα συναχθοῦν νὰ πληρωθοῦν ὅσοι κινήσουν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ Ἰμπραΐμης ἦλθε τότε εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἐκίνησε κατὰ τὸν Ἅγιο Πέτρο καὶ ἐκατέβηκε εἰς τὸ Ἄστρος. Ὁ Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος μὲ ἔδωσε εἴδησιν, ἔστειλα τὸ Νικήτα μὲ 200 καὶ ἐκλείσθηκε εἰς τὸ Καστράκι. Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆραν ὅλην τὴν Τζακωνιὰ πλαστρί. Ἐγὼ παίρνω 100 ἀνθρώπους καὶ πηγαίνω εἰς τὰ χωριὰ τῆς Κορίνθου, ὁποὺ εἶχα γράψει νὰ ἔλθει ὁ Γενναῖος καὶ Κολιόπουλος. Τὸν Γενναῖον τὸν ἔστειλα μὲ 1.000 εἰς βοήθειαν εἰς τὸ Ἄστρος, ἦλθε καὶ ὁ Κολιόπουλος μὲ ἄλλους 1.000, τὸν ἔστειλα καὶ αὐτόν· ἔφθασε καὶ ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης μὲ 500· τριακοσίους ἔστειλε εἰς βοήθειαν τοῦ Παναγιωτάκη, διότι οἱ Δεληγιανναῖοι ἐβοηθοῦσαν τὸν Παναγιωτάκην, ἐπειδὴ τὸν εἶχαν συμπέθερο, καὶ ὁ Ζαΐμης καὶ Λόντος τὸν Γιάννη. - Εἰς τὰ Κλιμεντοκαίσαρα ἐσμίξαμε μὲ τὸν Ζαΐμη καὶ μὲ τοὺς λοιποὺς ἀρχηγούς. Ὁ Καραϊσκάκης εἶχε κινήσει διὰ τὴν ἐκστρατείαν τῆς Ρούμελης. - Ὁ Παναγιώτης εἶχε μερικοὺς ἀνθρώπους του εἰς τὸ Σοφικό· πηγαίνει ὁ Γιάννης, καὶ διὰ νὰ τοὺς βγάλει καίει ὅλο τὸ χωριό· τοιούτης λογῆς ἐφέροντο. Ἐπιάσαμεν ὁμιλίαν διὰ τὴν σταφίδα. Οἱ στρατιωτικοὶ ὁποὺ ἦτον βγαλμένοι ἀπὸ τὸ Μισολόγγι ἤλπιζαν νὰ λάβουν τοὺς μισθούς των ἀπὸ τὲς σταφίδες, διατὶ ἄλλον πόρον δὲν εἴχαμεν. Τοὺς εἶπα νὰ στείλωμε μίαν ἐπιτροπὴν νὰ τὰ συνάξει, καὶ ἡμεῖς νὰ μετρηθοῦμεν, ὁποὺ εἴμεθα ἕως 6 χιλιάδες, καὶ νὰ πᾶμε κοντὰ εἰς τὸν ἐχθρό, καθὼς ἔστειλα (4) τὸν Γενναῖο, τὸν Κολιόπουλο καὶ τὸν Νικήτα, καὶ ὅταν κτυπήσωμεν τοὺς Τούρκους, ὅποιος δουλεύσει νὰ πάρει τὸν μισθόν του. Δὲν ἐστέρχθηκαν τὴν γνώμην μου, μόνον εἶπαν: «Νὰ μείνωμεν ἐδῶ, νὰ πάρωμεν τοὺς λουφέδες μας, καὶ στερνὰ ἑνωνόμεθα καὶ πᾶμε κοντὰ εἰς τοὺς Τούρκους». Ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Τώρα, εἶναι καιρὸς νὰ πᾶμεν ὁποὺ καίουν οἱ Τοῦρκοι τὰ χωριά, καὶ σὰν τὰ κάψουν, τί χρειάζεται νὰ πᾶμεν». Ἐμαλώσαμε μὲ τὸν κύρ Ἀνδρέα καὶ ἤλθαμεν εἰς λόγια: «Διατί, κύρ Ἀνδρέα, δὲν ἔστειλες εἰς τὸν ἀνεψιόν σου τὸν Γιάννη νὰ μὴν κάψει τὸ Σοφικό, ὁποὺ ἦτον τὸ πρῶτο χωριὸ τῆς ἐπαρχίας»; Μὲ ἀπεκρίθηκε, ὅτι δὲν εἶχεν ἄνθρωπον νὰ στείλει. Τοῦ λέγω: «Τίνος τὰ λὲς αὐτά, κὺρ Ἀνδρέα; Ἐσὺ εἶχες μαζί σου 4.000 ἀνθρώπους καὶ δὲν ἔστελνες ἕνα καβαλλάρη, διὰ νὰ μὴν καοῦν 200 σπίτια;» Ἐπάνω εἰς αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἄλλα, μοῦ εἶπε, ἐμπρὸς εἰς ὅλους τοὺς ὁπλαρχηγούς: «Κολοκοτρώνη, Κολοκοτρώνη, 6 χρόνους πασχίζεις νὰ ἑνώσεις τὰ ἄρματα καὶ εἰδὲ σὲ ἄφησα νὰ τὰ ἑνώσεις, εἰδὲ θέλει σὲ ἀφήσω». Δὲν τοῦ ὡμίλησε κανείς. Τοῦ ἐβάρεσα τὰ παλαμάκια (ἐχειροκρότησα) λέγοντάς του: «Εὖγε, καλὲ πατριώτη, ὁποὺ δὲν ἀφήνεις νὰ ἑνωθοῦν τὰ ἄρματα, καὶ ἂν ἦτον (5) ἑνωμένα δὲν ἔκαιε ὁ Ἰμπραΐμης τὰ χωριὰ καὶ νὰ σκλαβώνει τὸν κόσμον». Εἶδα ὅτι δὲν εἶχα διάφορο ἀπὸ αὐτούς. Τότε μὲ ἔστειλε ὁ Ζαΐμης τὸν Κίτζο Τζαβέλα, καὶ τὸ Νότη Μπότζαρη καὶ ἄλλους, καὶ μὲ εἶπαν νὰ πάρω 70 χιλιάδες γρόσια διὰ τὰ ἔξοδά μου ἀπὸ τὲς σταφίδες. Τοὺς εἶπα, ὅτι ὄχι μόνο 70 χιλιάδες νὰ εἶναι, οὔτε 70 μιλλιούνια νὰ εἶναι δὲν παίρνω, ἐδούλευσα τὸν τόσον καιρὸν χωρὶς μισθὸν τὴν Πατρίδα μου, θὰ τὴν δουλεύσω καὶ τώρα, τὸ κατὰ δύναμίν μου. Ἔμεινα πέντε - ἕξ ἡμέρες καὶ ἀνεχώρησα. Εἶχα τὸν Χατζῆ Μιχάλη μὲ 50 καβαλλαραίους μαζί μου. Αὐτοὶ ἔμειναν, ἐμάζωξαν 400 χιλιάδες γρόσια καὶ τὰ ἐμοιράσθηκαν.
Ὁ Καραϊσκάκης, ἀφοῦ ἐβγῆκε εἰς τὴν Ρούμελη, ἔγραψε καὶ ἐζητοῦσε βοήθειαν καὶ τότε ἐκίνησαν οἱ ὁπλαρχηγοὶ Ρουμελιῶτες, καὶ ὁ Γιάννης Νοταρᾶς ἦλθε εἰς τὸν Φαληρέα. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔκαψε ὅλα τὰ χωριὰ τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ Πραστοῦ· ὁ λαὸς ἐγλύτωσε εἰς τὸ Λενίδι· καὶ ἐπῆγε ἕως τὸ Μυστρὰ καίοντας καὶ ἐγύρισε εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ὁ Γενναῖος, Νικήτας, Κολιόπουλος, δὲν ἔλειπαν νὰ παγαίνουν ἀπὸ κοντὰ μὲ ἀκροβολισμοὺς πολεμοῦντες τον. Ὁ Γενναῖος ἦλθε εἰς τὰ χωριὰ τῆς Κορίνθου, καὶ ὁ Κολιόπουλος, τοὺς ἔστειλα πάλιν ὀπίσω. Ἐπῆγε εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα. Ἦτον ἐκεῖ καὶ ὁ Μελετόπουλος καὶ ὁ Νικολάκης Πετιμεζᾶς, ἔκαμαν ἕνα καλὸν ἀκροβολισμὸν καὶ ἐσκοτώθηκαν ἀρκετοὶ Τοῦρκοι. Ὁ Κολιόπουλος ἔπιασε τὸν Ἀτσίχωλον, κοντὰ εἰς τὴν χώρα Καρύταινα, διὰ νὰ ἐμποδίσει τοὺς Τούρκους νὰ ὑπάγουν κατὰ τὲς Λιοδῶρες. Ἐγὼ ἐκράτησα τὸν Νικήτα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ Ἄργος, ἔστειλα τοῦ Ἀλμέιδα, ὁποὺ ἦτον ἀρχηγὸς τακτικῶν καβαλλαραίων, ἕως 90, χωριστὰ οἱ 50 ἄτακτοι. Ἐπῆγα μὲ αὐτοὺς εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρο, ἐσύναξα Ἁγιοπετρίτες, Τζακώνους, Μυστριῶτες, Τριπολιτζῶτες ἕως δύο χιλιάδες. Οἱ Τοῦρκοι, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν Τριπολιτζά, εἶχαν συνήθεια κάθε ἡμέραν κατὰ τὲς Ρίζες καὶ ἐθέριζαν καὶ ἐμάζευαν καὶ χορτάρι. Ἔστειλα καταπατητάδες καὶ ἐπαρατήρησαν. Σηκώνομαι διὰ νυχτός, χωρίζω τὴν ἄτακτη καβαλλαρία, ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Χατζῆ Μιχάλης, καὶ πηγαίνει μὲ τὸ Νικηταρᾶ μὲ 1.000 νὰ πάγουν νὰ χωσασθοῦν κρυφά, καὶ ὁ Παναγιωτάκης Γιατράκος μὲ ἄλλους 1.000 καὶ μὲ τὴν τακτικὴν καβαλλαρίαν, ἀρχηγὸς Ἀλμέιδας (1). Ἐγὼ ἐβάσταξα τέσσαρους καὶ ἔμεινα εἰς τὸ κέντρο, μὲ συμφωνία νὰ ἰδῶ τοὺς Τούρκους καὶ ἅμα τοὺς κάμω σινιάλο νὰ ἐβγοῦν ἀπὸ τὲς χωσὲς νὰ περιζώσουν τοὺς Τούρκους. Ἐκείνη τὴν ἡμέραν δὲν ἦλθαν οἱ Τοῦρκοι ἐκεῖ ὁποὺ τοὺς προσμέναμεν. Οἱ Τοῦρκοι ἔβγαλαν 300 τακτικοὺς καραμπινιέρηδες, μὲ σκοπὸν νὰ περιφέρονται εἰς τὰ χωριά, νὰ κοιτάζουν μήπως οἱ Ἕλληνες εἶναι χωσασμένοι καὶ πειράξουν τοὺς πολλοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἐθέριζαν εἰς τοὺς κάμπους· διατί οἱ Ἕλληνες ἔκαμναν χωσιὲς κάθε ἡμέραν καὶ ἐσκοτώνοντο πέντε ἕξ τὴν ἡμέρα, καὶ ἔδιδα εἰς κάθε Ἕλληνα ὁποὺ μοῦ ἔφερνε ἀπὸ ἕνα κεφάλι καὶ ἕνα τουφέκι, ἢ ζωντανὸν ἀπὸ ἕνα τάλλαρο. Ἐκίνησαν διὰ νὰ περιέλθουν. Ἦλθαν εἰς ἕνα χωριὸ Μεϊμέταγα ὀνομαζόμενον. Ἦτον ἐκεῖ ἕνας πύργος καὶ διὰ νὰ μὴ κλεισθοῦν ἐκεῖ, δὲν ἔκαμα τὸ σινιάλο, παρὰ ἀφοῦ τοὺς ἄφησα καὶ ἐβγήκανε ἀπὸ τὸ χωριὸ κάμποσο. Τοὺς κάμνω τὸ σημεῖον καὶ εὐθὺς πετάεται ἡ καβαλλαρία ὁποὺ ἦτον μὲ τὸ Νικήτα καὶ ἀπαντοῦνται (2) ἔξαφνα μὲ τοὺς Τούρκους. Οἱ Τοῦρκοι ἐδοκίμασαν νὰ σταθοῦν εἰς τὸν κάμπον, κάμνοντες τετράγωνον, ὅμως βλέποντες τὴν καβαλλαρία καὶ τὸ πεζικό, ὁποὺ τοὺς ἐπλάκωσε ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, ἐγύρισαν εἰς τὸ χωριό. Δὲν ἐμπόρεσαν νὰ πιάσουν τὸν πύργο. Εἰς μισὴ ὥρα μόνον τέσσαρες ἐγλύτωσαν ἀπὸ 300· τέτοιο σκότωμα δὲν εἶδα ποτὲ μου. Ὅλοι οἱ καβαλλαραῖοι Τοῦρκοι ἤκουσαν τὸν πόλεμον καὶ ἦλθαν πρὸς (3) βοήθειαν, ἀλλὰ δὲν ἐκατάφθασαν κανένα ζωντανόν. Τοὺς εἶχα εἰπεῖ ἀπὸ τὸ βράδυ, ὅτι ἂν ἰδῶ στρατεύματα νὰ ἔρχονται τούρκικα σᾶς κάμνω σινιάλο καὶ τραβιέσθε κατὰ τὸ μέρος ὅπου ἤμουν. Τοὺς ἔκαμα τὸ σημεῖον· ὁ Νικήτας δὲν ἀκολούθησε, καθὼς τοῦ εἶχα εἰπεῖ, οἱ Τοῦρκοι τοὺς πηγαίνουν ἀπὸ κοντὰ ἕως τὸ βράδυ· ὁ Νικήτας ἐστάθηκε μὲ μιὰ τριανταριά, ἐσκότωσεν ἕναν σημαντικὸ Τοῦρκο καὶ ἔτζι ἐγύρισαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἡμεῖς ἀνταμώθημεν ὅλοι ὑγιεῖς εἰς τὸν Ἅγιο Πέτρο. Τὰ μουσκέτα καὶ τὰ ταμποῦρλα τὰ ἔστειλα εἰς τὸ Ναύπλιον. Ἐπῆγα εἰς τὸ Ναύπλιον διὰ νὰ πάρω πολεμοφόδια καὶ νὰ ἐπιστρέψω ὀπίσω διὰ νὰ κάμνω ἀπὸ αὐτὲς τὲς χωσιές. Οἱ Ἕλληνες ἐθάρρευαν καὶ ἐκατέβαιναν εἰς τὸν κάμπον ὅταν εἴχαμε καβαλλαρία. Εἰς αὐτὸν τὸν πόλεμον ἐφέρθηκαν ὅλοι μὲ ἀνδρείαν· ὁ Θεοδωρὴς Ζαχαρόπουλος διακρίθηκε περισσότερον, διότι ἔπεσε μέσα εἰς ἕνα σπίτι ὅπου ἦτον εἴκοσι Τοῦρκοι καὶ τοὺς ἐχάλασε. Ὁ Σταμάτης Μήτσας ἐλαβώθηκε εἰς τὸ ποδάρι ἀπὸ μπαγιονέτα. Ἡ καβαλλαρία ἡ τακτικὴ ἐπῆγε εἰς τὴν Ἄρια. Ὁ Ἀλμέιδας (4) μὲ ὑποσχέθηκε ὅτι ἐπιστρέφει, καὶ αὐτὸς ἔλαβε διαταγὴ καὶ ἐπῆγε εἰς τοῦ Δαμαλᾶ.
Ὁ Ἰμπραΐμης ἐτραβήχθηκε εἰς τὴν Μεσσηνία. Ἦλθε ὁ Σεπτέμβριος μήνας, καὶ εἰς τὸν Ὀκτώβριον ἐπῆγα εἰς τὸ Ἀνάπλι, διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν διὰ τὴν Συνέλευσιν. Εἶπα τῆς ἐπιτροπῆς τῆς Συνελεύσεως νὰ συναχθοῦν νὰ τοὺς εἰπῶ μίαν ὁμιλίαν. Ἐσυνάχθησαν καὶ ἐπαρησιάσθηκα εἰς τὴν Συνέλευσίν τους καὶ ἐπῆγα καὶ ἐγὼ καὶ τοὺς ὡμίλησα τοιούτως, ὅτι: «Τώρα εἶναι καιρὸς νὰ προκηρύξετε, ὡς ἐπιτροπὴ τῆς Συνελεύσεως, νὰ συναχθοῦν οἱ πληρεξούσιοι ὁποὺ ἦτον γνωρισμένοι, νὰ τελειώσωμεν τὴν Συνέλευσιν τοῦ ἀπερασμένου Ἀπριλίου καὶ θέλει χασομερίσωμεν. Τώρα εἶναι καιρός, εἶναι χειμώνας καὶ οὔτε ἡμεῖς πολεμοῦμε, οὔτε ὁ Ἰμπραΐμης». Ἐκεῖνοι μοῦ ἀποκρίθηκαν: «Ποῦ νὰ γένει ἡ Συνέλευσις;» Καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Ἀπάνω στὴν Πελοπόννησον νὰ γένει ἡ Συνέλευσις, νὰ ἔχομε καὶ ἔγνοιαν τὸν Ἰμπραΐμη ὁποὺ νὰ δίνομε εἰς τὸ στρατιωτικὸ βοήθειαν εἰς κάθε ἀνάγκη, διότι ἔχομε τὸν ἐχθρὸν εἰς τὴν πόρταν μας». Καὶ εὐτοῦνοι μὲ ἀπεκρίθηκαν: «Ποῦ νὰ κάμομε συνέλευσιν εἰς σίγουρον τόπον», καὶ τοὺς ἀποκρίθηκα: «Εἶναι τὸ Λενίδι, εἶναι τὸ Κρανίδι, εἶναι τὸ Καστρί, εἶναι καὶ ἡ Πιάδα, ἀπὸ τοὺς 4 τόπους ὅποιον θέλετε ἐκλέχτε». Μὲ ἀπεκρίθηκαν: «Νὰ ρωτήσωμεν καὶ τὴν διοικητικὴν ἐπιτροπήν». Καὶ ἀνταμώσαμεν καὶ ὁμίλησαν τὰ δύο σώματα, καὶ ἀποφάσισαν μὲ δόλο ἢ εἰς τὸν Πόρο ἢ εἰς τὴν Αἴγινα, διὰ νὰ κάμουν τὴν Συνέλευσιν κατὰ θέλησίν τους, ὅποιον πληρεξούσιον θέλουν νὰ ἐμβάζουν, ὅποιον δὲν θέλουν νὰ μὴ τὸν δέχονται εἰς τὸ νησί. Καὶ μοῦ ἀποκρίθηκε ἡ ἐπιτροπὴ τὴν ὁμιλίαν ὁποὺ ἔκαμε μὲ τὸ ἄλλο σῶμα τὸ Κυβερνητικό, ὅτι νὰ γένει ἡ Συνέλευσις εἰς τὸν Πόρο, ἢ εἰς τὴν Αἴγινα. Καὶ ἐγὼ δὲν τὸ ἐδέχθηκα, καὶ τοὺς ἐπροφασίσθηκα ὅτι: «Ἐγὼ εἰς τὸ γιαλὸ δὲν ἐμπαίνω, γιατὶ ἔκαμα ὅρκο, ὅταν μὲ εἶχαν εἰς τὴν Ὕδρα, καὶ δὲν μπαίνω πλιὸ στὸ πέλαγο. Ἐὰν δὲν εἶμαι εἰς τὴν Συνέλευσιν ἐγώ, ποὺ ἤμουν ἕνα ἄτομο, δὲν ἔβλαβε· ὅμως εἶχα πολλοὺς ψήφους, καὶ ἀπὸ τὰ ἄρματα καὶ πολιτικούς, εἶχα καὶ ἄλλους ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ πᾶνε». Καὶ μὲ αὐτὸ ἐσηκώθηκα καὶ ἐπῆγα εἰς τοῦ κὺρ Ἀνδρέα νὰ τοῦ ὁμιλήσω περὶ τοῦ τόπου τῆς Συνελεύσεως. Ἦτον πρόεδρος τῆς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς, καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ σπίτι του καὶ ἀρχίνησα τὴν ὁμιλίαν, καὶ τοῦ ἔλεγα: «Ἡ συνέλευσις εἰς τὰ νησιὰ δὲν εἶναι εὔλογο διὰ τὴν Πελοπόννησο, οὔτε διὰ ὅλο τὸ ἔθνος, διότι ἀλαργεύοντας ἡμεῖς ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ἡ Πελοπόννησος κρυώνει, καὶ ὅσο εἴμεθα εἰς τὴν ξηρὰ τοὺς ἐμψυχώνουμε». Ὁ κὺρ Ἀνδρέας ἐκάθονταν εἰς τὸ παράθυρο καὶ ἐκοίταζε ἔξω καὶ ὄχι ἐμέ, ἐκούνειε καὶ τὸ πόδι. Τότες γυρίζω: «Κὺρ Ἀνδρέα, ἐγὼ σοῦ (1) κουβεντιάζω καὶ σὺ κοιτᾶς ἀλλοῦθε. Ὑγίαινε, ἀδελφέ, καὶ πλέον δὲν σοῦ ὁμιλῶ δι᾿ αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν». Καὶ τῆς εὐθὺς ἐπῆγα εἰς τὸ σπίτι μου καὶ ἐκαβάλληκα καὶ ἐπῆρα καὶ τὸν Τσόκρη μὲ διακοσίους ἀνθρώπους καὶ τὸν Νικολάκη Πονηρὸ καὶ Ἀναγνωστάκο, ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, καὶ ὅσο νὰ πάγω στὴν Ἑρμιόνη, ἐσύναξα τετρακοσίους, καὶ μαθαίνοντας ὅτι ἐγὼ πάω στὴν Ἑρμιόνη, σηκώθηκαν καὶ αἱ δύο ἐπιτροπαὶ καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Αἴγινα καὶ ἐπροκήρυξαν τὴν Συνέλευσιν. Καὶ ἐπροκήρυξα καὶ ἐγὼ νὰ μαζωχθοῦν νὰ κάμομε τὴν συνέλευσιν στὴν Ἑρμιόνη. Ἔστειλα τὸν Νικολάκη Πονηρὸ εἰς τὴν Ὕδρα, εἰς τὸν κὺρ Γιώργη καὶ λοιποὺς Ὑδραίους καὶ ἦλθον καὶ οἱ Ὑδραῖοι καὶ ἡ συνέλευσις ἡ ἐδική μας ἦτον ὡς ἐνενήντα πληρεξούσιοι καὶ εἰς τὴν Αἴγινα ἦτον πενήντα μὲ τὲς δύο ἐπιτροπές. Ἡ διαίρεσις ἀκολουθοῦσε τρεῖς μήνας. Ὁ Ἅμιλτον εὑρισκότουνε τὸν τότε καιρὸ ἐκεῖ, ἐπήγαινε καὶ εἰς τὴν Αἴγινα καὶ ἔρχονταν καὶ εἰς ἡμᾶς, νὰ μᾶς ἑνώσει νὰ κάνομε τὴν συνέλευσή μας, καὶ ἡμεῖς ἐλέγαμε: «Ἂς ἔλθουν ἐδῶ οἱ Αἰγινῆται, ποὺ εἴμεθα πλιότεροι (2) καὶ τοὺς δεχόμαστε». Ἐκεῖνοι ἔλεγον (3) τὸ ἴδιο. Καὶ ἐφιλονικούνταν τὸ πράγμα καὶ ἔγραφαν εἰς τὸν μινίστρο Κάνιγγ ὡς ἐπιτροπή, καὶ ἐγὼ ἔγραφα ἀτομικῶς. Καὶ ἐλάβαιναν καὶ ἐκεῖνοι ἀπόκριση, ἐλάβαινα καὶ ἐγώ. Ἔγινε ἕνας καυγὰς εἰς τὴν Ὕδρα μὲ τὸν Ἅμιλτον καὶ ἐσκοτώθηκαν, καὶ ὁ Ἅμιλτον ἦτον ἐνοχλημένος μὲ τοὺς Ὑδραίους.
Ἦλθε μία ἡμέρα ὁ Ἅμιλτον εἰς τὸ κονάκι, ὁποὺ ἐκρατοῦσα εἰς τὴν Ἑρμιόνη καὶ πάντα εἶχα διερμηνευτὴ τὸν κόντε Ἀνδρέα Μεταξᾶ μὴν ἠξεύροντας τὴν γλώσσα. Μοῦ λέγει μία ἡμέρα ὁ Ἅμιλτον: «Ἔμαθα ὅτι ἡ δική σας συνέλευσις ἔχει γνώμη νὰ καλέσει τὸν Καποδίστρια». Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα: «Ὅποιος σὲ τὸ εἶπα σὲ ἐγέλασε· διατὶ ὁ Καποδίστριας ἦτον μινίστρος τῆς Ρωσίας (4) καὶ δὲν μᾶς δίδει χέρι κατὰ ὥρας νὰ προσκαλέσωμεν τοιοῦτον ἄνθρωπον· καὶ ὁ καιρὸς θέλει μᾶς ὁδηγήσει, διατὶ κρεμιόμαστε ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, ποὺ ὑπεσχέθη τὴν διαφέντεψή μας». Καὶ ἔτσι ἀναχώρησε ὁ Ἅμιλτον. Καὶ ἡμεῖς τὸν Μάρτιον μήνα, σὰν ἐγινήκαμε πλήρεις ἐνενήντα, ἀρχίσαμεν τὲς ἐργασίες μας καὶ ἐβάλαμεν πρόεδρον τὸν Σισίνην. Τότενες ἔφθασε καὶ ὁ Κόχραν καὶ τὸν ἐψηφίσαμεν ἀρχιθαλάσσιον εἰς τὲς τρεῖς μοῖρες Σπετσῶν, Ὑδραίων καὶ Ψαρῶν. Εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν (1) ἦλθε καὶ ὁ Τσώρτσης, διατὶ ἔλεγε ἡ Συνέλευσις τῆς Αἰγίνης, ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης γυρεύει πάντα νὰ γίνει ἀρχιστράτηγος τῆς Ἑλλάδος, κι ἐγὼ ἀποφάσισα, διὰ νὰ μὴν εὑρίσκουν αὐτὴν τὴν πρόφασιν, ἔρριξα τὴν φιλοτιμία μου κάτω διὰ τὴν ἀγάπην τῆς πατρίδος, καὶ ἔρριξαν κάτω τὴν φιλοτιμίαν τους καὶ αἱ τρεῖς νῆσοι καὶ ὑπόγραψαν ἀρχιθαλάσσιον τὸν Κόχραν. Καὶ ἐρχόμενος ὁ Κόχραν εἰς τὸν Πόρον, ἐπῆρα τὸν Μεταξᾶ νὰ τὸν ἀνταμώσω εἰς τὸ καράβι καὶ ὡμιλήσαμεν τὰ ὅσα ἀπεφάσισε ἡ συνέλευσίς μας. Αὐτὸς ἐζήτησε τὴν ἕνωση καὶ ἡμεῖς ἐλέγαμεν τὴν ἴδιαν ὁμιλίαν: «Ἂς ἔλθει ἡ συνέλευσις τῆς Αἴγινας καὶ ἡμεῖς τὴν δεχόμεθα». Καὶ εἶδα εἰς τὴν ὁμιλίαν του τὴν φαντασίαν ὁποὺ εἶχεν ὁ Κόχραν καὶ ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὡς Ἕλλην, φαντασμένα. Βγαίνοντας ἀναχωρήσαμεν καὶ ἐπήγαμεν πίσω στὴν Ἑρμιόνη καὶ ἐκρατήσαμε καὶ τὸν γκενεράλη Τσούρτς εἰς τὴν Ἑρμιόνη. Καὶ τότε ἔσμιξε ὁ Κόχραν μὲ τὸν Τσούρτς καὶ ἔγιναν μία γνώμη διὰ νὰ μᾶς συμβιβάσουν. Ἐκεῖνες τὲς ὧρες ἔγραφαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ὅτι εἶναι στενοχωρημένοι ἀπὸ στρατεύματα, καὶ τότε ἡ συνέλευσις μ᾿ ἐπεφόρτισε νὰ στείλω στρατεύματα, καὶ διάταξα τὸν Γενναῖον καὶ ὅλες τὲς ἐπαρχίες, καὶ σὲ εἴκοσι ἡμέρες ἔγινε μὲ τρεῖς χιλιάδες, καὶ μὲ ὑποσχέθηκε ἡ συνέλευσις, ὅτι νὰ τοὺς πληρώσει ἡ συνέλευσις, τὸ ἔθνος, τοὺς λουφέδες, καὶ ἔτζι ἐμείναμε ἥσυχοι. Τότες ἤθελαν οἱ δύο ἀρχηγοὶ τῆς θαλάσσης καὶ ξηρᾶς νὰ μᾶς ἑνώσουν, καὶ νὰ εὕρουν ἕνα τρίτον τόπον, διὰ νὰ τελειώσουν τὴν συνέλευσιν· καὶ ὁ τρίτος τόπος ἦτον ἡ Τροιζήνα, λεγόμενη Δαμαλᾶ. Ὅμως ἀποκριθήκαμεν τῶν ἀρχηγῶν: «Ἡμεῖς πηγαίνομεν, ὅσα πρακτικὰ ἔχομε κάμει νὰ εἶναι ἐπικυρωμένα ἀπὸ τὴν συνέλευσιν, ἡ φρουρὰ νὰ μείνει ἡ ἰδία (2) (τὸν Νικηταρᾶ εἴχαμεν) καὶ ἂν στερχθοῦν ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν Τροιζήναν». Καὶ ἔτσι ἐστέρχθηκαν οἱ Αἰγινῆτες. Καὶ ἐσηκώθημεν καὶ τὰ δύο μέρη καὶ ἐσμίξαμεν εἰς τὴν Τροιζήνα, καὶ ἑνωμένοι εἰς τὴν Τροιζήνα ἀρχίσαμεν νὰ πρακτικὰ (ὅσα εἴχαμεν καμωμένα ἡμεῖς ἔμειναν ἀσάλευτα) καὶ ἀρχίσαμεν ἐμπρός. Ἀπεφασίσαμεν νὰ ψηφίσωμεν τρία ἄτομα ἐπιτροπὴ κυβερνητικὴ διὰ νὰ τηρᾶ (3) τὰ στρατεύματα, 15 τόσα ἄτομα διὰ τὸ Βουλευτικό. Καὶ ἐψηφοφορήσαμεν, καὶ οἱ πλέον ψῆφοι ἔπεσαν εἰς τὸ Γεωργάκη Μαυρομιχάλη, Μακρῆ καὶ Νάκο, νὰ εἶναι ἐπιτροπὴ προσωρινή, ὅσο νὰ ἐκλέξομε πρόεδρο. Ἡ ἐπιτροπὴ ἀσηκώθηκε καὶ ἐπῆγε εἰς τὸν Πόρο, καὶ ἔμεινε ἡ συνέλευσις νὰ τελειώσει τὰ πρακτικά της. Ἡμεῖς εἴχαμεν γνώμην νὰ προβάλωμεν τὸν Καποδίστριαν (1827). Ὅλοι ἐδοκιμάσθηκαν στὲς Κυβέρνησες, καὶ ὅλο εἰς τὸ χειρότερο ἐπηγαίναμε τὸ ἔθνος ἀπὸ τὲς διχόνοιές μας. Τότε ἐξεφώνησα καὶ εἶπα: «Ἡμεῖς, τὰ ἄρματα, ἐρρίξαμεν τὴν φιλοτιμίαν μας, καὶ ἔβαλαν τὸν Τσούρτς Ἄγγλον, καὶ οἱ ἀνδρεῖοι θαλασσινοί μας τὸν Κόχραν, τώρα, καὶ οἱ πολιτικοὶ πρέπει νὰ ρίξετε καὶ ἐσεῖς τὴν φιλοτιμίαν σας, νὰ ἐκλέξωμεν ἕναν Πρόεδρον νὰ μᾶς κυβερνήσει, νὰ ἰδοῦμεν οἱ Ἄγγλοι ὁποὺ ὑποσχέθηκαν διὰ τὴν ἀνεξαρτησίαν μας». Μία τῶν ἡμερῶν ἔβλεπαν ὅτι ἤθελαν νὰ προσκαλέσουν τὸν Καποδίστριαν εἰς τὸ ἔθνος, καὶ ἐκίνησαν ὁπλισμένοι νὰ ἐλθοῦν ἂν ἠμπορέσουν καὶ μᾶς φοβίσουν νὰ πάρουν τὰ πρακτικά, (ἦτον γραμματικὸς ὁ Σπηλιάδης) κι ἐγώ τοὺς ἐκατάλαβα μὲ τὶ σκοπὸν ἦλθαν· καὶ ἔκαμαν συνέλευσιν εἰς τοῦ Μαυρομιχάλη τὸ σπίτι, ἐπροσκάλεσαν καὶ ἐμένα, καὶ ἐπῆγα μόνος μου, καὶ ἀρχίνησαν νὰ μὲ ὁμιλήσουν περὶ τῆς συνελεύσεως, ὅτι δὲν βλέπουν καλὰ πράγματα εἰς τὴν συνέλευσιν. Ἐγὼ ἀποκρίθηκα μὲ πεῖσμα, ὅτι τὸ ἔθνος αὐτὸ θέλει, καὶ ὅποιος δὲν τοῦ ἀρέσει, ἂς τὸ χαλάσει ἂν ἠμπορέσει, καὶ ἐβγῆκα χωρὶς ἄλλον λόγον ἔξω. Βλέποντας ὅτι δὲν εἶχαν δύναμιν, καὶ ἂν εἶχαν δοκιμάσει ἤθελε ἐντροπιασθοῦν, ἐδιαλύθηκαν. Σὲ δύο ἡμέρες ἐκάμαμε συνέλευσιν καὶ ἀπεφασίσαμεν τὴν αὐγήν, ὅτι τὸ ἀπόγευμα νὰ ὑπογράψωμεν τὸν Καποδίστριαν (4). Καὶ ἔτζι ἐπῆγα εἰς τὸ κονάκι μου, ἔφαγα ψωμὶ καὶ ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ. Βλέπω καὶ ἦλθε ὁ κὺρ Γεώργης Κουντουριώτης καὶ Καρακατζάνης Σπετσιώτης, καὶ Μακρῆς Ψαριανὸς νὰ μοῦ ὁμιλήσουν διὰ τὴν ὑπόθεσιν τοῦ Καποδίστρια, ὁποὺ θέλει ἀπογράψομεν ἀπομεσήμερα. Μοῦ λένε, ὅτι: «Τὸ ἀπομεσήμερον θὰ ὑπογράψωμεν διὰ τὸν Καποδίστριαν». - «Τὶ μ᾿ ἐρωτᾶτε ἐμένα, ἐγὼ δὲν εἶμαι πρόεδρος οὐδέ (5) ἔθνος· ἔτζι ἀποφασίσανε τὴν αὐγὴν ὁ Πρόεδρος Σισίνης καὶ τὸ ἔθνος». Μοῦ ἀπεκρίθηκαν ὅτι: «Εἶναι καλὸ νὰ στείλωμεν νὰ πάρωμεν γνώμη ἀπὸ τὸν Ἅμιλτον, ἀραμένον εἰς τὸν Πόρον, ὅτι ἦταν φερμένος ἀπὸ τὴν Σμύρνη». - «Τί, νὰ στείλωμεν κανένα τυχοδιώκτην νὰ λέγει ἄλλα καὶ ἄλλα νὰ μᾶς λέγει καὶ νὰ χαλάσει τὴν ὑπόθεσιν τοῦ ἔθνους. Ποῖον εὑρίσκετε εὔλογον νὰ στείλωμεν; Ἂν ἐμπιστεύεσθε εἰς ἐμένα νὰ πάγω ἐγὼ ὁ ἴδιος». - «Σ᾿ ἐμπιστευόμεθα» (1) τρεῖς φορές, μὲ εἶπαν, «σ᾿ ἐμπιστευόμεθα». Ὁ Κουντουριώτης ἦτον μὲ μίαν γνώμην, ὅτι εἶχα εἰπεῖ τοῦ Ἅμιλτον, ὅτι δὲν θὰ ἐκλέξωμεν τὸν Καποδίστριαν, καὶ ἐνόμιζε ὅτι θὰ εὕρω ἀντίστασιν ἀπὸ τὸν Ἅμιλτον. Καὶ τότενες τοὺς εἶπα: «Σύρτε εἰς τὸ καλό». Καὶ ἐσηκώθηκα καὶ ἔκραξα τὸν Μεταξᾶ, καὶ ἐπῆρα καὶ δέκα νομάτους, τὸ μεσημέρι, καὶ δὲν ηὔξευρε ἄλλος κανένας ποῦ ὑπάγω, μόνο τὸν Νικηταρᾶν ἔκραξα καὶ τοῦ εἶπα νὰ ἔχει τὴν ἔγνοιαν, νὰ μὴ γίνει κανένα σκάνδαλον, ἕως ὁποὺ νὰ ἔλθω. Ἡ συνέλευσις τῆς (2) ἤρχετο θαῦμα, μὴν ἠξεύροντας ποῦ ὑπάγω. Καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ ποτάμι τοῦ Πόρου, καὶ οἱ βάρκες τοῦ Ἅμιλτον ἔκαναν νερό, καὶ ἐμπήκαμεν εἰς μίαν βάρκα, καὶ ἐπήγαμεν ἐπάνω στὴν φεργάδα (3). Μᾶς ἐδέχθηκε ὁ Ἅμιλτον καὶ ἐκάτζαμεν εἰς ὁμιλίαν. Τοῦ λέγω: «Πῶς σοῦ φαίνεται τώρα, ποὺ ἑνώθηκε ἡ Συνέλευσις καὶ κοντεύει νὰ τελειώσει;» - «Χαίρομαι τὴν ἕνωσίν σας, ἐκάματε πολλὰ καλά». Τοῦ εἶπα: «Καπιτὰν Ἅμιλτον, ἤλθαμεν νὰ πάρωμεν τὴν συμβουλήν σου, ὡς μᾶς συμβούλευες πάντοτε διὰ τὴν ἐλευθερίαν μας. Σὲ γνωρίζομεν ὡς ἕναν εὐεργέτην ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους καλύτερον». Μᾶς εἶπε: «Πέστε τὴν γνώμην σας, καὶ ἂν δύναμαι κι ἐγὼ νὰ σᾶς ἀποκριθῶ εἰς τὴν γνώμην σας». «Στοχάζομαι, Καπιτὰν Ἅμιλτον, ὅτι τοὺς γνωρίζεις τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ ἐδῶ καὶ τόσους χρόνους. Τοὺς βάλαμεν ὅλους νὰ μᾶς κυβερνήσουν, καὶ ποτὲ δὲν μᾶς ἐκυβέρνησαν καθὼς ἔπρεπε, καὶ βλέποντας ὅτι δὲν ἔχομεν ἄνθρωπον πολιτικὸν νὰ μᾶς κυβερνήσει, ἤλθαμεν νὰ σὲ πάρωμεν εἰς γνώμην, διατὶ ἐκεῖνο ὁποὺ ἤρχετο τῆς Συνελεύσεως ἀπὸ τὸ χέρι της, τὸ διορθώσαμεν, ἔβαλε τὸν Κόχραν ἀρχιθαλάσσιον, τὸν Τζώρτζ ἀρχιστράτηγον, τώρα χρειαζόμεθα ἕναν πολιτικόν. Τάχα δὲν μᾶς δίδει ἡ Ἀγγλία ἕνα πρόεδρον, ἕνα Βασιλέα;» Μᾶς ἀποκρίθηκε: «Ὄχι, ποτὲ δὲν γίνεται». - «Δὲν μᾶς δίδει ἡ Φράντζα;» - «Ὁμοίως» μᾶς ἀποκρίθη. - «Ἡ Ρουσία;» - «Ὄχι». - «Ἡ Προυσία;» - «Ὄχι». - «Ἡ Ἀνάπολη;» - «Ὄχι». - «Ἡ Ἱσπανία;» - «Ὄχι, δὲν γίνεται». Ἀφοῦ ἐμελέτησα ὅλα τὰ βασίλεια: - «Σὰν δὲν μᾶς δίδουν τοῦτες οἱ αὐλές, τί θὰ γίνωμεν ἡμεῖς;» - Μᾶς ἀποκρίθηκε, ὅτι: «Τηρᾶτε νὰ εὑρῆτε κανέναν Ἕλληνα». - «Ἡμεῖς ἄλλον Ἕλληνα ἀξιώτερον δὲν ἔχομεν, μόνον νὰ ἐκλέξωμεν τὸν Καποδίστριαν». Ἐγύρισε καὶ μ᾿ ἐκοίταξε, ἀκούοντας τὸ ὄνομα Καποδίστρια, καὶ μοῦ εἶπε: «Δὲν ἤσουν ἐσὺ ποὺ μοῦ εἶπες δὲν τὸν δεχόμεθα τὸν Καποδίστρια, διατὶ εἶναι τῆς Ρουσίας μινίστρος;» - «Ναί, ἐγώ, τοῦ εἶπα. Ἄλλος καιρὸς ἦτον τότε, καὶ ἄλλος τώρα. Διατὶ τὴν Ἀγγλίαν ποὺ ἔχομεν ὑπεράσπισιν, τὸ δεξὶ χέρι της Ἑλλάδος εἶναι ἡ θάλασσα, καὶ ἐβάλαμεν Ἄγγλον ἐπὶ κεφαλῆς, καὶ τὸ ζερβὶ χέρι Ἄγγλον, ὁποὺ εἶναι ἡ δύναμις τῆς ξηρᾶς. Καὶ ἂν μᾶς ἔδιδε ἡ Ἀγγλία καὶ ἕναν πολιτικόν, καὶ ἐκεῖνον τὸν ἐβάναμεν καὶ δὲν ἐτζακίζαμεν τὸ κεφάλι μας στὸν ἕναν καὶ στὸν ἄλλον, καὶ δι᾿ αὐτό, ὡς μοῦ λές, δὲν γίνεται. Πρέπει νὰ καλέσωμεν τὸν Καποδίστριαν». Μοῦ ἀποκρίθηκε ἐκ καρδίας: «Πάρτε τὸν Καποδίστρια ἢ ὅποιον διάβολον θέλετε, διατὶ ἐχαθήκατε». - Αὐτὸ ἤθελα νὰ ἀκούσω ἀπὸ τὸ στόμα του, τὸ ἄκουσα, καὶ ἀπέκει ἐτελείωσε ἡ ὁμιλία μας, καὶ τῆς εὐθὺς ἀνεχώρησα. Ἐχασομέρησα πολὺ εἰς τὴν φρεγάδα, καὶ τὸ ταμποῦρλο τῆς Συνελεύσεως ἀρχίναε νὰ κτυπᾶ. Ἀκούοντας τὸ ταμποῦρλο οἱ πληρεξούσιοι τῶν τριῶν νησιῶν ἀνεχώρησαν, καὶ ἐτράβηξαν καὶ ἐπῆγαν κοντὰ εἰς τὴν Παναγίαν (4), διὰ νὰ πᾶνε εἰς τὸν Ἅμιλτον. Καὶ ὁ Ἅμιλτον τοὺς εἶδε μὲ τὸ κιάλε, καὶ ἐμπῆκε εἰς τὴν φελούκα, καὶ ἦλθε εἰς τὴν Παναγιά. Καὶ ἐπῆγαν οἱ πληρεξούσιοι τῶν νήσων (5), διὰ νὰ τὸν ἐρωτήσουν καὶ ὁ Ἅμιλτον τοὺς ἠρώτησε: «Πῶς ἐφύγατε ἀπὸ τὴν Συνέλευσιν;» - «Ἤλθαμεν νὰ σὲ πάρωμεν διὰ μίαν γνώμην». Καὶ αὐτὸς τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ἐγὼ τὴν γνώμην τὴν ἔδωσα τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ κάμετε ὅ,τι σᾶς εἰπεῖ». Καὶ ἀνεχώρησε κατὰ τὴν φρεγάδα. Μισὴ ὥρα ἦτον μακρὰν ἡ Παναγιὰ ἀπὸ τὴν συνέλευσιν· οἱ Ὑδραῖοι γυρίζουν. Ἔστειλαν καὶ μ᾿ ἔκραξαν, καὶ τοὺς διηγήθηκα ὅ,τι εἶπα. Τὴν αὐγὴν ἐσυναχθήκαμεν καὶ ὑπογράψαμεν διὰ τὸν Καποδίστρια. Ἄρχισαν καὶ ἔκαμαν τὰ γράμματα τῆς προσκλήσεως, τὰ ἔστειλαν ἀπὸ τρία μέρη, καὶ ἔτζι ἐτελείωσε ἐκείνη ἡ ὑπόθεσις. Ἐσυνάχθημεν τὴν ἄλλην ἡμέραν ν᾿ ἀποφασίσωμεν πρόεδρον τοῦ Βουλευτικοῦ, νὰ ψηφοφορηθοῦν τὰ ἄτομα διὰ τὴν προεδρίαν. Ἐπετάονταν στὴν Συνέλευσιν τὴν ἄλλην ἡμέραν, τὸν Ζαΐμη, ἄλλος τὸν Μπαρλᾶ, ἄλλος τὸν Κουντουριώτη, ἄλλος τὸν Πρασᾶ ἀπὸ τὴν Ἀνδρούσα, καὶ ἔγινε χασμωδία. Τὴν ἄλλην ἡμέρα πάλιν τὸ ἴδιο· εἴκοσι νὰ ψηφοφορήσουν, τὴν ἄλλην 16. Εἶδα τὴν χασμωδίαν καὶ τὸ παράξενο τοῦ κόσμου. Ἐσηκώθηκα ὁλόρθος: «Σεβαστὴ Συνέλευσις, ἡμεῖς καθήμεσθε (1) καὶ φιλονικοῦμεν διὰ Πρόεδρον τοῦ Βουλευτικοῦ, καὶ ἡ πατρίς μας κινδυνεύει νὰ χαθεῖ καὶ ἔχομεν συνέλευσιν ἑπτὰ μῆνες καὶ πρόεδρος εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα εἶναι ὁ Κιουταχής, καὶ πρόεδρος τῆς Πελοποννήσου ὁ Ἰμπραΐμης, καὶ ἡμεῖς καθήμεθα καὶ φιλονικοῦμεν, καὶ τώρα ἦλθε ὁ Μάης, καὶ ἡ Ἀθήνα κινδυνεύει καὶ ἡ Πελοπόννησος κινδυνεύει. Ἐχάθηκεν ἕνας ἀπὸ τόσους Ἕλληνας πληρεξούσιους νὰ κάμωμεν Πρόεδρον; Ὅμως καθήμεθα καὶ φιλονικοῦμεν!» Ἐκοίταξα τριγύρω μου, καὶ εἶδα ἕνα γεροντάκι, καὶ ἐκάθητο μὲ τοὺς Κρητικούς, ἀλλ᾿ οὔτε τὸ ὄνομά του ἐγνώριζα, οὔτε τὸν εἶδα, καὶ πηδάω μέσα ἀπὸ τὴν συνέλευση καὶ τὸν ἁρπάχνω, καὶ τὸν πηγαίνω εἰς τὸ κάθισμα τοῦ προέδρου Σισίνη, καὶ τὸν κάθισα στὸ σκαμνί. Εἶπα: «Τοῦτος δὲν εἶναι ἄξιος;». Καὶ ὅλη ἡ Συνέλευσις ἔβαλε τὴν φωνήν: «Ἄξιος, ἄξιος» καὶ ἐχειροκρότησε, καὶ ἐτελείωσε. Τὸν πατέρα μου συγχωροῦσαν (2). Ὁ Ρενιέρης σὰν νὰ ἐφοβήθηκε. Ἔτζι διαλύθηκε ἡ συνέλευσις.
Μιὰ φορὰ ἐπὶ Κουντουριώτη ἐπῆγα εἰς τὸ Ἀνάπλι, καὶ εἶπα τῆς Κυβερνήσεως, ὅτι: οἱ Ρουμελιῶτες πληρώνονται, καὶ οἱ Πελοποννήσιοι ἐγδύθηκαν ἀπὸ τὸν Ἰμπραΐμη, καὶ δὲν ἔχουν ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι· δὲν τοὺς πληρώνετε ὁποὺ ἐχάθηκαν; Καὶ ἀπεφάσισαν νὰ κάμουν 12.000 πρακτικούς, καὶ ὁ ἀριθμὸς νὰ εἶναι διὰ 15.000, ὁποὺ τὸ περιπλέον νὰ γίνονται ἀναλογία διὰ νὰ τοὺς ἔρχονται 30 γρόσια τὸ μήνα. Μοῦ εἴπανε, νὰ δουλεύουν τρεῖς μῆνες, καὶ εἰς τρεῖς μῆνες νὰ ἔλθουν νὰ πάρουν τὰ μηνιαῖα. Ἤλθανε τρεῖς μῆνες, καὶ ἔστειλα νὰ πάρω τὸ μηνιαῖο. Μοῦ ἀποκρίθηκαν, ὅτι: «Μιὰ μικρὴ δόσις ἦλθε ἀπὸ διόμιση μιλλιούνια, καὶ ἡ Κυβέρνησις εἶχε ἄλλες ἀναγκαῖες ὑπόθεσες, καὶ ἐδόθηκαν, ἡ ἐμπειρία σου ὅμως θὰ καταπραΰνει τοὺς στρατιώτας νὰ λάβουν ὑπομονήν».
Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμιὰν ἀπ᾿ ὅσες γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτον ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος, ἦτον μὲ ἕνα λαόν, ὁποὺ ποτὲ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς τοιοῦτος, οὔτε νὰ ὁρκισθεῖ, παρὰ μόνο ὅ,τι ἔκαμνε ἡ βία. Οὔτε ὁ Σουλτάνος ἠθέλησε ποτὲ νὰ θεωρήσει τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν ὡς λαόν, ἀλλ᾿ ὡς σκλάβους. Μίαν φοράν, ὅταν ἐπήραμεν τὸ Ναύπλιον, ἦλθε ὁ Ἅμιλτον νὰ μὲ ἰδεῖ· μοῦ εἶπε ὅτι: «πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσουν συμβιβασμόν, καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει». Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: «Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ, ἐλευθερία ἢ θάνατος. Ἐμεῖς, Καπετὰν Ἅμιλτον, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθί καὶ ἄλλοι, καθὼς ἡμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά. Ὁ βασιλεὺς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε· ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινὸν πόλεμον μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα». Μὲ εἶπε: «Ποία εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρά του, ποῖα εἶναι τὰ φρούρια;» - «Ἡ φρουρὰ τοῦ Βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τὰ φρούρια ἡ Μάνη καὶ τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά». Ἔτζι δὲν μὲ ὁμίλησε πλέον. Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελλούς. Ἡμεῖς, ἂν δὲν εἴμεθα τρελλοί, δὲν ἐκάναμεν τὴν ἐπανάστασιν, διατὶ ἠθέλαμεν συλλογισθεῖ πρῶτον διὰ πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθῆκες μας, τὰ μαγαζιά μας, ἠθέλαμεν λογαριάσει τὴν δύναμιν τὴν ἐδικήν μας, τὴν τούρκικη δύναμη. Τώρα ὁποὺ ἐνικήσαμεν, ὁποὺ ἐτελειώσαμεν μὲ καλὸ τὸν πόλεμόν μας, μακαριζόμεθα, ἐπαινόμεθα. Ἂν δὲν εὐτυχούσαμεν, ἠθέλαμεν τρώγει κατάρες, ἀναθέματα. Ὁμοιάζαμεν σὰν νὰ εἶναι εἰς ἕνα λιμένα 50 - 60 καράβια φορτωμένα, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εἰς τὴν δουλειά του καὶ μὲ μιὰ μεγάλη φουρτούνα, μὲ μεγάλο ἄνεμο, πηγαίνει, πουλεῖ, κερδίζει, γυρίζει ὀπίσω σῶον. Τότε ἀκοῦς ὅλα τὰ ἐπίλοιπα καράβια καὶ λέγουν: «Ἰδοὺ ἄνθρωπος, ἰδοὺ παλληκάρια, ἰδοὺ φρόνιμος, καὶ ὄχι σὰν ἐμεῖς ὁποὺ καθόμεθα ἔτζι δειλοί, χαϊμένοι», καὶ κατηγοροῦνται οἱ καπεταναῖοι ὡς ἀνάξιοι. Ἂν δὲν εὐδοκιμοῦσε τὸ καράβι, ἤθελε εἰποῦν: «Μὰ τί τρελλὸς νὰ σηκωθεῖ μὲ τέτοια φουρτούνα, μὲ τέτοιο ἄνεμο, νὰ χαθεῖ ὁ παλιάνθρωπος, ἐπῆρε τὸν κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του». - Ἡ ἀρχηγία ἑνὸς στρατεύματος Ἑλληνικοῦ ἦτον μία τυραννία, διατὶ ἔκαμνε καὶ τὸν ἀρχηγό, καὶ τὸν κριτή, καὶ τὸν φροντιστή, καὶ νὰ τοῦ φεύγουν κάθε ἡμέρα καὶ πάλιν νὰ ἔρχονται· νὰ βαστάει ἕνα στρατόπεδον μὲ ψέμματα, μὲ κολακεῖες, μὲ παραμύθια· νὰ τοῦ λείπουν καὶ ζωοτροφίες καὶ πολεμοφόδια, καὶ νὰ μὴν ἀκοῦν καὶ νὰ φωνάζει ὁ ἀρχηγός· ἐνῶ εἰς τὴν Εὐρώπην ὁ Ἀρχιστράτηγος διατάττει τοὺς στρατηγούς, οἱ στρατηγοὶ τοὺς συνταγματάρχας, οἱ συνταγματάρχαι τοὺς ταγματάρχας καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἔκανε τὸ σχέδιόν του καὶ ἐξεμπέρδευε. Νὰ μοῦ δώσει ὁ Βελιγκτὼν 40.000 στράτευμα τὸ ἐδιοικοῦσα, ἀλλ᾿ αὐτουνοῦ νὰ τοῦ δώσουν 500 Ἕλληνας δὲν ἠμποροῦσε οὔτε μιὰ ὥρα νὰ τοὺς διοικήσει. Κάθε Ἕλληνας εἶχε τὰ καπρίτσια του, τὸ θεό του, καὶ ἔπρεπε νὰ κάμει κανεὶς δουλειὰ μὲ αὐτούς, ἄλλον νὰ φοβερίζει, ἄλλον νὰ κολακεύει, κατὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Συνέχεια

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α

Απογραφές
Η επαρχία του Λιονταριού (1461)
Η Καρύταινα (Λιοντάρι) (1512-1520)
Ο Δήμος (kaza) της Καρύταινας (1566-1574)
Χωριά Γορτυνίας (1700-1830)
Χωριά και αριθμός οικογενειών Γορτυνίας (απόγραφή Pouqueville)
Απογραφή Γορτυνίας (1834)
Απογραφή Αρκαδίας (1834)
Απογραφή Γορτυνίας (1852)

Ονόματα
Σκορτινοί (13-14ος αιώνες)
Κροκόντηλοι-Αγ.Γεώργιος των Σκορτών (13-15ος αιώνας)
Δημητσανίτες (1461-1574)
Μέλη δημοτικού συμβουλίου Τριπολιτσάς (1700)
Ονόματα στρατιωτικών των Κολοκοτρωναίων (1821)
Γορτύνιοι Πολιτικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Αξιωματικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Φιλικοί (1821)
Ονόματα Λαγκαδινών (1822-3)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Α (1823)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Β (1823)
Προαγωγές Γορτυνίων στρατιωτικών (1824)
Δημοτικοί εισπράκτορες Γορτυνίας (1836)
Δήμαρχοι και Πάρεδροι Γορτυνίας (1841)
Φύλλα ποιότητας Δημάρχων και παραγόντων της Γορτυνίας (1849-1850)
Εκλογικά έγγραφα Γορτυνίας [1843 - 1862]
Εκλογικός κατάλογος Γορτυνίας (1865)
Επώνυμα Γορτυνίων 1865 (δήμοι Γόρτυνος, Ελευσίνος, Κλείτωρος και Μυλάοντος)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Λαγκαδίων και Νυμφασίας)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Τρικολόνων και Τροπαίων)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Ηραίας και Θέλπουσας)
Επώνυμα κατοίκων δήμων Φαλάνθου (1879) και Θεισόας (1843)
Μικρά ονόματα Γορτυνίων (19ος αιώνας)

Τοπωνύμια
Mετονομασίες οικισμών Αρκαδίας (1920)
Μεσσαρέα
Τοπωνύμια Βυτίνας
Τοπωνύμια Βάχλιας
Τοπωνύμιο Τσιπιανά
Τοπωνύμιο Ψάρι
Τοπωνύμιο Αρτοζήνος
Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων
Nτρομπολιτσά- Tριπολιτσά- Tρίπολη : μια ιχνηλάτηση
Γορτυνιακά τοπωνύμια σλαβικής ετυμολογίας
Στα χνάρια του περιηγητή Παυσανία στην Αρκαδία
Συνοικισμός Μεγάλης Πόλεως

Διάλεκτοι και Ιδιώματα
Το αρχαίο αρκαδικό γράμμα "Τσαν"
Η αρχαία αρκαδοκυπριακή διάλεκτος
Σύγκριση γορτυνιακού με άλλα ιδιώματα στο φωνολογικό επίπεδο
Συνοπτική παρουσίαση γορτυνιακού ιδιώματος
Το φαινόμενο του τσιτακισμού στα πελοποννησιακά ιδιώματα
H συνθηματική γλώσσα των Λαγκαδινών μαστόρων
To ιδιωματικό στοιχείο στη γλώσσα των απομνημονευμάτων του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη

Ιστορικά θέματα (επιλεγμένα)
Πασάς Mαυραειδής Φαρμάκης
Ιστορική γεωγραφία Αρκαδίας (395-1209)
Δοξαπατρήν τον λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ένι
Λυκάων της Αρκαδίας
Φωτάκος: Μάχη εν Τρικόρφοις - 23 Ιουν. 1825
Κανέλλος Δεληγιάννης: Πολιορκία Λάλα
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαιΐου 1821)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη της Γράνας
Κανέλλος Δεληγιάννης: Έξοδοι Δράμαλη από την Κόρινθο
Κανέλλος Δεληγιάννης: Γορτυνιακός εμφύλιος (1823) και αρχές του γενικού εμφυλίου (1824)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Μάχες στο Άργος, Δερβενάκια, Αγιοσώστη, Αγιονόρι
Κανέλλος Δεληγιάννης: Α' Πολιορκία Μεσολογγίου
Κανέλλος Δεληγιάννης: Εκστρατεία στη Δυτ. Ελλάδα, Μάχη του Πέτα
Καταστροφή Ζάτουνας - Απρίλιος 1779
Αναφορές για τα επεισόδια στη Γορτυνία (Ιουν. 1823)
Αναφορά επαρχίας Καρύταινας (Δ' Εθνοσυνέλευση, Άργος 1829)
Επιστολή κατά Κολοκοτρώνη (Εμφύλιος 1823)
Ο Μοραΐτης Πυρπολητής του 1821
Τα άρματα της Καρύταινας (1821)

Μελέτες
Βυζαντινή κρατική ιεραρχία και στρατιωτική οργάνωση
Κυρ Ιωάννης ο Τζερνοτάς
Τάμα στον Δία – Αχαιοί εναντίον Γαλατών (120 π.Χ.)
Στοιχεία για την οθωμανική Ελλάδα
Προδοσίες και θυσία στη Μολδοβλαχία το 1821
Η παράδοση της Πόλης το 1453
Σύντομη ιστορία της Πελοποννήσου (2ος αι. π.Χ – 7ος αι. μ.Χ.)
Το Πασαλίκι του Μοριά
Τα παράπονα των Ανθενωτικών (1450)
Μοραΐτες Οπλαρχηγοί του 1821
Η μάχη της Πελαγονίας (1259 μ.Χ.)
Φορεσιά και Άρματα το 1821
Η Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο
Αυτόχθονες εναντίον Ετεροχθόνων
Αλαμανικός φόρος και βυζαντινά μνημόνια