Ι.Θ. (Γενναίος) Κολοκοτρώνης
Μάχη ἐν Τρικόρφοις.
Ἀφοῦ δὲ συνῆλθαν εἰς Χρυσοβίτσι, καὶ ὅλοι ἔγειναν
περισσότεροι τῶν τρειῶν χιλιάδων, ὁ Κολοκοτρώνης μετὰ
τῶν ἄλλων ἀρχηγῶν ἐσκέφθησαν καὶ ἀπεφάσισαν νὰ καταλάβουν
τὰ Τρίκορφα, καὶ ἰδίως τὰ πρῶτα ὀχυρώματα,
τὰ ὁποῖα οἱ Ἕλληνες εἶχαν πιάσει, ὅταν ἐν ἀρχῇ τοῦ
ἀγῶνος ἐπολιόρκουν τὴν Τριπολιτσᾶν. Ὁ Κολοκοτρώνης
μετὰ τὴν ἀποφυλάκισίν του διέταξε τὸν υἱόν του Γενναῖον
νὰ διοικήσῃ τὸ ὀρεινὸν τμῆμα τῆς ἐπαρχίας Καρύταινας
ὡς καὶ ἐκεῖνο τοῦ κάμπου, τὸ ἀνῆκον εἰς αὐτούς· ὁ δὲ
Κανέλλος Δεληγιάννης μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Δημητρίου
εἶχαν τὴν διοίκησίν των ὅλον τὸ τμῆμα τῆς Ἄκοβας
καὶ τὴν Πέρα Μεριά, τὸ ὁποῖον παλαιόθεν εἶχαν ὑπὸ τὴν
ὁδηγίαν των οἱ Δεληγιανναῖοι. Μετὰ τούτων ἦτο ἑνωμένος
καὶ ὁ Δημ. Παπατσώνης, ἔχων τότε μαζύ του καὶ
τὸν περίφημον Παπασταθούλιαν ἀπὸ τὸ Ἀναζίρι τῆς Μεσσηνίας
καὶ πολλοὺς ἄλλους Μεσσήνιους, οἱ ὁποῖοι τότε
ἦσαν ἐκεῖ. Ὁ Ν. Ταμβακόπουλος ἀπὸ τὴν Βυτίναν μὲ
τοὺς συγχωρίους του, ὄντας ὑπὲρ τοὺς ἑκατόν· ὁ Θεόδ.
Ῥοζῆς ἢ Λιαρόπουλος, οἱ Μαγουλιανῖται μὲ τοὺς ὁπλαρχηγούς
των, τὸν Ἀργύρην Ζούβελον, τὸν Λιάκον Κοσμόπουλον,
τὸν Ἀποστόλην Παπαπανάγου, τοὺς ἀδελφοὺς
Μαργιολοπούλους Γεώργιον καὶ Πολυχρόνην, τὸν Ἀποστόλην
Μπούκουραν, καὶ ἄλλους. Οἱ Βαλτεσινιῶται, ὁ
Χρῆστος Παναγούλιας, οἱ Λαγκαδινοί, ὁ Γεώργιος Σπηλιόπουλος,
ὁ Ἀθανάσιος Κίντσος καὶ τὰ παιδιά του· ὁ
περίφημος Παπασταθούλιας ἀπὸ τὰ Λαγκάδια, ὁ Ἀναγνώστης
Πετρακόπουλος, ὁ καπετὰν Γιάννης Θεοφιλόπουλος (1)
καὶ οἱ λοιποὶ Ἀκοβῖται· ὁ Ἀναγνώστης Παπαδόπουλος,
ὁ Ἀ. Στασινόπουλος Περαμερίσοι· ὁ Παπαγεωργάκης
ἀπὸ τὸ Μοναστηράκι καὶ ὁ Ἀργύρης Ἀποσκίτης,
ἀμφότεροι περίφημοι εἰς τὴν ἐπαρχίαν, καὶ οἱ λοιποὶ ὁπλαρχηγοὶ
τοῦ τμήματος τῶν Δεληγιανναίων. Ὁ Μπούρας
ἀπὸ τοὺς Κωνσταντίνους τῆς Μεσσηνίας. Ὅλοι οὗτοι
ἐκλείσθησαν ἐντὸς τοῦ ἑνὸς ὀχυρώματος τοῦ Κανέλλου
Δεληγιάννη. Τὸ ὀχύρωμα τοῦτο ἔκειτο πρὸς ἀνατολὰς καὶ
πλησίον τοῦ δρόμου, καὶ εἰς αὐτὸ ἔγεινεν ὁ μέγας πόλεμος
μὲ τοὺς Τούρκους· ὄπισθεν δὲ τοῦ ὀχυρώματος τούτου
καὶ πρὸς τὴν βορειανατολικὴν πλευρὰν ἦσαν οἱ Κορίνθιοι
τοῦ Ἰωάννου Νοταρᾶ καὶ οἱ μισθοφόροι του Ῥουμελιῶται.
Ὁ Παναγιωτάκης Νοταρᾶς εἶχε καὶ αὐτὸς ἐπίσης Κορινθίους
μετὰ τοῦ Παπανίκα. Ὅλον τὸ σῶμα τοῦτο τῶν Κορινθίων
μετὰ τῶν μισθωτῶν ἦτο ὑπὲρ τὰς δύο χιλιάδας.
Πλησίον δὲ αὐτῶν ἦσαν τὰ Καλαβρυτινὰ στρατεύματα
τοῦ Ἀνδρέα Ζαΐμη. Ὁ δὲ Βασίλειος Πετιμεζᾶς δὲν ἠθέλησε
νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὴν μάχην, διότι ἀπὸ τὸ Λεβίδι
ὅπου ἦτο, δὲν ἐσυμφώνει περὶ τοῦ σχεδίου τῆς μάχης μὲ
τὸν γενικὸν Ἀρχηγόν, λέγων, ὅτι ἔπρεπε νὰ κλεισθοῦν
πρῶτον εἰς τὰ Τρίκορφα στρατιῶται τοῦ Κολοκοτρώνη,
καὶ κατὰ τὴν ἀκμὴν τῆς μάχης νὰ ὑπάγουν βοήθεια τῶν
μαχομένων τὰ ἔξω στρατεύματα, ὅσα ἦσαν εἰς τὸ Λεβίδι,
ὡς καὶ ἡ δύναμις τῶν Βερβαίνων. Ὁ Πετιμεζᾶς ἦτο,
ὡς ἀνωτέρω εἴπαμεν, ὀλίγον ψυχραμένος, διότι ὁ Ζαΐμης
ἔλαβε τὴν ἀρχηγίαν τῶν Καλαβρυτινῶν στρατιῶτων, καὶ
διὰ τοῦτο δὲν ἤθελε νὰ πολεμήσῃ, καὶ πρῶτος αὐτὸς μάλιστα
ἔφυγεν ἐκεῖθεν καὶ κατόπιν αὐτοῦ οἱ Κορίνθιοι, καὶ
οὕτως ἡ λιποταξία ἔγεινε γενικὴ καὶ ἡ μάχη ἐχάθη, ὡς
κατωτέρω θὰ εἴπωμεν.
Γενομένης δὲ τῆς ἀμνηστείας τῶν ἀνταρτῶν, καὶ τοῦ
Κολοκοτρώνη ἀποφυλακισθέντος ἀπὸ τὴν Ὕδραν, ἦλθαν
καὶ οἱ φυγάδες Κοτσαμπάσιδες, οἵτινες διὰ τῆς συνδρομῆς
τοῦ Κολοκοτρώνη διώρισθησαν καὶ ὁπλαρχηγοὶ ὑπὸ τῆς
Διοικήσεως. Ἀλλὰ καὶ τότε πάλιν ἐφανερώθη μεταξὺ
αὐτῶν τὸ πνεῦμα τῆς ἀντιζηλίας, καὶ ἔβαλαν κατὰ νοῦν
νὰ καταβάλουν καὶ μηδενίσουν τοὺς ἐχθρούς των. Ἐκεῖνοι
δὲ, οἰ ὁποῖοι ἐβοήθησαν τὸν Κωλέτην καὶ τὴν Διοίκησιν
τοῦ Κουντουργιώτη, καὶ κατεδίωξαν τοὺς ἀντάρτας, αὐτοὶ
καὶ τώρα πάλιν ἀντέπραττον κατὰ τούτων. Οἱ δὲ
Μαυρομιχαλαῖοι ὡσαύτως ἦσαν καὶ αὐτοὶ ἀσύμφωνοι,
διότι ἕνα μέλος ἀπὸ τὴν οἰκογένειάν των ὁ Κωνσταντῖνος
Μαυρομιχάλης, εἶχε μέρος εἰς τὸ Ἐκτελεστικόν, ὁ δὲ
Ἰμβραὴμ προσέτι εἶχεν αἰχμάλωτον εἰς τὸ Νεόκαστρον
τὸν Γεωργάκην Μαυρομιχάλην. Ὁ Δ. Μούρτσινος ἦτο
καὶ αὐτὸς μέλος τῆς ἐπιτροπῆς τῶν πολεμικῶν, καὶ ἔχθρεύετο
καὶ ἀντεγήργει κατὰ τῶν Μαυρομιχαλαίων, καὶ
κατὰ τῶν Φλεσαίων διὰ τὸ συνοικέσιον, περὶ οὗ ἀνωτέρω
εἴπαμεν, ὡς καὶ κατὰ τοῦ Ἀναγνωσταρᾶ, ὅταν αὐτὸς
ἦτο εἰς τὴν ζωήν, καὶ ἕνεκα τούτων τὸ συναχθὲν στράτευμα
εἰς τὰ Βέρβαινα δὲν ἐπείθετο τυφλῶς εἰς τὰς διαταγὰς
τοῦ γενικοῦ Ἀρχηγοῦ, καὶ διὰ ταῦτα ὅλαι αἱ
προσπάθειαι τοῦ Κολοκοτρώνη ἐματαιώθησαν, διότι δὲν
παρεδέχοντο ὅλοι τὰ σχέδιά του, ἀλλὰ τὰ μετέβαλλαν
ὅπως ἤθελαν.
Ὁ Κολοκοτρώνης, τὸ σχέδιόν του, τὸ ὁποῖον ἐσυζητήθη
καὶ ἐγένετο δεκτὸν ἀπὸ τοὺς εὑρεθέντας ἀκεῖ εἰς τὸ
Χρυσοβίτσι, τὸ ἔκαμε γνωστὸν διὰ γραμμάτων εἰς τοὺς
ἐν Λεβιδίῳ Κορινθίους καὶ Καλαβρυτινοὺς καθὼς καὶ εἰς
τοὺς ἐστρατοπεδευμένους εἰς τὰ Βέρβαινα, ἐπροσδιώρισε
δὲ καὶ τὴν ἡμέραν καὶ τὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔμελλε
νὰ κλεισθῇ εἰς τὸ ὀχύρωμα τὸ στρατιωτικὸν σῶμα τοῦ
Χρυσοβιτσιοῦ, ἐκτὸς τοῦ Δημ. Πλαπούτα καὶ τῶν Φαναριτῶν
οἴτινες ὄντες περὶ τοὺς ὀκτακόσιους, διετάχθησαν
νὰ πιάσουν τὰ βουνάκια κατὰ τὸ μέρος τοῦ Βαλτετσίου,
διὰ νὰ ἔχουν ἔμπροσθέν των τὴν Σιλήμναν, καὶ νὰ δώσουν
βοήθειαν, ὅταν οἱ Τοῦρκοι ἀνοίξουν τὸν πόλεμον
κατὰ τῶν κλεισμένων εἰς τὸ ὀχύρωμα Κανέλλου Δεληγιάννη,
Γενναίου Κολοκοτρώνη καὶ λοιπῶν. Οἱ δὲ περὶ
τὸν Ἀ. Ζαΐμῃν, τὸν Λόντον καὶ λοιποὶ παρηγγέλθησαν
ὑπὸ τοῦ Γενικοῦ Ἀρχηγοῦ νὰ ἔλθουν ἀπὸ τὸ Λεβίδι καὶ
νὰ καταλάβουν τὴν θέσιν Μύτικα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν, ἰσχυρὰν
οὖσαν, νὰ φοβερίζουν τοὺς Τούρκους, ὥστε νὰ μὴ
ὑπάγουν ὅλοι εἰς τὰ Τρίκορφα, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν
Μύτικα νὰ πλησιάσουν· ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἀρνήθησαν νὰ καταλάβουν
τὴν θέσιν ταύτην, καὶ ἐπροτίμησαν νὰ πιάσουν
τὴν Ἐπάνω Χρέπαν, καὶ οὕτω μετέβαλαν τὸ σχέδιον τοῦ
Ἀρχηγοῦ, καὶ ταῦτα βεβαιοῦνται ἐκ τῆς ἀκολούθου ἐπιστολῆς (1).
Τὸ δὲ σῶμα τῶν Βερβαίνων ἦτο ὑπὲρ τὰς δύο
χιλιάδας πεντακοσίους πραγματικοὺς στρατιώτας, τῶν
ὁποίων ἀρχηγοὶ ἦσαν, οἱ τότε ἐλθόντες ἐκεῖ ἀπὸ τὸ Ναύπλιον
Δ. Ὑψηλάντης καὶ Κωνστ. Μαυρομιχάλης. Πρότερον
δὲ εἶχαν συναχθῆ ἐκεῖ οἱ Μιστριῶται μὲ τὸν Πέτρον
Βαρβιτσιώτην καὶ τοὺς Ζαχαροπούλους· οἱ Ἁγιοπετρῖται
μὲ τὸν Ἀνδρέαν Κοντάκην καὶ τὸν Ἰωάννην Ζαχειρόπουλον,
διότι ὁ ἀρχηγός των Κ. Ζαφειρόπουλος εἶχε
πέσει αἰχμάλωτος, ὡς εἴρηται, κατὰ τὴν μάχην τοῦ
Κρεμμυδίου καὶ τὴς Σχοινόλακας. Ἐκτὸς τούτων ἦσαν
καὶ πολλοὶ Τριπολιτσιῶται μὲ τὸν Ἀθανάσιον Σέκερην καὶ
τὸν Λάμπρον Ῥιζιώτην. Ὅλοι δὲ οὗτοι ἀπετέλουν τὸ
σῶμα τῶν Βερβαίνων, οἵτινες καὶ εἰδοποιήθησαν ὑπὸ τοῦ
γενικοῦ Ἀρχηγοῦ νὰ ὑπάγουν καὶ νὰ τοποθετηθοῦν εἰς
τὰ χωρία Κερασίτσα, Ζέλι καὶ Καπαρέλι, ὥστε καὶ αὐτοὶ
διαρκούσης τῆς μάχης τῶν Τρικόρφων νὰ τρέξουν εἰς
βοήθειαν τῶν μαχόμενων Ἑλλήνων. Ἀλλὰ, δυστυχῶς,
καὶ οὗτοι δὲν ἀπεδέχθησαν τὸ τοιοῦτον σχέδιον τοῦ Ἀρχηγοῦ,
ὡς βεβαιοῦται ἀπὸ τὴν ἀκόλουθον ἐπιστολήν (1).
Λέγεται δὲ, ὅτι ὁ Κωνστ. Μαυρομιχάλης ἀπάτησε τὸν
Δ. Ὑψηλάντην καὶ οὗτος ὑπέγραψε τὸ γράμμα τοῦτο, τὸ
ὁποῖον ἔφεραν ἐμπόδιον εἰς τὰς σκέψεις τοῦ Ἀρχηγοῦ.
Ἀφοῦ δὲ οἱ περὶ τὸν Ζαΐμην, ὡς εἴπαμεν, δὲν ἦσαν
σύμφωνοι νὰ καταλάβουν τὸν Μύτικαν, ὁ Ἀρχηγὸς τότε
ἔγραψε πάλιν πρὸς αὐτοὺς καὶ ὥρισε καὶ τὴν ὥραν τῆς
ἀναχωρήσεώς των ἀπὸ τὸ Λεβίδι, ὥστε διὰ νυκτὸς νὰ
ἀναβοῦν ἐπάνω εἰς τὸ βουνὸν τῆς Ἐπάνω Χρέπας, ὅπου
αὐτοὶ, ὡς ἀνωτέρω εἴπαμεν, ἤθελαν νὰ τοποθετηθοῦν,
καὶ ὅθεν ὅλη ἡ πόλις τῆς Τριπολιτσᾶς φαίνεται, ὡς καὶ
ὁ κάμπος αὐτῆς καὶ τὰ κύκλω χωρία, χωρὶς ὅμως νὰ
τοὺς παραγειλῃ, ὥστε ὅταν ἔλθουν ἐκεῖ νὰ μὴν ἀνάψουν
φωτιαῖς, καὶ νὰ μὴ κάμουν θόρυβον, καὶ βάλουν φωνάς,
διότι τὴν πρόνοιαν αὐτὴν τὴν ἀφῆκαν εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς
τοῦ στρατεύματος. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἔπραξαν τὰ ἐναντία, διότι
ἅμα ἀνέβησαν εἰς τὸ βουνόν, καὶ φωτιαῖ πολλαῖς ἄναψαν,
καὶ κραυγὰς μεγάλας ἔβαλαν, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἰδόντες
τῇς φωτιαῖας, καὶ ἀκούσαντες τὰς φωνὰς τῶν Ἑλλήνων,
ἐνόησαν τὸν σκοπόν των, καὶ τοιουτοτρόπως σηκωθέντες
τὴν νύκτα ἐπρόλαβαν καὶ ἔπιασαν καὶ αὑτοὶ ἕνα
μέρος τοῦ ἐν Τρικόρφοις ὀχυρώματος προτοῦ οἱ Ἕλληνες
καταλάβουν αὐτὸ ὁλόκληρον. Τοῦτο δὲ ἔγειναν
ἕνεκα κακῆς ἐξηγήσεως, διότι ὁ Ζαΐμης λαβὼν τὸ πρῶτον
γράμμα τοῦ Κολοκοτρώνη ἀπάντησεν, ὅτι δὲν ἦτο ἕτοιπος
νὰ ἔλθῃ κατὰ τὴν ὁρισθεῖσαν ὥραν, καὶ τοῦτο, διότι
ἔπρεπε νὰ εἰδοποιήσῃ καὶ τοὺς λοιποὺς εὑρισκομένους εἰς
ἄλλα μέρη, καὶ ὅτι θέλει τοῦ γράψει πότε θὰ ᾖναι ἕτοιμος.
Τοῦτο τὸ γράμμα λαβὼν ὁ Κολοκοτρώνης ἐμποδίσθη
νὰ ξεκινήσῃ, καὶ παρήγγειλεν εἰς τοὺς σωματάρχας νὰ
μὴν ὑπάγουν νὰ καταλάβουν τὸ ὀχύρωμα, ἀλλὰ νὰ περιμείνουν.
Τρεῖς ὥραι καὶ περισσότερον ἐπέρασαν, καὶ
λαμβάνει ἄλλο γράμμα ἀπὸ τὸν Ζαΐμην, ὅστις τὸν εἰδοποίει,
ὅτι ἔφθασεν εἰς τὴν Ἐπάνω Χρέπαν (1). Ὁ Ζαΐμης
εἶχε διατάξει τὸν Β. Πετιμεζᾶν ὀλίγον προστακτικῶς,
καὶ τοῦτο τοῦ ἐκακοφάνη, καὶ δὲν ἠθέλησεν οὗτος νὰ ξεκινήσῃ
μαζὺ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλ᾿ ἔμειναν ὀπίσω, καὶ
τὴν ἄλλην ἡμέραν ἧλθεν εἰς τὴν Ἐπάνω Χρέπαν, ὅταν ἡ
μάχη ἐγίνετο εἰς τὸ ὀχύρωμα τῶν Τρικόρφων, καὶ ἐκεῖ
ἔμεινεν χωρὶς νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὴν μάχην, καὶ εἰς τὸ
ἐξῆς πλέον μέχρι τοῦ ἔτους 1826 δὲν ἔκαμε κανὲν συμβούλιον
μετὰ τοῦ Ζαΐμη. Μετὰ τὸν Ἀπρίλιον δὲ τοῦ
ἔτους ἐκείνου, καὶ ἀφοῦ τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε, τότε πάλιν
ἐφιλιώθη μὲ τὸν Ζαΐμην καὶ τὸν Κολοκοτρώνην. Ὁ Κολοκοτρώνης
μετὰ τὴν μάχην τῶν Τρικόρφων ἀπελπισθεὶς
ἀπὸ τὴν ἐν γένει ἀποτυχίαν τῶν Πελοποννησίων καὶ ἰδίως
ἀπὸ τοὺς Καλαβρυτινούς, μάλιστα δὲ ἀπὸ τοὺς Πετιμεζαίους,
ἐξ ὅσων εἶδε πρὸ τῆς μάχης κατὰ τὴν Ἐπάνω
Χρέπαν, διώρισε τὸν Ἀ. Ζαΐμην ἐξ ἐπαγγέλματος ἀρχηγὸν
τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων. Ἕνεκα τούτου οἱ Πετιμεζαῖοι
ἐσκληρύνθησαν περισσότερον καὶ ἀντενήργουν ἔκτοτε
συστηματικώτερα ἐναντίον τῆς στρατολογίας τοῦ
Ζαΐμη.
Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Θ. Κολοκοτρώνης πάλιν διέταξε
τοὺς ὁπλαρχηγους νὰ ὑπάγουν νὰ καταλάβουν τὰ ὀχυρώματα,
καὶ τὸν Πλαπούταν νὰ τοποθετηθῇ κατὰ τὸ Βαλτέτσι
καὶ τὴν Σιλήμναν, ὡς εἴρηται. Ἀλλὰ καὶ οὗτος
δὲν ἐσυμφώνει ὡς πρὸς τὸ σχέδιον, καὶ ἐλογοεῖπε μὲ
τὸν Ἀρχηγὸν εἰς τὸ συμβούλιον· ἀλλ᾿ ἐπὶ τέλους ὑπήκουσε
καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν θέσιν του μαζὺ μὲ τοὺς Φαναρίτας.
Ἕως ὅτου δὲ τὰ στρατεύματα νὰ ὑπάγουν εἰς τὰς
θέσεις των ἐπέρασεν ὅλη ἡ νύκτα, καὶ μόλις τὴν αὐγὴν
ἔφθασαν κακῶς ἔχοντα ὡς ἡ ἀκόλουθος ἐπιστολὴ μαρτυρεῖ (1).
Οἱ δὲ Τοῦρκοι, καὶ αὐτοὶ, ὡς εἴπαμεν, ἐπῆγαν ταὐτοχρόνως
καὶ περὶ τὸ λυκαυγὲς ἔπιασαν τὸ ἥμισυ τοῦ ὀχυρώματος
κατὰ τὸ κάτω μέρος, διότι οἱ Ἕλληνες δὲν
ἐπρόφθασαν νὰ καταλάβουν τὸ ὅλον ὀχύρωμα. Οὕτω
λοιπόν, ἅμα ἐφώτισεν ἡ ἡμέρα, εὐθὺς οἱ Ἕλληνες ἄρχισαν
νὰ μάχωνται μὲ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι κατ᾿ ἀρχὰς
ἦσαν ὀλίγοι. Ὁ δὲ Πλαπούτας βιασθεὶς ἐπῆγεν εἰς
τὸ χωρίον Σιλήμναν καὶ ἔπιασε τὴν ἐκεῖ Ἐκκλησίαν καὶ
τὰ πέριξ. Οἱ Ἕλληνες τότε ἔχασαν τὸν καιρόν, διότι δὲν
ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ ὀχύρωμα νὰ προσβάλουν τοὺς ὀλίγους
Τούρκους καὶ νὰ κυριεύσουν τὰ πυροβόλα των, καὶ τοιουτοτρόπως
ἔπειτα οὗτοι ἔλαβαν καιρὸν καὶ ἔφεραν τὸ ἱππικκόν
των ὅλον, ὥρμησαν καὶ ἐρρίφθησαν κατὰ τοῦ Πλαπούτα,
τὸν ὁποῖον κατεδίωξαν καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ φύγῃ
ἀπὸ τὴν θέσιν, τὴν ὁποίαν κατεῖχε. Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ
Ἰμβραὴμ ἔφεραν ἐκεῖ πολλὴν δύναμιν, ἐτοποθέτησε τὴν
κανονοστοιχίαν του εἰς τὸ Χωματοβοῦνι καὶ Δερβένι, καὶ
πριν ἡμεῖς καταβῶμεν, ἀπὸ τὸ ὑψηλὸν μέρος ἐπρόσβαλε
τὸ ὀχύρωμα τῶν Ἑλλήνων μὲ ὀβούζια καὶ γρανάταις.
Ἔπειτα ἔθεσεν φυλακὴν ἐπάνω εἰς τὸ βουνὸν διὰ νὰ βλέπῃ
εἰς τὰ Βέρβαινα, καὶ τὰς ἄλλας κινήσεις τῶν Ἑλλήνων.
Διέταξε τὸ ἱππικὸν νὰ ὑπάγῃ ὀπίσω τῆς Σιλήμνας σκοπεύων
νὰ περικυκλώσῃ (κουλουριάσῃ) τὸν Πλαπούταν,
καὶ τοὺς κλεισμένους εἰς τὸ ὀχύρωμα τῶν Τρικόρφων.
Ἀφοῦ ὁ Πλαπούτας ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Σιλήμναν,
καὶ ἐκόλλησε κατὰ τὸ μέρος τοῦ Βαλτετσίου, ὁ Ἰμβραὴμ
ἀφῆκεν ἓν μέρος τοῦ ἱππικοῦ, νὰ τὸν ἑπιτηρῇ, ὥστε νὰ
μὴ δυνηθῇ νὰ ἔλθῃ εἰς Σιλήμναν πάλιν εἰς βοήθειαν τῶν
ὠχυρομένων. Πολλάκις ὕστερον οἱ Ἕλληνες ὥρμησαν
ἔξω ἀπὸ τὸ ὀχύρωμα τοῦ Γενναίου, καθὼς καὶ αὐτὸς ὁ
ἴδιος διὰ νὰ κυριεύσουν τὰ πυροβόλα τῶν Τούρκων, ἀλλὰ
δὲν τὸ κατώρθωσαν, διότι ἔλειπεν ἡ δύναμις τοῦ Πλαπούτα
διὰ νὰ πάρῃ τῇς πλάταις τῶν Τούρκων. Τοιουτοτρόπως
δὲ ὁ Ἰμβραὴμ ὁδηγηθείς, ἔστειλε πολλοὺς Τούρκους, οἱ
ὁποῖοι ἐκαπλάτησαν τὸν κάμπον ὅλον τῆς Νταβιᾶς,
τῆς Ζαράκοβας καὶ τῆς Σιλήμνας ἕως εἰς τὴν θέσιν Γελάδα.
Ἀπὸ δὲ τὰ Βέρβαινα δυστυχῶς δὲν ἐφάνη νὰ ἔρχεται
βοήθεια διὰ νὰ ἴδῃ ταύτην ὁ Πασᾶς, καὶ ἀναγκασθῇ
νὰ διαιρέσῃ ἄλλως πως τὰς δυνάμεις του. Τοῦτο ὑπῆρξε
τὸ μεγαλείτερον σφάλμα τῶν Ἑλλήνων, ἐπειδὴ δὲν
ἦλθαν πρὸς βοήθειαν τῶν πολεμούντων εἰς τὰ Τρίκορφα,
διότι ἂν ἤρχοντο τὸ σχέδιον τῶν Τούρκων θὰ μετεβάλλετο.
Αἰτιος δὲ τούτου ἐγένετο ὁ Πέτρος Μπαρμπιτσιώτης,
ὅστις ἦτο δυσαρεστημένος καὶ αὐτὸς, ὡς καὶ ἄλλοι
τινές, διότι ἠ Διοίκησις δὲν ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς τὴν ἄδειαν
καὶ πλοῖα, τὰ ὁποῖα δι᾿ ἀναφορᾶς των ἐζήτησαν, διὰ νὰ
ἀποστείλουν τὰς οἰκογενείας των εἰς τὰ Κύθηρα, καὶ
ἔνεκα τούτου ἐτρώγοντο καὶ δὲν ἐξεκίνησαν ἀπὸ τὰ Βέρβαινα·
ἄλλως τε καὶ πειθαρχίαν δὲν εἶχαν τότε εἰς τοὺς
ἀνωτέρους των. Ἐὰν ὅμως ἤρχοντο εἰς βοήθειαν οἱ ἐν
Βερβαίνοις, ὁ Ἰμβραὴμ τότε ἤθελε ἀναγκασθῇ νὰ ἀποστείλῃ
τὴν καββαλαρίαν του διὰ νὰ τὴν ἐμποδίσῃ· ὁ δὲ
Πλαπούτας πάλιν ἤθελεν εὕρει καιρὸν νὰ προσβάλῃ τοὺς
Τούρκους ἀπὸ τῇς πλάταις καὶ τοὺς ἀναχαιτίσῃ, ὥστε
νὰ μὴ κάμουν ἔφοδον εἰς τὸ ὀχύρωμα τῶν Ἑλλήνων.
Ἐκτὸς δὲ τούτων οἱ Τοῦρκοι ἦσαν ἀναγκασμένοι νὰ φυλάξουν
καὶ τὴν πόλιν, διότι ἐξεστράτευσαν καὶ τὴν ἀφῆκαν
σχεδὸν ἀφρούρητον, μὴ ὑποπτεύοντες, ὅτι θὰ ἔλθῃ
καὶ ἄλλο στράτευμα πρὸς βοήθειαν τῶν Ἑλλήνων. Οἱ δὲ
ἐν Βερβαίνοις θὰ ἤρχοντο διὰ τοῦ δυνατοῦ τόπου διὰ νὰ
ἔβγουν κατὰ τὴν Μάνα τοῦ νεροῦ, καὶ ὄπισθεν τῶν Τούρκων,
ὅπου εἶχαν τὴν κανονοστοιχίαν των. Τοιουτρόπως
τῶν Τούρκων τὰ σχέδια ἐματαιόνοντο. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν
εἶδαν ἄλλην δύναμιν ἐρχομένην, ἐπροσηλώθησαν μόνον
νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς Ἕλληνας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὄπισθεν
τῆς βορειανατολικῆς πλευρᾶς κατὰ τὸ Περθόρι. Τὸ δὲ
ἱππικόν των διέταξαν νὰ προχωρήσῃ εἰς τὸ χωρίον Ζαράκοβα
ἕως εἰς τὸ ἁλῶνι τῆς Ἐπάνω Χρέπας διὰ νὰ ἑνωθῇ
ἐκεῖ μὲ τὸ σῶμα τοὺ ἱδίου Πασᾶ, ὅστις ἐπίσης ἐπορεύετο
ἐκεῖ μὲ τὸ σῶμα τοὺ ἱδίου Πασᾶ, ὅστις ἐπίσης ἐπορεύετο
εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος. Προσέτι ἔστειλαν καὶ τρεῖς χιλιάδας
τακτικὸν στρατὸν διὰ τῆς Χούνης, ἡ ὁποία εἶναι ἔμπροσθεν
τοῦ Ἁγίου Βλάση, ὅθεν ὁ δρόμος φέρει εἰς τὰς θέσεις
Σκάλαν καὶ Ξεροπήγαδον, καὶ δεξιὰ κατὰ βουνὸν
Ἅγιον Θεόδωρον, ὅπου εἶναι τὰ Λακκώματα καὶ ἡ καλουμένη
κυρίως Λάκκα τοῦ Χουσεΐν ἀγᾶ. Ἐνταῦθα δὲ οἱ τακτικοὶ
στρατιῶται συνηθροίσθησαν ἀπὸ τὴν νὑκτα. Ἀπὸ
δὲ τὴν Λάκκαν τοῦ Χουσεΐν ἀγᾶ ὑπάρχει μονοπάτιον, τὸ
ὁποῖον φέρει εἰς τὴν ράχιν τῶν Τρικόρφων καὶ ἰδίως κατάρραχα
τοῦ ὀχυρώματος. Ὁ δὲ Ἰμβραὴμ διέταξε καὶ ἄλλο
σῶμα στρατιωτῶν ἐκ δύο χιλιάδων νὰ τραβήξῃ κατ᾿ εὐθείαν
εἰς τὸ ὀχύρωμα ἀπὸ τὸν δημόσιον δρόμον τοῦ Ξεροπήγαδου.
Τὸ μέρος τοῦτο, ὡς καὶ τὰς ἄλλας εἰρημένας
θέσεις οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν Ἐπάνω Χρέπαν
δὲν ἔβλεπαν. Ὁ δὲ Κανέλλος Δεληγιάννης, ὅταν τὴν αὐγὴν
κατὰ πρῶτον ἐπῆγεν εἰς τὸ ὀχύρωμα καὶ ἡ μάχη ἄρχισεν,
ἔμεινεν ἐκεῖ ἕως τὸ μεσημέρι. Ἔπειτα ἐβγῆκεν ἔξω
καὶ ἀναβὰς ἐπάνω εἰς τὴν ῥάχιν ἔβλεπε τὰς δυνάμεις τῶν
Τούρκων. Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν καὶ ἐπῆγεν
εἰς τὴν Ἐπάνω Χρέπαν ὅπου ἦσαν οἱ ἄλλοι ἀρχηγοὶ
διὰ νὰ τοὺς παρακινήσῃ νὰ καταβοῦν ἔκαστος εἰς τὸ σῶμά
του, καὶ νὰ ἔλθουν εἰς συμβούλιον διὰ νὰ σκεφθῶσι τὶ θὰ
κάμουν, διότι ἔβλεπε μεγάλον τὸν κίνδυνον, καὶ ἦτο ἀνάγκη
νὰ ληφθῇ πρόνοια τίνι τρόπῳ νὰ ἔβουν οἱ κλεισθέντες
εἰς τὸ ὀχύρωμα, ἢ πῶς νὰ τοὺς βοηθήσουν διὰ νὰ βαστάξουν
ἕως ὅτου νὰ νυκτώσῃ, καὶ τότε νὰ φύγουν ἐκεῖθεν.
Ἔκτοτε πλέον ὀ Κανέλλος Δεληγιάννης δὲν ἐδυνήθη
νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ ὀχύρωμα, διότι τοῦτο ἐπερικυκλώθη
ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἐν τούτοις οἱ ἐντὸς τοῦ ὀχυρώματος
Ἕλληνες δὲν ἐστάθησαν νὰ πολεμήσουν, ἀλλὰ φοβηθέντες
μήπως πολιορκηθοῦν ἀπὸ τὸν ἐχθρόν, τὸ ἄφησαν
καὶ ἔφυγαν, ἂν καὶ οἱ ἀρχηγοὶ κατέβησαν καὶ ἐπροσπάθησαν
νὰ τοὺς κρατήσουν ἐκεῖ νὰ πολεμήσουν, τὸ
ὁποῖον ἂν ἔκαμναν μόνον ἐπὶ ἡμίσειαν ὥραν, οἱ περὶ τὸν
Γενναῖον κλεισμένοι καὶ οἱ λοιποὶ εἰς τὸ ἄλλο ὀχύρωμα
θὰ εἶχαν καιρὸν νὰ φύγουν, διότι καὶ αὐτοὶ εἶχαν ἐννοήσει
τὸ σχέδιον τοῦ Ἰμβραὴμ, ὅτι θὰ τοὺς ἐπρόσβαλλε
πανταχόθεν, καὶ ἄρχισαν νὰ στέλλουν τοὺς λαβωμένους
καὶ ἀδυνάτους ἔξω τοῦ ὀχυρώματος διὰ νὰ σωθοῦν, καὶ
κατόπιν νὰ φύγουν καὶ αὐτοί, ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασαν νὰ
πράξουν ὅ,τι ἐνόμισαν πρὸς σωτηρίαν των.
Οἱ Τοῦρκοι ὥρμησαν συγχρόνως ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη
κατὰ τοῦ ὀχυρώματος τῶν Ἑλλήνων, καὶ κατὰ πρῶτον
εἰς ἐκεῖνο τῶν Λαγκαδινῶν, τὸ ὁποῖον ἦτο ἔξω τοῦ μεγάλου
ὀχυρώματος, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ ἦτο ὁ Παπασταθούλης.
Οἱ Τοῦρκοι ὥρμησαν εἰς αὐτὸ καὶ ἀνακατώθησαν
μὲ τοὺς Ἕλληνας. Οἱ δὲ κλεισμένοι εἰς τὸ μεγάλον
ὁχύρωμα ἰδόντες τοῦτο ἔφυγαν ἀπὸ τὴν δυτικὴν πλευράν.
Οἱ δὲ Τοῦρκοι βλέποντες τοὺς Ἕλληνας φεύγοντας
εὐθὺς κατέβησαν κατὰ τὴν θέσιν Γαλάδα, νομίζοντες, ὅτι
ἐκεῖθεν θὰ ἔβγουν ἔμπροσθεν τῶν Ἑλλήνων. Ἀπὸ δὲ
τὴν ἀνατολικὴν καὶ μεσημβρινὴν πλευρὰν ἤρχοντο οἱ
Τοῦρκοι διὰ νὰ φανοῦν εἰς τὴν ῥάχιν ἀνακέφαλα καὶ κατακέφαλα
τοῦ ὀχυρώματος. Πρὶν ὅμως οἱ Τοῦρκοι ἔμβουν
εἰς τὸ ὀχύρωμα, ὅστις ἐκ τῶν Ἑλλήνων ἐδύνατο νὰ φύγῃ
πρῶτος τοῦ ἄλλου ἔφευγε, διότι δὲν ἔλαβαν τὸ μέτρον
νὰ φύγωσιν ὅλοι μαζὺ πολεμοῦντες, καὶ κανεὶς πλέον
δὲν ἐφρόντιζε περὶ τοῦ ἄλλου, οἱ δὲ ἀνώτεροι δὲν εἰσακούοντο.
Οἱ δὲ φεύγοντες ἐτραβοῦσαν κατὰ τὸ ἀνάπλαγον
διὰ νὰ πέσουν εἰς τὸ χωρίον Ζαράκοβα, και ἐκεῖθεν
νὰ κολλήσουν κατὰ τὸ χονδρὸν βουνὸν τῆς Ἐπάνω Χρέπας.
Τοιουτοτρόπως λοιπὸν φεύγοντες ἀφῆκαν εἰς τὸ ὀχύρωμα
πολλοὺς λαβωμένους, ἔπειτα δὲ φθάσαντες καὶ
τοὺς ἄλλους τοὺς ὁποίους εἶχαν προηγουμένων ἀποστείλει,
τοὺς ἐγκατέλιπον καὶ αὐτούς. Μεταξὺ τῶν λαβωμένων
τούτων ἦτο καὶ ὁ Ἰωάννης Ἀλεξανδρόπουλος,
υἱὸς τοῦ Κωνστ. Ἀλεξανδροπούλου ἀπὸ τὴν Στεμνίτσαν.
Τοῦτων συνώδευαν οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ γείτονές του. Ἀλλ᾿
ἐπειδὴ οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἐπλησίασαν, καὶ δὲν ἐδύναντο
πλέον νὰ προχωρήσουν καὶ νὰ σωθοῦν αὐτοὶ καὶ ὁ λαβωμένος,
καὶ οὕτως ἐκινδύνευαν ὅλοι ὁμοῦ νὰ χαθοῦν, ὁ
λαβωμένος τότε εἶπε πρὸς τοὺς ἰδικούς του νὰ τὸν ἀφήσουν,
νὰ πάρουν τὰ ὅπλα του καὶ νὰ φύγουν διὰ νὰ μὴ
χαθοῦν καὶ αὐτοὶ δωρεάν, καὶ εἰς ἄλλην εὐκαιρίαν νὰ ἐκδικηθοῦν
τοῦς Τούρκους καὶ νὰ πάρουν τὸ αἷμά του,
ἔπειτα ἔβαλε τὴν πιστόλα του εἰς τὸ ζερβὶ βυζὶ ἐπυροβόλησε
καὶ ἐσκοτώθη μόνος του. Ἐκεῖ ἐχάθησαν καὶ
πολλοὶ ἄλλοι καὶ σημαντικοὶ ὁπλαρχηγοί· ὁ Δημήτριος
Παπατσώνης, ὁ Γεώργιος Δημητρακόπουλος, ὁ Νικολῆς
Ταμβακόπουλος, ὁ Θεοδωράκης Λιάρος ἢ Ῥοζῆς ὁ Χρῆστος
Ταμβακόπουλος, ὁ Θεοδωράκης Λιάρος ἢ Ῥοζῆς ὁ Χρῆστος
Παναγούλιας. Αὐτὸς ἂν καὶ ἦτο γέρων, ὅμως ἐστάθη
εἰς ἕνα ριζοσπῆλι, καὶ ἐσκότωσε δύο, τρεῖς Τούρκους,
καὶ οὕτω τοὺς ἐχασοημέρησεν. Ἦτο παλαιὸς κλεφτοκαπετάνιος,
καὶ κατήγετο ἀπὸ επίσημον οἰκογένειαν. Ὅταν
δὲν εἴχαμεν πόλεμον τὸν ἐπειράζαμεν, λέγοντες πρὸς αὐτόν,
ὅτι θὰ μᾶς φέρῃ ἐμπόδιον εἰς καμμίαν μάχην, διότι
ἔγεινεν ἄχρηστος διὰ τὰ γηρατεῖα του καὶ δὲν θὰ ἠμπορῇ
νὰ φύγῃ, καὶ εἰς ἀπάντησιν μᾶς ἔλεγεν· ὅτι οἱ Τοῦρκοι
θὰ μὰς κυνηγοῦν, ἡμεῖς θὰ φεύγωμεν, καὶ αὐτὸς θὰ σταθῇ
νὰ πολεμῇ, θὰ χασοημερήσῃ τοὺς Τούρκους, καὶ θα μᾶς
σώσῃ· καὶ ἀληθῶς οὕτως ἔγεινε καθὼς ἐμάντευσεν. Ἐκτὸς
τούτων ἀπέθαναν ὁ Ἀποστόλης Παπαπανάγου, οἱ
Γεώργιος καὶ Πολυχρόνης ἀδελφοὶ Μαργιολόπουλοι, ὁ
Χριστόδουλος Μάντις, ὁ περίφημος Παπασταθούλης ἐκ
Λαγκαδίων, ὁ Μπούρας ἀπὸ τοὺς Κωνσταντίνους τῆς Μεσσηνίας
καὶ ἄλλοι πολλοὶ στρατιῶται ὑπὲρ τοὺς πεντακοσίους (1).
Ὁ δὲ φόνος τόσων ὁπλαρχηγῶν καὶ στρατιωτῶν
δὲν ἔκαμεν ἐντύπωσιν διὰ τὸν κίνδυνον, τὸν φόβον
καὶ τὴν ἀπελπισίαν τῶν Ἑλλήνων, καὶ διὰ τοῦτο δὲν
τοὺς ἐλυπήθησαν, ἁλλ᾿ οὔτε αἱ γυναῖκες τοὺς ἔκλαυσαν
καὶ τούτους καὶ τοὺς μετὰ τοῦ Φλέσα πρότερον ἀποθανόντας,
διότι ἐνθυμοῦντο τὰ κακὰ, τὰ ὁποῖα οἱ ἄνδρες των
ἔκαμαν εἰς τοὺς Τούρκους. Ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς Κορινθίους
καὶ τοὺς Καλαβρυτινοὺς τότε ἐχάθησαν αὐτοὺς ὅλους
ἐβλασφημήσαμεν, διότι δὲν ἐστάθησαν νὰ πολεμήσουν.
Ἐβλασφημήσαμεν καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν εἰς τὰ
Βέρβαινα καὶ δὲν ἦλθαν εἰς βοήθειαν. Οἱ δὲ ἀρχηγοὶ δὲν
ἐδυνήθησαν νὰ ἔλθουν καὶ αὐτοὶ εἰς βοήθειαν τῶν κλεισμένων
εἰς τὰ ὀχυρώματα. Ὁ δὲ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Ζαΐμης
ἔτυχεν τότε μαζὺ καὶ ἔθεσαν τὸν ἑαυτόν των εἰς
κίνδυνον, καὶ μάλιστα ὁ Ζαΐμης. Οἱ δύο δὲ οὗτοι ἐστάθησαν
κατὰ τὴν θέσιν Ἁλῶνι Καλογερικὸν τῆς μονῆς
Ἐπάνω Χρέπας, καὶ ἐκεῖθεν ἔστειλαν μὲ ὀλίγους στρατιώτας
τὸν σημαιοφόρον τοῦ Ζαΐμη Μιχάλην Κλαπατσουνιώτην,
ἐγνωσμένον καὶ ἐπίσημον παληκάρι. Αὐτὸς
ἔπιασεν ἕνα λοφίσκον πέτρινον, ὅστις εἶναι ἐκεῖ εἰς τὴν
ῥάχιν, μεταξὺ τῶν ἐρχομένων Τούρκων ἀπὸ τὸ Περθόρι,
καὶ τῶν ἄλλων ἀπὸ τὴν Ζαράκοβαν, ἔρριψαν ὀλίγα τουφέκια
δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ τοὺς ἐχασοημέρησε νὰ ἑνωθοῦν
καὶ νὰ ἀποκλείσουν τοὺς περισσοτέρους Ἕλληνας,
καὶ νὰ ἀποκλείσουν τοὺς περισσοτέρους Ἕλληνας,
οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο ἀπὸ τὸ σκορπισθὲν ὀχύρωμα. Ἡ ἀνδραγαθία
αὕτη τοῦ Μιχάλη ἔσωσε πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων,
καὶ περὶ ταύτης ἔγεινεν ἔκθεσις εἰς τὴν Βουλὴν καὶ
τὸν Ἀρχηγὸν διὰ νὰ βραβευθῇ. Ὁ Θεόδωρος Ῥηγόπουλος
διὰ νὰ σωθῇ ἐπιάσθη ἀπὸ τὴν οὐρὰν τοῦ ἀλόγου, τὸ
ὁποῖον ὁ Ζαΐμης ίππευεν. Τοιουτοτρόπως ὅλοι ἀνέβησαν
ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ Μενελάου καὶ ἐκεῖθεν
ἐχωρίσθημεν καὶ οἱ μὲν Καλαβρυτινοὶ καὶ οἱ Κορίνθιοι
ἐτράβηξαν κατὰ τοῦ Καρδαρᾶ καὶ τοῦ Κάψα, καὶ ἐγκρεμίσθησαν
κάτω διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ Λεβίδι, οἱ δὲ Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης καὶ Κανέλλος Δεληγιάννης ἐστάθησαν
κατάρραχα ἄνωθεν τοῦ χωρίου Ζαράκοβα, καὶ ἐκεῖ
ἐδέχοντο τοὺς φυγόντας Ἕλληνας ἀπὸ τὸ ὀχύρωμα, οἴτινες
εἶχαν πάρει τὰ πλάγια καὶ ἐκεῖ συνηθροίζοντο. Πρὶν
δὲ φύγουν ἐκεῖθεν, εἴδαμεν τὸν Ἰωάννην Παπατσώνην,
ὅστις τότε ἦτο πολὺ νέος· ἦτο λυπημένος, καὶ εἶχε τὰ
ἐνδύματά του ξεσχισμένα διὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ
του. Ἐπειδὴ δὲ ἤρχετο τὸν ἀνήφορον καὶ ἦτο ἀποσταμένος
καὶ ἀπέκαμεν, ὁ Ἀρχηγός μου μὲ διέταξε νὰ στείλω
τὸ μουλάρι μου νὰ ἀναβῇ ἐπάνω καὶ νὰ τὸν ὀδηγήσουν
εἰς τὴν ράχιν οἱ ἰδικοί του, καὶ τὸ ἔστειλα. Τὸν ἔφεραν
ἐκεῖ καὶ τὸν ἐπῆρεν ὁ γαμβρός του Κανέλλος Δεληγιάννης.
Ταυτοχρόνως δὲ ὁ Ἀρχηγὸς εἶδε τὸν υἱὸν του Γενναῖον
μὲ ὀλίγους μισθωτοὺς Ῥουμελιώτας, τοὺς ὁποίους εἶχε,
καὶ ἤρχετο καὶ αὐτὸς καὶ οἱ στρατιῶταί του ἀποσταμένοι.
Ἔστειλα πάλιν τὸ μουλάριν μου νὰ καβαλικεύσῃ καὶ
νὰ ἔλθῃ καὶ αὐτὸς ἐκεῖ, ὅπου ἦτο ὁ πατέρας του. Ἀλλ᾿
ὅμως πρὶν ἔλθῃ μᾶς ἔκαμε πολλαῖς ἀναποδιαῖς ἀπὸ
τὸν ὑπερβολικὸν θυμόν του, καὶ ἀπὸ τὴν λύπην του (1), διότι
ἡ μάχη ἐχάθη τοιουτοτρόπως, ὡς εἴπαμεν, καὶ ἐνικήθη,
καὶ διότι ἐπεθύμει νὰ μείνῃ ἐκεῖ νὰ σκοτωθῇ.
Τὴν μάχην ταύτην, ὡς ἀνωτέρω εἴπαμεν, τὴν εἴχαμεν
βεβαίαν ὑπὲρ ἡμῶν, μὴ προϊδόντες τὰς μελλούσας
δυσκολίας. Ἐκεῖθεν δὲ ἀνεχωρήσαμεν εἰς Ἁλωνίσταιναν,
καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην ἔρριψε χιόνι εἰς τὰ βουνὰ καὶ χονδρὴν
βροχήν, καὶ ὅσοι ἐξενύκτισαν ἔξω ἐκρύοσαν ὁ δὲ Κανέλλος
Δεληγιάννης καὶ οἰ στρατιῶταί του ὑπέφεραν πολὺ,
διότι ἐξενύκτισαν εἰς τὴν Ἁγίαν Παρασκευήν, ὅπου εἶναι
ἡ βρύσις καὶ ἔρχεται ὁ δρόμος ἀπὸ τοῦ Καρδαρᾶ διὰ τὴν
Ἁλωνίσταιναν. Ἡ λύπη του ἦτο μεγάλη, διότι ἔχασε
τὸν πολύτιμον γυναικάδελφόν του Δημήτριον Παπατσώνην,
καὶ δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς ὑπέφερε τὴν λύπην καὶ τὸ
κρύο. Ὁ Δημήτριος Πλαπούτας καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἐσκορπίσθησαν
διὰ τὰς κατοικίας των, καὶ ἔπειτα ἦλθαν εἰς
Μαγούλιανα, καὶ εἰς τὸ Διάσελον τῆς Ἁλωνίσταινας.
Ἐκ δὲ τῶν Κορινθίων καὶ τῶν μισθωτῶν τοῦ Ἰωάν.
καὶ Παναγιώτου Νοταρᾶ, ἂν καὶ πρῶτοι τῶν ἄλλων
ἐτσακίσθησαν καὶ ἐτράπησαν εἰς φυγήν, ὅμως καὶ
ἐξ αὐτῶν πολλοὶ ἐχάθησαν. Ἔπεσε δὲ αἰχμάλωτος καὶ
ὁ Δεσποτόπουλος, τὸν ὁποῖον ὁ Ἰωάννης Νοταρᾶς εἶχε
γραμματικὸν καὶ ὑπασπιστήν του εἰς τοὺς μισθωτοὺς
Ρουμελιώτας. Εἰς τὴν μάχην ταύτην ἐκτὸς τῶν ἄλλων,
τοὺς ὁποίους ἀνωτέρω ἀνεφέραμεν, ἐφονεύθη καὶ ὁ περίφημος
Κωνσταντῆς Τσιπλακόπουλος ἀπὸ τὸ χωρίον Χέλι
τῆς Κορίνθου· ἄνθρωπος μὲ γράμματα καὶ δύναμιν εἰς
τὸν τόπον του ἰδίαν καὶ πατρικήν. Εἶχεν οὗτος πολλὴν
προθυμίαν καὶ πατριωτισμόν, καὶ ἕνεκα τῶν ἀρετῶν του
τούτων ἐλέγετο τότε, ὅτι κατὰ τὴν φυγὴν ἐχθροὶ του Κορίνθιοι
τὸν ἐφόνευσαν.
Ἐνταῦθα διακόπτομεν τὴν διήγησιν τῆς μάχης καὶ
πάλιν θέλομεν ἐξακολουθήσει. Καταχωρίζομεν δὲ τὸ δικαιολογητκὸν
γράμμα τοῦ Δ. Ὑψηλάντη καὶ Κωνσταντίνου
Μαυρομιχάλη, τὸ ὁποῖον οὗτοι τότε ἔστειλαν πρὸς
τὸν Ἀρχηγὸν Κολοκοτρώνην ἀπὸ τὰ Βέρβαινα (1).
Ἡ τοιαύτη ἀλληλογραφία τῶν ἀρχηγῶν ἐν γένει, καὶ
ἡ τῆς Διοικήσεως ἀκόμη συγχίζει τὴν διήγησιν, διότι
τὰ γραφόμενα δὲν ἐπραγματοποιήθησαν, καὶ ὅμως εἶναι
ἀναγκαῖον νὰ δημοσιευθῶσιν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ τὰ σχετικὰ
γράμματα τοῦ καιροῦ ἐκείνου, πρὸς γνῶσιν καὶ εὐκολίαν
τοῦ μέλλοντος ἱστορικοῦ τῆς ἐθνικῆς ἐπαναστάσεως.
Μετὰ παρέλευσιν δὲ πολλοῦ χρόνου ὕστερον ὁ αἰχμαλωτισθείς,
ὡς εἴρηται, Δεσποτόπουλος ἀπηλευθερώθη.
Οἱ Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι τὸν αἰχμαλώτισαν δὲν τὸν ἐσκότωσαν,
διότι ἐγνώριζε τὴν γλῶσσάν των, καὶ τοὺς ὡμίλησεν.
Ὁ Δεσποτόπουλος ἀγαποῦσε νὰ φορῇ χρυσᾶ καὶ πολυτελῆ
ἐνδύματα, καὶ ἦτο ὡπλισμένος μὲ ὅπλα ἀργυρᾶ
πολύτιμα, ἔφερε δὲ μαζύ του καὶ πολλὰ χρήματα. Ὅταν
δὲ οἱ Τοῦρκοι τὸν ἐγύμνωσαν, ἔτυχε τότε νὰ περνᾷ ἐκεῖθεν
ὁ ἴδιος Ἰμβραὴμ, ὅστις ἰδὼν αὐτὸν, διέταξε τοὺς στρατιώτας
του νὰ μὴ τὸν φονεύσουν, ἀλλὰ ὅταν ἤθελεν ἐπιστρεψει
του νὰ μὴ τὸν φονεύσουν, ἀλλὰ ὅταν ἤθελεν ἐπιστρεψει
εἰς Τριπολιτσᾶν νὰ τὸν παρουσιάσουν πρὸς αὐτὸν. Ἀφοῦ
δὲ οἱ στρατιῶται, ἐπανελθόντες εἰς τὴν πόλιν, ἐπαρουσίασαν
αὐτὸν ἐνώπιον τοῦ Πασᾶ, οὗτος τὸν ἐξήτασε, καὶ τὸν
ἠρώτησε νὰ μάθῃ περὶ τῶν Ἑλλήνων πόσοι καὶ ποῖοι
ἦσαν εἰς τὰ Τρίκορφα. Αὐτὸν ἐγὼ τὸν Δεσποτόπουλον
ἀπολυθέντα τὸν ἀντάμωσα ἔπειτα, καὶ παρ᾿ αὐτοῦ ἐβεβαιώθην
περὶ πολλῶν πραγμάτων, τὰ ὁποῖα τότε συνέβησαν.
Μοὶ διηγήθη δηλαδὴ ὅλας τὰς λεπτομερείας τῆς
μάχης ἐκείνης, καὶ ὅτι ὅλη ἡ δύναμις τοῦ Ἰμβραὴμ ἦτο
ὑπὲρ τὰς εἴκοσι χιλιάδες πολεμισταί, χωρὶς τῶν δούλων
καὶ τῶν αἰχμαλώτων· ὅτι πολλοὶ Εὐρωπαῖοι ἦσαν διοικηταὶ
εἰς τὰ διάφορα σώματα τοῦ στρατοῦ· ὅτι ὁ Πασᾶς
εἶχε πολὺν φόβον ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τῶν Βερβαίνων,
ἂν τοῦτο ἤρχετο πρὸς βοήθειαν τῶν μαχομένων. Μάλιστα
δὲ εἶπε πρὸς τὸν Δεσποτόπουλον, ὅτι ἐδῶ ὁ Κολοκοτρώνης
σας ἔσφαλε, μὴ διατάξας αὐτοὺς νὰ πλησιάσουν
καὶ νὰ καταλάβουν θέσιν κατὰ τὰ ἄλλα ἐκεῖ βουνὰ
τοῦ νεροῦ, διότι οὕτω ἤθελε μοῦ φέρει ἐμπόδιον καὶ πολὺν
περισπασμόν. Αὐτὸς ἐπίσης ὁ αἰχμάλωτος μὲ ἐβεβαίωσεν,
ὅτι οἱ φονευθέντες Ἕλληνες ἦσαν ὑπὲρ τοὺς πεντακοσίους,
ὡς ἀνωτέρω ἀνέφερα, διότι οἰ Τοῦρκοι ἔφεραν
πρὸς τὸν Ἰμβραὴμ πεντακόσια ζύγη αὐτιά, καὶ ἔλαβαν
παρὰ τούτου δῶρα (μπαξίσι)· ὅτι ὁ Ἰμβραὴμ ἂν δὲν
ἐνίκα τοὺς Ἕλληνας εἶχε σκοπὸν νὰ ἀφήσῃ τὴν Τριπολιτσᾶν,
διότι δὲν ἐδύνατο νὰ ἔχῃ καθ᾿ ἐκάστην πόλεμον
μὲ τοὺς Τρικόρφοις, καὶ διότι οὔτε τροφὰ εἴχεν, οὔτε
πολεμεφόδια πολλὰ, ὥστε νὰ ἐξακολουθῇ τὸν πόλεμον·
Εἶχε τριάκοντα ἡμέρας νὰ λάβῃ εἰδήσεις ἀπὸ τὰ Μεσσηνιακὰ
φρούρια, καὶ αἱ τροφαί, τὰς ὁποίας εἶχε διατάξει
δὲν τοῦ εἶχαν ἐκεῖθεν σταλῆ. Ἔπειτα δὲ εἶχε καὶ ἀνησυχίαν
ὁ Πασᾶς, ὡς ἔλεγεν, ὅταν ἔμαθεν, ὅτι οἱ εἰς Ὕδραν
φυλακισμένοι ἀπελύθησαν, διότι ἕνεκα τούτου ὀλίγον
ἐδειλίασε, νομίζων, ὅτι δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ καταβάλῃ
τοὺς Ἕλληνας, καὶ ὅτι ὁ πόλεμος τοῦ Φλέσα εἰς τὸ Μανιάκι,
ἂν καὶ ἐνίκησε, τοῦ ἐπροξένησε μεγάλην φθοράν,
διότι εἰς τὴν μάχην ἐκείνην τοῦ ἐφονεύθησαν ὑπὲρ τοὺς
χιλίους στρατιῶται καὶ πολλοὶ ἀξιωματικοί, διότι καὶ οἱ
λαβωμένοι ὅλοι ἀπέθαναν εἰς τὰ νοσοκομεῖα τῶν φρουρίων·
πάντοτε δὲ ἐνθυμεῖτο καὶ δὲν ἐλησμόνει τοῦ Φλέσα τὴν
παληκαριάν. Αὐτὰ δὲ ὅλα μοὶ εἶπε καὶ μοὶ τὰ ἐβεβαίωσεν,
ὡς εἴρηται, ὁ Δεσποτόπουλος.
Τοιαύτη ἐγένετο ἡ μάχη τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν
Τούρκων εἰς τὰ Τρίκορφα. Ἡ δὲ ἧττα τῶν Ἑλλήνων κατὰ
τὴν μάχην αὐτὴν ἔφερε τὴν δειλίαν καὶ τὴν ἀπελπισίαν
τῶν Πελοποννησίων, καὶ ἔκτοτε ἐσκορπίσθησαν, καὶ εἰς
τὸ ἑξῆς δὲν ἐδυνήθησαν οἱ ἀρχηγοὶ νὰ συγκεντρώσουν
μεγάλα στρατιωτικὰ σώματα, καθὼς πρότερον, καὶ νὰ
πολεμήσουν τὸν ἐχθρὸν κατὰ πρόσωπον. Κατόπιν ὅμως
ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἐξεφόβησαν, καὶ ἄρχισαν πάλιν
νὰ συναθροίζωνται εἰς τὰ Μαγούλιανα, διότι ἐκεῖ κατὰ
πρῶτον ἐπῆγεν ὁ γενικὸς Ἀρχηγὸς καὶ τὸ ἀρχηγεῖον
ὑπῆρχε. Πολλοὶ δὲ Ἕλληνες ἀπὸ τῆς πρώτης ἕως τῆς
δευτέρας τοῦ μηνὸς Ἰουλίου ἠθέλησεν νὰ καταλάβουν
τὸ Διάσελον τῆς Ἁλωνίσταινας, καὶ ἐκεῖθεν ἐκαιροφυλάκτουν
νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς Τούρκους δι᾿ ὅσα εἰς τὰ
Τρίκορφα ἔπαθαν.