Η ιστοσελίδα περιέχει δημοσιεύσεις κειμένων και ιστορικών πηγών που αφορούν την ιστορία της Αρκαδίας, κυρίως τις περιοχές της Γορτυνίας και του Μαινάλου, καθώς επίσης και ορισμένες ερασιτεχνικές ιστορικές μελέτες γενικότερου ενδιαφέροντος.

Διήγηση Θεοδώρου - Κολοκοτρώνη (1821-Μάρτης 1822)


Εἰς τὰς 3 Ἰανουαρίου... καὶ εἰς τὰς 6 Ἰανουαρίου ἐβγῆκα, εἰς τὴν Μάνη εἰς τοῦ καπετὰν Παναγιώτη τοῦ Μούρτζινου τὸ σπίτι. Εἰς αὐτὸ τὸ διάστημα, πρὶν νὰ ἐβγῶ εἰς τὴν Πελοπόννησον, ἐπῆγα εἰς τοὺς Κορφοὺς μὲ τὴν πρόφασιν νὰ ζητήσω 4.000 τάλληρα ἀπὸ μισθοὺς μου τοῦ Μαίτλαντ, καὶ διὰ νὰ ἀνταμώσω τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια. Τὸν ἀντάμωσα, ἐκάθησα 30 ἡμέρας καὶ ἐπέστρεψα ὀπίσω εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ἐκεῖ ὁμιλήσαμε πολλὰ περὶ τῆς ὑποθέσεως.
Ἐδῶ τελειώνει ἡ ζωή μου ἡ περασμένη, καὶ ἀρχινᾶ τῆς ἐπαναστάσεως. Ὁσάκις ἔμβαινα εἰς δούλευσιν, ἔμβαινα πάντοτε μὲ τὴν συμφωνία, ὅτι ἀπὸ τὴν Ἑπτάνησον νὰ μὴν ἀπομακρύνομαι, καὶ νὰ μὴν πολεμῶ παρὰ εἰς Τούρκικο τόπο, καὶ τὸ φόρεμα νὰ μὴν ἐβγάλω. Εἰς τὰ νησιὰ ἐγνωρίσθηκα μὲ τοὺς Βοτζαραίους καὶ ἔκαμα τὸν Μάρκο Βότζαρη ἀδελφοποιτό.
Εἰς τὸν καιρὸ τῆς νεότητος ὁποὺ ἠμποροῦσα νὰ μάθω κάτιτι, σχολεῖα, ἀκαδημίαι δὲν ὑπῆρχαν· μόλις ἦσαν μερικὰ σχολεῖα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐμάθαιναν νὰ γράφουν καὶ νὰ διαβάζουν. Οἱ παλαιοὶ κονζαμπασῆδες, ὁποὺ ἦσαν οἱ πρώτιστοι τοῦ τόπου, μόλις ἤξευραν νὰ γράφουν τὸ ὄνομά τους. Τὸ μεγαλείτερο μέρος τῶν Ἀρχερέων δὲν ἤξευρε παρὰ ἐκκλησιαστικὰ κατὰ πρᾶξιν, κανένας ὅμως δὲν εἶχε μάθηση. Τὸ ψαλτήρι, τὸ κτωήχι, ὁ μηναῖος, ἄλλαι προφητεῖαι, ἦσαν τὰ βιβλία ὁποὺ ἀνέγνωσα. Δὲν εἶναι παρὰ ἀφοῦ ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο, ὁποὺ εὕρηκα τὴν Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν ἁπλοελληνικήν. Τὰ βιβλία ὁποὺ ἐδιάβαζα συχνὰ ἦτον ἡ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἱστορία τοῦ Ἀριστομένη καὶ Γοργὼ καὶ ἡ Ἱστορία τοῦ Σκεντέρμπεη. Ἡ γαλλικὴ ἐπανάστασις καὶ ὁ Ναπολέων ἔκαμε, κατὰ τὴν γνώμη μου, νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Πρωτύτερα τὰ ἔθνη δὲν ἐγνωρίζοντο, τοὺς βασιλεῖς τοὺς ἐνόμιζαν ὡς θεοὺς τῆς γῆς, καὶ ὅ,τι καὶ ἂν ἔκαμναν, τὸ ἔλεγαν καλὰ καμωμένο. Διὰ αὐτὸ καὶ εἶναι δυσκολότερο νὰ διοικήσεις τώρα λαόν. Εἰς τὸν καιρό μου, τὸ ἐμπόριο ἦτον πολλὰ μικρό, τὰ χρήματα ἦσαν σπάνια, τὸ τάλληρο τὸ ἐπρόφθασα τρία γρόσια, καὶ ὅποιος εἶχε χίλια γρόσια, ἦτον πράγμα μεγάλο, καὶ ἔκαμνε κανεὶς δουλειές, ὅσες τώρα δὲν ἔκαμνε μὲ χίλια βενέτικα. Ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων ἦτον μικρή. Δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπανάστασίς μας, ὁποὺ ἐσχέτισε ὅλους τοὺς Ἕλληνας. Εὑρίσκοντο ἄνθρωποι ὁποὺ δὲν ἐγνώριζαν ἄλλο χωριὸ μακρυὰ μίαν ὥρα ἀπὸ τὸ ἐδικό τους. Τὴν Ζάκυνθο τὴν ἐνόμιζαν ὡς νομίζομεν τώρα τὸ μακρύτερο μέρος τοῦ κόσμου. Ἡ Ἀμερικὴ μᾶς φαίνεται ὡς πῶς τοὺς ἐφαίνετο αὐτῶν ἡ Ζάκυνθος· ἔλεγαν εἰς τὴν Φραγκιά.
Τέλος πάντων, τὸ μυστήριον τῆς Ἑταιρείας ἄρχισε νὰ διαδίδεται εἰς κάθε λογῆς ἀνθρώπους, καὶ καλοὺς καὶ κακούς, καὶ ἐβιασθήκαμε νὰ κινήσομε μίαν ὥραν ἀρχύτερα τὴν ἐπανάσταση. Ὁ Ντιόγος τὸ ἐμαρτύρησε εἰς τὸν Ἀλὴ πασά. Ἔτζι λοιπὸν εἰς τὰς 3 Ἰανουαρίου ἀνεχώρησα ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον καὶ εἰς τὰς 6 Ἰανουαρίου ἔφθασα εἰς τὴν Σκαρδαμούλα, εἰς τοῦ πατρικοῦ μου φίλου καπετὰν Παναγιώτη Μούρτζινου. Τὸ κίνημά μας ἔγινε εἰς τὰς 22 Μαρτίου εἰς τὴν Καλαμάταν. Ἀπὸ τὰς 6 τοῦ Ἰανουαρίου, ἕως εἰς τὰς 22 Μαρτίου, ἐπροσπάθησα, ἐνέργησα εἰς τὴν Μάνην νὰ ἑνώσωμεν διάφορα σπίτια Μανιάτικα κατὰ τὴν συνήθειάν τους, καὶ τοὺς ἑνώσαμεν, τοὺς ἀδελφώσαμεν. Ἔστειλα καὶ εἰς τὰς ἐπαρχίας τῆς Μεσσηνίας, Μυστρός, Καρύταινας, Φαναριοῦ, Λεονταριοῦ, Ἀρκαδίας, τῆς Τριπολιτζᾶς, καὶ ἦλθαν ἐκεῖ ὁποὺ εὑρισκόμουν, καὶ τοὺς ἔλεγα, ὅτι: τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ νὰ εἶναι ἕτοιμοι, καὶ κάθε ἐπαρχία νὰ κινηθεῖ ἐναντίον τῶν Τούρκων τῶν τοπικῶν, καὶ νὰ τοὺς πολιορκήσουν εἰς τὰ διάφορα φρούρια, καθὼς οἱ Ἀρκαδιανοὶ νὰ πολιορκήσουν τὸ Νεόκαστρο, οἱ Μοθωναῖοι τὴν Μοθώνη, καὶ οὕτω καθεξῆς.
Ἀφοῦ ἐπροετοιμάσαμεν καὶ συναγροικήθημεν, ὁ Ζαΐμης μὲ τοὺς ἄλλους, ἀναγκασμένοι νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἢ νὰ μείνουν ἔτζι, ἐκτύπησαν τὸν Βοϊβόδα τῶν Καλαβρύτων. Οἱ Τοῦρκοι μὲ ἔμαθαν ὅτι ἦλθα καὶ μὲ ἐνόμιζαν ὅτι ἦλθα μὲ 5 μὲ 6.000. Ἐγὼ ἤμουν μὲ τέσσερους. Ἦλθαν Ἀρκαδιανοὶ καὶ Μυστριῶται Τοῦρκοι μὲ ραγιάτικα σκουτιὰ ἐνδυμένοι, καὶ ἦλθαν νὰ ἰδοῦν μὲ πόσους ἤμουν, καὶ ἐγὼ ἔπαιζα τὲς ἀμάδες καὶ ἐγύρισαν ὀπίσω καὶ ἔλεγαν, ὅτι: «Εὑρήκαμε ἕνα γέρο καὶ ἔπαιζε τὲς ἀμάδες». - Ἐπῆγα εἰς τὸν Μούρτζινο, ὡς φίλο μου πατρικόν. Ὁ Μαυρομιχάλης εἶχε τὸ ὄνομα Μπέης, ἀλλ᾿ ὁ Μούρτζινος εἶχε τὴν δύναμιν εἰς τὴν Μάνην. Ἐρωτήθη τότε ὁ Μαυρομιχάλης διὰ τὸν ἐρχομόν μου, καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη, ὅτι ἐδυστύχησε εἰς τὴν Ζάκυνθο καὶ ἦλθε εἰς τὴν Μάνην διὰ νὰ τὸν βοηθήσουν οἱ φίλοι του καὶ νὰ ἐπιστρέψει ὀπίσω. Καὶ εἰς αὐτὸ ἐφέρθηκε πολλὰ καλά, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀληθινὸ ὅτι μὲ ἐπρόδωσε (1) εἰς τοὺς Τούρκους. Δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ τὸ κάμει καὶ ἂν ἤθελε, καὶ ἐκτὸς τῆς φιλίας ὁποὺ εἴχαμεν μὲ τὸν Μούρτζινον, εἶναι συνήθεια εἰς τὴν Μάνη νὰ ὑπερασπίζονται ὅσους καταφεύγουν εἰς τὴν οἰκίαν των.
Εἰς τὰς 23 Μαρτίου ἐπιάσαμε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Καλαμάτα, τὸν Ἀρναούτογλην, σημαντικὸν Τοῦρκον τῆς Τριπολιτζᾶς. Εἴμεθα 2.000 Μανιάτες, ὁ Πετρόμπεης, ὁ Μούρτζινος, Κυβέλος, Δυτικὴ Σπάρτη. 100 ἦτον οἱ Τοῦρκοι μεινεμένοι, ὡς 10.000 ἡ φήμη τους μεγάλη. - Ἡ Ἀνατολικὴ Σπάρτη ἐκινήθη τὴ ἴδιαν ὥραν. Ὁ Τζανετάκης μὲ τὴν Κακαβουλιὰ ἐκινήθη διὰ τὸν Μυστρά. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Μπαρδούνιας καὶ Μυστρᾶ ὑπάγουν, τραβιοῦνται εἰς τὴν Τριπολιτζά. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν βάλει ὑποψία, ἐπροσκάλεσαν τοὺς προεστοὺς καὶ Δεσποτάδες, καὶ αὐτοὶ ἐπῆγαν. Ἦτον ἔμβα τοῦ Μαρτίου. Δὲν τοὺς ἐσκότωσαν. Οἱ Σπαρτιᾶται, ἀφοῦ ἐπῆραν λάφυρα, προχωροῦν καὶ πολιορκοῦν τὴν Μονεμβασιά. Εἰς τὴν Καλαμάτα ἐκάμαμε συνέλευση, πόθεν νὰ πρωτοκινήσομε τὰ στρατεύματα. Οἱ Καλαματιανοὶ ἐκατάφεραν τὸν Μπέη νὰ πᾶμε εἰς τὴν Κορώνη διὰ νὰ μὴν βάλουν σπαθὶ οἱ Τοῦρκοι εἰς τοὺς Χριστιανούς. Ἐγὼ δὲν ἐστρέχθηκα, εἶπα νὰ πᾶμε εἰς τὴν παλαιὰν Ἀρκαδία, εἰς τὸ κέντρο, διὰ νὰ βοηθοῦμε (2) τοὺς ἄλλους. Τότενες τοὺς εἶπα: «Ἐὰν μοῦ δώσετε βοήθεια ἀπὸ τοῦτο τὸ στράτευμα, καλῶς, εἰμὴ ἀναχωρῶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸ κέντρο». Εἶχα λάβει γράμμα ἀπὸ τὸν Κανέλλο, μ᾿ ἐπροσκαλοῦσε, ὅτι εἶχε 10.000 ἄρματα, καὶ νὰ ἔμβω ἐπὶ κεφαλῆς. Τοῦ Μούρτζινου ἀρρώστησε τὸ παιδί του, ὁ Διονύσιος, καὶ ἔτζι δὲν ἐκίνησαν ὅλοι οἱ Μανιᾶται. Ἔλαβα 200 ἀπὸ αὐτὸν καὶ 70 ἀπὸ τὸν Μπέη μὲ τὸν καπετὰν Βοϊδῆ καὶ μὲ 30 ἐδικούς μου ἐγενήκαμε 300 καὶ ἔκοψα εὐθὺς δύο σημαῖες μὲ σταυρὸ καὶ ἐκίνησα. Οἱ Ἀνδρουσιανοὶ Τοῦρκοι, 260 ἄνδρες, μανθάνοντας ὅτι εἴμεθα ἀσκέρι φεύγουν, πᾶνε στὰ κάστρα τῆς Μεσσηνίας. Κινώντας ἐγώ, εἶχαν μίαν προθυμίαν οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ ὅλοι μὲ τὰς εἰκόνας ἔκαναν δέηση καὶ εὐχαριστήσεις. Μοῦ ἤρχετο πότε νὰ κλαύσω... ἀπὸ τὴν προθυμίαν ποὺ ἔβλεπα. Ἱερεῖς ἔκαναν δέηση. Εἰς τὸν ποταμὸν τῆς Καλαμάτας ἀνασπασθήκαμε καὶ ἐκινήσαμε.
Τὰς 24 τὸν Μάρτη 1821 ἐφθάσαμε εἰς ἕνα χωριὸ τῆς Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, ποὺ εἶναι καμιὰ πενηνταριὰ οἰκογένειες. Ὅσοι ἄνδρες ἦτον (3), τοὺς ἔστειλα πεζοδρόμους, καὶ τοὺς ἔλεγα: «Σύρτε στὰ κάστρα, πολιορκήσετε, καὶ σᾶς προφθάνω μὲ 3.000» - στρατήγημα. Τὴν αὐγὴν ἐξημέρωσε εἰς τὲς 25 τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἔμαθαν εἰς τὸ Λεοντάρι ὅτι ἐβγῆκα μὲ τόσες χιλιάδες Μανιάτες, παίρνουν τὰ ζῶα τῶν ραγιάδων καὶ ἀνεχώρησαν διὰ τὴν Τριπολιτζά. Κινώντας ἀπὸ τὴν Σκάλα, ἔρριξα καμμιὰ χιλιάδα τουφέκια, τρεῖς μπαταριὲς διὰ νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ κόσμος, νὰ σηκωθεῖ κατὰ τὴν παραγγελίαν. Ἀκούοντες οἱ Γαραντζαῖοι τὰ τουφέκια, ἐσκότωσαν τοὺς κεχαγιάδες, αὐτοὶ ἤθελαν νὰ φύγουν, καὶ ἔγινε ἀρχὴ τοῦ σκοτωμοῦ. Ἐκίνησα νὰ ἔβγω εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ διὰ τὴν παλαιὰ Ἀρκαδία. Ἀπαντάω ἕνα μεζίλι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας καὶ μοῦ λέγει, ὅτι οἱ Λεονταρίτες ἔφυγαν καὶ ἐπῆγαν ἴσια στὸ Φραγκόβρυσο καὶ ἔπειτα ἐγύρισαν πίσω, καὶ ἔκοψαν δύο - τρεῖς Ἕλληνας. 70 καβαλλαραῖοι ἦτον. Εἶπα: «Τρέξετε νὰ τοὺς κλείσετε καὶ ἔφθασα ὀπίσω εἰς τὸ Λεοντάρι». Τὴν ἴδια ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ συνάζονται οἱ Φαναρίτες, λέγουν εἰς τοὺς Τούρκους νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὴν Τριπολιτζά, διατὶ δὲν ἠξεύρουν τί εἶναι. Μαζώνονται Φαναρίτες καὶ Μουντριζάνοι (1) κι ἄλλα μουρτατοχώρια (2) ἀριθμός των 1.700 τουφέκια. Ἐσυνάχθηκαν ἀπέξω ἀπὸ τὴν Ἀνδρίτζαινα δύο ὥρας σὲ μιὰ βρύση, Σουλτίνα λεγόμενη, εἶχαν 3.000 ζῶα τῶν ραγιάδων μαζί τους. Τὴν ἴδια ἡμέρα οἱ Ἀρκαδιανοὶ (τῆς θαλάσσης) συνάζονται ὀλίγοι, καὶ ὁ Πρωτοσύγκελος καὶ ἄλλοι παρακινοῦν τοὺς Τούρκους νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὰ κάστρα, καὶ τοὺς ἔδωσαν ζῶα, τοὺς ξέβγαλαν ἴσα μὲ τὸ Νιόκαστρο καὶ ἐκεῖ τοὺς πολιόρκησαν, ἀφοῦ ἐσυνάχθηκαν καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐπαρχίες. Ἐπολιόρκησαν Ναβαρίνο, Μοθώνη καὶ Κορώνη. Ἐπῆγαν καὶ Μανιάτες. Οἱ Ἀνατολικοὶ εἰς τὴν Μονοβασιά. Οἱ Καλαβρυτινοὶ καὶ οἱ Πατραῖοι καὶ οἱ Βοστιτζάνοι πολιορκοῦν τὴν Πάτρα καὶ Καστέλι. Ἦτον ἀρχηγοὶ Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλάμπης, Ἀνδρέας Λόντος καὶ λοιποί. Ὁ Σισίνης μὲ τοὺς Γαστουναίους καὶ οἱ Πυργιῶτες μὲ τὸν Βιλαέτη ἐβάρεσαν τοὺς Γαστουναίους Τούρκους. Καὶ αὐτοὶ κλείονται εἰς τὸ Χλουμούτζι (Καστὲλ - Τορνέζε). Μανθάνοντας τοῦτο οἱ Λαλαῖοι, ὑπάγουν, τοὺς παίρνουν ἀπὸ τὸ Χλουμούτζι μὲ τὲς φαμελιές τους, καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τοῦ Λάλα. Τότε τὰ νησιὰ ἔκαμαν προκλαματζιόνες: νὰ μὴν ἔβγει κανεὶς ἀπὸ τὰ νησιὰ εἰς βοήθειαν τῶν Ἑλλήνων. Ζακύνθιοι κρυφίως ἔφευγαν, χωριάτες καὶ χωραΐτες, καὶ ἔγιναν συμβοηθοὶ τῶν κινδύνων, καὶ τὸ πράγμα τους τὸ ἐδήμευσαν· τόσο καὶ οἱ Μεταξάδες μὲ ἄλλους πολλοὺς Κεφαλονίτας κρυφίως ἐβγῆκαν εἰς τὴν Γαστούνη καὶ τοὺς δήμευσαν τὸ πράγμα τους. Ἡ Δυτικὴ Ρούμελη (ἡ Τούρκικη), τότε εἶχε τὴν σκοτούρα τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, διατὶ οἱ Σουλιῶτες ἔπιασαν τὸ Σούλι. - Ἡ καταδρομὴ κατὰ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ μᾶς βοήθησε πολύ. Ἔπρεπε πρῶτα νὰ πάγει αὐτός, ἦτον μεγάλο θηρίο. - Ἡ Ἀνατολικὴ Ἑλλάς, ὁ Ὀδυσσέας, Γούρας, Διάκος καὶ Πανουριᾶς ἐκίνησαν ἐνταυτῷ τὸ τουφέκι εἰς τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλὰς (Ἀπρίλιος).
Οἱ Σπέτζες ἐπρωτοσηκώθηκε· ἔστειλαν εἰς τὴν Ὕδρα, καὶ οἱ Ὑδραῖοι δὲν ἦτον ἀκόμη σηκωμένοι. Οἱ νοικοκυραῖοι δὲν ἤθελαν νὰ σηκωθοῦν. Ὁ Κουλοδήμας, Καπετὰν Ἀντώνης καὶ ὁ Γκίκας τοῦ Θ. γαμβρὸς τοῦ Μιαούλη καὶ ὁ Πέτρος Μαρκέζης, ἐσυνώμοσαν μὲ τὸν λαὸν καὶ εἶπαν τῶν Ἀρχόντων: «Ἢ σηκώνεσθε καὶ ἐσεῖς, ἢ θὰ βάλομε φωτιὰ νὰ σᾶς κάψομε, μόνον ὀρδινιᾶσθε τὰ καράβια σας». Τοὺς ὑποχρέωσαν, ἔδωσαν γρόσια καὶ ἐβγῆκαν.
Τὰ Ψαρὰ ἐκίνησαν αὐτοθελήτως, καὶ ἡ Σάμος.
Ἐγὼ εἰς τὰς 25 ὁποὺ ἐκίνησα ἀπὸ τὴν Σκάλα, βγαίνοντας εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ, ἀπάντησα ἕνα πεζοδρόμο σταλμένο ἀπὸ τὸν Βασίλη Μπούτουνα Καριώτη, καὶ μοῦ ἔγραφε, ὅτι: «Οἱ Τοῦρκοι τῆς Καρυταίνης καὶ ὁ Βόϊβοδας τοῦ Ἰμπλακίου Μουσταφᾶς Ριζιώτης ἐκλείσθησαν εἰς τὸ παλιόκαστρο τῆς Καρύταινας. Καὶ οἱ δύο προεστοὶ τῆς Καρύταινας, ὁ Σπήλιος Κουλᾶς καὶ ὁ Μιχαλῆς, δὲν ἦτον εἰς τὴν Ἑταιρεία μβασμένοι καὶ δὲν ἤξευραν τί ἐγένετο, καὶ ἐπαρακίνησαν τοὺς Τούρκους νὰ μὴ φύγουν, ἀλλὰ νὰ μείνουν εἰς τὸ Κάστρο. Ὁ Κάμπος τῆς Καρύταινας δὲν ἠθέλησε νὰ πιάσει τὰ ἄρματα». Ἔτζι μ᾿ ἔγραφε αὐτός.
Ἐγὼ δὲν ἔλειψα νὰ κάμω μία προσταγή, καὶ ἐπάτησα τὴ βούλα μου: «Ὅποιο χωριὸ δὲν ἤθελε νὰ ἀκολουθήσει τὴν φωνὴν τῆς Πατρίδος τζεκούρι καὶ φωτιά». Μανθάνοντας ὅτι ἐβγῆκα εἰς τὸ Δερβένι, οἱ 70 καβαλλαραῖοι εὐθὺς ἀναχώρησαν διὰ τὴν Τριπολιτζά. Ἐγὼ ἐπῆγα σὲ ἕνα χωριὸ Τετέμπεη, ἀνάμεσα Λεοντάρι καὶ Καρύταινα. Οἱ Μανιάτες μοῦ εἶπαν: «Νὰ πᾶμε εἰς τὸ Λεοντάρι». Τοὺς εἶπα: «Νὰ πάρομε χαλκώματα;» - Τὴν αὐγὴ ἐξημέρωσε, στὲς 26, ἔρριξα χίλια τουφέκια. Ἔκαμα νὰ πάγω εἰς τὴν Καρύταινα, νὰ ἀκαρτερέσω τοὺς Φαναρίτας καὶ τοὺς Καρυτινούς, καὶ ἀκούοντες τὲς μπατερίες ὁ κόσμος ἐκινήθηκαν ὅλοι. Εἰς τὸν δρόμον ἀπάντησα ἕνα γράμμα τοῦ Βασίλη Μπούτουνα, καὶ μοῦ ἔλεγε: Ἰδές (3) τὸ γράμμα τῶν Φαναριτῶν ποὺ κάθονται εἰς τὴν Σουλτίνα. Τὸ ἔγραφαν εἰς τοὺς Καρυτινοὺς Τούρκους, καὶ ἔγραφε τὸ γράμμα, ὅτι αὔριο περνᾶμε διὰ Τριπολιτζά, εἴμεθα τόσοι, ἑτοιμασθῆτε νὰ ἑνωθοῦμε. Ἐβγῆκε ὁ Κολοκοτρώνης μὲ τόσες χιλιάδες Μανιάτες. Ὁ Βασίλης εἶχε σκοτώσει τὸν Τοῦρκον εἰς τὸ γεφύρι τῆς Καρύταινας, ποὺ εἶχε τὸ γράμμα. Βλέποντας τὸ γράμμα ἐκίνησα νὰ πιάσω τὸν τόπο, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀπεράσουν οἱ Φαναρίτες. Βγαίνοντας ἀγνάντια εἰς τὴν Καρύταινα οἱ Τοῦρκοι καὶ βλέποντας τὰ μπαϊράκια, καὶ μὴ ξεχωρίζοντας τὸν Σταυρό, ἔλεγαν ὅτι εἶναι Τοῦρκοι, καὶ πᾶμε μεντάτι. Ἐγὼ ἐτράβηξα ἕναν τόπον στενόν. Ἔλεγα ὅτι θὰ ἀπεράσουν τὴν ἴδια ἡμέρα διὰ νὰ τοὺς κτυπήσω. Ἐμήνυσα χωριάτων, ποὺ ἦτον εἰς τὸ στενὸ ἐκεῖνον, νὰ μοῦ εἰποῦν διὰ τοὺς Τούρκους τοὺς Φαναρίτας, καὶ μοῦ εἶπαν: «Δὲν ἔχουν εἴδησιν, εἰς τὴν βρύση κοιμοῦνται ἀπόψε καὶ ταχὺ θ᾿ ἀπεράσουν». Κι ἔγραψα ἕναν τεσκερὲ ἑνὸς Ἀνδριτζάνου, Παναγιώτη Γιατροπούλου, νὰ κινήσει τὰ ἄρματα, νὰ τοὺς φέρνει ἀποπίσω καὶ ἐγὼ τοὺς καρτερῶ ἀπεμπροστά. Σὰν εἶδα, ὅτι οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦτον τὴν ἡμέραν ἐκείνη διὰ κίνημα, ἐπῆρα τὴν χώραν τῆς Καρυταίνης, καὶ ἔκλεισα τοὺς Τούρκους εἰς τὸ Κάστρο (ἡμέρα 26). Στὲς 27 ἐσηκώθηκα χαραυγή, μὲ τὰ χάραμα, καὶ ἄφησα τοὺς Καρυτινοὺς καμμιὰ δεκαπενταριὰ νομάτους, κι ἐγὼ ἔπιασα τὸ στενό. Τὴν ἴδια νύκτα, ποὺ ἤμουν εἰς τὴν Καρύταινα μοῦ ἦλθε εἴδησις ἀπὸ τὸν Παναγιώτη Γιατρόπουλο, ὅτι: «Στεῖλε μας στράτευμα, διατὶ ἡμεῖς δὲν ἐσυναχθήκαμε ἀκόμα» - παλιανθρωπιά.
Τὴν αὐτὴν ἡμέραν ποὺ ἐκίνησα, ἤγουν 27, μὲ ἔφθασε ἕνας ντεσκερὲς τοῦ μακαρίτου τοῦ Μπεηζαντὲ Ἠλία, ὅτι ἔφθασε μὲ 200 Σπαρτιάτας εἰς τὸ Λεοντάρι, καὶ τοῦ ἔγραψα, ὅτι νὰ φθάσει γλήγορα, γιατὶ σήμερο ἔχομε τουφέκι. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ τοῦ ἔγραφα ἕως εἰς τὸ Λεοντάρι εἶναι 4 ὧρες τραβηκτές, καὶ κατὰ τύχη ἔντεσε παλιάνθρωπος ὁ πεζὸς καὶ δὲν ἐπῆγε, ποὺ νὰ φθάσουν εἰς τὸν πόλεμον. Καὶ ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὸ στενό, εἰς τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Τὴν αὐγὴ ἐξαγνάντησε τὸ στράτευμα τὸ Φαναρίτικο (οἱ Τοῦρκοι) μία ὥρα ἀλάργα, καὶ ὁ τόπος στενός, καὶ φορτώματα, καὶ ἐκρατοῦσε δύο ὧρες ὁ μάκρος τους, ἡ σειρά τους, καὶ βλέποντάς μας εὐθὺς ἐμβῆκαν τὸ τουφέκι ὀμπροστὰ διὰ νὰ πολεμήσουν, καὶ ἡμεῖς εἴχαμε ταμπούρια καὶ ἐπολεμήσαμε 6 ὧρες. Οἱ Σπαρτιᾶται ἔκαμαν τότε ἕναν πόλεμον, ποὺ ἐμιμήθηκαν τὸν Λεωνίδα: 300 ἦσαν οἱ πρῶτοι, 1.700 οἱ Τοῦρκοι. Ἀπὸ τὲς 6 ὧρες ἔσωσαν τὰ φουσέκια τους, ἐλαβώθηκε ὁ Βοϊδῆς, ὁ Δουράκης, ἐσκοτώθηκαν πέντε - ἕξι. Εἰς τὸ μεσημέρι ἔσωσαν τὰ φουσέκια. Μοῦ λένε τὸ στράτευμα, νὰ τοὺς ἀνοίξωμεν - ὅμως τὰ Κολιόπουλα ἦτον 6 ὧρες μακρυὰ εἰς τὸ ποτάμι τοῦ Ρουφιᾶ, εἰς χωριὸ Τζούκα, ἐφύλαγαν διὰ τοὺς Λαλαίους. Ἀκούοντας τὸ τουφέκι, ἐκίνησαν, πλὴν δὲν ἔφθασαν (εἶχαν τετρακοσίους) εἰς τὴν ὥραν, ἀλλ᾿ ἔπειτα ἀπὸ μισὴ ὥρα. Οἱ Τοῦρκοι ἐσκοτώθηκαν 15, ἐπολεμοῦσαν μὲ καρδιά, διότι εἶχαν τὸ βιό τους καὶ τὲς γυναῖκες τους. Ἂν ἔφθαναν τὰ Κολιόπουλα, ὁ Γιωργάκης καὶ ὁ Δημήτρης, ἤθελε χαλασθοῦν οἱ Τοῦρκοι. Ἐπῆραν οἱ Τοῦρκοι τὴν θέσιν μας. Ἀκούοντας τὴν μπατερία τῶν Κολιαίων, ἐβγῆκαν ἀγνάντια νὰ ἰδοῦν. Βλέποντας ὅτι μᾶς ἔρχεται μεντάτι, τότενες οἱ Σπαρτιᾶτες ἐπῆραν τοὺς λαβωμένους καὶ ἔμεινα μὲ πολλὰ ὀλίγους. Ἀκούοντας τὴν μπατερία, ἐφράξαμεν τὸν τόπον, νὰ μὴν περάσουν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸ γεφύρι, μὲ 20 ἀνθρώπους. Ἐκούναγα τὸ μπαϊράκι διὰ νὰ μὲ γνωρίσουν τὰ Κολιόπουλα, εἶχε πιασθεῖ ὁ λαιμός μου ἀπὸ τὲς φωνὲς τῆς ἡμέρας (1). - Οἱ Τοῦρκοι βγαίνουν εἰς βοήθεια ἀπὸ τὸ Κάστρο, διώχνουν ἐκείνους ποὺ ἦτον στὴν χώρα.- Κυνηγοῦμε τοὺς Τούρκους μὲ τὰ γυναικόπαιδα, 500 ψυχὲς ἐχάθηκαν εἰς τὸ ποτάμι τῆς Καρύταινας, μὴν ἠμπορώντας ν᾿ ἀπεράσουν ἀπὸ τὸ γεφύρι, τὸ ὁποῖον τὸ εἴχαμε πιασμένο. Οἱ Ἕλληνες ἔπαιρναν τὰ ζῶα, τὰ ἄτια ὅλα λαβωμένα. Δὲν τοὺς ἐχώραε τὸ Καστράκι, καὶ ἦτον ἀπέξω σὰν τὸ μελίσσι (ἡ πρώτη νίκη κατὰ Τούρκων - τῶν Καλαβρύτων πρῶτα).
Ἡμεῖς τοὺς πολιορκήσαμεν. Μετὰ τὸ ἑσπέρας ἔφθασε καὶ ὁ Ἠλίας Μπεηζαντὲς ἀπὸ τὸ Λεοντάρι. Στὲς 28 ἦλθε καὶ ὁ Κανέλλος μὲ 200 Καρυτινούς. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Παπαφλέσσας ἐκίνησαν διὰ τὴν Ἀρκαδία μὲ 500 ἀνθρώπους. Σὰν οἱ Ἀρκαδιανοὶ ἦτον φευγάτοι, ἐγύρισαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Καρύταινα μὲ 1.000. Σὲ δύο ἡμέρες ἐγινήκαμε 6.000. Οἱ Τοῦρκοι ὁποὺ ἦτον κλεισμένοι, ἄφησαν τὰ ζῶα τους ἔξω, τὰ πῆραν οἱ Ἕλληνες. Δὲν εἶχαν νερό, τροφάς. Τὸν Νικηταρᾶ, τὸν εἶχα (2) σταλμένον μὲ ἑκατὸ νομάτους εἰς τὸ Φραγκόβρυσο, εἰς τὴν Τριπολιτζά, δύο ὧρες ἀπέξω. Ἐκεῖνες τὲς δύο ἡμέρες ὁποὺ ἐσυνάχθημεν, ὁ Μουσταφάγας ἐνδύνει δύο Τούρκους ραγιάδικα, τοὺς δίνει 500 γρόσια· ἐπῆγαν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ διὰ νὰ ἔλθει μεντάτι καὶ νὰ τοὺς πληρώσει ὅλους ὅσοι ἔλθουν εἰς βοήθειάν τους. Ἔξω βγαίνοντας οἱ πεζοδρόμοι δύο ὧρες, τοὺς ἐκατάλαβαν ἄνθρωποι, πλὴν δὲν τοὺς ἔπιασαν. Δίδοντας τὸ γράμμα ὀρδινιάσθηκαν 2.000, καὶ ἦλθαν βοήθειαν τῶν Καρυτινῶν καὶ Φαναρίτων. Ἐγώ, σὰν ἔμαθα τοὺς πεζοδρόμους, ὑποπτεύθηκα ὅτι, θὰ ἐρθεῖ μεντάτι. Ἔκαμα εὐθὺς συνέλευσιν εἰς τὸ στράτευμα, ἔδωκα γνώμη νὰ πάει ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μὲ 2.000 εἰς τοῦ Σάλεσι, μακρὰ ἀπ᾿ τὴν Τριπολιτζά 4 ὧρες καὶ 4 ἀπὸ τὴν Καρύταινα, νὰ ἐμποδίσει τὸ μεντάτι ἂν κινήσει ἀπὸ Τριπολιτζά, ἂν δὲν ἠμπορέσει νὰ τοὺς βαστάξει, νὰ ἔλθει ὀπίσω - νὰ πάρουν φόβον οἱ Τοῦρκοι, ὁποὺ νὰ μὴν προσπεράσουν κατὰ τὴν Καρύταινα. Αὐτὸς μοῦ ἀποκρίθηκε: «Δὲν κάνει νὰ χαλάσομε τὸ ὀρδί, ὁποὺ εἴμεθα συναγμένοι». Τοὺς εἶπα ἄλλη μία γνώμη: «Νὰ πάρω ἐγὼ 500...» Μὲ ἀντέσκοψεν. Ἔτζι ἔμεινεν τὸ πιάνο ἐκεῖνο. Τοὺς Τούρκους τόσο τοὺς ἐστενοχωρήσαμεν, ὁποὺ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἔβγουν ἕνα ἀχνάρι. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ξημερώνοντας, Ἀπριλίου 1η, ἐβγῆκε τὸ μεντάτι ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἐβγαίνουν ἐκεῖ ὁποὺ ἔλεγα νὰ πάγει ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, καὶ βάνουν φωτιὰ ἀγνάντια. Βλέποντας τὲς φωτιές, λέγομεν: «Τὸ μεντάτι εἶναι». Ἔστειλαν διὰ νὰ ἔβγουν καταπατητάδες, αὐτοὶ ἐπήγαιναν καὶ ἀπόκριση δὲν μᾶς ἔφερναν. Ἐπείσμωσα καὶ τοὺς εἶπα: «Νὰ πιάσουν τρία καταράχια, διὰ νὰ καρτερέσομε τοὺς Τούρκους νὰ πολεμήσομε». Καὶ ἐγὼ ἐπῆρα ἕνα ἄλογο καὶ ἕνα μπαϊράκι εἰς τὸ χέρι, καὶ τὸ κιάλι, καὶ ἂν εἶναι Τοῦρκοι, νὰ κλείσω τὸ μπαϊράκι, ἂν δὲν εἶναι, νὰ τὸ ἀνοίξω. Μὲ ἀκολούθησαν καὶ δύο μὲ τὰ πόδια. Ὅσο νὰ ἔβγω εἰς τὴν ράχη, ἀπόστασε τὸ ἄλογο· τὸ ἔδεσα εἰς ἕνα κλαδὶ καὶ ἐγὼ ἐβγῆκα εἰς τὴν ράχη. Ἔβαλα τὸ κιάλι, εἶδα τοὺς Τούρκους ὁποὺ ἤρχοντο καὶ ἔκλεισα τὸ μπαϊράκι. Οἱ Ἕλληνες ἀρχίζουν νὰ φεύγουν, ἀφοῦ ἔκαμα σημεῖον. Ἐγώ, ἔκανε κρύο, ἀέρας. Ἐπέρασα ἀπὸ ἕνα τζοπανάκι, μία καποτίτζα ἄσπρη - ἤμουν ἱδρωμένος - κι ἐγύρισα πίσω νὰ πάγω εἰς τὸ στράτευμα· Οἱ ἄνθρωποί μου ἔφευγαν. Ὁ Καβαδίας (1) μοῦ ἐπῆρε τὸ ἄλογο. Ἐγύρισα πίσω εἰς τὸ ὀρδὶ ἀποσταμένος. Εὑρίσκω τὸν μακαρίτη τὸν Ἠλία ποὺ ἐπολέμαε. Τὸ ἄλλο ὀρδὶ ἐπῆρε τὰ βουνά. Τὰ Κολιόπουλα ἐπολεμοῦσαν τὸ ἀποκεῖθε μέρος τοῦ κάστρου. Ἐβγῆκα καὶ τὸν ἐσήκωσα τὸν Μπεηζαντὲ ἀπὸ ἐκεῖ, διατὶ ἔμενε μοναχός του, καὶ ἐβγήκαμε ὅλοι σὲ μία ράχη, καὶ τοὺς λέγω: «Νὰ κρατήσουμε τούτη τὴ ράχη, διατὶ ἂν τοὺς βγάλουν καὶ τουτουνούς, νὰ τοὺς πέσομε ἀπὸ κοντὰ ἴσια μὲ τὴν Τριπολιτζά». Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἔπιασε τὸ γεφύρι μὲ 1.000. Ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Κανέλλος ἐπῆραν τὴν ἀπάνου στράτα, ἐγὼ ἔμεινα μοναχός μου (2), οἱ Ἕλληνες ἐτζάκισαν, ἐκρύφθηκαν εἰς κάτι κλαριά, τὲς δύο πιστόλες μου ἀσηκωμένες. 12 Τοῦρκοι ἐκυνηγοῦσαν τὸ ἕνα μέρος τῶν Ἑλλήνων, 10 τοὺς ἄλλους, κατὰ τὸ γεφύρι τὸν Ἀναγνωσταρᾶ, καὶ ἄλλοι τὸν Παπαφλέσσα καὶ Κανέλλο. Ἐνόμιζαν οἱ Ἕλληνες, ὅτι τοὺς ἀκολουθοῦν οἱ ἄλλοι. Ἐπροσπέρασαν οἱ Τοῦρκοι. Τοὺς εἶδα ἔπειτα κι ἐγύρισαν ἀπὸ σιμά μου. Ἡ καποτίτζα μ᾿ ἐγλύτωσε, γιατὶ ἐφοροῦσα κόκκινο μεϊτάνι καὶ ἡ καποτίτζα τὸ σκέπαζε.
Εἰς τὰ βασιλεύματα τοῦ ἡλίου ἐβγῆκα ἀγνάντια εἰς τοὺς ἐδικούς μας εἰς τὸ γεφύρι. Καθὼς μὲ εἶδαν... «Ποῦ ἤσουν;» - «Ἐκεῖ ποὺ μ᾿ ἀφήκατε· κρυμμένος» (3). Προβάλλω νὰ τοὺς πάρουν καταπόδι ἕως εἰς τὴν Τριπολιτζά. Οἱ Ἕλληνες δὲν θέλουν. Τὰ Κολιόπουλα ἐτράβηξαν εἰς τὴν Ἡλιοδώρα, ὁ Παπαφλέσσας καὶ Μπεηζαντὲς πάγει εἰς τὴν Δημητσάνα, ὁ Κανέλλος εἰς τὰ Λαγκάδια, πάγει τὲς φαμιλιὲς εἰς τὸ Μέγα Σπήλαιο.
Τὴν ὁμιλίαν ὁποὺ εἶπα μὲ ἄκουσαν ἐκεῖνοι ὁποὺ ἦτον εἰς τὸ γεφύρι. Ἦτον μιὰ ὥρα νύκτα περασμένη καὶ σκοτάδι καὶ τοὺς λέγω: - ἔκαμα τὸ σταυρό μου - «Ὅσοι ἀγαπᾶτε τὴν Πατρίδα, ἐλᾶτε κοντά μου». Ἐκίνησα, μὲ ἀκολουθοῦν 200 καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Μπούρας ἀπὸ τοὺς Κωνσταντίνους, καὶ εἶχα νὰ περάσω εἰς ἕνα μονοπάτι 20 χρόνους. Ἴσα εἰς τὸ μοναστήρι εἰς τὸν Ἅγιο Γιάννη ἀπάντησα τοὺς Στεμνιτζιώτας καὶ ἤφερναν τὲς φαμιλιές τους νὰ κλεισθοῦν εἰς τὸ Μοναστήρι Ἁγιάννη, τοὺς λέγω: «Ποῦ πᾶτε Στεμνιτζιῶτες;» - Βιαζόμεθα... - Ἐλᾶτε κοντά, ἐγὼ εἶμαι καλὸς νὰ ἀπαντήσω τοὺς Τούρκους». Ἀνέβηκα εἰς τὴν Στεμνίτζα, μακρὰ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι μία ὥρα. Ἔβαλα ντελάλι, ὅτι νὰ μὴν σεισθεῖ ἀπὸ μέσα κανένας. Μὲ ἔμαθαν ὅτι ἤμουν εἰς τὴν Στεμνίτζα ὁ Φλέσσας καὶ ὁ Μπεηζαντὲς καὶ ἦλθαν καὶ μὲ ηὗραν. Τὴν αὐγὴν ὁποὺ ἐξημέρωσε τοὺς εἶπα, ὅτι: Νὰ πᾶμε νὰ πιάσομε τὴν Λαγκάδα· οἱ Τοῦρκοι θ᾿ ἀπεράσουν ἀπὸ ἐκεῖ, νὰ τοὺς βαρέσωμεν. Καὶ κοντὰ εἰς τὴν Λαγκάδα εἶναι ἕνα χωριὸ Χρυσοβίτζι, καὶ ἐτράβηξα μὲ τοὺς 300. Στὸ δρόμο ἐκρύφθηκαν οἱ Ἕλληνες· 100 τοὺς ἔφαγε τὸ φεγγάρι, ὥστε νὰ πᾶμε στὸ Χρυσοβίτσι. Τότενες τὰ χωριὰ τὰ Βλαχοχώρια ἔλειπαν στὰ χειμαδιὰ καὶ δὲν ἦτον ἄνθρωποι. Ηὕραμε ἕναν ἄνθρωπο, τὸν ἐρωτήσαμε ἂν οἱ Τοῦρκοι ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν Λαγκάδα, καὶ μᾶς εἶπε ὅτι: «Χθὲς ἐπέρασαν 17 νομάτοι, καὶ ἐπήγαιναν 5 - 6.000 πρόβατα καὶ δὲν εὑρέθηκε ἄνθρωπος νὰ τοὺς τουφεκίσει». Ὁ Νικηταρᾶς, ποὺ ἦταν εἰς τὸ Φραγκόβρυσο, ἐκτύπησε τοὺς πολλούς, ἐπῆρε ζωντανά, ἐσκότωσε πέντε - ἕξι ἀνθρώπους, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐτραβήχθηκαν ὅλοι εἰς τὴν Τριπολιτζά. - Τὴν αὐγήν, μὲ τὰ ξημερώματα, μοῦ λέγουν: «Τί νὰ κάμουμε ἐδῶ; Νὰ ἀναχωρήσομε, νὰ πᾶμε εἰς τὸ Λεοντάρι, νὰ συνάξομε στρατεύματα, νὰ ἰδοῦμε τί ἀπογίνεται ἐκεῖνος ὁ κόσμος», καὶ χίλιες ἀφορμές. Ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Δὲν ἔρχομαι, κάθομαι εἰς τοῦτα τὰ βουνὰ ποὺ μὲ γνωρίζουν τὰ πουλιὰ καὶ μὲ τρῶν καλλίτερα, γειτονικά». Δὲν εἶχα ἄνθρωπο ἐδικόν μου, ἐπαρχιώτη μου, ἕνα ἄλογο εἶχα.
Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς Μπεηζαντές, Μπούρας πᾶνε στὸ Λεοντάρι, ἔμεινα μόνος μου μὲ τὸ ἄλογό μου εἰς τὸ Χρυσοβίτζι. Γυρίζει ὁ Φλέσσας καὶ λέγει ἑνὸς παιδιοῦ: «Μεῖνε μαζί του, μὴ τὸν φᾶνε τίποτες λύκοι». Ἔκατζα ἕως ποὺ ἐσκαπέτισαν μὲ τὰ μπαϊράκια τους, ἀπὲ ἐκατέβηκα κάτου· ἦτον μιὰ ἐκκλησία εἰς τὸ δρόμο (ἡ Παναγία στὸ Χρυσοβίτζι), καὶ τὸ καθησιό μου ἦτον ὁποὺ ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς: «Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτην τὴν φορὰ τοὺς Ἕλληνας διὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν!» καὶ ἐπῆρα ἕναν δρόμο κατὰ τὴν Πιάνα. Εἰς τὸν δρόμον ἀπάντησα τὸν ξάδελφόν μου Ἀντώνιον τοῦ Ἀναστάση Κολοκοτρώνη μὲ 7 ἀνιψίδια μου, ἐγινήκαμε 9 καὶ τὸ ἄλογό μου 10· ἐγὼ ἤμουν καὶ χωρὶς τουφέκι. Εἰς τὴν Πιάνα δὲν ἦτον κανείς, μὲ λέγει ὁ Ἀντώνης Κολοκοτρώνης, οὔτε εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα, - φευγάτοι. Ἔρριξα εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα, μὲ ἐγνώρισαν, ἐκατέβηκαν καμμιὰ εἰκοσαριά, τοὺς ἔκαμα ὅλους πεζοδρόμους. Ἔστειλα εἰς ὅλα τὰ χωριὰ νὰ κάμω ὀρδί. Σὲ τρεῖς ἡμέρες ἔμασα 300 καὶ ἔρριξα τὸ ὀρδί μου εἰς τὴν Πιάνα, ἀγνάντια ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά 3 ὧρες. Τότενες τὰ χαρατζοχάρτια ἔμβαιναν εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ εἶπαν: «Ὁ Κολοκοτρώνης εἶναι μὲ τετρακόσους εἰς τὴν Πιάνα». Βγαίνουνε 4.000 Τοῦρκοι, καὶ μᾶς ἐξημέρωσαν ἐκεῖ. Βλέποντας, ἔλεγα, ὅτι οἱ Τοῦρκοι εἶναι ὀλίγοι· τοὺς ἔβλεπα μὲ τὸ κιάλι, τὸ κιάλι δὲν τὸ ἔδιδα σὲ κανέναν, τοὺς παρηγοροῦσα. Ἔδωσαν μία φωτιά, ἐτζακίσανε οἱ δικοί μας, ἔμεινα μόνος μου μὲ τὸ ἄλογό μου ὀπίσω. Ἐπῆρα τὸν δρόμο τῆς Ἁλωνίσταινας· εἰς τὸν δρόμο ηὗρα τὸν Νικολὸ τὸν Μπούκουρα ἀποσταμένον καὶ τὸν ἔβαλα πισωκάπουλα. Ἡμεῖς τὴν μιὰ μεριά, οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐπηγαίναμε εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα. Οἱ Ἁλωνιστιῶτες ἐτουφέκαγαν ἀπὸ τὸ ψήλωμα, νὰ μὴν ἐμβοῦν οἱ Τοῦρκοι μέσα καὶ ἐχασομέραγαν. Ὄντας ἐπήγαινα μὲ τὸν Μπούκουρα ἔλεγα: «Ἐλᾶτε σκυλομουρτάτες!» - ὁ Μπούκουρας ἔλεγε: «Μὴν τοὺς πεισμώνεις». Ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης ἤρχετο μὲ 100 νομάτους, μὲ φορτώματα ἐμβῆκαν οἱ Τοῦρκοι, τοῦ ἐπῆραν τὰ φορτώματα.
Ἀπαντήθηκα μὲ τὸν Κανέλλο. Ὅσους εἶχε ὁ Κανέλλος κοντά του ἐφοβήθηκαν, ἐπῆγαν εἰς τὰ χωριά τους. Ἔμειναν μὲ τὸν Κανέλλο 11 νομάτοι. Οἱ Τοῦρκοι ἔκαψαν τὸ χωριὸ καὶ ἐγύρισαν πίσω στὴν Τριπολιτζά. - Παίρνω τὸν Κανέλλο διὰ νυκτὸς, τόπον σὲ τόπον καὶ ἐξημερώσαμεν εἰς ἕνα χωριὸ τοῦ κάμπου, εἰς τὴν ἄκρα τοῦ Κάμπου τῆς Καρύταινας. Οἱ Καμπίτες, κι οἱ Βουνήσιοι ἐπέρασαν τὸ ἄλλο μέρος κατὰ τὸ Φανάρι, εἰς ἕνα βουνὸ Δραγουμάνο καὶ ἦτον τὴν μεγάλη Τετράδη. Ἀπὸ τὴν πείνα μας ἐψήσαμε ἕνα ἀρνὶ κι ἐφάγαμε. Ἀπόλυκα πεζοδρόμους εἰς τὸ Λεοντάρι, ποὺ ἦτον συναγμένοι Καπεταναῖοι, τοὺς εἶπα: «Νὰ ζυγώσουν κοντὰ εἰς τὴν Τριπολιτζά, εἰς τὴν Μαρμαριά, Παπα Φλέσσας, Μούρτζινος, Ἀναγνωσταρᾶς». Ἔτζι ἤλθανε εἰς τὴν Μαρμαριὰ τὸ μὲν Μυστριώτικο στράτευμα καὶ ὁ Κυριακούλης, ὁ Βρυσθένης καὶ τ᾿ Ἁγιοπετρίτικα στρατεύματα. Ἦτον καὶ 2.000 εἰς τὰ Βέρβενα, καὶ παίρνει καμμιὰ χιλιάδα ἀνθρώπους ὁ Κυριακούλης καὶ ἔρχεται εἰς τὴν Βλαχοκερασιὰ μπροστὰ ἀπὸ ἡμᾶς. Τοῦ ἐγράψαμε νὰ ἔλθει νὰ κάμουμε ἕνα σῶμα· δὲν ἠθέλησε εἶπε: «Καλὸ πόστο κρατῶ, κι ἂν ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω μας, νὰ μᾶς ἐλθῆτε μεντάτι». Ἀνήμερα τὴν Λαμπρὴ εἴχανε βάρδια, ὁ Κυριακούλης τοπικοὺς καὶ τοὺς ἐπρόδωσαν, καὶ ἐβγῆκαν 2.000 Τοῦρκοι μὲ τὰ χαράματα τῆς αὐγῆς καὶ τοὺς ἐπλάκωσαν καὶ ἐπολέμησαν ὀλίγην ὥραν καὶ ἐσκότωσαν καμμιὰ δεκαπενταριὰ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας· ἐσκότωσαν τὸν περίφημο Ἀντώνιον Νικολόπουλο, τὸν Παναγῆ Βενετζιάνον, καὶ ὁ Κυριακούλης ἀναχώρησε μὲ τὸ λοιπὸ στράτευμα, καὶ πάγει στὸ Μυστρά. Ἀκούοντας ἡμεῖς τὸν πόλεμον, ἐκινήσαμεν εἰς μεντάτι, ἦτον δυὸ ὧρες μακρά, καὶ ὅσο νὰ πᾶμε ἡμεῖς, δὲν εὑρήκαμε οὔτε Ἕλληνας, οὔτε Τούρκους. Τὰ σπίτια καημένα, τοὺς 15 κοψοκέφαλους. Ἐγυρίσαμε ὀπίσω, εἰς τὴν Μαρμαριά. Τές ἴδιες ἡμέρες ἦλθε τὸ παιδί μου, ὁ μακαρίτης ὁ Πάνος μὲ τὸν Γενναῖο, μὲ 30 νομάτους, καὶ μ᾿ ἐγύρευαν. Τὸ ὀρδὶ τὸ ἄλλο ἦτον εἰς τὰ Βέρβενα, μὲ τὸν Βρυσθένη, Π. Γιατράκο, Ζαφειρόπουλο. Ἐρχόμενος ὁ Πάνος καὶ ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης, τὸν ἔστειλα νὰ πάγει στὴν Καρύταινα. Ὅποιος δὲν βγαίνει νὰ καίει τὸ σπίτι, νὰ κάμουν ὀρδὶ εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα καὶ εἰς τὸ Χρυσοβίτζι. Δὲν ἔλειψαν νὰ συνάζουν ἀπὸ τὰ χωριὰ ὣς 600, καὶ ὅλο ἐστέλνανε νὰ δυναμώνουν τὸν τόπο. - Τὰ Κολιόπουλα μὲ τοὺς Καλαβρυτινούς, ἦσαν καὶ οἱ Μεταξάδες μὲ κανόνια καὶ ἐπολιορκοῦσαν τοῦ Λάλα. Ἐστείλαμεν διαταγὲς εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ Μυστρά, καὶ ἐσυνάχθημεν εἰς τοῦ Μαρμαριᾶ ἕως 1.200 καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ πιάσουμε τὸ Βαλτέτζι ὁποὺ ἦτον ἀγνάντια ἀπὸ τὰ Βέρβενα, ἀπὸ τὸ Χρυσοβίτζ καὶ Ἁλωνίσταινα (Καρυτινὰ ὀρδιά). Στὸ Βαλτέτζι εὑρίσκοντο ὁ Μούρτζινος, Γιατράκος, Κυριακούλης, Ἠλίας Μπεηζαντές, Νικηταρᾶς, Ἀναγνωσταρᾶς, ἐγὼ ἤμουν ἐπικεφαλῆς. Σὰν ἐμαζώχθημεν ἐγὼ ἐστεκόμουν μὲ 200 - 300 εἰς τὸ χωριὸ νὰ τοὺς δίδω βοήθειαν. Τὰ ταμπούρια ἦτον πλησίον, διὰ νὰ δίδει τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου βοήθεια. Ἦτον ἀρχὲς καὶ δὲν ἤξευραν νὰ πολεμήσουν. Οἱ Τοῦρκοι, μία τῶν ἡμερῶν (ἔβγα Ἀπριλίου), ἐβγαίνουν εἰς τοῦ Ἀναπλιοῦ τὴν Πόρταν 10.000. Ἐστοχάσθημεν ὅτι θὰ πᾶνε εἰς τὰ Βέρβενα, ἀντίκρυζε ἡ Πόρτα τοῦ Ἀναπλιοῦ. Ἐπῆγα εἰς τὸ Καλογεροβούνι διὰ νὰ δώσω σημεῖο ποῦ νὰ τρέξομε μεντάτι, ἂν πηγαίνουν κατὰ τὰ Βέρβενα νὰ πάγω μεντάτι, καὶ ὅσοι ἦτον εἰς τὰ ὀρδιά, εἰς τὸ Χρυσοβίτζι καὶ Πιάνα νὰ πιάσουν τὴ θέση τοῦ Βαλτετζιοῦ. Καὶ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπῆγαν εἰς τὰ Βέρβενα, ἀλλ᾿ ἦλθαν εἰς τὸ Βαλτέτζι. Ὅσο ποὺ νὰ γυρίσω, ἐπιάσθηκε ὁ πόλεμος εἰς τὸ Βαλτέτζι. Τὸ τούρκικο μέρος ἐκτυπήθη μὲ τὸν Γιατράκο, Κυριακούλη, Νικηταρᾶ. Αὐτοὶ ὑποχώρησαν, ἐτραβιούνταν, ἔφυγαν, ἐγὼ ἦλθα ἀπὸ πίσω, - ἐπῆγα καὶ ἐγὼ τὸν τορὸν ἐκείνων. Φθάνοντας μερικοὶ τοῦ Πέτροβα καὶ Σόρι - οἱ Τοῦρκοι ἄρχιζαν καὶ ἔκαιγαν τὸ χωριό. Τοὺς φώναξα: «Σταθῆτε γεροί, γιατὶ θὰ μᾶς πνίξουν». Ἐστάθημεν 30, λαβώνομε ἕνα μπαϊραχτάρη· ἐτζάκισαν οἱ Τοῦρκοι. Ἔφθασεν ἀπὸ τὰ Βέρβενα, Πιάνα καὶ Χρυσοβίτζι μεντάτι· τοὺς γυρίσαμεν, τοὺς κυνηγήσαμεν εἰς τὸν Κάμπον, κάτω ἀπὸ τὴ Μπολέταν, μισὴ ὥρα μακρὰ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά. Οἱ Καλαβρυτινοὶ ἦτον ἕως δύο χιλιάδες εἰς τὸ Λεβίδι, δὲν ἐπῆραν εἴδηση. Ἂν ἤθελε ἔλθουν εἰς βοήθειαν, ἤθελε πᾶμε μαζὶ μὲ τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ἐγυρίσαμε ὀπίσω, πᾶσα ἕνας εἰς τὸ ὀρδί του. Τὴν ἄλλην ἡμέρα εὑρῆκαν ἀφορμὴ ὁπὼς θὰ πᾶμε νὰ εὕρομε στρατιῶτες. Φεύγει καὶ ὁ Μούρτζινος, μένω μὲ 20 ἀνθρώπους ἐδικούς μου. Ὅλοι ἐτράβηξαν εἰς τὸ Λεοντάρι, ἐγὼ μὲ τοὺς 20 ἐκείνους ἐπῆγα καὶ ἔμασα τοὺς Καρυτινοὺς εἰς δύο, καὶ ἦτον ὅλοι 1.200, εἰς τὸ ἕνα ὁ ἀρχηγὸς ὁ Κολιόπουλος, εἰς τὸ ἄλλο ὁ Ἀνδρέας Παπαδιαμαντόπουλος. Σὲ 10 ἡμέρες περάσοντας, τοὺς ἔγραψα εἰς τὸ Λεοντάρι, ὅτι: «νὰ ἐλθῆτε νὰ πιάσουνε τὸ Βαλτέτζι». Καὶ τότε ἐκίνησε ὁ Μπεηζαντές, οἱ Πετροβαῖοι καὶ Μεσσήνιοι 1.200, Παπατσώνης. Ἐπῆγα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Βαλτέτζι, τοὺς λέγω: «Νὰ φτιάσετε τὰ ταμπούρια κλειστά. Εἰς τὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἦτον μία ἐκκλησιά, νὰ γένει ταμπούρι, καθὼς καὶ δύο καταράχια, ποὺ ἐδιαφέντευαν τὸ χωριό, ὁποὺ ἂν ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι, νὰ κλεισθῆτε μέσα». Μοῦ ἀπεκρίθηκαν ἐκεῖνοι: «Χανόμεθα». - «Ἐσεῖς κλεισθῆτε καὶ ἐγὼ σᾶς ἔρχομαι μεντάτι, σᾶς παίρνω εἰς τὸν λαιμό μου». Ἐκείνη τὴν ἴδια ὥρα, ὁποὺ ἡμεῖς ἐφτιάναμε αὐτό, ἦλθεν ὁ Κεχαγιὰς μὲ 4.000 εἰς τὴν Βοστίτζα ἀπὸ τὰ Γιάννινα, ἔκαψε τὴν Βοστίτζα, ἐπέρασε εἰς τὰ Μαῦρα Λιθάρια ἀτουφέκιστος, ἔκαψε τὴν Κόρινθο. Ὁ Φλέσσας ἔκαψε τὰ σπίτια τοῦ Κιαμήλμπεη, ἔκαψε τὸ Ἄργος ὁ Κεχαγιάς, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ Τουρνίκι, ἐμβῆκε εἰς τὴν Τριπολιτζά. Μπαίνοντας εἰς τὴν Τριπολιτζά, τοῦ ἱστόρησαν τὸν πόλεμο τὸν πρῶτον τοῦ Βαλτετζιοῦ - ποὺ ἐκυνηγήσαμεν τοὺς Ρωμαίους καὶ ἐπαινέματα τούρκικα. Τοῦ εἶπαν οἱ παλαιοὶ Τοῦρκοι: «Ἦτον Ροῦσοι, τοὺς κυνηγήσαμεν εἰς τὸν κάμπο τοῦ Σινάνου, ἐπροσκύνησαν». Τὸ αὐτὸ σχέδιον ἤθελαν νὰ κάμουν. Ὁ Κεχαγιάς, καλὰ τερτιπλὴς καὶ πολεμικός, κάνει ἕνα σχέδιον καὶ στέλνει τὸν Ρουμπῆ ἀπὸ τὰ Μπαρδούνια ἐπὶ κεφαλῆς μὲ 5.000 νὰ πάγει στὸ Βαλτέτζι νὰ κυνηγήσει τοὺς Ἕλληνας, καὶ στέλνει καὶ 1.500 χωριστὰ διὰ νυκτὸς γιὰ νὰ πιάσουν τὰ ὄπισθεν τοῦ Βαλτετζιοῦ, ποὺ ἂν τζακισθοῦν οἱ Ἕλληνες, καθὼς καὶ τὴν πρώτην φοράν, νὰ τοὺς κτυπήσουν. Καὶ ἀτός του παίρνει 2.000 καβαλλαραίους εἰς τὰ ὄπισθεν τοῦ Βαλτετζιοῦ· τὸ ὁμοίως νὰ ἀκολουθήσει ὅταν τζακίσουνε οἱ Ἕλληνες, καὶ 1.000 βάνει εἰς τὸ Καλογεροβούνι διὰ νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τὸ στράτευμα τῶν Βερβενιῶν, ἂν κινήσει μεντάτι. Τὸ ἕνα στράτευμα, ὁποὺ ἤμουν, εἰς τὸ Χρυσοβίτζι εἶχε 800, καὶ τὸ μὲν στράτευμα τῆς Πιάνας μὲ τὸν Δ. Κολιόπουλο μὲ 800. Τὸν Κανέλλο Δεληγιάννη τὸν εἴχαμεν ἔφορον μὲ ἄλλους 4, γιατὶ ἔβαλα ἐφορία νὰ οἰκονομοῦν τὰ στρατεύματα. Τὴν αὐγὴν ὁποὺ ἐκίνησαν οἱ Τοῦρκοι διὰ τὸ Βαλτέτζι, οἱ βάρδιες ἦτον διὰ νυκτὸς ἀπερασμένες εἰς τὲς τοποθεσίες. Ἐγὼ ἐκοιμούμουν εἰς τὸ Βαλτέτζι, ἐγευμάτιζα εἰς τὴν Πιάνα καὶ ἐδείπναγα εἰς τὸ Χρυσοβίτζι καὶ ἐπεριφερόμουν στὰ τρία ὀρδιὰ καὶ ἔντεσα ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ εἶμαι εἰς τὸ Χρυσοβίτζι. Εἰς τὴν Πάνω Χρέπα, ἀπάνω ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, εἴχαμε βάρδιες καὶ ἔδιναν εἴδηση, πόθεν πᾶνε οἱ Τοῦρκοι. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα μᾶς ἔκαμαν σινιάλο, ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε στὸ Βαλτέτζι - μᾶς ἔκαμαν φωτιὲς ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε εἰς τὸ Βαλτέτζι. Εὐθὺς ἐκίνησα μὲ τοὺς 800 καὶ ἔκαμα διαταγὴ ν᾿ ἀκολουθήσουν κι οἱ ἄλλοι. Ὅσο νὰ ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὸ Βαλτέτζι, ἐφθάσαμεν καὶ ἡμεῖς. Ἄνοιξε ὁ πόλεμος τοῦ Βαλτετζιοῦ. Τοὺς δικούς μας τοὺς πολιόρκησαν οἱ 5.000. Ἀνοίγοντας τὸ τουφέκι ἐφθάσαμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὲς πλάτες τῶν Τούρκων, ρίξαμε μιὰ μπαταριὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν οἱ μέσα, καὶ οἱ μέσα ἐχάρηκαν καὶ ἔρριξαν κι ἐκεῖνοι, ἔρριξαν καὶ οἱ Τοῦρκοι, ἔγινε κρότος μεγάλος. Οἱ Τοῦρκοι, οἱ ἐμπροστινὲς φύλαξες περίμεναν νὰ φύγουν οἱ Ἕλληνες, καρτερώντας δύο ὧρες καὶ ἀκούοντας φρικτὸν πόλεμον ὀπίσω, ἐπείκασαν, ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐκλείσθησαν καὶ πολεμᾶν. Ἦρθαν καὶ ἐκεῖνοι εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Ἑλλήνων, ἔπιασαν ἕνα καταράχι δέκα μπαϊράκια καὶ ἐμπόδιζαν τὴν κοινωνίαν μας μὲ τοὺς μέσα. Ἐμεῖς οἱ 800 ἐδυναμώσαμεν τὸν τόπον, γιὰ νὰ μὴ μᾶς πάρουν τὰ ὀπίσθια οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Κεχαγιὰς ἐκαρτέρεσε καὶ αὐτός δὲν εἶδε τίποτες, ἦλθε εἰς τὸ Βαλτέτζι μὲ δύο κανόνια. Πολεμοῦν οἱ Ἕλληνες οἱ κλεισμένοι. Ἔφθασε καὶ ὁ Κολιόπουλος, ἔκλεισε τὸν Ρουμπῆ μὲ τοὺς 5.000 καὶ δὲν εἶχε ἀνταπόκριση μὲ τοὺς ἄλλους Τούρκους. Τοὺς ἔβαλε (ὁ Ρουμπῆς) τὸ κανόνι, πλὴν δὲν τοὺς ἔκανε ζημία. Ὁ πόλεμος ἐστάθη σφοδρὸς, ὅλην τὴν ἡμέραν· Οἱ Τοῦρκοι ἐπρόσμεναν μὲ τὰ ψηφώματα νὰ ἀδειάσουν τὸ Βαλτέτζι οἱ κλεισμένοι, καὶ ἡμεῖς ἀκαρτερούσαμεν νὰ φύγουν οἱ Τοῦρκοι. Τὸ βράδυ παίρνω μερικοὺς καὶ πάγω εἰς τὸ καταράχι, ὅπου ἦτον οἱ σημαῖες τῶν Τουρκῶν. Ἐπῆγα κοντά, τοὺς τουφέκισα, μὲ δίδουν 4 τουφέκια - οἱ Ἕλληνες ὀπίσω δὲν ἐκατάλαβαν: «Ζωντανοὺς θὰ σᾶς πιάσω, ἐγὼ εἶμαι ὁ Κολοκοτρώνης». - «Τί εἶσαι σύ;» - «Ὁ Κολοκοτρώνης». - Ἄδειασαν τὸν τόπον. Τότε ἐμβήκαμεν εἰς τὸ Βαλτέτζι, ἐδώσαμε φυσέκια, ψωμί, ὅ,τι ἀναγκαῖα ἦτον εἰς ἐκείνους. Εἰς τὲς 2 ὧρες τῆς νυκτὸς ἦλθαν 200 ἐδικοί μας καὶ ἔρριξαν μία μπαταρία· ἐνομίζαμε ὅτι εἶναι Τοῦρκοι, καὶ ἦτον Ἕλληνες. Ἐξενυκτήσαμε καὶ τὰ δύο μέρη, ὁ ἕνας πῶς θὰ φύγει ὁ ἄλλος. Ἐξημερώσαμεν εἰς τὸν πόλεμο. Βάνω τὸ κιάλι καὶ τηράω, βλέπω τοὺς Τούρκους εἰς ἕνα μέρος, ὁ Ρουμπῆς ἦτον ἀποκλεισμένος. Τὴν αὐγὴ ὁ Κεχαγιὰς ἔβαλε τὸ κανόνι εἰς τὸ ταμπούρι τοῦ Μπεηζαντὲ τοῦ Ἠλία. Τὸ κανόνι προσπέρναε τὸ ταμπούρι τοῦ Ἠλία καὶ ἔπαιρνε τὸ ταμπούρι τοῦ Ρουμπῆ. Ἂν τὸ χαμήλωνε, θὰ τὸν ἔπαιρνε.
Ὁ Ρουμπῆς ἐστενοχωρήθη νὰ γυρίσει μὲ γιουρούσι, ἀνάμεσα τῶν δύο ταμπουριῶν τῶν Ἑλλήνων. Ἐπείκασα ὅτι θέλει νὰ φύγει· τὸν ἐζυγώσαμε, κοντά. Κάνει γιουρούσι ὁ Ρουμπῆς - ἀπὸ τὴν τρομάρα τους ἀφήνουν τουφέκια. Πέφτουν ἀνάμεσα τῶν δύο, τοῦ σκοτώνουν ὡς 300, ἡμεῖς ἀπὸ πίσω. Ἐπέσαμε ἀπὸ κοντά, ἐπετάχτηκαν καὶ οἱ κλεισμένοι Ἕλληνες, τοὺς μάσαμεν μπλαστοί, τοὺς μονομεριάσαμεν, τοὺς ἀκολουθούσαμεν. Οἱ Ἕλληνες ἔπεσαν εἰς τὰ λάφυρα καὶ εἰς τοὺς σκοτωμένους καὶ δὲν ἀκολουθοῦσαν μὲ προθυμία. Ὁ Νικηταρᾶς ἔντεσε νὰ εἶναι εἰς τὰ Βέρβενα μὲ 800· ἔρχεται, δὲν ἔφθασε εἰς ὥρα, τοὺς ἐκυνηγήσαμεν ἕως ποὺ τοὺς ἐβγάλαμε εἰς τὸν Κάμπον. Ἐκεῖνος ὁ πόλεμος ἐστάθη ἡ εὐτυχία τῆς Πατρίδος. Ἂν ἐχαλιόμεθα, ἐκινδυνεύαμε νὰ κάμομε ὀρδὶ πλέον (1).
Ὁ Μπεηζαντὲς εἰς τὸ καταράχι, καὶ εἰς τὴν ἐκκλησιὰ ἄνθρωποι τοῦ Μπεηζαντὲ - ὁ Μητροπέτροβας εἰς τὸ ἄλλο καταράχι· ἄλλο ταμπούρι εἶχαν οἱ Λεονταρίτες. Ὁ Κολιόπουλος εἶχεν ἀποκλεισμένον τὸν Ρουμπῆ. Ὅλοι ὁμοῦ ἐκυνηγήσαμεν τὸν ἐχθρόν.
Δώδεκα, δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον. 23 ὧρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος.
Ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἦτον Παρασκευὴ καὶ ἔβαλα λόγον, ὅτι: «Πρέπει νὰ νηστεύσομεν ὅλοι, διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας καὶ νὰ δοξάζεται αἰώνας αἰώνων ἕως οὗ στέκει τὸ ἔθνος, διατὶ ἦτον ἡ ἐλευθερία τῆς Πατρίδος».
Ὁ Κεφάλας καὶ ὁ Παπατζώνης ἦσαν εἰς τὴ μάχη τοῦ Βαλτετζιοῦ. Μετὰ τὴν νίκην τοῦ Βαλτετζιοῦ οἱ Καρυτινοὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὰς θέσεις των, Χρυσοβίτζι καὶ Πιάνα, καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἐστάθηκαν εἰς τὸ Βαλτέτζι. Περάσοντας 10 ἡμέρες ἡ Μπουμπολίνα, ὁ Τζόκρης καὶ ὁ Στάϊκος μ᾿ ἔγραψαν νὰ τοὺς στείλω βοήθεια καὶ ἕναν ἀρχηγό, καὶ τοὺς ἔστειλα τὸν Νικήτα μὲ 50 ἀπὸ τὸ ὀρδὶ τοῦ Χρυσοβιτζιοῦ 50 ἀπὸ τὸ ὀρδὶ τοῦ Βαλτετσιοῦ καὶ 50 ἀπὸ τὸ ὀρδὶ τῶν Βερβένων, καὶ ἔτσι ἐπῆγε εἰς τὰ Δολιανά, διὰ νὰ πάρει καὶ τοὺς 50 ἀπὸ τὰ Βέρβενα. Ἐκοιμήθηκε τὸ βράδυ ἐκεῖ (Κωνσταντής Ἀλεξανδρόπουλος ἦτον ἀρχηγὸς τῶν 50, Στεμνιτζιώτης). Οἱ Τοῦρκοι ἔκαμαν συνέλευση εἰς τὴν Τριπολιτζά. Οἱ Μυστριῶτες καὶ Μπαρδουνιῶτες ἐπρόβαλαν: ὡσὰν δὲν ἔκαμαν τίποτε εἰς τὸ Βαλτέτζι νὰ πᾶνε νὰ χαλάσουν τὸ ὀρδὶ ὁποὺ εἶναι εἰς τὰ Βέρβενα, καὶ ἀπεκεῖ νὰ τραβήξουν διὰ τὸν Μυστρά. Ἔτζι ἐδέχθηκαν οἱ Τοῦρκοι τὴν γνώμην αὐτήν, καὶ ἐκίνησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὰ Δολιανά, διὰ νὰ περάσουν νὰ βαρέσουν τὸ ὀρδὶ τὸ ἐδικόν μας εἰς τὰ Βέρβενα. Ὁ Νικήτας μόλις εἶχε ἔβγει ἕνα κάρτο μακρυὰ ἀπὸ τὰ Δολιανὰ καὶ τοῦ εἶπαν: «Τοῦρκοι ἔρχονται». Καὶ αὐτὸς γυρίζει ὀπίσω καὶ πιάνει τὸ χωριό, καὶ τὸν ἔκλεισαν μέσα οἱ Τοῦρκοι. Ἄλλοι ἔκλεισαν τὸν Νικήτα καὶ ἄλλοι ἐστράτευσαν διὰ τὰ Βέρβενα. Τῶν Βερβένων τὸ ὀρδὶ τοὺς ἐκαρτέρεψε, καὶ μὲ πρώτη φωτιὰ ἐσκότωσαν ἕνα μπαϊρακτάρη καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐφοβήθηκαν καὶ ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Τὸ ὀρδὶ τῶν Βερβένων τοὺς ἐπῆρε ἀπὸ κοντά. Ἀφοῦ ἐζύγωσαν κοντὰ εἰς τὰ Δολιανὰ ἐτζάκισαν καὶ οἱ Τοῦρκοι ὁποὺ πολιορκοῦσαν τὸν Νικήτα, καὶ ἔτσι ἐβγῆκε κι ὁ Νικήτας μὲ τοὺς ἀνθρώπους του, καὶ τοὺς ἐκατέβασαν ἕως εἰς τὸν Κάμπον κυνηγώντας. Ἐπῆραν δύο κανόνια, 70 σκοτωμένοι, ἔτζι ἐμούδιασαν οἱ Τοῦρκοι καὶ δὲν ἐβγῆκαν ἄλλη φορὰ διὰ ἐκστρατείαν (Μάϊος). Ὁ Νικήτας ἐτράβηξε εἰς τὸ Ἄργος, ἐχάλασε τὰ τζαμιά, τοὺς μιναρέδες καὶ μᾶς ἔστειλε μολύβι, γιατὶ εἴχαμε ἔλλειψη ἀπὸ μολύβι καὶ χαρτί, καὶ ἐπήραμε τὴν Βιβλιοθήκην τῆς Δημητζάνας καὶ ἄλλων μοναστηρίων καὶ ἐδέναμε φουσέκια. Μπαρούτι εἴχαμε, ἔκαμνε ἡ Δημητζάνα. Τοῦ μπαρουτιοῦ τὴν ὑπόθεση τὴν εἶχαν πάρει ἀπάνου τους τὰ ἀδέλφια Σπηλιωτόπουλοι, καὶ διὰ νὰ δουλεύουν τὴν μπαρούτη δὲν ἐπαίρναμε πολλοὺς Δημητζανίτες εἰς τὸ στρατόπεδο, τοὺς ἀφήναμε δι᾿ αὐτὴν τὴν δούλευσιν· Σὰν ἄκουσαν ὁποὺ ἐκάμναμεν προόδους οἱ Σπετζιῶτες καὶ οἱ Ὑδραῖοι, μᾶς ἔστειλαν καὶ πολεμοφόδια καὶ πετζιὰ γιὰ τζαρούχια· μοῦ τὰ ἔστελναν ἐμένα καὶ ἐγὼ ἔδινα ὁποὺ ἦτον ἀνάγκη. Ἐγὼ ἐσηκώθηκα μία νύκτα μὲ τοὺς Καρυτινούς, μετὰ τὸν πόλεμον τῶν Δολιανῶν, καὶ ἔπιασα τὰ Τρίκορφα ψηλά, καὶ τοὺς τζεπχανέδες τοὺς εἴχαμεν εἰς τὴν Ζαράχοβα, ὁποὺ ἦτον ἕνας δυνατὸς πύργος, καὶ τὲς ζωοτροφίες καὶ λοιπά. Εἰς τὴν κορυφὴν τῶν Τρικόρφων ἔφκιασα ταμπούρια, καὶ ἦτον ἡ πρώτη φορὰ ὁποὺ ἐζυγώσαμε τόσο κοντὰ εἰς τὴν Τριπολιτζά, μισὴ ὥρα ἦτον μακριά. Τοὺς φιλοτιμοῦσα νὰ κατέβουν ὀμπρός, καὶ τοὺς ἀνάφερα τὸ παράδειγμα τοῦ φιδιοῦ. Βλέποντας οἱ Τοῦρκοι, τὴν αὐγή, ὅτι ἐκάμαμε ταμπούρια κοντά τους, ἀγνάντια στὴν Τριπολιτζά, ἐβγῆκαν καὶ πολεμήσαμεν ἕως 2.000 καὶ ἡμεῖς τοὺς ἀντικρούσαμεν καὶ τοὺς ἐκυνηγήσαμεν, καὶ ἔτζι ἀκολούθησε πέντε ἕξι ἡμέρας νὰ ἔχομε πόλεμο κάθε ἡμέρα. Ἡμεῖς 1.800 εἴμεθα. Ὁ τόπος μᾶς βοηθοῦσε πολύ, καὶ οἱ Ἕλληνες ἄρχισαν νὰ παίρνουν θάρρος, γιατὶ ἐκυνηγήσαμεν τοὺς Τούρκους καὶ εἰς τὸ Βαλτέτζι, καὶ εἰς τὰ Δολιανά, καὶ εἰς διαφόρους ἀκροβολισμούς. Ὅταν ὁ πόλεμος ἐβάσταε πολύ, μᾶς ἤρχετο μεντάτι ἀπὸ τὸ Βαλτέτζι. Εἶχα ἐκτελεστικὴ δύναμη εἰς τὴν ἐπαρχία, καὶ ὅποιος ἔφευγε ἀπὸ τὸ στρατόπεδο τὸν ἔπιαναν, τὸν ἔδεναν καὶ τὸν ἔστελναν ὀπίσω, τοῦ ἔκαιγαν τὸ σπίτι. Ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης ἐφρόντιζε διὰ τὲς ζωοτροφίες καὶ ἐγὼ διὰ τὸν πόλεμο. Τόσον ἐνθουσιασμὸν ἄρχισαν νὰ ἔχουν οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ μόνοι των ἄλεθαν, ἐζύμωναν, ἔψεναν τὸ ψωμί, καὶ τὰ ἔφερναν μὲ τὰ ζῶα των εἰς τὸ στρατόπεδο. Εἴχαμε φοῦρνο ἐθνικὸ εἰς τὴν Πιάνα, Ἁλωνίσταινα, Βυτίνα, Μαγούλιανα, Δημητζάνα, Στεμνίτζα. Πρόβατα μᾶς ἔφερναν, πότε ἀπὸ τὰ 20, πότε ἀπὸ τὰ 30, ἀπὸ τὰ 40, ἀπὸ τὰ 50 τὸ ἕνα, καὶ τὰ ἔδιδαν μὲ εὐχαρίστησή τους. Ὁ Κυριάκος Τζόλης ἐχάρισεν 120 τραγιὰ εἰς τὸ στρατόπεδο ἀπὸ τὴν Ζαράχοβα. Εἴχαμε κιόλα στελμένα καὶ τὰ ἐμάζωναν. Ἀπὸ ἡμᾶς ἐπῆραν παράδειγμα καὶ τὰ ἄλλα στρατόπεδα καὶ ἔκαμναν τὸ ἴδιο. Μετὰ 10 ἡμέρες ἔκαμα μία διαταγὴ καὶ ἐπαρακινοῦσα τοῦ Βαλτετζιοῦ τὰ στρατεύματα νὰ ἔλθουν εἰς τὰ Τρίκορφα, καθὼς καὶ τὸ ἔκαμαν. Ἦλθαν καὶ ἔφκιασαν ταμπούρια ἀποπάνω ἀπὸ τὸν ἀπάνου μύλο τῆς Τριπολιτζᾶς. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, ὁ Ἠλίας, οἱ Μεσσήνιοι ὅλοι, οἱ Λεονταρίτες, οἱ Σαμπαζιῶτες, ἕως 1.500. Τότε ἐπαρακινήσαμε τοὺς Τζάκωνας καὶ Ἁγιοπετρίτες, ὁποὺ ἦταν εἰς τὰ Βέρβενα καὶ ἔπιασαν τὴν θέσιν τὸ Στενό. Ἐκεῖ ἔφκιασαν γράνες καὶ ταμπούρια, ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Ζαφειρόπουλος. Ἔβγαιναν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἔκαμναν ἀκροβολισμούς. Ὁ Γιατράκος ἦλθε μὲ τοὺς Μυστριώτας. Οἱ Καλαβρυτινοὶ ἦτον ἕως 1.200 εἰς τὸ Λεβίδι, καὶ τοὺς ἔγραψαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Πάνω Χρέπα. Ἦτον ἐκεῖ ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης, Ἀνδρέας Ζαΐμης, Πετιμεζαῖοι, Σολιώτης, Λεχουρίτης καὶ λοιποὶ καπεταναῖοι, τῶν Καλαβρυτινῶν. Εἰς τὴν Πάτραν διέλυσαν τὴν πολιορκίαν διατὶ τοὺς ἐχάλασαν ἕνα δύο φορὲς οἱ Τοῦρκοι. Εἰς τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐκάμναμεν ἡμεῖς αὐτά, ἔγραψαν οἱ Λαλαῖοι τοῦ Γιουσούχπασια διὰ νὰ τοὺς ὑπάγει μεντάτι. Ἐπῆγε λοιπὸν ἐκεῖ· ἐπολέμησαν πολλοὶ εἰς εἰς τοῦ Λάλα, καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς πολέμους ἐχάθη ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κολιόπουλου, ἐλαβώθη ὁ Μεταξᾶς ὁ Ἀνδρέας. Οἱ Λαλαῖοι ἐσηκώθηκαν μὲ τὲς φαμελιές των καὶ ἐπῆγαν ἀνέγγιαγοι εἰς τὴν Πάτρα. Ἄδειασε τὸ μεσόγειο τῆς Πελοποννήσου. Τότε ἡ Πάτρα ἐδυνάμωσε, καὶ τὰ Καλαβρυτινὰ στρατεύματα ἔφυγαν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθαν εἰς βοήθειαν μας στὴν Πάνω Χρέπα. Ἐπῆγα εἰς αὐτούς, τοὺς παρακίνησα νὰ φκιάσουν ταμπούρια εἰς τὸ Περθώρι, διὰ νὰ σφίξωμεν στενὰ τὴν Τριπολιτζά. Αὐτοὶ μοῦ ἔβγαλαν ἕνα ψεύτικο γράμμα, ὅτι τάχα ἦλθαν πολλοὶ Τοῦρκοι εἰς τὰ Μαῦρα Λιθάρια, καὶ ἔτζι ἀνεχώρησαν καὶ ἐπῆγαν ἕξι ὧρες μακριὰ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά. Ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης εἰς τοῦ Γκόζη, καὶ ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης εἰς τὸ Μπακράτι. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν στενοχωρηθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας. Εἰς τὲς Καλτεζιές, ἐπαρχία Μυστρά, ἔγινε συνέλευσις ἀπὸ μέρος προυχόντων τῆς Πελοποννήσου καὶ τὸ εὕρηκαν εὔλογο νὰ φέρωμεν τὸν Μαυρομιχάλην, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν Καλαμάταν. Ἐπῆγε ὁ Κανέλλος ὁ Δεληγιάννης καὶ ὁ Πονηρός, τὸν ἐπῆραν ἀπὸ τὴν Καλαμάταν, τὸν ἐπῆγαν εἰς τὴν Στεμνίτζα καὶ τὸν ἔκαμαν πρόεδρον τῆς Γερουσίας, καὶ ἔγραψαν εἰς τὴν Ὕδραν, εἰς τὲς Σπέτζες, εἰς τὴν Ἑπτάνησον. Εἰς τὴν Ρούμελη ἡ Δυτικὴ Ἑλλὰς εἶχε ἀποστατήσει τὸν Μάϊο, καὶ ἡμεῖς ἐκοιτάζαμεν τὴν δουλειά μας. Κάθε ἡμέρα εἴχαμε ἀκροβολισμούς. Μέσα εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἦσαν 14.000 ἄρματα καὶ 8.000 καβαλλαραῖοι. Τὸν Ἰούνιο μήνα ἦλθε ὁ Ὑψηλάντης εἰς τὸ Ἄστρος καὶ ἐσυνάχθηκαν ὅλοι οἱ ἄρχοντες τῆς Πελοποννήσου, Ἀνδρέας Ζαΐμης, Σωτὴρ Χαραλάμπης, Πετρόμπεης, Ἀναγνώστης, Δεληγιανναῖοι καὶ λοιποί, καὶ ἐγώ, καὶ ἐπήγαμε νὰ προϋπαντήσωμεν τὸν Ὑψηλάντη. Εἰς τὸ ὀρδὶ ἄφησα τὸν Πάνο, υἱόν μου, Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Ἀναγνωσταρᾶ, Γιατράκο, Μητροπέτροβα καὶ λοιπούς. Τὸν ἐκαρτερέσαμεν μὲ παράταξη καὶ ἔτυχαν καὶ οἱ Σπετζιῶτες προύχοντες ἐκεῖ καὶ ἐπήγαμεν ὅλοι, καὶ τὸν ἐπήγαμεν εἰς τὰ Βέρβενα. Ἐκεῖ ὁ Ὑψηλάντης ἐγύρευε νὰ κάμει πράγματα, ὁποὺ δὲν ἄρεζαν τῶν ἀρχόντων καὶ ἔτζι ἐφιλονίκησαν. Ὁ Ὑψηλάντης εἶχε μαζί του τὸν Βάμβα, Ἀναγνωστόπουλο, Ἀντωνόπουλο, καὶ μιὰ πενηνταριὰ μαθητὰς τῆς Εὐρώπης Ἕλληνας. Ἐκεῖ ἤθελε νὰ κάμει ὡς Ἐπίτροπος τοῦ γενικοῦ Ἐπιτρόπου, οἱ ἄρχοντες δὲν ἠθέλησαν καὶ ἔτζι ἐδυσαρεστήθη ὁ Ὑψηλάντης καὶ ἀνεχώρησε διὰ τὴν Καλαμάτα. Ὁ Ἀλέξανδρος Κατακουζηνὸς εἶχε σταλθεῖ εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Μονοβασίας. Εἰς τὰ Βέρβενα ἦσαν συναγμένοι ἕως 5.000 στρατιῶτες. Αὐτοὶ ἐπῆραν ὅλοι τὰ ἄρματα διὰ νὰ σκοτώσουν ὅλους τοὺς ἄρχοντας. Ἦλθαν καὶ μᾶς πολιόρκησαν εἰς τὸ κονάκι τοῦ Πετρόμπεη, ὅπου εἴμεθα ὅλοι συναγμένοι. Ἤκουσα τὸν θόρυβο καὶ ἠθέλησα νὰ ἔβγω ἔξω, ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης μ᾿ ἐμπόδιζε, τοὺς εἶπα: «Ἀφήσετε νὰ ἔβγω, μήπως γένει ἀρχὴ καὶ πέσει κανένα τουφέκι καὶ τότε μᾶς σκοτώσουν ὅλους». Ἐγὼ στρατιώτας δὲν εἶχα τότες, ἐβγῆκα ἔξω καὶ ὁμίλησα: «Ἕλληνες, τί θέλετε; Ἐλᾶτε ἐδῶ», καὶ εὐθὺς ἔτρεξαν καὶ μὲ σήκωσαν εἰς τὸν ἀέρα. Μοῦ λέγουν ὅτι: «Θέλομε νὰ σκοτώσομε τοὺς ἄρχοντας, διότι μᾶς ἔδιωξαν τὸν Ὑψηλάντη». Ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Ἐλᾶτε νὰ σᾶς εἰπῶ πρῶτον καὶ ἐγώ, ἔπειτα εἶμαι συμβοηθός σας νὰ τοὺς σκοτώσετε». Τοὺς ἐτράβηξα τίρο τουφέκι εἰς μία βρύση ὅλους, καὶ ἀνέβηκα ἐπάνω εἰς μία πέτρα γιὰ νὰ ἀκοῦν, ὅλοι, καὶ τοὺς εἶπα: «Διατί θέλομε τὸν χαϊμό μας μονάχοι μας; Ἡμεῖς ἐσηκώσαμε τὰ ἄρματα διὰ τοὺς Τούρκους καὶ ἔτζι ἀκουσθήκαμεν εἰς τὴν Εὐρώπη, ὅτι σηκωθήκαμεν οἱ Ἕλληνες διὰ τοὺς Τυράννους, καὶ στέκεται ὅλη ἡ Εὐρώπη νὰ ἰδεῖ τί πράγμα εἶναι τοῦτο. Οἱ Τοῦρκοι ὅλοι εἶναι ἀκόμη ἀπείραγοι εἰς τὰ κάστρα καὶ εἰς τὲς χῶρες, καὶ ἡμεῖς εἰς τὰ βουνά, καὶ ἂν σκοτώσωμεν τοὺς προεστούς, θὰ εἰποῦν οἱ Βασιλεῖς, ὅτι τοῦτοι δὲν ἐσηκώθησαν διὰ τὴν ἐλευθερίαν, ἀλλὰ διὰ νὰ σκοτωθοῦν συνατοί τους, καὶ εἶναι κακοὶ ἀνθρῶποι, Καρβονάροι, καὶ τότε ἠμποροῦν οἱ Βασιλεῖς νὰ βοηθήσουν τὸν Τοῦρκο καὶ νὰ λάβομε ζυγὸν βαρύτερον ἀπὸ ἐκεῖνον ὁποὺ εἴχαμε. Γράφομε καὶ ἔρχεται ὀπίσω ὁ Ὑψηλάντης καὶ μὴν ἐπῆρε ὁ νοῦς σας ἀέρα». Τὸτε τοὺς ἡσύχασα. Οἱ ἄρχοντες καὶ ὁ Μαυρομιχάλης ἔστειλαν τὸν Ἀναγνωσταρᾶ καὶ ἐγύρισαν ὀπίσω τὸν Ὑψηλάντη, καὶ ἐπῆγε πᾶσα ἕνας εἰς τὴν θέση του. Τότε ἐπροσκύνησε ἡ Μονοβασιὰ εἰς τὸν Κατακουζηνό. Ἐπολιορκοῦσαν ἐκεῖ οἱ Μανιᾶται καὶ οἱ Τζάκωνοι διὰ ξηρᾶς, καὶ διὰ θαλάσσης Σπετζιώτικα καράβια. Καὶ μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας ἐπαραδόθηκε καὶ τὸ Νιόκαστρο. Ἐπολιορκοῦσαν Μανιάτες, Ἀρκαδινοὶ καὶ Μεσσήνιοι διὰ ξηρᾶς, καὶ διὰ θαλάσσης Σπετζιώτικα καράβια. Σὰν ἐπήγαμε εἰς τὰ Τρίκορφα, εἴπαμε τοῦ Πετρόμπεη νὰ στείλει εἰς τὴν Μάνη νὰ φέρει βοήθεια, καὶ ἀπεκρίθηκε: ὅτι οἱ Μανιάτες δὲν ἐβγαίνουν, ἂν δὲν πληρωθοῦν. Τότε ἦλθαν 500 Μανιάτες καὶ τοὺς ἐπλέρωναν ὅλαι αἱ ἐπαρχίαι ὁποὺ ἐπολιορκοῦσαν τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἡ Καρύταινα ξεχωριστὰ ἐπλήρωνε 300 Μανιάτες τοῦ Μούρτζινου. Ἐφέραμεν ἕνα κανόνι ἀπὸ τὸν Μυστρὰ καὶ ἐκανονιτζάραμε τὴν Τριπολιτζὰ ἀπὸ μακριά. Ἐκεῖνες τὲς ὧρες ἐκάθοντο οἱ ἄρχοντές μας εἰς τὴν Ζαράκοβα, δὲν ἐνθυμοῦμαι τώρα τί τοὺς ἐζήτησε ὁ Ὑψηλάντης καὶ οἱ ἄρχοντες δὲν τὸν ἐδέχθηκαν. Τὸ στράτευμα σὰν τὸ ἤκουσε αὐτό, ἀποφάσισε νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Ζαράκοβα νὰ τοὺς σκοτώσει. Μοῦ ἔκαμε μία ἀναφορὰ καὶ μοῦ ἔλεγε ὅτι: «Οἱ ἄρχοντες δὲν θέλουν νὰ ὑπογράψουν ἐκεῖνο ὁποὺ ζητεῖ ὁ Ὑψηλάντης», καὶ μοῦ ζητοῦσαν τὴν γνώμη μου διὰ νὰ τοὺς σκοτώσουν. Καὶ ἐγὼ τοὺς ἀποκρίθηκα: «Μείνατε ἥσυχοι καὶ ἐγὼ τελειώνω καὶ τούτην τὴν δουλειά». Ἐσηκώθηκα λοιπὸν τὸ μεσημέρι καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Ζαράκοβα, ηὕρηκα τοὺς ἄρχοντες, τοὺς εἶπα: «Τί κάνετε; Κάμετε ὅ,τι κάμετε, ὑπογράψατε ὅ,τι σᾶς ζητεῖ ὁ Ὑψηλάντης διὰ νὰ τελειώσει καὶ αὐτὸς ὁ βρασμός». Καὶ ἔτζι ἐτελείωσε καὶ αὐτό. Τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Ἠλία, τὲς 20 Ἰουλίου, οἱ Τοῦρκοι ἦλθαν εἰς ἡμᾶς καὶ ἐπῆγαν εἰς τοὺς Ἁγιοπετρίτας καὶ Τζακώνους. Ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦτον δυστυχισμένη διὰ ἡμᾶς, ἐσκοτώθηκαν 15 Ἁγιοπετρίτες καὶ 10 Μυστριῶτες. Καθημερινῶς εἴχαμε πόλεμο ἀπὸ τὸ μεσημέρι ἕως εἰς τὸ βράδυ, καὶ τὸ βράδυ τοὺς ἐμβάζαμεν μέσα. Ἐσιμώσαμεν τόσο κοντά, ὁποὺ ἐφέραμεν κοσμίτες διὰ νὰ φτιάσουν λαγούμι εἰς τὴν μεγάλη τάπια τῆς Τριπολιτζᾶς. Ἄρχισαν οἱ ζωοτροφίες νὰ ὀλιγοστεύουν στὴν Τριπολιτζά, καὶ ἔδιωχναν τὲς ἑλληνικὲς φαμελιὲς ἀπὸ μέσα διὰ νὰ μὴν τρώγουν τὸν ζαερέ, καὶ ἔτζι εἴχαμεν κάθε ἡμέραν εἴδησιν, τί ἔκαμναν καὶ δὲν ἔκαμναν μέσα οἱ Τοῦρκοι. Τοὺς ἔφερναν εἰς τὸ ὀρδί μου καὶ τοὺς ἐξέταζα. Νερὸ τοὺς ἔλειψε, ἐρρίψαμε φλόμο εἰς τὰ τριγυρινὰ νερά. Οἱ Ἕλληνες ἐπήγαιναν ἕως εἰς τὰ τείχη τῆς Τριπολιτζᾶς. Μιὰ ἡμέρα ἔμαθα ἀπὸ ἕναν Ἕλληνα, ὅτι ὁ Κιαμήλμπεης ἑτοιμάζεται μὲ μιὰ τρακοσαριὰ ἢ πεντακοσαριὰ διὰ νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Κόρινθο καὶ ἔμελλε ν᾿ ἀπεράσει ἀπὸ τὸ Μύτικα. Ἐγὼ σὰν τὸ ἄκουσα αὐτὸ (μόλον ὅτι ἦτον ψέμα), ἐγνοιάσθηκα καὶ ἐπῆρα 10 καβαλλαραίους καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν Μύτικα διὰ νὰ ἰδῶ τὸ στράτευμα, καὶ ἀντὶ 200 Τριπολιτζῶτες, ὁποὺ εἶχα διατάξει νὰ μένουν ἐκεῖ, δὲν εὕρηκα παρὰ 30. Τοὺς ὁμίλησα μὲ τὰ χαράματα καὶ ἦλθαν, τοὺς ἐμάλωσα διατὶ ἦτον τόσον ὀλίγοι, καὶ αὐτοὶ μοῦ εἶπαν: ὅτι δὲν ἦτον ἄλλοι φερμένοι καὶ ἦτον εἴκοσι ἡμέρες ὁποὺ ἐφύλαγαν ἐκεῖ. Ὁ Νταγρὲς μὲ 200 ἀνθρώπους ἦτον εἰς τὰ Τζιπιανὰ καὶ εἰς τὲς ράχες. Τότε ποὺ ἔρριξαν μερικὰ τουφέκια, ἐκατέβηκαν καὶ αὐτοὶ καὶ τοὺς ἐπῆρα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ χωρίον Λουκᾶ. Ἔπειτα ἐπῆρα τοὺς 200 τοῦ Νταγρὲ καὶ τοὺς ἔβαλα εἰς τὸ Μύτικα ἀντίκρυ εἰς τὴν Καπνίστρα καὶ ἔφκιασαν ταμπούρια. Κοιτάζω τὴν γῆν καὶ ἦτον εὔκολο νὰ σκαφθεῖ ἀπὸ τοῦ Μύτικα ἕως εἰς τὴν πέρα μεριὰ τῆς Καπνίστρας, ὅπου ἄφηκα τοὺς στρατιώτας τοῦ Νταγρέ. Ἦτον μακριὰ ἕνα μίλι, καὶ τὸ μισὸ ἦτον γράνες ἀμπελιῶν. Τοὺς λέγω: «Νὰ φτιάσομε μία γράνα ἐδῶ». Τότε ἔγραψα μία διαταγὴ εἰς τὰ Τριπολιτζώτικα χωριά: νὰ μαζωχθοῦν 70 ἕως 200 καὶ νὰ σκάψουν μία γράνα (χαντάκι) καὶ νὰ ρίχνουν τὸ χῶμα κατὰ τὴν Τριπολιτζά, ἐπειδὴ δὲν ἤλπιζα ὅτι θὰ περάσουν τὴν ἄλλη μεριὰ τῆς γράνας. Καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρες τὴν ἔφτιασαν, τὴν ἐπῆγαν ἕως τὰ ταμπούρια καὶ τὴν ἄφησαν 700 βήματα ἕως τὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ εἶχαν τὰ ταμπούρια. Τὸ ἄφημα αὐτὸ ἔγινε πρὸς ὄφελος τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Κεχαγιὰς εἰς τρεῖς τέσσαρες ἡμέρες μὲ 6.000 στράτευμα ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγε κατὰ τὰ Δολιανὰ καὶ γυρίζει ἔπειτα καὶ πλακώνει τὸν Νταγρέ, καὶ τὸ χαλᾶν αὐτὸ τὸ ὀρδί· τοῦ ἐσκότωσαν 27 καὶ 20 λαβωμένους. Οἱ Τοῦρκοι δὲν εἶδαν τὴ γράνα, διατὶ ἦτον νύκτα, μόνον εἶδαν τὴν ἄκρην καὶ εἶπαν: «Οἱ Γκιαούρηδες σύνορα κάμνουν, μοιράζουν τὴν γῆν». Ὁ Νταγρὲς ἐκλείσθη εἰς μία σπηλιὰ μὲ 4. Εὐθὺς σὰν ἤκουσα τὰ ντουφέκια, ἐκατάλαβα ὅτι ἐκτύπησαν τὸν Νταγρὲ καὶ ἐκίνησα. Εἰδοποίησα ὅλα τὰ ὀρδιὰ τὰ Καρυτινὰ νὰ τραβοῦν κοντά μου, καὶ ἐγὼ ἐβγῆκα μὲ τὸν ἀγιουτάντε μου Φωτάκο εἰς τὸ Χωματοβούνι, καρσὶ (ἀντίκρυ) στὸ Μύτικα, καὶ μιὰ τρακοσαριά, οἱ ὀγληγορότεροι, τοὺς ἔστειλα νὰ πιάσουν τὴ γράνα καὶ νὰ πᾶνε εἰς βοήθεια τοῦ Νταγρέ. Ἐπέρασαν αὐτοὶ ἀπὸ κοντά, ἦλθαν ἄλλοι 200, τοὺς ἔστειλα καὶ αὐτούς, καὶ ἦλθαν Καρυτινοὶ 1.000. Οἱ Τοῦρκοι ὁποὺ εἶχαν μείνει στὴν Τριπολιτζά, ἐβγῆκαν κι ἐπολεμοῦσαν διὰ νὰ ἐμποδίσουν τοὺς Ἕλληνας νὰ ἔλθουν εἰς βοήθειαν. Οἱ στρατιῶτες ὁποὺ εἶχα στείλει ἐκτύπησαν τοὺς Τούρκους ἀποπάνω, καὶ τοὺς ἐτζάκισαν, καὶ ἐγλύτωσαν τὸν Νταγρέ. Τὸ μεγαλείτερο μέρος τοῦ τουρκικοῦ στρατεύματος εὑρίσκετο εἰς τοῦ Λουκᾶ τὸ χωριό, καὶ ἐφόρτωσαν 600 φορτώματα ζωοτροφίας. Ὁ Κεχαγιὰς ἔστειλε 300 καβαλλαραίους διὰ νὰ περάσουν τὴν γράνα. Τοὺς ἐβάρεσαν οἱ ἐδικοί μας καὶ ἔπειτα τοὺς ἄνοιξαν οἱ ἐδικοί μας καὶ ἐπέρασαν οἱ 300 Τοῦρκοι· ἐσκότωσαν 5, λαβωμένοι 10, 15 ἄλογα. Ἐγὼ ἐδυνάμωσα τοὺς Ἕλληνας. Τότε ξεκινᾶ ὁ Κεχαγιὰς 1.000. Οἱ Ἕλληνες ἐδιαμοιράσθηκαν πλάτη μὲ πλάτη, καὶ ἡμεῖς ἐκτυπούσαμε τοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἦτον ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Τοὺς ἐκτύπησαν τοὺς 1.000. Ἐσκότωσαν μιὰ πενηνταριὰ ἀπ᾿ αὐτούς, καὶ πολλοὶ λαβωμένοι, καὶ πολλὰ ἄλογα. Ἔπειτα ἦλθε καὶ τὸ μεγάλο σῶμα τῶν Τουρκῶν μὲ τὰ φορτώματα ἕως 600 μουλάρια καὶ ἄλογα μὲ τοὺς πεζοὺς καὶ καβαλλαραίους. Τὰ φορτώματα τὰ εἶχαν εἰς τὴν ἄκρη. Οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ εἶχα στείλει εἰς βοήθειαν τοῦ Νταγρέ, τοὺς ἔφερναν πολεμώντας ἀποπίσω κατάκαμπα. Κάμνει γιουρούσι καὶ ἡ περασμένη καβαλλαριὰ καὶ ἡ ἀπέραστη. Σκοτώνουν 80 καβαλλαραίους, καὶ ὅλα τὰ φορτώματα μένουν εἰς τὴν ἐξουσία τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Ἕλληνες ἐδόθησαν εἰς τὰ λάφυρα, καὶ ἐγλύτωσαν οἱ Τοῦρκοι, διότι δὲν τοὺς ἐπῆραν κυνηγώντας. Ἐπάσχισα μὲ τὸ σπαθί, μὲ τὲς κολακεῖες διὰ νὰ τοὺς κινήσω, πλὴν δὲν ἄκουαν, καὶ ἔτζι ἐγλύτωσαν οἱ Τοῦρκοι. Εἰς αὐτὸν τὸν πόλεμον Τοῦρκοι ἦσαν 6.000, οἱ περισσότεροι καβαλλαραῖοι, Ἕλληνες ἦσαν 1.000, ὅλοι Καρυτινοί. Ἐλαβώθη ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κεχαγιάμπεη, Ἕλληνες δύο μόνον ἐσκοτώθησαν καὶ δύο τρεῖς λαβωμένοι. Οἱ Τοῦρκοι 120 σκοτωμένοι καὶ χωριστὰ οἱ λαβωμένοι. Οἱ Τοῦρκοι πλέον δὲν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Τριπολιτζᾶς, ἦτον ἡ ὕστερή τους φορά· ἐπολεμοῦσαν ἀπὸ τὰ τείχη, ἀπελπίσθησαν διὰ νὰ εὕρουν πλέον ζωοτροφίας. Εἰς τὰς 10 - 15 Αὐγούστου ἔγινε αὐτὸς ὁ πόλεμος, ἕνας μήνας πρὶν νὰ παρθεῖ ἡ Τριπολιτζά.
Ἐπῆγα μία νυκτιὰ καὶ ἔπιασα τοῦ Μαντζαγρᾶ. Ἐκάμαμε χαντάκια, καὶ ἔκαμα καὶ ἦλθε ὁ Δημητράκης Δεληγιάννης μὲ τὸ σῶμα του καὶ ἔπιασε αὐτὸ τὸ χωριό, 10 λεπτὰ μακριὰ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά. Τὰ Τούρκικα ἄλογα ἄρχισαν νὰ ἀποσταίνουν, διότι δὲν εἶχον πλέον νὰ φάγουν. Ἔστειλα τὸν Γενναῖον καὶ ἐμάζωξε Τζακωνίτες καὶ Ἁγιοπετρίτες καὶ τοὺς ἔσμιξε μὲ τὸν Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο καὶ Γεωργάκη Τζάκωνα κι ἔπιασαν τὴν Βουλιμήν· δὲν φθάνει τὸ κανόνι ἐκεῖ· παρομοίως ἔστειλα τὸν Κεφάλα μὲ Μεσσηνίους κατὰ τὸν Ἅγιον Σώστη καὶ ἐταμπουρώθη, καὶ ἔτζι δὲν τοὺς ἀφήναμε μὲ τελειότητα νὰ σπαράξουν πλέον. Οἱ Ἀρβανίτες ἄρχισαν νὰ ἔχουν ὁμιλίες μὲ ἡμᾶς. Αὐτοὶ ἦτον 3.000 καὶ ἐκείνη ἦτον ἡ δύναμις τῆς τουρκικῆς φρουρᾶς. Μὲ ἐπρόβαλαν νὰ τοὺς ἀφήσω ν᾿ ἀπεράσουν καὶ τοὺς ὑποσχέθηκα, τοὺς μὲν Τούρκους ἐντοπίους νὰ τοὺς ἀφήσομε χωρὶς τὰ ἄρματά τους καὶ τοὺς Ἀρβανίτας μὲ τὰ ἄρματά τους. Ὁμίλησα μὲ τοὺς ἄρχοντας, μὲ τὸν Μαυρομιχάλη πρῶτα καὶ ἔπειτα ἔδωσα λόγον τιμῆς εἰς τοὺς Ἀρβανίτες διὰ νὰ ἀναχωρήσουν.
Κατὰ τὸν Ἰούνιον μήνα, ὅταν πολιορκούσαμεν τὴν Τριπολιτζά, ἐσήκωσα ἀπὸ τὰ Ντερβένια τὸν μακαρίτην Πάνο. Ὁ Πάνος, ὁ Ὑψηλάντης, ὁ Γενναῖος, ὁ Ἀποστόλης ἦτον εἰς τὰ Βασιλικά, ἐπαρχία τῆς Κορίνθου, διότι τοὺς εἶπαν ὅτι ἦλθαν Τοῦρκοι.
Τὸ στράτευμα 700, μὲ τὸν Ὑψηλάντην ἀπὸ τὴν Ἁγία Εἰρήνη ἀγνάντευαν τὸν στόλο ποὺ καίγει τὸ Γαλαξίδι. Ὅταν ἐπολιορκούσαμε στενὰ τὴν Τριπολιτζά, ἔβγαιναν ἔξω οἱ πολιορκημένοι, στὸν πόλεμο τοὺς πιάναμε, μεταξὺ αὐτῶν ἐπιάσθη ὁ Χατζῆ Χρίστος, ὁ Κότζος. Οἱ Βούλγαροι ἦτον σεΐζηδες, ὡς 200 ἐπιάσαμεν, ἦτον χριστιανοί.
Ἐν ταὐτῷ ἄρχισαν οἱ Ἀρβανίτες νὰ πραγματεύονται. - Ἦτον ἕνας γραμματικὸς μὲ τοὺς Ἀρβανίτες, γραμματικὸς τοῦ Βελήμπεη καὶ Ἀλμάσμπεη. Αὐτὸς ἔκαμνε τὸν μεσίτη μὲ τοὺς Ἀρβανίτες νὰ τοὺς βγάλομεν. Οἱ ἐπίλοιποι Τοῦρκοι μανθάνοντας τὸ τραττάτο, ἠθέλησαν νὰ πάρουν μέρος καὶ αὐτοί. Ἐβγαίνανε εἰς ἕνα μέρος, ἐπήγαινε ὁ Πετρόμπεης, ὁ Ἀναγνώστης Ντεληγιάννης, Κρεβατᾶς καὶ ἄλλοι, καὶ τοὺς ἐλέγαμε, νὰ ἀφήσουν τ᾿ ἄρματα καὶ νὰ τοὺς μπαρκάρομε ὅπου θέλουν. Ἐκεῖνοι ἔλεγαν: «Ὄχι, μὲ τ᾿ ἄρματά μας». Στέλνουμε στοὺς Ἀρβανίτες, διὰ νὰ ἐμπιστευθοῦν νὰ ἐβγοῦν, τὸν Κολιόπουλο ὡς ἐνέχυρον. Βλέποντες οἱ Ἕλληνες, ὅτι θὰ πέσει ἡ Τριπολιτζά, ἐμαζώχθηκαν 20.000 (22 Σεπτεμβρίου). Καθὼς ἐδοκίμασαν οἱ Ἀρβανίτες νὰ φύγουν, ἐπήδησαν οἱ Ἕλληνες μέσα ἀπὸ τὴν τάπια τοῦ σαραγιοῦ. Οἱ Ἀρβανίτες ἐβγῆκαν ἔξω, ἐπῆραν τὸν Κολιόπουλο, ἐτράβηξαν κατὰ τὸν Μύτικα ἕως 2.500. Μπαίνοντας τ᾿ ἀσκέρι, ἔβαλα τελάλι νὰ μὴ σκοτώσουμε τοὺς Ἀρβανίτες. Ἐβγῆκαν ὡς 2.000 καὶ μέσα εἰς τὴν Τριπολιτζά ἔκοβαν.
Τὸ ἄλογό μου ἀπὸ τὰ τείχη ἕως τὰ σαράγια δὲν ἐπάτησε γῆ. Ἀρβανίτες κλεισμένοι εἰς τὸν πύργο δὲν πείθονται εἰς τὴν φωνή μου.
Ἐκεῖ ποὺ ἐβγῆκα μὲ τοὺς Ἕλληνας, τὸ πράγμα τους οἱ Ἀρβανίτες τὸ εἶχαν στελμένο εἰς τὸ τζαντήρι μου ἀπὸ ἡμέρας μπροστὰ τρεῖς. Πηγαινάμενος ἐκεῖ, δοκίμασαν οἱ Ἕλληνες νὰ κτυπήσουν τοὺς Ἀρβανίτες, ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Ἐὰν θέλετε νὰ βαρέσετε τοὺς Ἀρβανίτες, σκοτώσετε ἐμένα πρῶτα, εἰμὴ καὶ εἶμαι ζωντανὸς ὅποιος πρωτορίξει ἐκείνονε πρωτοσκοτώνω πρῶτα». Κι ἐμπῆκα μπροστὰ μὲ τοὺς σωματοφύλακάς μου, καὶ ἐμίλησα τῶν Ἀρβανίτων καὶ ἦρθαν ὁ Λιμάμπεης καὶ ὁ Βελήμπεης, οἱ δύο ἀρχηγοὶ τῶν Ἀρβανίτων, καὶ τοὺς ἐζήτησα δύο ἐνέχυρα, καὶ τοὺς ἔδωσα τὸ πράγμα τους, 13 φορτώματα.
Εἰς τὸ τραττάτο ἦτον οἱ πρώτιστοι τῶν Ἑλλήνων· ἐγὼ ἔμεινα πιστὸς εἰς τὸν λόγον τῆς τιμῆς μου. Ἐπῆρα τὸν Κολιόπουλο ἀπὸ τοὺς Ἀρβανίτες καὶ τοὺς ἔδωσα τὸν Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Χρηστάκη καὶ Βασίλη Ἁλωνισθιώτη.
Τὸν Κολιόπουλο τὸν ὀρδίνιασα μὲ 300 ἀνθρώπους νὰ τοὺς ξεβγάλει. Ἔτζι τοὺς ἐπῆρε εἰς τὰ Καλάβρυτα καὶ εἰς τὴν Βοστίτζα, καὶ ὁ Κολιόπουλος ἐγύρισε ὀπίσω. Τὸ ἀσκέρι ὁποὺ ἦτον μέσα τὸ ἑλληνικὸ ἔκοβε καὶ ἐσκότωνε ἀπὸ Παρασκευὴ ἕως Κυριακή, γυναῖκες, παιδιὰ καὶ ἄνδρες 32.000, μία ὥρα ὁλόγυρα τῆς Τριπολιτζᾶς. Ἕνας Ὑδραῖος ἔσφαξε 90. Ἕλληνες ἐσκοτώθηκαν 100. Ἔτζι ἐπῆρε τέλος. Τελάλη, νὰ παύσει ὁ σφαγμός.
Τοῦ Σεχνετζίμπεη ἡ φαμιλιὰ ἔμεινε μ᾿ ἐμέ, 24 ἄνθρωποι. Τὸν Κιαμήλμπεη τὸν ἐπῆρε ὁ Γιατράκος - ὁ Κεχαγιὰς ἔμεινε αἰχμάλωτος μὲ τὰ χαρέμια καὶ τὰ περίλαβε ὁ Πετρόμπεης.
Μετὰ τὴν νίκη τοῦ Βαλτετζιοῦ τοῦ εἶχα γράψει ἕνα γράμμα καὶ τοῦ ἔλεγα ὅτι: «Σ᾿ ἐνόμισα τακτικὸν καὶ ἦλθες κλέφτικα νὰ πολεμήσεις. Μανθάνω ὅτι κάνεις προσκυνοχάρτια εἰς τοὺς Ρωμαίους, δὲν εἶναι τώρα καιρὸς διὰ τοὺς Τούρκους νὰ δίνεις προσκυνοχάρτια, ἀλλὰ εἶναι τῶν Ἑλλήνων καιρὸς νὰ δίνουν εἰς τοὺς Τούρκους, καὶ ἐλπίζω νὰ σοῦ δώσω ράγι, ἂν γλυτώσεις, νὰ πᾶς εἰς τὸν τόπον σου. Βάστα ὅσο μπορέσεις καὶ καλὴν ἀντάμωσιν εἰς τὸ σαράγι σου». Καὶ ὁ Θεὸς τὸ ἤφερε καὶ ἐσμίξαμε εἰς τὸ σαράγι. «Ἤμουν σκλάβος εἰς τοὺς Ρούσους, ἔλεγε ὁ Κεχαγιάς, καλλίτερα νὰ χαθῶ εἰς τοὺς Ἕλληνας, ἀλλοῦ θὰ μὲ στείλει ὁ Σουλτάνος νὰ χαθῶ». - «Μὴ φοβᾶσαι, δὲν φονεύομε ὅσους ἐπροσκύνησαν». Τοὺς ἐπαραδώκαμεν εἰς τὴν φύλαξιν τῶν Μαυρομιχαλέων.
Ὅταν ἐμβῆκα εἰς τὴν Τριπολιτζά, μὲ ἔδειξαν εἰς τὸ παζάρι τὸν Πλάτανο ὁποὺ ἐκρέμαγαν τοὺς Ἕλληνας. Ἀναστέναξα καὶ εἶπα: «Ἄϊτε, πόσοι ἀπὸ τὸ σόγι μου καὶ ἀπὸ τὸ ἔθνος μου ἐκρεμάσθησαν ἐκεῖ», καὶ ἐδιέταξα καὶ τὸν ἔκοψαν. Ἐπαρηγορήθηκα καὶ διὰ τὸν σκοτωμὸν τῶν Τούρκων.
Ὅταν ἐκίνησα διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὸ Βαλτέτζι, εἰς τὸν δρόμον ἐβγῆκαν τρεῖς λαγοὶ καὶ τοὺς ἔπιασαν ζωντανοὺς οἱ Ἕλληνες. Τότε τοὺς εἶπα, ὅτι: «Ἡ νίκη, παιδιά, εἶναι δική μας». Εἶχαν πρόληψη οἱ Ἕλληνες ὅταν ἔβλεπαν λαγοὺς καὶ ἐπερνοῦσαν ἀπὸ τὸ στρατόπεδο καὶ δὲν τοὺς ἐσκότωναν ἢ δὲν τοὺς ἔπιαναν· ἡ καρδιὰ τῶν Ἑλλήνων ἐκρύωνε, ὅτι θὰ χάσουν τὸν πόλεμο.
Ἀπὸ βουνὸ εἰς βουνὸ εἶχα τουφέκια μὲ φωτιὲς καὶ εἰς ὀλίγες στιγμὲς ἔδιδα εἴδησιν εἰς τὰ μακρινὰ στρατεύματα.
Μία φορὰ εἰς τὰ Τρίκορφα ὁ Ἀναγνώστης Ζαφειρόπουλος ἀπὸ τὸ Ζυγοβίστι, τὸν ὁποῖον εἶχα γραμματικὸν τότε, μὲ ἤβλεπε ὁποὺ ἀγωνιζόμουνα εἰς τὰς 24 ὥρας. Εἰς τὰς 20 ἐπήγαινα εἰς τὴν τέντα μου καὶ ἔτρωγα ὀλίγο ψωμί. Μοῦ εἶπε: «Ἄϊτε Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου, καὶ ἡ πατρίς σου θέλει σὲ ἀνταμείψει». Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα ὅτι: «Ἐμένα ἡ πατρὶς θὰ πρωτοεξορίσει», καὶ ἡ τύχη τὸ ἤφερε καὶ ἀλήθευσα.
Εἴχαμε σχέδιο νὰ προβάλωμεν εἰς τοὺς Τούρκους τῆς Τριπολιτζᾶς νὰ παραδοθοῦν, καὶ ἔτζι νὰ στείλωμεν ἀνθρώπους μέσα νὰ μαζευθοῦν ὅλα τὰ λάφυρα, καὶ ἔπειτα νὰ τὰ διαμοιράσουν κατ᾿ ἀναλογίαν εἰς διαφόρους ἐπαρχίας καὶ νὰ βγάλουν διὰ τὸ ἔθνος, ἀλλὰ ποιὸς ἤκουσε. Ἡ Καρύταινα ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς πολιορκίας τῆς Τριπολιτζᾶς ἕως τὴν πτῶσιν της ἔδωσε 48.000 σφαχτὰ καὶ ἐράνους ἀπὸ τοὺς εὐκαταστάτους.
Ἔπειτα ἀπὸ 10 ἡμέρας ἐβγῆκαν ὅλοι οἱ Ἕλληνες μὲ τὰ λάφυρα καὶ ἐπῆγαν εἰς τὲς ἐπαρχίες τους σκλάβους, σκλάβες. Σὲ 10 ἡμέρες ὁποὺ ἐπείκασα, ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐσιγουρεύθηκαν τὰ λάφυρά τους, ἐκάμαμε συνέλευση, ὁ Ὑψηλάντης, ὁ Πετρόμπεης καὶ ἄλλοι, ὁποὺ εἴχαμεν ἀρχήν. Τοὺς εἶπα, ὅτι: «Εἶναι καιρὸς νὰ ἐκστρατεύσομε τώρα καὶ νὰ κινήσω διὰ τὴν Πάτρα» καὶ τὸ ἔκριναν εὔλογον. Τότε ἐκίνησα μόνο μὲ 40 σωματοφύλακας γιὰ τὴν Πάτρα. Ἔστειλα προσταγὴ εἰς τὴν ἐπαρχία τῆς Καρύταινας, νὰ μαζωχθοῦν τὰ στρατεύματα διὰ τὴν Πάτρα. Καὶ ὅταν ἔφθασα στὰ Μαγούλιανα, ἕξι ὧρες ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, ἐσυνάχθηκαν 1.700 στρατιῶτες, καὶ ἕως νὰ κατεβῶ εἰς τὴν Γαστούνην ἐμάζωνα 10.000. Ἀκούοντας ὅτι ἐκστράτευα διὰ τὴν Πάτρα οἱ ἄρχοντες, ὁ Α. Ζαΐμης, Σωτὴρ Χαραλάμπης, Π. Πατρῶν, ποὺ πολιόρκιζαν τὴν Πάτρα, γράφουν ἕνα γράμμα τοῦ Ὑψηλάντη καὶ Πετρόμπεη καὶ ὅλης τῆς τότε Κυβερνήσεως (Γερουσίας): «Ἐμάθαμε ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης ἔρχεται εἰς τὴν Πάτρα. Ὁ Κολοκοτρώνης νὰ μείνει καὶ νὰ ἔλθει βοήθεια μιὰ τρακοσαργιὰ νομάτοι ἢ μὲ τὸν Δεληγιάννη, ἢ μ᾿ ἕνα Μαυρομιχάλη, διατὶ σὲ ἕξι ἡμέρες παίρνομε τὴν Πάτρα» - διατὶ ἔλεγαν τῶν μικρῶν: «Δὲν συμφέρει, ὅτι ἂν ἔλθει ὁ Κολοκοτρώνης θὲ νὰ πάρει καὶ τῆς Πάτρας τὰ λάφυρα, καθὼς καὶ τῆς Τριπολιτζᾶς». Σκοπός τους ἦτον νὰ μὴν πάρω τὴν Πάτρα καὶ δυναμωθῶ. Ἂν μὲ ἄφηναν νὰ πάγω ἀμέσως, θὰ μοῦ ἔδιδαν ἀμέσως τὰ κλειδιὰ οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸν φόβον τους. (Ἀνάθεμα νὰ ἔχουν). Οἱ Λαλαῖοι ἦτον μέσα - πρώην σχετικοὶ τοῦ Κολοκοτρώνη. Εἶχον τὲς φαμελιές των εἰς τὸν Ἔπακτο. Μοῦ γράφουν ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά νὰ γυρίσω ὀπίσω, διότι ἡ Πάτρα τελειώνει. «Νὰ γυρίσεις ὀπίσω νὰ πᾶμε στὸ Ναύπλιο». Ἐγύρισα μὲ τὰ στρατεύματα ποὺ εἶχα συνάξει. Πηγαινάμενος εἰς τὴν Τριπολιτζά, ἐστείλαμε ἕνα γράμμα, νὰ ἰδοῦμε τί κάνουν εἰς τὸ Ἀνάπλι. Μᾶς ἀποκρίνονται, ὅτι: «Εἴμεθα ἄξιοι νὰ πάρομε τ᾿ Ἀνάπλι, διότι ἔχει πείνα». Ἀρχηγοὶ εἰς τὴν πολιορκία, Τζόκρης, Στάϊκος, Σταματελόπουλος, Παπα Ἀρσένης. Τὴν ἴδια ὥρα ὁποὺ ἔκαναν τὸ γράμμα ἔφθασε ἕνα καράβι εἰς τὸ Ἀνάπλι ἀουστριακὸ φορτωμένο σιτάρι ἕως 10.000 κιλά. Τὴν ἴδια ὥραν μᾶς στέλνανε ἕνα γράμμα: «Φθάσετε, ὅτι ἦρθε ἕνα καράβι μὲ προβιζιόνες, καὶ δὲν ἠμποροῦμε μόνοι μας». Ἀμέσως ἐκινήθημεν διὰ τὸ Ἄργος, ὁ Ὑψηλάντης, ὁ Πετρόμπεης, ἡ τότε Γερουσία. Κάνουν μίαν ἀναφορὰ οἱ Τριπολιτζιῶτες, μοῦ γυρεύουν τὸν Πάνο, νὰ μείνει φρουρὰ διὰ τὴν εὐταξίαν τῆς πόλεως. Τοὺς ἀπεφάσισα καὶ τὸν ἄφηκα. Ἐκστρατεύσαμε καὶ ἐκατεβήκαμε εἰς τὸ Ἄργος, ἐπήραμε καὶ τὸν Κιαμήλμπεη καὶ ἕνα παιδὶ τοῦ Κιαμήλμπεη. Σὰν ἐκατεβήκαμε στὸ Ἄργος, εὑρήκαμε τὴν πολιορκία πολὺ καλά.
Ἡ Μποβολίνα (1) μὲ τὸν ἀδελφόν της ἐφύλαγε τὸν μπλόκο. Ἐκεῖ ποὺ ἐσυνάχθημεν ἦλθαν ἀπὸ Ὕδρα, Σπέτζες, Πελοπόννησο, νὰ κάμομε κυβέρνηση. Τὶς ἴδιες ὧρες ἀπεφασίσαμε νὰ κάμομε ρεσάλτο εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Ἐκεῖνες τὲς ὧρες ἐκαβάλικα νὰ πάγω στοὺς Μύλους νὰ ἰδῶ τὰ καράβια. Εἰς τὸν δρόμο μ᾿ ἔρριξε τ᾿ ἄλογο καὶ ἤμουν ἄρρωστος. Ἔκαναν τὸ συμβούλιο νὰ γενεῖ τὸ ρεσάλτο. Τὸ στεριανὸ στράτευμα νὰ κτυπήσει τὸ Παλαμήδι καὶ τῆς στεριᾶς τὴν πόρτα, καὶ τὰ καράβια νὰ κανονιζάρουν τὸ Καστέλι καὶ τὰ 5 Ἀδέλφια, καὶ 500 μικρὰ Κρανιδιώτικα νὰ κτυπήσουν μέσα ἀπὸ τὸ γιαλό. Ἡ γνώμη μου δὲν ἦτον. Μοῦ εἶπαν: «Σὰν εἶσαι ἀνήμπορος, κάτζε». - «Οἱ ἀδελφοί μου πᾶνε νὰ σκοτωθοῦν καὶ ἐγὼ νὰ κάτζω;» Ἐμαζώχθηκαν τ᾿ ἀσκέρια στὴν Ἄρια. Ὁ Ἰωσαφὰτ ἔβαλε λόγο εἰς τ᾿ ἀσκέρια: «Ὅποιος σκοτωθεῖ, λαβωθεῖ, ἡ Πατρὶς θέλει τοὺς βραβεύσει».
Εἴμαστε ὣς 4.000. Χωρίζουν, στὸ Παλαμήδι μὲ 1.000 νὰ πάγω ἐγώ, καὶ ὁ Νικήτας, καὶ Γιατράκος καὶ ἄλλοι νὰ κτυπήσουν τοῦ γιαλοῦ τὴν πόρτα. Ὁ Ταρέλας, φιλέλλην, εἶχεν ἕως 100.
Τοὺς εἶπα νὰ κτυπήσουν τὰ καράβια πρῶτα ἕως ἔχουν καιρόν, καὶ ἂν δὲν ἔχουν καιρὸ νὰ μὴ δοκιμάσωμεν. Αὐτοὶ ἀποκρίθηκαν: Τὰ καράβια εἶναι ποὺ εἶναι, νὰ τοὺς κτυπήσωμεν πρῶτα ἡμεῖς· νὰ κτυπήσω νύκτα τὴν αὐγὴ εἰς τὸ Παλαμήδι, διὰ νὰ τραβήξουν ἀπὸ τὴν χώρα δύναμιν εἰς τὸ Παλαμήδι καὶ τότε νὰ κτυπήσουν τῆς στεριᾶς τὴν πόρτα. Ἐμένα μὲ ἀποφάσισαν μὲ 1.000. 400 μὲ ἀκολούθησαν, οἱ ἄλλοι νομίζοντες νὰ ἐμβοῦν εἰς τὴν χώρα. Μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἐπῆγα ἐγὼ τὴν αὐγὴ ἄνοιξα τουφέκι καὶ ἐβγάλαμε τὲς σκάλες ἀπὸ τὴν Πρόνοια, ἐκτύπησαν καὶ ἐπῆγαν ἴσια μὲ τὸ Λεῦκο. Τὰ καράβια ἀπὸ τὸν γιαλὸ δὲν τοὺς ἔκανε ἀέρας, ἐφυσοῦσε ἀπὸ τὴν στεργιά, εἶχαν κατάμπροστα τὸν ἀέρα, δὲν μπουκάριζαν. Οἱ Τοῦρκοι ἐδυνάμωσαν στὰ μπετένια. Οἱ Ἕλληνες ἐχώθησαν στὰ Τουρκομνήματα. Δυὸ ὧρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος. Βλέποντας ἐγὼ ὅτι τὰ καράβια δὲν ἔκαναν δουλειά, ἔστειλα τὸν Φωτάκο νὰ εἰπεῖ νὰ ριτιράρουν μὲ μιᾶς· καὶ ἔτζι ριτιράρησαν ὅλοι μιὰ κοπανιὰ καὶ ἐσκοτώθησαν ὀλίγοι - καὶ ἐπαλληκαρεύσαμε τοὺς Τούρκους. Ἐγυρίσαμε πίσω εἰς τὸ Ἄργος ἄπρακτοι. Οἱ Ἕλληνες δὲν ἦτον καλοὶ τέτοια κάστρα νὰ παίρνουν μὲ ρεσάλτο· ἦτον μία τρέλλα. Ἐστείλαμε εἰς τὲς ἐπαρχίες νὰ κάμομε συνέλευση. Ἦλθε ὁ Μαυροκορδάτος, ὁ Ζαΐμης, διὰ νὰ κάμουν συνέλευση, νὰ κάμομε κυβέρνηση.
Ὁ Μαυροκορδάτος, μὲ τὸν υἱὸν τοῦ Καρατζᾶ, ἦλθον εἰς τὴν Πάτρα, ἐστάθηκαν ἐκεῖ μερικὸν καιρό, ἔπειτα ὁ Μαυροκορδάτος ἦλθε καὶ πρωτοανταμώσαμεν εἰς τὸ Ἄργος. Ἀφοῦ ἐπεστρέψαμεν εἰς τὸ Ἄργος, ἐμαζεύθησαν ὅλοι οἱ Ἄρχοντες καὶ ἀπὸ διαφόρους ἐπαρχίες καὶ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος.
Ὑψηλάντης: - Ἦτον ἕνας ἄνθρωπος σταθερός, τίμιος, ἀνδρεῖος, μικρόνους, κοῦφος, εὐκολοαπάτητος, μικρὸς εἰς τὸ ἀνάστημα, λιγνός, τὸ ὄνομά του ἐχρησίμευσε πολὺ εἰς τὴν ἀρχήν. Εἶχε τὴν φαντασία νὰ εἶναι ἀρχηγὸς (κεφαλή), πλὴν τὸ μυαλό του δὲν τοῦ ἔσωνε ἀναλόγως μὲ τὰς περιστάσεις ὁποὺ εὑρέθηκε. Ἂν ἤθελε ἔλθει ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ ἀδελφός του, ἠθέλαμε κάμει δουλειά, διατὶ ἤθελα τὸν ὑποστηρίξει. Ἐγὼ δὲν ἐγύρευα παρὰ ἕναν ν᾿ ἀκουμβήσω τὲς πλάτες μου, ἐγὼ δὲν ἔκαμνα καπούλι τοὺς ἄρχοντας, ἐκεῖνοι ἐμένα, καὶ ἔτζι κανένας τρίτος - δὲν ἐγίνοντο διχόνοιες. Ἀναγνωσταρᾶς: ἦτον μὲ πολὺ νοῦ ἄνθρωπος, ἀλλὰ φθονερός, βαρυκίνητος, παχύς. Ὁ Κρεβατᾶς ἦτον ἄνθρωπος μὲ νοῦ καὶ πολλὰ ὠφέλιμος γιὰ τὴν Πατρίδα.
Ἐσυμβουλευθήκαμε νὰ κάμομε κυβέρνηση, ἐφιλονικήσαμε κάμποσο, ποῦ νὰ γένει συνέλευσις. Τότε ἔκαμαν τὰ στρατεύματα ὁποὺ ἦταν ἐκεῖ μιὰ ἀναφορά, καὶ μοῦ ἐζητοῦσαν νὰ τοὺς δώσω τὴν ἄδεια νὰ σκοτώσουν τοὺς προύχοντας. Κάποιος τοὺς εἶχε ἐρεθίσει λέγοντάς τους, ὅτι δὲν θέλουν νὰ κάμουν συνέλευση, καὶ ἔτζι γελοῦν τὸν κόσμο. Ἐσηκώθηκα τὸ μεσημέρι καὶ ἐπῆγα καὶ τοὺς εἶπα: «Τί κάμνετε αὐτοῦ; Κάμετε τὸν ὅρκο, διότι τοῦτο ἔχουν νὰ σᾶς κάμουν, καὶ ἔπειτα πηγαίνετε εἰς ἕνα μέρος διὰ νὰ ἀρχίσετε τὴν συνέλευση». Τοὺς ἐπῆρα εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, ἔκαμαν τὸν ὅρκον, καὶ ἔτζι ἔπαυσε αὐτὸς ὁ χόχλος τοῦ λαοῦ. - Ὁ λαὸς εἶχε πάντοτε σκοπὸ νὰ σκοτώσει τοὺς ἄρχοντας καὶ κάθε παραμικρὰ αἰτία ἐρεθίζοντο. Ἔτζι οἱ πολιτικοὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Πιάδα (Ἐπίδαυρον), καὶ ἀρχίνησαν νὰ κάμουν τοὺς νόμους, καὶ οἱ στρατιωτικοὶ ἐπήγαμεν εἰς τὴν Κόρινθον. Ὁ Π. Γιατράκος ἐπῆρε τὸ Κιαμήλμπεη καὶ 20 ζορμπάδες Λεονταρίτες καὶ Τριπολιτζῶτες. Ὁ Ὑψηλάντης, ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, ἦτον ὅλοι ἐκεῖ, καὶ ὁ Γιατράκος μὲ τοὺς Τούρκους ἐπῆγε εἰς τὰ Ἑξαμίλια, καὶ τὰ ἄλλα στρατεύματα ἐπῆγαν μέσα εἰς τὴν χώρα στὴν Κόρινθο καὶ ἐπολιορκοῦσαν τὸ κάστρο. Μία ἡμέρα σηκώθηκα καὶ ἐπῆγα εἰς τὰ Ἑξαμίλια καὶ ηὕρηκα τὸν Κιαμήλμπεη, διὰ νὰ γράψει ἕνα γράμμα εἰς τὸν ἐπίτροπόν του καὶ εἰς τὴν γυναίκα του νὰ παραδώσει τὸ κάστρο. Ἢ ἐκεῖνος δὲν ἔγραφε καθὼς ἔπρεπε, ἢ ἐκεῖνοι δὲν τὸν ἤκουσαν, δὲν ἐπαράδωσαν τὸ κάστρο. Ἐγὼ τοῦ ἔκαμα χίλιους φόβους, πλὴν ἐστάθη ἀδύνατο. Στὴν Κόρινθο ἐσκότωσε τὸ στράτευμα 20 Τούρκους. Ἦτον μερικοὶ Λαλαῖοι μέσα καὶ Ἀρβανίτες, καὶ ἔβαλα τὸν Καραχάλιο καὶ τοὺς ὁμίλησε μιὰ καὶ δυὸ διὰ νὰ παραδοθοῦν, καὶ ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγαν σήμερον καὶ αὔριο, καὶ ἐπέρασαν 20 ἡμέρες, διατὶ ἐκαρτέρευαν μεντάτι ἀπὸ τὸν Ὀμὲρ Βρυώνη, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα. Ἐπήγαιναν ἀπὸ τοὺς Κορινθινοὺς καὶ τοὺς ἔλεγαν «Μὴν παραδίδεσθε εἰς τὸν Κολοκοτρώνη, διατὶ σᾶς ἔρχεται μεντάτι», καὶ ὁ σκοπός τους ἦτον νὰ φύγωμεν ἡμεῖς, καὶ τότε νὰ μείνουν μονάχοι νὰ πάρουν τὰ λάφυρα, καὶ ὁ φθόνος ἦτον ἀκόμη. Μετὰ 20 ἡμέρας ἔστειλα τὸν Καραχάλιο καὶ ἐμίλησε καὶ ἦλθαν δύο εἰς τὸ κονάκι μου, καὶ τοὺς ὁμίλησα νὰ ἐβγοῦν ἐκεῖνοι, καὶ ἂς μείνουν οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι. Καὶ αὐτὸ ἦτον διὰ νὰ κάμω ἀρχήν, καὶ ἔτζι ἐπῆραν τὰ ἄρματά τους 16 καὶ ἦλθαν εἰς τὸ σπίτι, καὶ τοὺς ἔβαλα εἰς τὸ ὀρδί μου. Ἐτραττάραμε καὶ ἔστειλαν, περάσοντας 5 - 6 ἡμέρες, ἕνα Λαλαῖο, καὶ ἔκραξαν τὸν κεχαγιὰ τοῦ Κιαμήλμπεη καὶ τὸν κατὴ καὶ ἄλλους δύο ἀξιωματικοὺς Τούρκους, δὲν ἐνθυμοῦμαι τὰ ὀνόματά τους. Ἐβγῆκαν καὶ ὁμιλήσαμεν, τοὺς εἶπα νὰ παραδώσουν τὸ κάστρο καὶ τὰ ἄρματά τους, καὶ νὰ πάρουν δύο φορεσιὲς (σκουτιά), καὶ νὰ τοὺς βαρκάρουμε, νὰ τοὺς περάσομε εἰς τὴν Ρούμελη, ἄλλοι εἰς τὸ Γαλαξίδι καὶ ἄλλοι κατὰ τὰ Σάλωνα, καὶ μ᾿ ἀποκρίθησαν ὅτι: «Νὰ πᾶμε ἀπάνω νὰ εἰποῦμε καὶ τῶν ἄλλων καὶ σᾶς στέλνουμε ἀπόκριση». Τὴν ἄλλην ἡμέρα μᾶς ὁμίλησαν πάλι νὰ κουβεντιάσομε μὲ αὐτούς. Ἐκινήσαμε νὰ πᾶμε, καὶ τὸ στράτευμα, ἀπὸ τὴν ἀταξίαν του, ἐκίνησε ὅλο σιμά. Βλέποντας τὴν ἀταξίαν αὐτὴ ἐπείσμωσα καὶ δὲν ἠθέλησα κανένα κοντά μου. Ἐκαβάλλικα καὶ ἐπῆρα τὸν καπετὰν Ἀναγνώστη Πετιμεζᾶ μονάχον, καὶ ἐκίνησα ἐπῆγα κοντὰ εἰς τὸ Κάστρο εἰς κάτι τουρκομνήματα, καὶ εἶπα: «Οἱ ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν 30 νομάτοι, νὰ ἔλθουν κοντά μου», καὶ ἔτζι τοὺς ἔστειλα. Πηγαινάμενος ἐκεῖ, ὁποὺ εἴμεθα οἱ δύο, ὁμίλησα διὰ νὰ κατεβοῦν ἀπὸ τὸ Κάστρο νὰ τοὺς εἰπῶ, διατὶ οἱ Τοῦρκοι ἔστρεξαν καὶ τὴν συνθήκη ὁποὺ τοὺς εἶχα κάμει τὲς περασμένες ἡμέρες. Ἐκατέβηκαν οἱ 4 καὶ ἐκάτζαμεν ἀντάμα. Τότε ἔστειλα εἰς τὸν κατὴ (σὰν τοὺς ἔβαλα εἰς τὸ χέρι τούτους) μὲ τοὺς 30 ἀνθρώπους μέσα εἰς τὸ Κάστρο διὰ νὰ παραδώσουν τὰ ἄρματά τους ὅλοι οἱ Τοῦρκοι καὶ νὰ τὰ βάλουν εἰς ἕνα σπίτι. Ὁ κατὴς ἔκαμε λόγον καὶ τοὺς ὅρκωσε εἰς τὴν πίστιν τους νὰ μὴν κρύψουν κανένα ἄρμα, ἀλλὰ νὰ τὰ δώσουν ὅλα. Καὶ ἔτζι ἐξαρματώθηκαν ὅλοι καὶ τὰ ἔβαλαν εἰς ἕνα σπίτι. Στὴν συνέλευσιν, ἀφοῦ ἤκουσαν, ὅτι ζητοῦν νὰ παραδοθοῦν οἱ Τοῦρκοι, ἐστείλαμε νὰ ἐλθοῦν καὶ 5 - 6 πολιτικοί, νὰ ἔλθουν νὰ παρασταθοῦν εἰς τὰ λάφυρα, καὶ νὰ βγάλουμε καὶ τοῦ Ἔθνους. Αὐτοὶ ἦσαν ὁ Σωτὴρ Νοταρᾶς, ὁ Κορίνθου καὶ ἄλλοι, ἦτον καὶ ὁ Πρωτοσύγκελος τῆς Ἀρκαδίας ἐκεῖ, ὁποὺ εἶχε ἔλθει ἐκεῖ ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὴν συνέλευσιν διὰ νὰ ὑπογράψουμε τοὺς νόμους, καὶ ἐγὼ δὲν ἤθελα, ἐξ αἰτίας ὁποὺ ἦτον ἕνα κεφάλαιο ὁποὺ ἔλεγε ὅτι: τὸ Ἐκτελεστικὸ νὰ τελειώνει μία ὑπόθεση, καὶ ἔπειτα ἀπὸ 6 ἡμέρες νὰ δίδουν τὴν εἴδηση εἰς τὸ Βουλευτικό. Ὅλοι τὸ ὑπόγραψαν ἔξω ἀπὸ ἐγώ. Τότε ἐπῆγαν πίσω, ἔκαμαν ἐξαίρεση (παράρτημα) ἀπὸ τοῦτο τὸ κεφάλαιο καὶ ἔτζι ὑπόγραψα. Σὰν ἔβαλα τοὺς 30 ἀνθρώπους μέσα καὶ ἐξαρμάτωσαν τοὺς Τούρκους, μοῦ ὁμίλησαν, ὅτι τὰ ἔκαμαν ὅλα. Τότε ἔδωσα εἴδησιν εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους τῆς συνελεύσεως καὶ ἐπῆρα 300 ἀπὸ τὰ διάφορα σώματα, καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν πόρτα, καὶ ἐσταύρωσα μὲ μία σημαία Ἑλληνικὴ τὴν πόρτα καὶ ἔπειτα τοὺς ἔμβασα μέσα καὶ ἔβαλα αὐτὴν τὴν σημαία ἀπάνου εἰς τὸ Κάστρο. Τὰ στρατεύματα καὶ ἐγὼ ἐκατεβήκαμε εἰς τὴν χώρα, εἴμεθα 6.000, οἱ Τοῦρκοι ἦσαν 300: εἰς τὰ μέσα τοῦ Δεκεμβρίου.
Εἰς τὴν πτῶσιν τῆς Κορίνθου ἦσαν Ὑψηλάντης, Μαυρομιχάληδες, Πετμεζαῖοι, Γιαννάκης Κολοκοτρώνης, Ἀποστόλης Κολοκοτρώνης, ὁ υἱός μου ὁ Γενναῖος, Ἀντώνης Κολοκοτρώνης, Ἀναγνωσταρᾶς, Γιατράκος, Κεφάλας, Κολιόπουλος.
Τότε ἦλθε εἴδησις, ὅτι ἡ ἀρμάδα τοῦ Καπετὰν Πασᾶ μὲ 9.000 ἐτράβαε διὰ τὴν Πάτρα. Ἀκούοντας αὐτὸ ἔλαβα διαταγὴ καὶ ἐκίνησα εὐθὺς διὰ τὴν Πάτρα. Ἐπέρασα ἀπὸ τὸ Ἄργος, τὴν Τριπολιτζά, καὶ εἰς τὴν Τριπολιτζά διέταξα τὲς ἐπαρχίες Τριπολιτζᾶς, Καρύταινας, Φαναριοῦ, Ἀρκαδιᾶς, νὰ τραβήξουν διὰ τὲς Πάτρες.
Εἰς τὴν Τριπολιτζά ὁποὺ ἔφθασα, ἐμάθαμε ὅτι ὁ Ἀλὴ πασὰς ἐχάθη, καὶ ἔλεγαν μερικοὶ Γερουσιασταί, ὅτι: «Τώρα ὁποὺ ἐχάθη ὁ Ἀλὴ πασάς, οἱ 80.000 ὁποὺ τὸν ἐπολιορκοῦσαν θὰ πέσουν εἰς ἡμᾶς». Ἐγὼ εἶπα: «Ἔχει ὁ Θεός». Ἕνας Νικολὸς Τζανέτος, ἀπὸ τὸ Φανάρι, εἶπε: «Ἀξιωθήκαμεν καὶ ἐκάμαμε Γερουσία καὶ Βουλή, καθὼς λέγουν τὰ παλιὰ χαρτιά, ἂς χαθοῦμεν τώρα». - «Εὖγε σου, κύριε». Διέταξα τὸν Γενναῖο νὰ πάρει τοὺς μισοὺς Τριπολιτζώτας, Φαναριώτας, καὶ ἄλλους, νὰ τραβήξει κοντά. Εἰς τὴν Βυτίνα, ἔλαβα τὰς διαταγὰς τῆς Κυβερνήσεως, ὁποὺ ἐπρωτοσυστήθηκε εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἔλαβα τὸ δίπλωμα τοῦ Στρατηγοῦ. Εἰς τὴν 1 Μαρτίου ἔφθασα εἰς τὴν Πάτρα. Ἐπέρασα ἀπὸ Καρύταινα, Πύργο, Γαστούνη καὶ Πάτρα. Ἐσύναξα 6.000. Ἀρχηγοὶ Ἀ. Ζαΐμης, Κανέλλος Δεληγιάννης, Πετιμεζαῖοι, Σέκερης Τριπολιτζώτης, Λόντος μὲ τοὺς Βοστιτζάνους.
2 Μαρτίου διηγήθηκα ὣς τὰ τώρα 1822.
Συνέχεια

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α

Απογραφές
Η επαρχία του Λιονταριού (1461)
Η Καρύταινα (Λιοντάρι) (1512-1520)
Ο Δήμος (kaza) της Καρύταινας (1566-1574)
Χωριά Γορτυνίας (1700-1830)
Χωριά και αριθμός οικογενειών Γορτυνίας (απόγραφή Pouqueville)
Απογραφή Γορτυνίας (1834)
Απογραφή Αρκαδίας (1834)
Απογραφή Γορτυνίας (1852)

Ονόματα
Σκορτινοί (13-14ος αιώνες)
Κροκόντηλοι-Αγ.Γεώργιος των Σκορτών (13-15ος αιώνας)
Δημητσανίτες (1461-1574)
Μέλη δημοτικού συμβουλίου Τριπολιτσάς (1700)
Ονόματα στρατιωτικών των Κολοκοτρωναίων (1821)
Γορτύνιοι Πολιτικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Αξιωματικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Φιλικοί (1821)
Ονόματα Λαγκαδινών (1822-3)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Α (1823)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Β (1823)
Προαγωγές Γορτυνίων στρατιωτικών (1824)
Δημοτικοί εισπράκτορες Γορτυνίας (1836)
Δήμαρχοι και Πάρεδροι Γορτυνίας (1841)
Φύλλα ποιότητας Δημάρχων και παραγόντων της Γορτυνίας (1849-1850)
Εκλογικά έγγραφα Γορτυνίας [1843 - 1862]
Εκλογικός κατάλογος Γορτυνίας (1865)
Επώνυμα Γορτυνίων 1865 (δήμοι Γόρτυνος, Ελευσίνος, Κλείτωρος και Μυλάοντος)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Λαγκαδίων και Νυμφασίας)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Τρικολόνων και Τροπαίων)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Ηραίας και Θέλπουσας)
Επώνυμα κατοίκων δήμων Φαλάνθου (1879) και Θεισόας (1843)
Μικρά ονόματα Γορτυνίων (19ος αιώνας)

Τοπωνύμια
Mετονομασίες οικισμών Αρκαδίας (1920)
Μεσσαρέα
Τοπωνύμια Βυτίνας
Τοπωνύμια Βάχλιας
Τοπωνύμιο Τσιπιανά
Τοπωνύμιο Ψάρι
Τοπωνύμιο Αρτοζήνος
Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων
Nτρομπολιτσά- Tριπολιτσά- Tρίπολη : μια ιχνηλάτηση
Γορτυνιακά τοπωνύμια σλαβικής ετυμολογίας
Στα χνάρια του περιηγητή Παυσανία στην Αρκαδία
Συνοικισμός Μεγάλης Πόλεως

Διάλεκτοι και Ιδιώματα
Το αρχαίο αρκαδικό γράμμα "Τσαν"
Η αρχαία αρκαδοκυπριακή διάλεκτος
Σύγκριση γορτυνιακού με άλλα ιδιώματα στο φωνολογικό επίπεδο
Συνοπτική παρουσίαση γορτυνιακού ιδιώματος
Το φαινόμενο του τσιτακισμού στα πελοποννησιακά ιδιώματα
H συνθηματική γλώσσα των Λαγκαδινών μαστόρων
To ιδιωματικό στοιχείο στη γλώσσα των απομνημονευμάτων του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη

Ιστορικά θέματα (επιλεγμένα)
Πασάς Mαυραειδής Φαρμάκης
Ιστορική γεωγραφία Αρκαδίας (395-1209)
Δοξαπατρήν τον λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ένι
Λυκάων της Αρκαδίας
Φωτάκος: Μάχη εν Τρικόρφοις - 23 Ιουν. 1825
Κανέλλος Δεληγιάννης: Πολιορκία Λάλα
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαιΐου 1821)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη της Γράνας
Κανέλλος Δεληγιάννης: Έξοδοι Δράμαλη από την Κόρινθο
Κανέλλος Δεληγιάννης: Γορτυνιακός εμφύλιος (1823) και αρχές του γενικού εμφυλίου (1824)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Μάχες στο Άργος, Δερβενάκια, Αγιοσώστη, Αγιονόρι
Κανέλλος Δεληγιάννης: Α' Πολιορκία Μεσολογγίου
Κανέλλος Δεληγιάννης: Εκστρατεία στη Δυτ. Ελλάδα, Μάχη του Πέτα
Καταστροφή Ζάτουνας - Απρίλιος 1779
Αναφορές για τα επεισόδια στη Γορτυνία (Ιουν. 1823)
Αναφορά επαρχίας Καρύταινας (Δ' Εθνοσυνέλευση, Άργος 1829)
Επιστολή κατά Κολοκοτρώνη (Εμφύλιος 1823)
Ο Μοραΐτης Πυρπολητής του 1821
Τα άρματα της Καρύταινας (1821)

Μελέτες
Βυζαντινή κρατική ιεραρχία και στρατιωτική οργάνωση
Κυρ Ιωάννης ο Τζερνοτάς
Τάμα στον Δία – Αχαιοί εναντίον Γαλατών (120 π.Χ.)
Στοιχεία για την οθωμανική Ελλάδα
Προδοσίες και θυσία στη Μολδοβλαχία το 1821
Η παράδοση της Πόλης το 1453
Σύντομη ιστορία της Πελοποννήσου (2ος αι. π.Χ – 7ος αι. μ.Χ.)
Το Πασαλίκι του Μοριά
Τα παράπονα των Ανθενωτικών (1450)
Μοραΐτες Οπλαρχηγοί του 1821
Η μάχη της Πελαγονίας (1259 μ.Χ.)
Φορεσιά και Άρματα το 1821
Η Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο
Αυτόχθονες εναντίον Ετεροχθόνων
Αλαμανικός φόρος και βυζαντινά μνημόνια