Η ιστοσελίδα περιέχει δημοσιεύσεις κειμένων και ιστορικών πηγών που αφορούν την ιστορία της Αρκαδίας, κυρίως τις περιοχές της Γορτυνίας και του Μαινάλου, καθώς επίσης και ορισμένες ερασιτεχνικές ιστορικές μελέτες γενικότερου ενδιαφέροντος.

Διήγηση Θεοδώρου - Κολοκοτρώνη (Προεπαναστατικά)


Ἕνας ἀπὸ τὸ Ρουπάκι, πλησίον τοῦ χωρίου Τουρκολέκα, ἀφοῦ ἐχάλασε τὸ χωριό του, ἀνεχώρησε καὶ ἦλθε εἰς τὸ Λιμποβίσι, εἰς τὸν πρῶτον τοῦ χωρίου, ἐδῶ καὶ 300 χρόνους. Αὐτὸς ἐφάνη ἔξυπνος καὶ ὁ Δημογέροντας τὸν ἔκαμε γαμβρὸν καὶ κληρονόμον τῆς καταστάσεώς του ὅλης. Ἐλέγετο Τζεργίνης - μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα εὑρίσκονται καμμιὰ ἑξηνταριὰ οἰκογένειαι εἰς τὴν Μεσσηνίαν. Αὐτὸς εἶχε κάμει ἕνα ὡραιότατο παιδὶ καὶ τὸ εἶχε πιάσει ἕνας Μπουλούμπασης Ἀρβανίτης καὶ τὸ ἁλυσόδεσε. Ἐλέγετο Δημητράκης. Οἱ Ἀρβανῖται, ὁποὺ τὸν φύλαγαν, ἐπηδοῦσαν εἰς τὰς τρεῖς καὶ ὁ Μπουλούμπασης τοῦ εἶπε, ἂν πηδᾶ νὰ τοῦ βγάλει τὰς ἁλύσους. Ὁ Δημητράκης ἀπεκρίθηκε ὅτι πηδᾶ καὶ μὲ τὰς ἁλύσους, καὶ ἂν τοὺς περάσει, νὰ τὸν ἀφὴνει ἐλεύθερον. Ὁ Ἀρβανίτης τὸν ὑποσχέθη νὰ τὸν ἐλευθερώσει, ἂν προσπεράσει τοὺς ἄλλους πηδώντας, ἀλλ᾿ αὐτὸς τὸ ὑπεσχέθη ὡς ἀνέλπιστον. Ἐπήδησε, τοὺς ἀπέρασε καὶ τὸν ἄφηκαν ἐλεύθερον. Αὐτὸς ἐπανδρεύθηκε, ἔκαμε τρία παιδιά, ὀνομαζόμενα Χρόνης, Λάμπρος καὶ Δῆμος. Αὐτοὶ ἦσαν νοικοκυραῖοι, μὲ τὰ χωράφια τους, μὲ 500 πρόβατα καὶ 60 ἀλογογέλαδα. Ἐπιάσθησαν μὲ τοὺς ἀντιζήλους των καὶ ἐσκοτώθηκαν. Ἐπέρασαν εἰς τὴν Ρούμελην· 12 χρόνους ἔκαμαν μὲ τοὺς Κλέφτας, ἐπιστρέφουν εἰς τὴν Πελοπόννησον μὲ 15 Ρουμελιώτας. Οἱ Τοῦρκοι τὸ μανθάνουν, τοὺς πολιορκοῦν, σκοτώνουν ἕνα καὶ οἱ ἄλλοι ἐγλύτωσαν. Ὁ Δῆμος ἐπῆρε διὰ γυναίκα του τὴν θυγατέρα τοῦ καπετὰν Χρόνη ἀπὸ Χρυσοβίτσι, μεγάλο σπίτι. Τότε ἦταν, ὅταν ὁ Μοροζίνης ἐκυρίευσε τὸν Μορέα. Καὶ ἐπὶ Βενετζάνων δὲν ἦτον παρὰ καπεταναῖοι. Τὸ παιδὶ αὐτοῦ τοῦ Δήμου ὀνομάσθη Μπότσικας καὶ ἄφησε τ᾿ ὄνομα τῆς φαμίλιας του, ὁποὺ εἶχαν, Τζεργιναῖοι· ὀνομάσθη τοιοῦτος, διότι ἦτο μικρὸς καὶ μαυρουδερός. Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Μπότσικα ἐμβῆκαν οἱ Τοῦρκοι εἰς Μοριά. Οἱ Χρυσοβιτσιῶται, Λιμποβιτσιῶται καὶ οἱ Ἀρκουροδεματῖται ἐπῆγαν καὶ ἐπολέμησαν εἰς τοῦ Ντάρα τὸν Πύργο 6.000 Τούρκους. Αὐτοὶ ἐχαλάσθηκαν καὶ ἐγλύτωσε ὁ Μπότσικας. Αὐτὸς εἶχε ἕνα παιδί, Γιάννη, καὶ ἕνας Ἀρβανίτης εἶπε: «Βρέ, τί Μπιθεκούρας εἶναι αὐτός». Δηλαδὴ πόσον ὁ κῶλος του εἶναι σὰν κοτρώνι, καὶ ἔτσι τοῦ ἔμεινε τὸ ὄνομα Κολοκοτρώνης. Ὁ Μπότζικας ἐσκοτώθη, ὁ Γιάννης ἐκρεμάσθη εἰς τὴν Ἀνδρούσαν, ὥστε ἀπὸ τὰ 1553, ὅπου ἐφάνηκαν εἰς τὰ μέρη μας Τοῦρκοι, ποτὲ δὲν τοὺς ἀνεγνώρισαν, ἀλλ᾿ ἦσαν εἰς αἰώνιον πόλεμον.
Ἐγεννήθηκα εἰς τὰ 1770, Ἀπριλίου 3, τὴν δευτέραν τῆς Λαμπρῆς. Ἡ ἀποστασία τῆς Πελοποννήσου ἔγινε εἰς τὰ 1769. Ἐγεννήθηκα εἰς ἕνα βουνό, εἰς ἕνα δένδρο ἀποκάτω, εἰς τὴν παλαιὰν Μεσσηνίαν, ὀνομαζόμενον Ραμαβούνι. Ὁ πατέρας μου ἦτον ἀρχηγὸς τῶν ἀρματολῶν εἰς τὴν Κόρινθον. Κάθεται ἐκεῖ 4 χρόνους. Ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν Κόρινθον διὰ τὴν Μάνην (1). Ἔβγαινεν ἀπὸ τὴν Μάνην καὶ ἐκυνηγοῦσε τοὺς Τούρκους. Εἰς τοὺς 79 ἦλθεν ὁ Καπετάμπεης μὲ τὸν Μαυρογένην, καὶ ἐρχόμενος ἔρριξεν εἰς τοὺς Μύλους καὶ Ἀνάπλι. Ἔστειλεν εἰς ὅλην τὴν Πελοπόννησον μπουγιουρτὶ (προσκυνοχάρτι), καὶ ἐπῆγαν καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Καπετάμπεη εἰς τοὺς Μύλους. Εἰς τὸν πατέρα μου ἔστειλε χωριστὸ μπουγιουρτί, νὰ ἐλθῆτε νὰ βγάλουμε τοὺς Ἀρβανίτες καὶ νὰ εὑρεῖ ὁ ραγιὰς τὸ δίκιο του. Ὁ πατέρας μου ἐκίνησε μὲ χίλιους στρατιώτας, καὶ ἔπιασε τὰ Τρίκορφα, εἰς τὴν Τριπολιτσάν. Δὲν ἐπῆγεν εἰς τὸν Καπετάμπεη, διότι ἐφοβεῖτο. Ὁ Καπετάμπεης ἐσηκώθηκεν ἀπὸ τοὺς Μύλους, ἐπῆρεν 6.000 ταγκαλάκια, καὶ τοὺς κλέφτες 3.000 καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰ Δολιανά, Τριπολιτσὰ καὶ ἔρριξεν τὸ ὀρδί. Ὁ πατέρας μου, σὰν ἦτον στὰ Τρίκορφα, τοῦ ἔστειλεν ὁ Καπετάμπεης νὰ πάγει σὲ δαύτονε, διὰ νὰ τὸν προσκυνήσει. Ὁ πατέρας μου ἀποκρίθηκε δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἔλθω νὰ προσκυνήσω· οἱ Ἀρβανίτες εἶναι εἰς τὴν Τριπολιτσά, ἠμποροῦν νὰ πιάσουν τὸν ἄγριον τόπον καὶ νὰ σκορπίσουν τότε μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησον, νἄχουν τὸν τόπον. Τότε τοῦ ἔστειλεν 20 μπινίσια γιὰ τοὺς Καπεταναίους κι ἕνα καπότο διὰ τὸν ἑαυτόν του. Τὸν καιρὸν ποὺ ἐζύγωσε τὸ στράτευμα τὸ Τούρκικο εἰς τὴν Τριπολιτσάν, κι ἐπολιορκοῦσε τοὺς Ἀρβανίτες, ἐχώρισαν 4.000 Τοῦρκοι Ἀρβανίτες νὰ τὸν ἐβγάλουν ἀπὸ τὰ ταμπούρια, καὶ αὐτὸς ἀντιστάθηκε καὶ τοὺς ἐκυνηγοῦσε, καὶ ἐμβῆκαν πίσω. Ἦλθαν τὰ στρατεύματα τὰ Τούρκικα τοῦ Καπετάμπεη ἕως τὸν Ἅγιον Σώστην. Πάλι βγαίνουν 6.000 διὰ νὰ πᾶνε εἰς τὸν πατέρα μου, καὶ αὐτὸς πάλι τοὺς ἀντέκρουσε. Εἴδανε ὅτι δὲν ἠμποροῦν νὰ βαστάξουν οἱ Ἀρβανίτες μέσα εἰς Τριπολιτσά, διατὶ δὲν ἦτον τότε τειχογυρισμένη. Ἐσυνάχθηκαν ὅλοι καὶ πᾶνε εἰς τὸν πατέρα μου, καὶ αὐτὸς τοὺς ἐστάθηκε μὲ ὁρμήν, καὶ τοὺς ἐγύρισε κατὰ τὸν κάμπον. Ἑνώθηκαν καὶ ἄλλοι καπεταναῖοι. Ἐμβῆκαν εἰς τὰ χωράφια, εἰς τὸν κάμπον τοὺς ἐσκότωσαν ἡ καβάλα (1) ὡς οἱ θεριστάδες· ἔπεσεν ἡ καβαλαριὰ μέσα καὶ τοὺς ἐθέρισαν. Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἡ καβαλαριά, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὁ πατέρας μου. Ἀπὸ 12.000 ἑπτακόσιοι ἀπέρασαν εἰς τὸ Δαδί. Ὅταν τοὺς ἐπολέμησε ὁ πατέρας μου, τοῦ ἔλεγαν: «Κολοκοτρώνη, δὲν κάμεις ἰσάφι.(2) - Τί νισάφι νὰ σᾶς κάμω, ὁποὺ ἤλθετε κι ἐχαλάσατε τὴν πατρίδα μου, μᾶς πήρατε σκλάβους καὶ μᾶς ἐκάματε τόσα κακά». Τοῦ ἀποκρίθηκαν: - «Ἐφέτο, δικό μας, τοῦ χρόνου δικό σου». Τὰ κεφάλια τῶν Ἀλβανῶν ἔφτιασαν πύργο εἰς τὴν Τριπολιτσά.
Ἡσύχασε (3) ἡ Πελοπόννησος. Τοὺς 80 ἐκατέβη ὁ ἴδιος ὁ Καπετάμπεης καὶ χάλασε τὸν πατέρα μου καὶ τὸν Παναγιώταρον Βενετζιανάκη. Ἦλθεν ἡ ἀρμάδα εἰς τὸ Μαραθονήσι· τὰ στρατεύματα στεριᾶς καὶ θαλάσσης. Ἡ Καστανίτζα (4) ἀποικία, ὁποὺ ἦτον ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Παναγιώταρος, ἕξι ὥρας μακρὰν ἀπὸ τὸ Μαραθονήσι. Ἔρχοντας ἡ ἀρμάδα, ὁ Παναγιώταρος, ὡς Μανιάτης, ἐπροσκάλεσε βοήθεια ἀπὸ τοὺς Μανιάτες, καὶ οἱ Μανιάτες ὑποσχέθησαν ὅτι πᾶνε βοήθεια· καὶ ὁ δραγουμάνος ὁ Μαυρογένης, ὡς Ἕλλην καὶ τεχνίτης, ἔκαμε τὸν Μιχάλη Τροπάκη Μπέη καὶ διὰ νὰ τὸν κάμει Μπέη ἀλικότησε τὴν βοήθεια καὶ ἐπῆρε τὸ Κάστρο. Ἐπῆγε τὸ ἀσκέρι 14.000, καὶ τοὺς ἐπολιόρκησε. Μία ὥρα στράτα ἀλάργα ἔστησε τὸ ὀρδί. Ἔστειλεν ὁ σερασκέρης Ἀλήμπεης ἕνα γράμμα διὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ τοῦ δώσουν ἐνέχυρα ἕνα παιδὶ ὁ ἕνας καὶ ἕνα ὁ ἄλλος, καὶ νὰ τραβήξει χέρι ἀπὸ δαύτους (5). Αὐτοὶ ἀπεκρίθηκαν: «Δὲν προσκυνοῦμεν, θέλομε πόλεμο καὶ ὅποιος μείνει νικημένος, ἂς προσκυνήσει». Αὐτὸς ἤλπιζε ἀπὸ τὴν Μάνην βοήθεια. Τοὺς πολιόρκησαν τὰ Τούρκικα στρατεύματα, ἔβγαλαν κανόνια καὶ βόμβες, τοὺς πολεμοῦσαν ἡμέρα καὶ νύκτα. Οὔτε οἱ βόμβες τοὺς ἔκαναν φόβον οὔτε τὰ κανόνια, ὅμως ἐπολέμησαν 12 ἡμέρες καὶ 12 νύκτες μὲ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα. Ὅταν εἶδαν, ὅτι βοήθεια δὲν ἔρχεται, ἀποφάσισαν νὰ φύγουν ἀπὸ τοὺς πύργους· οἱ πύργοι ἦτον δύο, καὶ ὁ ἕνας ἦτον τοῦ πατέρα τοῦ Παναγιώταρου, καὶ ὁ ἄλλος ἦτον τοῦ πατέρα μου καὶ τοῦ Παναγιώταρου. Ὁ πατέρας τοῦ Παναγιώταρου ἦτον 80 ἐτῶν, ὡς καὶ ἡ μητέρα του, καὶ μὴν ἠμπορώντας νὰ φύγουν εἰς τὸ γιουρούσι μὲ τὰ ἄλλα γυναικόπαιδα, εἶπε τοῦ Παναγιώταρου καὶ τοῦ πατέρα μου: «Βάλτε φωτιὰ στοὺς ἄλλους πύργους, ἐγὼ μένω ἐδῶ». Ἔμεινε μ᾿ ἕνα δοῦλο καὶ μὲ τὴν γυναίκα του καὶ δούλα μὲ σκοπὸν νὰ πολεμήσει, ἐλπίζοντας νὰ ἔλθει βοήθεια ἀπὸ τὰ παιδιὰ του ἔπειτα. Ὁ πόλεμός του ἦτον μὲ τὸν δοῦλον, ἡ τέχνη του μεγάλη· εἶχε φιτίλι νὰ γυρίσει μαζὶ μὲ τοὺς Τούρκους. Αὐτοὶ ποὺ ἐπολεμοῦσαν μέσα ἔπεσαν εἰς τὸ ὀρδὶ τοῦ σερασκέρη μὲ τὰ σπαθία εἰς τὸ χέρι, μόνον τρεῖς ἐσκοτώθηκαν ἄνδρες, καὶ μέρος γυναῖκες, καὶ ἔμειναν πολλὰ παιδιὰ σκλάβοι· καὶ ἔτζι ἔμειναν δύο ἀδέλφια μου σκλάβοι, τὸ ἕνα τριῶν χρονῶν καὶ τὸ ἄλλο ἑνός· ἄλλα δύο ἐσκλαβώθηκαν καὶ ἔπειτα ἐλευθερώθηκαν. Ὅταν ἔκαμαν τὸ γιουρούσι, ἔπιασαν τὰ βουνὰ οἱ Τοῦρκοι διὰ νυκτός· ἐβασίλευσε τὸ φεγγάρι εἰς τὴν μέσην νύκτα, καὶ βασιλεύοντας τὸ φεγγάρι ἐβγῆκαν· νύκτα μικρὴ καὶ δὲν ἔλαβαν καιρὸν νὰ φύγουν κατὰ τὴν Μάνη· ἐπῆγαν στοὺς λόγγους κι ἐπῆρε ἡμέρα. Τὸν Παναγιώταρον (6) ζωντανὸν τὸν ἔπιασαν κι ἔπειτα τὸν ἐσκότωσαν οἱ Μπαρδουνιῶτες. Ὁ πατέρας μου ἐσκοτώθηκε μὲ δύο του ἀδέλφια, Ἀποστόλη καὶ Γεώργη, ὁ ἕνας εἰς τὸν λόγγον, ὁ ἄλλος μοναχός του, διατὶ ἐλαβώθηκε· ἐγλύτωσεν ἕνας μπάρμπας μου, Ἀναγνώστης, ἀπὸ τοὺς κλεισμένους τέσσαρους ἀδελφοὺς Κολοκοτρώνη. Ἐγώ, ἡ μάνα μου, ἡ ἀδελφή μου ἐγλύτωσαν μὲ τὰ παλληκάρια τοῦ πατέρα μου. Εἰς τὸ γιουρούσι ἐλαβώθηκε μὲ σπαθὶ ὁ Κωνσταντὴς Κολοκοτρώνης, καὶ μὲ προδοσία ἑνὸς Τούρκου φίλου ἐσκοτώθηκε· δὲν ἐφάνη τὸ κεφάλι του· οἱ φονεῖς του τὸν ἐσκότωσαν καὶ τὸν ἔκρυψαν διὰ τὸ βιό του, ὅσα εἶχεν ἀπάνω του· σὲ τρία χρόνια τὸν ξέθαψαν τὸν Κολοκοτρώνη Κωνσταντή· ἀπὸ τὸ μικρὸ δάκτυλον τὸν γνώρισαν, ὁποὺ εἶχε γυρισμένο ἀπὸ μία σπαθιὰ τουρκική· τὸν εἶχαν κρύψει εἰς μίαν τρούπα τῆς Ἄρνης καὶ Κοτζατίνας, τὸν ἔθαψαν ἔπειτα εἰς τὴν Μηλιά· ἦτον μελαψότερος, μονοκόκκαλος, δυνατός, ὀγλήγορος, μὲ ἕνα καθάριο ἄτι δὲν τὸν ἔπιανες, 33 (1) χρόνων, μέτριος, μαυρομάτης, λιγνός· οἱ Ἀρβανῖται τὸν εἶχαν τόσο τρομάξει, ποὺ ἔκαμναν ὅρκον: «Νὰ μὴ γλυτώσω ἀπὸ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ σπαθί» (2). 700 μπουλουκτζῆδες ἐσκότωσε πρὶν.
Ὁ Παναγιώταρος ἦτον γίγαντας, νέος, μαῦρα μαλλιά, σόϊ ἄνθρωπος, ἄσπρος, 37 - 38 χρόνων. Εἰς τὴν Ἀνδρούσαν ἐσκοτώθη ὁ γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, ἔπειτα τὸν ἐκδίκησε ὁ υἱός του. Ὁ γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, τοῦ ἔκοψαν χέρι καὶ πόδια καὶ τὸν ἐκρέμασαν. Ὁ γέρων (3) πατέρας τοῦ Παναγιώταρου ἐπολέμαε ἀπὸ τὸν πύργον καὶ ἐμαρτύρησε τὸ φιτίλι ὁ δοῦλος ποὺ ἐπροσκύνησε, καὶ τὸν γέροντα τὸν ἔπιασαν ζωντανόν. Ὁ Καπετάμπεης ἐρώταε: - Διατί δὲν προσκυνάει; - Τώρα προσκυνῶ, προσκυνημένο κεφάλι δὲν κόβεται. - Τοῦ ἔκοψαν χέρι καὶ πόδια, τὸν κατράμισαν (4).
Ἐμείναμεν εἰς τὴν Μάνην ἡμεῖς, εἰς τὴν Μηλιά, μὲ τὸν θεῖον μου τὸν Ἀναγνώστη. Ἐξαγόρασα τὰ σκλαβωμένα παιδιά, τὸ ἕνα ἀπὸ τὴν Ὕδραν, τὸν Γιάννη καὶ τὸν Χρίστο, καὶ ἐκάτζαμεν 3 χρόνια εἰς τὴν Μάνη. Εἴχαμεν ἐλλείψεις, ἦλθαν οἱ ἄλλοι οἱ μπαρμπάδες μας ἀπὸ τὴν μάναν μου, λεγόμενοι Κοτζακαῖοι, καὶ μᾶς ἐπῆραν εἰς τὴν Ἁλωνίσταιναν. Ἐπήγαμεν ἀγνώριστοι, μᾶς ἔμαθον ἔπειτα καὶ ἐφοβούμεθα τοὺς Τούρκους. Ὁ μπάρμπας μου ὁ Ἀναγνώστης ἦλθε ἔπειτα εἰς τοῦ Λεονταριοῦ τὴν ἐπαρχίαν, εἰς τὴν ἄκραν τῆς Μάνης, Σαμπάζικα. Ἔκαμε συμπεθεριὸ μὲ ἕναν ντόπιον (5) προεστόν, τοῦ τουφεκιοῦ ἄνδρα, τὸν ἔλεγαν Γεωργάκη Μεταξᾶν. Ἔδωκε τὴν θυγατέρα του, ἔφτιασε σπίτι. Μανθάνοντας, ὅτι ὁ θεῖος μου ἔκαμεν ἀποικίαν εἰς τὸ Ἄκοβον, ἐφύγαμε καὶ ἐπήγαμεν ἐκεῖ. Σὰν ἐκαθόμαστε ἐκεῖ, ἄλλα μπουλούκια κλέφτες μ᾿ ἔβαλαν ἀρματολὸν εἰς τὴν ἐπαρχίαν τοῦ Λεονταριοῦ κατὰ τῶν κλεφτῶν, καὶ ἐμπόδιζα τὸ βιλαέτι μὲ χατίρι. 15 χρόνων ἤμουν τότε. - Ἔγινα 20 χρονῶν, ὑπανδρεύθηκα καὶ ἐπῆρα ἑνὸς πρώτου προεστοῦ τοῦ Λεονταριοῦ, τὸν ὁποῖον τὸν χάλασε (6) ἕνας πασὰς εἰς τὸ Ἀνάπλι (7). Ἔκτισα σπίτια, ἐπῆρα προικιὸ ἐλιές, ἀμπέλι (8), ἔγινα νοικοκύρης, ἐφύλαγα καὶ τὸ βιλαέτι. Ἐστεκόμαστε πάντοτε μὲ τὸ ντουφέκι. Μᾶς ἐφθόνησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἤθελαν νὰ μᾶς σκοτώσουν, δὲν ἠμποροῦσαν ὅμως, διότι ὁ τόπος ἦτον σὲ ἄκρη. Καὶ ἐπολεμοῦσαν νὰ μᾶς χαλάσουν μὲ κάθε τέχνη· ἔστελναν μία καὶ δύο φορὲς ἑκατὸν καὶ διακόσιους στρατιώτας διὰ νὰ μᾶς κτυπήσουν· δὲν μᾶς εἶχαν εἰς τὸ χέρι καὶ δὲν μᾶς πείραξαν. Εἶδαν ὅτι δὲν εἶχαν διαφορὰ μὲ τὴν τέχνη· ἐβγῆκαν φανερά· ἐπήραμε χαμπέρι, ἐφύγαμε. Οἱ Τοῦρκοι ἀφάνισαν ὅλα τὰ ἀγαθά μας καὶ ἔδωσαν διαταγήν: ὅπου ἀκουσθοῦμε νὰ μᾶς χαλάσουν. Ἔμεινα μὲ δώδεκα Κολοκοτρωναίους, μικρότεροι εἰς τὴν ἡλικίαν, ἐπήγαμεν εἰς τὴν Μάνην, ἀφήκαμεν τὲς φαμίλιες μας καὶ ἔπειτα ἐγυρίσαμε, ἐσηκωθήκαμε φανερά, ἐσυνάξαμε στρατιώτας, πότε 60, πότε ὀλιγοτέρους. Ἐμείναμε δύο χρόνους κλέφτες· ἔπειτα εἶδαν, πὼς δὲν ἐμποροῦν νὰ μᾶς κάμουν τίποτε καὶ μᾶς ἔβαλαν πάλε ἀρματολούς. Εἶχα τὸ Λεοντάρι καὶ τὴν Καρύταινα, ἔκαμα 4 - 5 χρόνους ἀρματολός. Ὁ Ἀναγνώστης Κολοκοτρώνης δίδεται εἰς τὴν μέθην, διὰ νὰ ἀλησμονήσει τὰ συμβάντα. Τὸν μεγαλείτερον τοῦ πατρός μου ἀδελφὸν τὸν ἐσκότωσαν εἰς τὸ Λεοντάρι ἔπειτα, καὶ τοῦ ἐπῆραν τὸ κεφάλι (χέρι κομμένο εἰς τὴν νεότητά του). Ἀπὸ 40 χρόνων ἀρχίνισε καὶ ἀπόθανε εἰς τὰ 52. Ἄφησε παιδιὰ 3 ἀρσενικά, Γιαννάκη, Δημητράκη, Γεωργάκη, ἄφησε καὶ ἑπτὰ θυγατέρες. Ἕνας ἀπόθανε ἀπὸ τὸν θάνατόν του, ἀπὸ ἕξι ἀδέλφια τοῦ πατρός μου.
Ὅταν εἴμεθα ἀρματολοί, τὰ παιδιά μας ἦταν εἰς τὴν Μάνην, εἰς τὴν Καστανιὰ τὴν μεγάλην. Εἰς τὴν Μάνην ἐπηγαίναμε εἰς τὲς σημαντικὲς ἡμέρες, ὅταν εἴμεθα ἀρματολοί. Εἰς τὴν Μάνην πάντοτε ἐπηγαίναμεν βοήθεια εἰς τὸν Μπέη Κουμουντουράκη, εἰς τὲς χρεῖες τους, καὶ ἐβοηθούσαμε τὸ μέρος τους. Ὁ Καπετάνιος Κωνσταντὴς Δουράκης, φίλος τοῦ πατρός μου, καὶ οἱ Κιτρινιαραῖοι ἀνοίγουν πολέμους. Ἡμεῖς μεντάτι. Εἴχαμε κλεισμένον μίαν φορὰν τὸν Νικόλαο Κιτρινιάρη, τὸν πολιορκήσαμεν, καὶ σὰν ἐτρώγονταν ἀδελφοξάδελφα, ἔρριχναν τουφέκια εἰς τὸν ἀέρα. Οἱ Μανιάτες τὸν στενοχώρησαν καὶ ὁμίλησε νὰ παραδοθεῖ, καὶ ἐζήτησε ἐμέ. Δὲν ἦτον νὰ παραδοθεῖ, ἀλλὰ νὰ μὲ σκοτώσει μὲ ἀπιστιά. Ἐβγῆκε ἔξω εἰς τοῦ πύργου τὴν πόρτα, καὶ εἶχε βάλει τοὺς ἀνθρώπους μέσα, νὰ παραδοθεῖ. Οἱ ἄνθρωποί του μὲ ἄδειασαν ἕξι τουφέκια. Ἐγὼ ἤμουν κοφτὰ καὶ δὲν μ᾿ ἐπῆραν, ἔπεσα ἀποκάτω ἀπὸ τὸν θόλον τῆς πόρτας τοῦ πύργου, οἱ δικοί μου ἐνόμισαν ὅτι μὲ σκότωσαν καὶ ἤθελαν νὰ σκοτώσουν τοὺς συγγενεῖς τοῦ Κιτρινιάρη... ἄλλοι λέγουν, «Ὄχι, νὰ πάρομε τὸν Θεόδωρον». Ἦλθεν ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κιτρινιάρη, καὶ τὸν πῆρα εἰς τὸν ὦμον, κι ἐπροφυλάχθηκα, καὶ τὴν νύκτα ἔβαλα φωτιὰ εἰς τὸν πύργον καὶ ἐπαραδόθηκαν. Ὁ ἀδελφός του ἦτον μὲ ἡμᾶς. Τότε τὰ ἀδέλφια τους μὲ εἶπαν: Νὰ κάμω ὅ,τι θέλω εἰς ἐκείνους διὰ τὴν ἀπιστιά. Ἐγὼ εἶπα, ὅτι ἐὰν ὁ Θεὸς μ᾿ ἐφύλαξε, τοὺς χαρίζω τὴν ζωήν. Ὁ Ζαχαριᾶς ἐβοηθοῦσε τοὺς ἄλλους, ἐπολεμούσαμε καὶ ἔπειτα ἐσμίγαμεν ἔξω. Ἐγὼ ὑπεστήριζον τὸν Μπέη. Ὁ Μούρτζινος ἀντιφέρετο μὲ τὸν Μπέην καὶ μὲ τὸν Καπετάνιο τὸν φίλον μου. Ἕνα ἢ δύο μῆνες τὸ καλοκαίρι ἔπρεπε νὰ βοηθήσω τοὺς δικούς μου.
Εἰς τοὺς ἕξι χρόνους ἐπάνου, ἔβγαλα τὰ παιδιά μου εἰς ἕνα χωριό, Γιάνιτζα, πλησίον τῆς Καλαμάτας, διατὶ μοῦ ἤρχετο καλλίτερα διὰ τὴν ζωοτροφίαν. Ἡ Μάνη ἐφθόνησε τὸν Μπέη. Ἦλθε καὶ ὁ Σερεμὲτ μπέης, διὰ νὰ βάλουν τὸν Ἀντωνόμπεη Γληγοράκη. Ἦλθε ὁ Μπέης ὁ Κουμουντουράκης εἰς τὴν Καλαμάτα μὲ 60 ἀνθρώπους, ἐγὼ εἶχα 18. Μὲ ἐμπόδιζαν νὰ βοηθήσω τὸν Κουμουντουράκη, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ τὸν βοηθήσω ἐξ αἰτίας τῆς φιλίας. 3.000 Τοῦρκοι καὶ Μανιᾶται πηγαίνουν κατὰ τοῦ Κουμουντουράκη. Βλέπω μακρὰν μπαϊράκια εἰς τὲς Καπετανίες (ψυχικό). Συμβούλευσα νὰ μὴν πᾶμε μέσα εἰς τὴν Μάνη, ἠθέλαμε νὰ πιάσομε τὸ Κάστρο τοῦ Κουμουντουράκη, 4 ὧρες μακριὰ ἀπ᾿ τὴν Καλαμάτα. Οἱ Καπετανάκηδες καὶ ἄλλοι Μανιάτες μᾶς πολέμησαν, ἐλαβώθηκα... τὸ ἄλογον... λάφυρα... πιάνομεν ἕνα πύργον... ὁ Κουμουντουράκης. Ἐπιάσαμε τὸν πύργον, ἔπειτα διὰ νυκτὸς ἀνέβημεν εἰς τὸ Κάστρο. Οἱ πατζαοῦρες (τῆς λαβωματιᾶς) ἦτον μέσα. Ὁ Παναγιώτης Μούρτζινος καὶ ὁ Χριστέας, φίλοι πατρικοί, τοὺς γράφω ἕνα γράμμα: μὲ κάθε συμβιβασμὸ νὰ ἔβγω, νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Μάνην νὰ γιατρευθῶ. Οἱ Μούρτζινοι λέγουν εἰς τὸν Σερεμὲτ μπέη νὰ ἐβγάλουν τοὺς κλέφτες διὰ νὰ ἀδυνατίσει ὁ Κουμουντουράκης, καὶ ἔτζι ἐγέλασαν τὸν Σερεμὲτ μπέη νὰ ἔβγω ἐγὼ ἀπὸ μέσα, καὶ μοῦ εἶπαν νὰ ἔβγω μὲ ὅλους μου τοὺς ἀνθρώπους. Ἀνέβαλα διὰ νὰ ἔβγουν καὶ οἱ ἀνθρῶποι μου. Οἱ ἀνθρῶποι μου μένοντας (1) ὀπίσω· ὁ Πετρούνης ἔγινε μεσίτης νὰ προσκυνήσει ὁ Κουμουντουράκης καὶ δὲν παθαίνει τίποτες, καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Ὅταν ἔλθει ὁ Πετρούνης νὰ μὴ τὸν ἀκούσετε, ἀλλέως θὰ σᾶς φάγει μὲ ἀπιστιά». Ὁ Κουμουντουράκης δὲν ἠθέλησε. Ἔκαμε τραττάτο, ἐβγῆκαν οἱ δικοί μας. Ὁ Κουμουντουράκης ἐπαραδόθηκε καὶ τὸν πῆρε ἡ ἀρμάδα σκλάβον. Ἐγιατρεύθηκα ἐγώ, ἐπῆγα εἰς τὸ ἀρματολίκι μου. Μοῦ ἔπεσαν οἱ προεστοὶ καὶ ὁ κὺρ Γιάννης (Δεληγιάννης), καὶ μοῦ λέγουν: «Δὲν εἶναι καλὸν νὰ κινδυνεύεις εἰς τὴν Μάνην καὶ νὰ φέρεις τὴν φαμίλιαν σου εἰς τὴν Καρύταινα». Τὰ ἔβγαλα τὰ παιδιά μου εἰς τὴν Καρύταινα καὶ ἐκατοίκησα εἰς ἕνα χωριὸ Στεμνίτζα. - Ἐβγῆκε φερμάνι νὰ μᾶς σκοτώσουν καὶ τοὺς δύο, Πετιμεζᾶ κι ἐμέ, 1802. Ἕνας βόϊβοδας τῆς Πάτρας ἐνήργησε αὐτὸ - τὸ φιρμάνι ἔλεγε: Ἢ τοὺς δύο ἡμᾶς ἢ τὰ κεφάλια τῶν Κοτζαμπασήδων. Ὁ βεζύρης τῆς Τριπολιτζᾶς κράζει τὸν πατέρα τοῦ Ζαΐμη καὶ τὸν κὺρ Γιάννη. Ὁ Ζαΐμης ἐπῆγε, ὁ κὺρ Γιάννης ἐφοβεῖτο. Ὁ Πασιὰς τοὺς ἔκαμεν ὅρκον, ὅτι δὲν εἶναι τίποτες δι᾿ αὐτούς. Ἐγὼ ἐσυντρόφευσα τὸν Δεληγιάννην ἕως εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ ὅταν ἀνεχώρησε μὲ εἶπε ὁ Δεληγιάννης... Τοῦ εἶπα: «Δὲν τὸ πιστεύω, διὰ ἡμᾶς εἶναι τὸ φερμάνι». Μοῦ ἀποκρίθηκε: «Μὴν φοβεῖσθε». Ἔκραξε μόνον τοὺς δύο ὁ Πασιὰς, τοὺς διάβασε τὸ φερμάνι. «Νὰ μᾶς δώσεις μουχλέτι (διορία) γιατὶ τοῦτοι εἶναι ἄγριοι ἄνθρωποι». Ὁ Γ. Ζαΐμης, Ἀσημάκης, τὸν εἶχε τὸν Πετμεζᾶ εἰς τὰ χέρια του, διατὶ ἐπήγαινε καθημερινῶς εἰς τὰ Καλάβρυτα, ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἐπήγαινα εἰς τὴν Καρύταινα, εἰς τὸ Χασαμπᾶ. Εἶπαν οἱ δύο προεστοί, νὰ βάλουν τὸν ἄγριον εἰς τὸ χέρι, καὶ ἔπειτα τὸν ἥμερον εὔκολα. Ὁ Δεληγιάννης ὁρκώνει δύο προεστοὺς νὰ μὲ σκοτώσουν. Ἦτο δύσκολο, διότι ἤμουν πολλὰ προφυλακτικός. Ἐσυνακούσθησαν μὲ τὸν Βελεμβίτζα, τὸν ὥρκωσαν πρῶτα· αὐτὸς ἀποκρίθηκε: «Δὲν τὸν βλέπω τὸν σκοτωμόν τους, θὰ χαλάσουμε τὸ βιλαέτι». Αὐτοὶ δὲν ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν γνώμην τους. - Εἶχαν φέρει ἕναν Μπουλούμπαση μὲ Ἀρβανίτες εἰς τὴν Καρύταιναν. Ὑποπτεύθηκα· ἐπῆγα νὰ χαιρετήσω ἕναν προεστὸν εἰς τὴν Στεμνίτζα· τοῦ λέγω: «Τί τὸν θέλετε τὸν Ἀρβανίτη Μπουλούμπαση; δὲν θέλει γένει ἡ γνώμη σας». Εἰς τὴν Στεμνίτζαν πᾶνε Ἀλβανοί... (1) Ὑπάγω καὶ ἐγὼ μὲ 50. Ἀνταμώθηκα μὲ τὸν Μπουλούμπαση, τοῦ εἶπα: «Θὰ μᾶς βάλουν νὰ τζακίσουμε τὰ στουρνάρια, τὰ ἥμερα δὲν θὰ διώξουν τὰ ἄγρια, ὅλα φεύγουν, ὁ σπουργίτης πάντοτε μένει».
Τῆς τύχης ἡ περίστασις ἐκείνη ἔφερε ὁ γέρο Κόλιας νἄρχεται μὲ τὸν υἱόν του (τὸν Κολιόπουλον). Ἤρχετο εἰς τὰ πιστρόφια ἡ νύφη του, ἐγίναμε διακόσιοι. Εἰς τὰ Μαγούλια ἀνταμώνονται, οἱ ἀνθρῶποι μας. Ὁ προεστὸς Ἀναγνώστης Μπακάλης ἀπὸ τὸ Γαρζενίκο, ἐγέλασε τὸν Τοῦρκο... (2) καὶ μὲ ἔδωσεν εἴδησιν. Γράφω εἰς τοὺς προεστοὺς νὰ μὲ στείλουν εἴδησιν, ἂν μὲ ἐπιβουλεύονται. Παίρνω ἀπὸ τὸν Δημήτρη φυσέκια, στουρνάρια· μὲ γράφουν: ψεύματα. Μὲ τὰ σπερώματα, μὲ 200 νομάτους ὁ Μπουλούμπασης μᾶς πλάκωσε εἰς τὴν Κερπενή. Μόνον 40 εἴμεθα, ἐτραβήχθηκα ἀπὸ τὸ χωριὸ ἔξω. Κλείομαι εἰς ἕνα μοναστήρι εἰς τὴν Κερνίτζα (ἀναλήφθηκα, μ᾿ ἔχασαν), ἔπιασα τὸν ἄγριον τόπον. Ἐσκότωσαν τότε τὸν Πετιμεζᾶ εἰς τὰ Καλάβρυτα καὶ ἔστειλαν τὸ κεφάλι του εἰς τὴν Τριπολιτζά (3). Εἰς τὰ Μαγούλιανα ἐσκοτώσαμεν τοὺς Τούρκους (ἔκαια τὰ χωριά). Οἱ προεστοὶ βάζουν τὸν Κόλια, διὰ νὰ προσπέσει νὰ συμβιβασθοῦμε, νὰ ἡσυχάσουμε. Μᾶς ἔδωσαν τὸ ἀρματολίκι. Περάσοντας τρεῖς τέσσαρους μῆνες, ὁ Δεληγιάννης ἤθελε νὰ μᾶς χαλάσει, πλὴν δὲν ἠμπόρουνε.
Τὸν Σεπτέμβριον μήνα ἐπῆρα τὸ ἀρματολίκι. Ὁ Δεληγιάννης ηὗρε τρόπον. - Εἶχε φίλον εἰς τοῦ Λάλα τὸν Χασάναγα Φιδᾶ, καὶ τὸν ἔβαλε νὰ μᾶς σκοτώσει (μὲ τὴν ἀπιστίαν (4), ὅτι εἴμεθα ἀρματολοί). Τὲς φαμελιές μας τὲς εἴχαμε εἰς τοῦ Παλούμπα, καὶ ὁ Γεροκόλιας ἐξάνοιξε τὴν προδοσιά, ὅτι ἤρχοντο οἱ Λαλαῖοι. Ἔστειλε, μᾶς εἶπε (5) ὅτι θὰ ἔλθουν οἱ Λαλαῖοι. Λαμβάνοντας καὶ τὴν εἴδησιν τί τρόπο νὰ φανερωθεῖ τούτη ἡ μυστικὴ κίνησις, διὰ νὰ μᾶς (6) βαρέσουν. Ἔμεινα ὅλην τὴν νύκτα συλλογισμένος. Οἱ Τοῦρκοι ἦλθαν κι ἔπιασαν δύο δρόμους, 200 καὶ 200, νὰ βαρέσουν μὲ χωσιά· εἶχον κι ἕνα Ἕλληνα προδότην καὶ ἤρχετο καὶ μᾶς εὕρισκε, ἂν κινᾶμε ἢ ἂν κοιμόμασθε. Τὸ πρωὶ ἤθελα νὰ στείλω καταπατητάδες. Τὸ πρωὶ μᾶς ἔκλεισαν εἰς τὸ χωριό. Ἐγὼ εἶχα δώσει τὰ σκουτιά μου εἰς ἕνα ψυχογιόν. Χαράζοντας τὴν αὐγήν, βλέπω τοὺς Τούρκους. - Ἐπιάσαμε τὸ τουφέκι. - Κινώντας νὰ πιάσω τὴν ράχην, παίρνουν τὸν ψυχογιόν μου ὀκτὼ βόλια, ὁ ἀδελφός μου ὁ Γιάννης λαβώνεται. Κλειόμεθα σὲ τρία σπίτια· εἴμεθα 38. Ἐκλείσθηκα εἰς χαμώγειο Ἔρχονται οἱ ἄλλοι 200, μᾶς ἀπόκλεισαν. Πολεμοῦμε ὅλην τὴν ἡμέραν. - Ἐσκοτώσαμεν καὶ ἡμεῖς· τὸ βράδυ κάνομε γιουρούσι καὶ ἐφύγαμε (7). - Τὸν Μάρτην 7 μᾶς βάρεσαν στὰ 1804.
Εἰς τὰ 1805 πηγαίνω εἰς τὴν Ζάκυνθον. Ὁ Αὐτοκράτορας Ἀλέξανδρος κάμνει πρόσκλησιν διὰ νὰ γραφθοῦν οἱ Ἕλληνες εἰς τὰ στρατεύματα (8).
Κάμνομεν ὅλοι μία ἀναφορά, Σουλιῶται, Ρουμελιῶται καὶ Πελοποννήσιοι, εἰς τὸν Αὐτοκράτορα καὶ τοῦ ζητοῦμεν βοήθειαν διὰ νὰ ἐλευθερώσωμεν τὸν τόπον μας. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἐνήργησε νὰ γίνει ἡ ἀναφορά. Οἱ Σουλιῶται, Ρουμελιῶτες ἦτον στὴν Πάργαν. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἦλθεν εἰς... καὶ ἐγράφθησαν 5.000 στρατιῶται Πελοποννήσιοι εἰς τὰ ἄρματα. Ἦλθε ἡ ἀπάντησις· τότε ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθον, εἰς τὰ 1805 τὸν Αὔγουστο. Ὁμιλῶ μὲ τὸν Ἀρχηγὸν τῶν Ρωσικῶν στρατευμάτων καὶ μὲ λέγει, ὅτι ὁ Αὐτοκράτωρ τὸν διέταξε νὰ παραδεχθεῖ εἰς τὴν δούλευσιν ὅσους θέλουν νὰ ἔμβουν καὶ νὰ ὑπάγουν νὰ κτυπήσουν τὸν Ναπολέοντα. Τοῦ ἀποκρίνομαι: «Ὅσον διὰ τὸ μέρος μου δὲν ἐμβαίνω εἰς τὴν δούλευσιν. Τί ἔχω νὰ κάμω μὲ τὸν Ναπολέοντα; Ἂν θέλετε ὅμως στρατιώτας, διὰ νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν πατρίδα μας σὲ ὑπόσχομαι καὶ 5 καὶ 10 χιλιάδας στρατιώτας. Μία φορὰ ἐβαπτισθήκαμεν μὲ τὸ λάδι, βαπτιζόμεθα καὶ μίαν μὲ τὸ αἷμα καὶ ἄλλη μίαν διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος μας». Μένω 15 ἡμέρας εἰς τὴν Ζάκυνθον, δὲν συμφωνῶ, ἀφήνω 28 ἀπὸ τοὺς συντρόφους μου καὶ τὸν Νικήτα ἀνεψιό μου καὶ τοῦ Γιάννη Κολοκοτρώνη αὐτοῦ. Τὰ ἄλλα Ἑλληνικὰ στρατεύματα γράφονται καὶ πηγαίνουν εἰς τὴν Νεάπολη. Οἱ Τοῦρκοι βλέπουν αὐτὰ τὰ κινήματα καὶ γράφουν ἀναφορὰς εἰς τὸν Σουλτάνον, καὶ τοῦ ἐξηγοῦν τὰς ὑποψίας των. Ὁ Σουλτάνος λαμβάνει τὴν ἰδέαν νὰ κόψει τὸν λαόν. Ὁ Πατριάρχης κάμνει παρατηρήσεις καὶ λέγει: «Τί πταίει ὁ λαός; Νὰ σκοτώσωμεν τοὺς πρωταιτίους, τοὺς κακούς». Καὶ τὸν ἀντισκόβει. Ἡ ἀναφορὰ τῶν Τούρκων συμφωνεῖ μὲ τὰς πληροφορίας τοῦ Καμπινέτου τῆς Γαλλίας, ὅτι νὰ χαλάσουν τοὺς Καπεταναίους, τοὺς λεγομένους κλέφτας, καὶ τοὺς Καπεταναίους τῶν καραβιῶν, διατὶ μία ἡμέρα ἠμποροῦν νὰ κάμουν ἐπανάστασιν. Τότε κάμνει ἕνα φερμάνι ὁ Σουλτάνος νὰ σκοτώσουν τοὺς κλέφτας. Ἀφοριστικὸ ἔρχεται τοῦ Πατριάρχου διὰ νὰ σηκωθεῖ ὅλος ὁ λαός, καὶ ἔτζι ἐκινήθηκεν ὅλη ἡ Πελοπόννησος, Τοῦρκοι καὶ Ρωμαῖοι, κατὰ τῶν Κολοκοτρωναίων. Τὸν Αὔγουστον ὑπῆγα εἰς Ζάκυνθον. Τὸν Σεπτέμβρη ἐβγῆκα ἔξω, καὶ Ἰανουάριον 1806 ἦλθε τὸ διάταγμα καὶ μᾶς ἐκυνήγησαν (1). Ὁ Πετιμεζᾶς, ὁ Γιαννιᾶς καὶ ὁ Ζαχαριᾶς ἦτον χαϊμένοι πρωτύτερα, καὶ εὑρέθηκα μὲ μόνον 150.
Ἐπήγαμεν εἰς τὸ Μοναστήρι Βελανιδιά, πλησίον τῆς Καλαμάτας, καὶ ἀπεκεῖ ἔστειλα ἕνα γράμμα τοῦ Ἡγούμενου διὰ νὰ μοῦ στείλουν ζωοτροφίας. Τὸ γράμμα τὸ ἔπιασαν οἱ Τοῦρκοι, καὶ ὁ Δεληαχμέτης ἦλθε καὶ μᾶς ἐπολιόρκησε μὲ 1.000. Ἐτραβήξαμε τὰ σπαθιὰ καὶ τοὺς ἐχαλάσαμεν· τοὺς ἐπήραμε κυνηγώντας ἕως τὴν Καλαμάτα, ἐπήραμε τὰς σημαίας τους καὶ ἐσκοτώσαμεν πολλούς.
Αὐτὸς ὁ Δελῆ Ἀχμέτης ἦτον περίφημος εἰς τὴν Ρούμελη. Ἐκατατρέχθη ἀπὸ τὸν Ἀλὴ Πασὰ κι ἐκατέφυγε εἰς τὴν Πελοπόννησον. Ὁ Πασὰς τοῦ τόπου τὸν ἔδωκε 500 χάρτζια (μισθοὺς) διὰ νὰ κυνηγάει τοὺς κλέφτας. Ἐγὼ σὰν τὸ ἔμαθα εἶχα 80, καὶ ἐπῆγα ἐπίτηδες διὰ νὰ δοκιμάσω τὴν δύναμίν του εἰς τὸν Ἄκοβο (Σαμπάζικα), καὶ ἐφοβήθηκε νὰ πολεμήσει μὲ ἡμᾶς. Ἐπήγαμε εἰς τὴν Βλαχοκερασιὰ καὶ τὴν ἐχαλάσαμε, ὡς ἰδιοκτησία τοῦ Χασεκῆ, ὁποὺ ἔκαψε τὰ σπίτια μας. Ἄλλη μιὰ φορὰ ἐπήγαμεν εἰς τοῦ Τζεφερεμίνη καὶ μᾶς ἔμαθαν οἱ Τοῦρκοι τῆς Ἀνδρούσας καὶ ἐκίνησαν μία ἑκατοστὴ διὰ νὰ μᾶς κτυπήσουν, καὶ ἐβγήκαμεν, τοὺς ἐκυνηγήσαμεν καὶ ἐτρόμαξαν νὰ γλυτώσουν. Τὸ ἴδιον ἐστάθη καὶ εἰς τοῦ Μήλια τὸ Παλιόκαστρο, ἀνάμεσα Μήλια καὶ Μπούτζα (τῆς Μεσσηνίας). Ὅλ᾿ ἡμέρα ἐπολεμήσαμεν καὶ τὸ βράδυ τοὺς ἐφύγαμε. Ἄλλη μία φορὰ ἐφάνηκαν εἰς τοῦ Μαρμαριᾶ (Βρουστοχωριά). Ἦλθαν, μᾶς πλάκωσαν ἀπὸ ὅλες τὲς κοντινὲς ἐπαρχίες ὅλοι οἱ Τοῦρκοι, μᾶς ἔκλεισαν εἰς ἕνα βουνό, ἐπολεμήσαμεν ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ τὸ βράδυ τοὺς ἐφύγαμεν. Εἰς τὸν Ἄκοβο, ὅπου δὲν ἠθέλησαν νὰ πολεμήσουν, ἦτον ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ντελῆ Ἀχμέτη, καὶ ἀφοῦ ἐγύρισεν εἰς τὸν μπάρμπα του, τὸν ἔφτυσε γιατὶ δὲν ἐπολέμησε, καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπεκρίθη: «Νὰ σὲ κάμει ὁ Θεὸς κιαμέτι νὰ πολεμήσετε μὲ αὐτοὺς καὶ τότε βλέπεις». Ἀφότου τὸν ἐχαλάσαμεν ἐπῆγεν ὁ Ντελῆ Ἀχμέτης εἰς τὴν Καλαμάταν καὶ ἐκάθησε τρεῖς μῆνας. Ἐκεῖ φοβούμενος μήπως πάγομε καὶ τοὺς χαλάσομε ἐγραφοφορισθήκαμεν μετ᾿ αὐτόν, καὶ ἔπειτα ἐπῆγεν ὁ Ντελῆ Ἀχμέτης εἰς τὸν Πασὰ καὶ τοῦ εἶπεν, ὅτι δὲν ἠμποροῦμεν νὰ τοὺς κάμομε τίποτες, ἀλλὰ νὰ τοὺς δώσετε τὸ ἀρματολίκι διὰ νὰ ἡσυχάσει ὁ κόσμος καὶ ἔτζι ἀπέρασε ἐκεῖνος ὁ χρόνος (1).
Ἐμάθαμεν ὅτι ἦλθε τὸ Συνοδικὸ καὶ τὸ Φερμάνι. Ἐμάζωξα ὅλους ἕως 150 καὶ τοὺς εἶπα νὰ ἀναχωρήσωμεν νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ζάκυνθον. Αὐτοὶ ἀφοῦ ἤκουσαν ὅτι οἱ Ροῦσοι εἶχαν πάρει ὅλους τοὺς Ἕλληνας καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τὴν Νεάπολη, μὲ ἀπεκρίθηκαν ὅλοι μὲ ἕνα στόμα, ὅτι «ἡμεῖς δὲν πηγαίνομεν εἰς τὴν Φραγκιὰ καὶ θέλομε ν᾿ ἀποθάνωμεν ἐπάνω εἰς τὴν πατρίδα μας». Ὁ ἀδελφός μου ὁ Γιάννης μὲ εἶπε ὅτι: «θέλω νὰ μὲ φάγουν τὰ ὄρνεα τοῦ τόπου μας». Τοὺς ἔδωκα ἄλλη μία γνώμη, νὰ χωρισθοῦμε εἰς μπουλούκια ἀπὸ 5, ἀπὸ 6, νὰ κρυφθοῦμεν, καὶ ἔτζι ν᾿ ἀπεράσει ὁ Γενάρης, ὁ Φλεβάρης καὶ ὁ Μάρτης, ὅσον νὰ λυώσουν τὰ χιόνια, καὶ τότε συναζόμεθα νὰ περπατοῦμε καθὼς καὶ πρωτύτερα. Καὶ αὐτὸ τὸ πρόβαλα (2), διότι εἰς τρεῖς μῆνες (3) ἤθελον σκορπισθοῦν (4) τὰ ὀρδιὰ καὶ ἐγλυτώναμεν ἀπ᾿ ἐκεῖνον τὸν κίνδυνον. Αὐτοὶ μὲ ἀπεκρίθησαν ὅτι: «δὲν πᾶμε νὰ ἐξοδεύσομε τὰ λίγα γρόσια ὁποὺ ἔχομε, διατὶ οἱ καπεταναῖοι ἐσεῖς παίρνετε ἀπὸ τὰς ἐπαρχίας». Καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα ὅτι: «κάμετε τοῦτο καὶ ὅταν τὸν Μάρτη σμίξομεν, τοὺς ἀποζημιώνω εἰς ὅσα ἐξόδευσαν» (5). Αὐτοὶ δὲν ἄκουσαν καὶ ἔτζι ἐκηρυχθήκαμεν μὲ τὴν σημαίαν ἀνοικτὴν εἰς ὅλας τὰς δυνάμεις τοῦ Μορέως. - Ἡ σημαία εἶχε ἕνα Χ, εἶχε καὶ ἄστρα καὶ φεγγάρι. - Τοὺς Κοτζαμπασῆδες τοῦ Μορέως τοὺς εἶχαν ἐνέχυρον εἰς τὴν Τριπολιτζά. Τοὺς φίλους μας ὁποὺ εἴχαμεν εἰς τὴν Μάνη, καθὼς Κουμουντουράκηδες, Μούρτζινους καὶ λοιπούς, τοὺς εἶχεν ὁ Ἀντωνόμπεης ἐξορίσει εἰς τὴν Ζάκυνθον, καὶ δὲν εἴχαμεν πλέον καταφύγιον εἰς τὴν Μάνη. Καὶ τὰ βουνὰ ἦταν γεμᾶτα χιόνια καὶ δὲν ἠμπορούσαμε νὰ πᾶμε, ἀμὴ 30 ἐχωρίσθηκαν κατὰ τὰ Πηγάδια καὶ οἱ ἄλλοι ἀνοίξαμεν μπαϊράκι καὶ ἐτραβήξαμεν κατὰ τὸν Ἅγιον Πέτρο. Ἐστείλαμεν εἰς τὰ Βέρβενα νὰ μᾶς στείλει ψωμὶ καὶ ζωοτροφίας, καὶ αὐτοὶ μᾶς ἀποκρίθησαν: «Ἔχομε βόλια καὶ μπαρούτι», καὶ ἐπήγαμε καὶ τοὺς χαλάσαμε. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀπεράσαμεν πίσω εἰς τὰ Σαμπάτζικα. Τότε ἐπρόσταξε ὁ Πασὰς ὅλες τὶς ἐπαρχίες διὰ νὰ ἔβγουν Τοῦρκοι καὶ Ρωμαῖοι νὰ μᾶς βαρέσουν.
Ἀπὸ Σαμπάτζικα ἐκατεβήκαμεν εἰς τὸ Μοναστήρι τῆς Βελανιδιᾶς, καὶ ἐστείλαμεν εἰς τὴν Καλαμάτα νὰ μᾶς στείλει ψωμὶ καὶ φουσέκια, καὶ οἱ Καλαματιανοὶ ἐφοβοῦντο νὰ μᾶς στείλουν. Ἡμεῖς ἐκινήσαμεν τότε νὰ πάγωμεν μέσα εἰς τὴν Καλαμάτα διὰ νὰ κτυπήσωμεν τοὺς Τούρκους. Τότε οἱ προεστοὶ μᾶς ἔφερον οἱ ἴδιοι ζαερὲ καὶ μπαρουτόβολο καὶ στουρνάρια εἰς τὸν Ἅγιον Ἠλία, πλησίον τῆς Βελανιδιᾶς. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐτραβήξαμε τὴν ἡμέραν καὶ ἐπήγαμεν εἰς τὸ Πήδημα, σύνορο Καλαμάτας καὶ τὸ βράδυ ἐπήγαμεν εἰς τὸ (6) Τζεφερεμίνη. Μία ὥρα μακρυὰ ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ εἴμαστε ἡμεῖς, εἰς τὴν Σκάλα, ἦλθε ὁ Κεχαγιάμπεης μὲ 2.000 Τούρκους, μὲ τὰ παλούκια. Τὸ βράδυ ἐπήγαμεν εἰς τὸ Ἀλιτούρι, καὶ ἐκεῖ μᾶς ἐπλάκωσαν Ἀνδρουσανοί, Λεονταρίτες καὶ λοιποὶ ἕως 700. Ἦλθαν τὴν αὐγήν, ἀρχίσαμε τὸν πόλεμο, ἡμεῖς ἐβγήκαμε ἀπὸ τὸ χωριό, τοὺς πήραμε κυνηγώντας ἕως μίαν ὥραν μακριά, τοὺς ἐπήραμε 4 ἄτια, πολλοὶ ἐπνίγηκαν εἰς τὸ ποτάμι καὶ ἄλλους ἐσκοτώσαμε, καὶ ἐπήραμεν πολλὰς ζωοτροφίας καὶ πολεμοφόδια.
Ἤκουσαν (7) τὸν πόλεμο τὰ στρατεύματα ὁποὺ ἦταν εἰς τὴν Σκάλα καὶ ἦλθαν εἰς βοήθειαν τῶν ἐδικῶν των. Ἡμεῖς ὀπισωγυρίσαμεν καὶ ἐκλεισθήκαμεν εἰς τὸ χωριὸ Ἀλιτούρι, καὶ ἐπολεμήσαμεν ὅλην τὴν ἡμέραν, καὶ τὸ βράδυ ἐτραβήξαμε τὰ σπαθιὰ καὶ ἐπήγαμε κατὰ τῆς Ἀρκαδιᾶς τὰ χωριά. Ἐπήγαμεν εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ χωριά, καὶ εὑρήκαμε 300 Τούρκους μέσα καὶ δὲν ἠμπορέσαμε νὰ πάρομε ψωμί. Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ ἐπῆγαν εἰς τὸ Ἀλιτούρι, βλέποντες τὸν τορόν μας, ἐγύρισαν καὶ ἦλθαν ἀπὸ κοντά, γυρεύοντάς μας. Ὁ Κεχαγιάς ἄρχισε νὰ παλουκώνει τοὺς Χριστιανοὺς (γιατάκηδες) διὰ νὰ δώσει φόβον εἰς τὸν κόσμον. Ἦλθαν οἱ Τοῦρκοι ἐπάνω μας, ἡμεῖς ἐφκιάσαμεν ταμπούρια, γιὰ νὰ τοὺς πολεμήσομε. Οἱ Τοῦρκοι ἦταν ἐντόπιοι καὶ μᾶς ἔστειλαν νὰ φύγομε, διότι μᾶς ἐφοβοῦντο ἀκόμη. Ἐφύγαμεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐπήγαμεν εἰς τὰ Κοντοβούνια διὰ ψωμὶ καὶ ἔπειτα ἐπήγαμεν εἰς ἕνα βουνὸ νὰ λημεριάσωμεν. Ἐστείλαμεν εἰς τοὺς φίλους μας διὰ νὰ εὕρουν καΐκια ἀπὸ τὸν Πύργον ἕως τὸ Νεόκαστρον (1) τὰ ἔχουν ἐμποδισμένα ὅλα, διὰ νὰ μὴν περάσωμεν εἰς τὴν Ζάκυνθον. Ἐγυρίσαμεν τότε εἰς τὰ Μεσόγεια τῆς Πελοποννήσου. Μᾶς ἐπῆραν ἀπὸ κοντὰ οἱ Τοῦρκοι, ἐπαίρναμε ψωμὶ ἁρπακτά. Εἰς τοῦ Ψάρη μᾶς ἔφθασαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἐπολεμήσαμεν ὅλην τὴν ἡμέραν. Οἱ συντρόφοι μου ἄρχισαν νὰ φεύγουν. Ἀποστᾶνε, ἐπειδὴ καὶ ὅλες τὲς ἡμέρες ἐπολεμούσανε καὶ τὴν νύκτα ἐπεριπατούσανε· καὶ μᾶς ἔφυγαν ἕως 40, καὶ ἀπὸ 100 ἐμείναμε 60. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπήγαμεν εἰς τὸ Λεοντάρι ἀποπάνου, καὶ μᾶς εὕρηκαν πάλιν ἀπὸ ἐκεῖ. Ἐφύγαμεν διὰ τὰ Σαμπάζικα, εὑρήκαμεν ἐκεῖ μία τετρακοσαριὰ Τούρκους, ἐνῶ ἐνομίζαμε ὅτι δὲν θὰ εὕρομε.
Ἐπολεμήσαμε καὶ ἐκεῖ μὲ τοὺς Τούρκους. Ἐσώσαμε τὰ φουσέκια, τὸ ψωμὶ ὀλίγο. Τὸ βράδυ τοὺς εἶπα, ὅτι δὲν ἠμπορούσαμε νὰ ζοῦμε ὅλοι μαζί, ἀλλὰ νὰ διαμοιρασθοῦμε. Καὶ ἔτζι ἐχωρισθήκαμε, λέγοντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον: «Καλὴ ἀντάμωση εἰς τὸν Κόσμον τὸν ἄλλον». Ἐκράτησα (2) μόνον 19 συγγενεῖς μου καὶ ἕνα Καπετὰν Γιῶργο, ὁποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ ὑπάγει. Εἰς 15 ἡμέρες δὲν ἔμεινε κανένας ἀπὸ ἐκείνους ὁποὺ ἐχώρισαν ἀπὸ ἐμένα. Ἀπὸ τοὺς 19, δυό μου πρῶτα ἐξαδέλφια (3), μὴν ἠμπορώντας πλέον νὰ βαστάξουν τὴν πείναν καὶ τοὺς κόπους (ἀποστασίλα) ἐκρύφθησαν, καὶ εἰς ὀλίγας ἡμέρας (4) τοὺς εὑρήκανε καὶ τοὺς ἐσκότωσαν καὶ ἐμείναμε 17. Μὴν ἠξεύροντας, ἐπήγαμεν κι ἐλημεριάσαμεν ἀνάμεσα εἰς τρεῖς παγανιές. Ἡ τύχη μᾶς ἔκαμε καὶ δὲν μᾶς εἶδαν παρὰ τὸ βράδυ καὶ ἐξανασάναμεν ὀλίγο. Μᾶς εὑρῆκαν, ἐσταθήκαμεν ὑποχρεωμένοι νὰ περάσομε ἀνάμεσόν των πολεμώντας (5) καὶ νὰ γλυτώσομε κι ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κίνδυνον. Τὴν νύκτα ἐτραβήξαμε κατὰ τὸν κάμπον τοῦ Λεονταριοῦ, ἀκούσαμε πολλὲς μπαταριὲς καὶ ἔπεφταν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη καὶ δὲν ἠξεύραμε τί ἦτον. Ἡ μπαταριὰ ἦτο σημεῖον ὅτι ἐδῶθεν ὑπάγουν (6) οἱ κλέφται. Τὴν νύκτα ἐπήγαμεν εἰς τὸ Ἀνεμοδούρι διὰ ψωμί, εὑρήκαμε μόνον τὲς γυναῖκες καὶ οἱ ἄνδρες ἤτανε εἰς τὰ Διάσυλα, καὶ ἐφύλαγαν μὲ τοὺς Τούρκους. Τὰ σκυλιὰ ὁποὺ ἀλύκτααν, ἔδωσαν ὑποψίαν· ἦλθαν οἱ Τοῦρκοι καὶ μᾶς πολιόρκησαν. Ὅταν ἐζύγωσαν οἱ Τοῦρκοι, ἄρχισαν τὰ σκυλιὰ νὰ γαυγίζουν, ἐκατάλαβα καὶ ἐγὼ ὅτι ἦλθαν Τοῦρκοι. Τότε ἐπῆρα τὲς φαμίλιες μαζί, ἕως ὅτου ὁποὺ ηὗρα ἀνοικτὸ τὸν δρόμον, τὲς ἀφήκαμε καὶ ἐπήραμε τὴν δημοσιὰ τῆς Τριπολιτζᾶς καὶ ἐπήγαμε εἰς τὸ Βαλτέτζι ἀποπάνω νὰ λημεριάσομε. Οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ μᾶς ἐγνώρισαν καὶ εὐθὺς ἔδωκαν παντοῦ τὴν εἴδησιν, ὅτι: «ἐδῶθε πάγει ὁ Κολοκοτρώνης», καὶ μᾶς ἐπῆραν κυνηγώντας. Τὸ δειλινὸ ἐφύγαμε καὶ ἔστρεψα κατὰ τὴν Καρύταινα, καὶ διὰ νὰ μὴν γνωρίσουν τὸν τορό, ἀπὸ πέτρα εἰς πέτρα ἐπήγαμεν εἰς μίαν στάνη, καὶ μᾶς εἶπαν πὼς ἦτον γεμάτη Τοῦρκοι. Τότε ἀποφάσισα νὰ γίνομε εἰς 4 μπουλούκια καὶ νὰ ὑπάγωμεν εἰς φίλους νὰ κρυφθοῦμε. Ὁ Ἀντώνιος ὁ Κολοκοτρώνης μὲ ἄλλον ἕνα ἐκρύφθηκε εἰς τοὺς συγγενεῖς μας· τὸν Δημητράκη Κολοκοτρώνη μὲ ἄλλους τρεῖς νὰ πᾶνε νὰ κρυφθοῦν εἰς τὴν Βυτίνα, ὅπου εἴχαμε συγγενεῖς, καὶ τὸν ἀδελφόν μου Γιάννη μὲ ἄλλους 4 νὰ ὑπάγει ἀποκάτω εἰς τὴν Δημητζάνα, ὅπου εἶν᾿ ἕνα χωργιό, διὰ νὰ τοὺς κρύψει ἕνας πιστὸς φίλος ὁποὺ εἴχαμε. Ὁ Ἀντώνης ἐγλύτωσε καὶ σώζεται ἕως τὴν σήμερον. Ὁ Δημητράκης ἐκάθησε δύο ἡμέρες εἰς τὴν Βυτίνα, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ. Τοῦ Δημητράκη τοῦ ἔκοψαν τὸ κεφάλι καὶ τὸ χέρι, τὸ παρρησίασαν ὡς δικό μου, ἐπειδὴ εἶχε γράμματα. Ὁ Γιάννης δὲν εὗρε τὸν φίλον του, ἐπῆγε εἰς τοὺς Αἰμυαλούς, μοναστήρι, τοῦ ἔδωκε ἕνας καλόγερος φαγὶ καὶ ἔπειτα ἐπῆγε, ἔδωσε εἴδησιν εἰς τοὺς Τούρκους, ἐπῆγαν, τὸν πολιόρκησαν εἰς τὸν ληνὸν καὶ τὸν ἐσκότωσαν. Ἐγὼ ἔμεινα μὲ ἄλλους τέσσαρους, ἐπῆγα εἰς ἑνὸς φίλου μου προεστοῦ εἰς τὸ Πυργάκι, ὀνομαζόμενον κὺρ Παρασκευᾶ, εὕρηκα τὸ παιδί του, ἐπειδὴ αὐτὸν τὸν εἶχαν εἰς τὴν Καρύταιναν, διὰ νὰ κρυφθῶ: «Ἐγὼ σᾶς ἐφύλαγα τόσον καιρό, τώρα πρέπει νὰ μὲ φυλάξετε καὶ σεῖς». Μὲ ἐπῆγε εἰς μία τρύπα καὶ τὸν ἔστειλα ἕως τὴν Βυτίνα διὰ νὰ μάθει τί γίνεται. Ὁ μήνας ἦτον Γενάρης (7). Εἴκοσι ἡμέρες ἐμείναμε ζωντανοί, ἀφότου μᾶς κατέτρεξαν. Αὐτὸ τὸ παιδὶ ἔδωσε εἴδηση τοῦ πατρός του. Καὶ αὐτὸς ἐπῆγε εἰς τὴν Βυτίνα καὶ ἐπῆρε τοὺς Τούρκους διὰ νὰ τοὺς φέρει εἰς τὴν τρύπα, νὰ μᾶς πιάσουν, ἀλλὰ ἦλθε ἐμπροστὰ διὰ νὰ ἰδεῖ, ἐὰν εἴμεθα ἐκεῖ ἀκόμη. Ἦτον ἀρματωμένος, τὸν ἐρώτησα: «Κάτι ἀρματωμένος, Ζαχαριᾶ;» τοῦ εἶπα, καὶ ἔβαλα εὐθὺς ὑποψία. Τοῦ εἶπα: «Βρὲ νὰ μὴ μᾶς ἐπρόδωσες;» Αὐτὸς μοῦ ἀπεκρίθη: «Δὲν γίνεται αὐτό». Ἐνῶ ἐπήγαινε αὐτὸς νὰ τοὺς μιλήσει, ἐγὼ μὲ τοὺς ἄλλους 4 ἐπῆρα τὸ βουνό, καὶ μᾶς ἐκυνήγησαν ὅλην τὴν ἡμέραν. Ἡ τύχη μας ἔκαμε καὶ δὲν ἦτον πολὺ χιόνι εἰς τὸ βουνό, καὶ ἐμπορούσαμε νὰ περπατοῦμε. Μᾶς ἐκυνηγοῦσαν ὅλην τὴν ἡμέραν ἕως τὸ Ζυγοβίστι. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἐσκότωσαν τὸν ἀδελφόν μου καὶ ἔκαμαν χαρὲς οἱ Τοῦρκοι. Εὐθὺς ἐκατάλαβα, ὅτι τοὺς ἐσκότωσαν, ἀφοῦ ἤκουσα τὲς μπαταριές, τὸ σημεῖον τῆς χαρᾶς των. Ἐτράβηξα λοιπὸν διὰ τὴν Λιοδώρα εἰς τὸν γέρο - Κόλια καὶ Δημήτρην γαμβρόν μου. Τοὺς εἶχαν ἐνέχυρο εἰς τὴν Καρύταινα καὶ δὲν εὕρηκα παρὰ μόνον τὸν ἀδελφόν του τὸν Γεωργάκη εἰς τὴν στάνη. Ὁμίλησα τοῦ Γεωργάκη, μᾶς ἔφερε ψωμί, καὶ τὸν εἶπα νὰ ὑπάγει ἕως τὴν Ζάτουνα. Ἔμαθε, ὅτι ἐσκότωσαν ὅλους τοὺς ἐδικούς μας. Οἱ Τοῦρκοι τοῦ ἔδωκαν μία διαταγὴ εἰς τοὺς Ψαραίους, Παλουμπαίους καὶ τὰ λοιπὰ χωριὰ ὅτι, ἂν σκοτώσετε τὸν Κολοκοτρώνη, νὰ εἶναι τὰ χωριὰ σας τόσους χρόνους ἀσύδοτα, καὶ ἂν δὲν τὸν σκοτώσετε, ἀπὸ 7 χρόνους καὶ ἐπάνου θέλει τοὺς περάσωμεν ὅλους ἀπὸ τὸ σπαθί. Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ μ᾿ ἐκυνηγοῦσαν ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη, ἐστοχάσθηκαν ὅτι ἀλλοῦ βέβαια δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταφύγει, εἰμὴ εἰς τοὺς Κολιαίους, καὶ διὰ τοῦτο ἔκαμαν αὐτὴν τὴν διαταγήν. Ὁ Γεωργάκης μὲ ἔσμιξε καὶ μ᾿ ἐδιηγήθηκε τὰ πάντα καὶ ἔτζι ἔφυγα καὶ ἀκούσθηκα εἰς τὴν Λαγκάδα. Ἐπήγαμεν εἰς τοῦ Χρυσοβίτζι, Καλύβια, ἐσφάξαμε ἕνα ἀρνί, ἐκεῖ μᾶς ἐπρόδωσαν. Ἐπήγαμεν ἔπειτα εἰς τοὺς Ἀραχαμίτες, εὑρήκαμε τοὺς Τούρκους, ἐφύγαμε, ἐπήγαμε εἰς τὸ Μοναστήρι τῆς Καλτεζιᾶς, βροντοῦμε τὴν πόρτα καὶ μέσα ἦταν 200 Τοῦρκοι. Μᾶς ἐκατάλαβαν, μᾶς ἐπῆραν κυνηγώντας, καὶ ἐφθάσαμεν κατὰ τὴν Καλαμάτα, τὰ Γιάννιτζα, ὅπου ἕνας σύντροφός μου ὀνομαζόμενος Μακρυγιάννης, ἀπὸ τὴν πείναν τῶν τεσσάρων ἡμερῶν, ἀπόστασε καὶ δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ περπατήσει. Εὑρήκαμεν παντοῦ Τούρκους καὶ δὲν εἴχαμε ποῦ νὰ σταθοῦμε, νὰ πάρουμε καὶ τρόφιμα. Εἰς τὴν Γιάννιτζα ἦτον ὁ Ρουμπῆς μὲ μιὰ τετρακοσαριὰ Μπαρδουνιώτας. Ἐμβῆκα μέσα εἰς ἕνα σπίτι καὶ εὑρίσκω Τούρκους. Ἀγάλια - ἀγάλια, σηκωμένο τὸ τουφέκι, ἐγύρισα ὀπίσω, χωρὶς νὰ μ᾿ ἐννοήσουν, διότι ἐκοιμούνταν, ἐπῆγα εἰς ἄλλα σπίτια, πλὴν εὕρηκα Τούρκους παντοῦ. Εἰς τὴν ἄκραν τοῦ χωριοῦ ἐπῆγα εἰς μιᾶς κουμπάρας μου σπίτι καὶ μᾶς ἔδωσε τρεῖς ὀκάδες ψωμί, καὶ τῆς ἔδωκα ἕνα φλωρὶ βενέτικο. Ἐτραβήξαμε τότε εἰς τὴν Σέλιτζα. Τὸ ψωμὶ μᾶς ἔπιασε εἰς τὴν καρδιὰ καὶ δὲν ἠμπορούσαμε νὰ περπατήσομε. Ἀπὸ τὴν Σέλιτζα ἐπήγαμε εἰς τὴν Μεγάλην Καστανίτζαν, στοῦ καπετὰν Κωνσταντῆ Δουράκη, ὁποὺ ἦτον ἐμπιστευμένος μου, ἐπειδὴ ἐκεῖ πρωτύτερα εἶχα τὴν φαμιλιάν μου καὶ τὸν εἶχα συμπέθερο. Εἶχα ἀρραβωνιάσει μία θυγατέρα μου μὲ ἕνα παιδὶ τοῦ Δουράκη. Ὁ Ἀντωνόμπεης τῆς Μάνης μᾶς ἐκυνηγοῦσε καὶ ἐκεῖνος. Ἀπὸ τοὺς 5 ὅπου εἴμεθα, ἦταν οἱ δύο Μανιάτες, καὶ ἔφυγαν εἰς τὰ σπίτια τους, καὶ ἔμεινα ἐγὼ καὶ ἄλλοι δύο Ρουμελιῶται. Ἐκάθησα κρυμμένος ἕνα μήνα εἰς τὸ σπίτι τοῦ Δουράκη. Ἦλθε ἕνας Νικήτας ἀπὸ τοῦ Τουρκολέκα καὶ μὲ ηὗρε μὲ μία εἰκοσιπενταριά, καὶ τοῦ εἶπα: «Νὰ εὑροῦμε καΐκι καὶ ν᾿ ἀπεράσομε εἰς τὴν Ζάκυνθο». Αὐτὸς ἐνόμιζε, ὅτι δὲν εἶναι πλέον φόβος διὰ νὰ ὑπάγει εἰς τὸ μεσόγειον τοῦ Μορέως, καὶ ἐγύρισε ὀπίσω. Οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἐσκότωσαν ὅλους, μόνον ἕνας ἐπιάσθη ζωντανός, ὁ ὁποῖος ἐπῆγεν εἰς τὴν Τριπολιτζάν. Τὸν ἐζήτησε (1) ἐκεῖ ὁ Πασὰς: ἂν ἐσκοτώθηκαν ὅλοι, καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπεκρίθη ὅτι ὅλοι ἐχάθηκαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεοδωράκη τὸν Κολοκοτρώνη. Τότε ὁ Πασὰς ἐθύμωσε καὶ ἔκοψε καμπόσους Τούρκους καὶ Ρωμαίους, ὁποὺ ἐβεβαίωναν, ὅτι ὁ Θεοδωράκης ἦτον χαμένος. Αὐτὴ ἡ φήμη τοῦ χαμοῦ μου ἔκαμε νὰ ἡσυχάσουν τοὺς Τούρκους. Ἀφοῦ τὸ ἔμαθεν ὁ Πασὰς, ὅτι ἐγὼ ζῶ ἀκόμη καὶ εἶμαι εἰς τὴν Μάνη ἔστειλε τὸν Παπάζογλου ἀπὸ τὸν Ἅγιον Πέτρο μὲ 50.000 γρόσια εἰς τὸν Μπέη τῆς Μάνης. Ἀφοῦ ἦλθε ὁ Παπάζογλους εἰς τὴν Μάνη, ἔκραξε τὸν Καπετὰν Κωνσταντή Δουράκη εἰς τὲς Κυτριές. Ἐκεῖ τοῦ εἶπε ὁ Μπέης: «Σοῦ δίδω τόσες χιλιάδες διὰ νὰ δώσεις τὸν Κολοκοτρώνη. Ἔλαβα μία σφικτὴ διαταγή, καὶ μοῦ λέγει, ὅτι ἂν δὲν πιάσω τὸν Κολοκοτρώνη θέλει γράψω εἰς τὸν καπετὰν Πασὰ, νὰ σ᾿ ἐβγάλει ἀπὸ τὸ μπεϊλίκι». Ὁ Δουράκης, σὰν εἶδε τὰ γρόσια, ἔστρεξε νὰ μὲ παραδώσει. Οἱ Μανιᾶται λησμονοῦν ὅλα διὰ τὰ γρόσια. Πρωτύτερα ὁ Δουράκης εἶχε τὴν εἴδηση τοῦ Μπέη, ὅτι ἐγὼ εὑρισκόμουν εἰς τὸ σπίτι του κρυμμένος καὶ τοῦ εἶχε εἰπεῖ, ὅτι: «Κρύψε τον, διατὶ δὲν συμφέρει νὰ μὴ γλυτώσει κανένας ἀπὸ αὐτὴν τὴν φαμίλια». Ἀλλ᾿ ἀφοῦ εἶδαν τὰ γρόσια τ᾿ ἀλησμόνησαν. Κανένας δὲν μὲ ἤξευρε, παρὰ ὁ ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ὁ Δουράκης, καὶ ἐκαθόμουν εἰς τὸν πύργο ἀπάνου. Ἔστειλε καὶ ἐπῆρε ὁ Δουράκης τὸ παιδί του τὸ μεγάλο καὶ τὸν ἡγούμενον καὶ τοὺς ἐπῆρε εἰς τὲς Κυτριές. Μάρτης ἦτον τότε. Τὸ Φεβρουάριον εἶχα πάγει ἐκεῖ. Τοῦ ἡγούμενου τοῦ ὑποσχέθηκαν νὰ τὸν κάμουν Δεσπότη καὶ ἄλλα ταξίματα, διὰ νὰ μὲ παραδώσει ζωντανόν. Ὁ Μπέης μὲ ἔγραψε ἕνα γράμμα καὶ μοῦ ἔλεγε ὅτι νὰ ἔλθεις νὰ μιλήσωμεν καὶ ἐγὼ θέλει γράψω εἰς τὸν Καπετὰν Πασὰ, διὰ νὰ λάβεις τὸ προσκυνοχάρτι καὶ νὰ ἔλθεις μὲ τὸν συμπέθερόν σου τὸν Δουράκη, καὶ ὁ σκοπός τοὺ ἦτον νὰ μὲ πιάσει ζωντανόν. Ὅταν ἐπροσκάλεσαν τὸν ἡγούμενον καὶ τὸ παιδὶ τοῦ Δουράκη, ὑποπτεύθηκα ὅτι κάτι τεχνεύονται διὰ ἐμένα, καὶ δὲν ἤξευρα τί ἔτρεχε. Ἔστειλα λοιπὸν ἕνα παιδὶ εἰς τὴν μικρὴ Καστάνιτζα, ἕξι ὧρες μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἤμουν, (ἐκεῖ ἦτον κλεισμένος ὁ πατέρας μου). Ἔστειλα εἰς τὸν ἀνεψιὸν τοῦ Παναγιώταρου, Βασίλη Βενετζανάκου, καὶ ἦλθε διὰ νυκτὸς μὲ ἄλλους τρεῖς εἰς τὸ μοναστήρι ὅπου εὑρισκόμουνα, τοῦ εἶπα τὰ διατρέχοντα καὶ ὅλας μου τὰς ὑποψίας (1), τοῦ ἐπρόβαλα νὰ ἀναχωρήσωμεν, μοῦ εἶπε, ὅτι: «Νὰ ὑπάγω ὀπίσω νὰ πωλήσω κάτι λάδι καὶ τὸ βράδυ ἔρχομαι». Τὸ βράδυ δὲν ἦλθε· τὸ πρωὶ ἦλθε ὁ συμπέθερός μου μὲ τὸν ἡγούμενον. Ἐπῆγα νὰ τὸν χαιρετήσω τὸν ἡγούμενον, τὸν εἶπα: καλῶς ὅρισε, κι ἐκεῖνος μοῦ εἶπε, νὰ μὴ μὲ εἶχε εὕρει. Τὸν ἐρώτησα νὰ μοῦ εἰπεῖ τίποτε ἄλλο, καὶ δὲν ἠθέλησε. Τὸ βράδυ ἦλθε ὁ συμπέθερός μου μὲ τὸν ἀδελφόν του, δύο συγγενεῖς του, καὶ μοῦ ἔδωκε τὸ γράμμα τοῦ Μπέη. Ὁ ἀδελφός του ὑποπτεύθηκε, καὶ δὲν ἦτον μὲ τὴν γνώμην του. Ἔλαβα τὸ γράμμα, τὸ ἐδιάβασα καὶ ἐκατάλαβα, ὅτι θέλουν νὰ μὲ πάρουν ζωντανόν. Τοὺς εἶπα: «Πῶς θὰ ὑπάγομεν τὴν ἡμέραν, ὅπου θὰ μᾶς ἰδοῦν ὅλος ὁ κόσμος;» Αὐτὸς μοῦ εἶπε, ὅτι: «Ἐνδύνεσαι Μανιάτικα καὶ δὲν σὲ γνωρίζουν». Ὁ ἀδελφός του μοῦ ἔκαμε νόημα νὰ εἶμαι προσεκτικός. Τοὺς ἀπεκρίθηκα ὅτι: «Νὰ συλλογισθῶ ἕως τὸ βράδυ». Ἔκαμα τὸ μεσημέρι τὴν ἀπόκρισιν, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἐδικός σας καὶ ἄλλη φορὰ θέλει ἔλθω νὰ σᾶς προσκυνήσω, καὶ ἐγὼ εἶμαι ἐδικός σου καὶ νὰ μὲ ἔχεις τὴν ἔγνοια μου. Τὸ γράμμα τὸ ἔδωκα εἰς τὸν Δουράκη. Αὐτὸς τὸ ἐπῆρε τὸ γράμμα, τὸ ἄνοιξε, καὶ εἶδε ὅτι δὲν ἤθελα νὰ ὑπάγω, καὶ τότε ἀποφάσισε νὰ βάλει εἰς τὸ κρασὶ ἀφιόνι. Ἡ γυναίκα του καὶ ἡ ἀδελφή του τὸ εἶδαν, καὶ τὸν ἐπῆραν ἀπὸ κοντὰ ἕως τὸν πύργον. Ἕνας ἄνθρωπός μου ἤκουσε τὴν γυναίκα τοῦ Δουράκη νὰ τοῦ λέγει τοῦ ἀνδρός της: «Τί εἶναι αὐτὸ ὁποὺ θὰ κάμεις, δὲν ἐνθυμᾶσαι τὰ καλὰ τοῦ Θεοδωράκη;» Καὶ αὐτὸς τὴν ἔβριζε. Ἐπῆγε μέσα, μὲ ἐπρόσφερε τὸ κρασί· ἐγώ, μὲ ἔδωσεν εἴδησιν ὁ ἄνθρωπος μου, καί, ὅταν μοῦ ἔφερε τὸ κρασί, ἐγὼ ἐκλώτζισα τὸ κανάτι ὁποὺ εἶχε τὸ κρασί, καὶ τὸ ἔχυσα, καὶ τοῦ εἶπα: «Τί θέλω ἐγὼ τώρα κρασί», καὶ τοῦ εἶπα καὶ ὅτι θὰ φύγω. Μὲ ἐπαρακίνησε νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὸ σπίτι του νὰ πιοῦμε πρῶτα κρασὶ καὶ ἔπειτα νὰ φύγω. Αὐτὸς ἐπῆγε ὀμπρός, εἰδοποίησε τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ τραβήξουν ἀπάνω μας, ἐνῶ ἐμεῖς ἐπίναμεν τὸ κρασί. Ὁ ἀδελφός του δὲν μᾶς ἄφηκε νὰ πᾶμε, ἐμπόδισε τὰ σκυλιὰ νὰ φωνάξουν, καὶ ἐφύγαμε. Ἀφοῦ τὸ ἔμαθε ὁ Δουράκης αὐτό, ἔκραξε τοὺς χωριανοὺς καὶ τοὺς ἐπρόσταξε νὰ ἐβγοῦν μιὰ ἑκατοστὴ νὰ πιάσουν τοὺς δρόμους. Ἐγὼ ἤξευρα τὸν τόπον καὶ ἔφυγα ἀπὸ ἄλλο μέρος, καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Μικρὴν Καστάνιτσα διὰ νὰ εὕρω τὸν Βασίλη μὲ τὸν ὁποῖον εἶχα συμφωνήσει νὰ φύγουμε. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐτραβήξαμεν εἰς τὰ χωριὰ τοῦ Πασαβᾶ, εἰς ἑνὸς ἀδελφοποιτοῦ μου τὸ σπίτι. Ἐκεῖ μᾶς ἐβάσταξε 2 ἡμέρας. Τὸν ἐστείλαμε καὶ ἐπῆγε νὰ εὕρει τοῦ Τζανετάκη τὴν μάνα, ἡ ὁποία ἦτον θυγατέρα τοῦ Παναγιώταρου. Τῆς εἴπαμεν, νὰ ὑπάγει ἡ ἴδια νὰ εὕρει καΐκια εἰς τὸ Μαραθονήσι διὰ νὰ βαρκαρισθοῦμε διὰ Τζηρίγο. Εἰς τρεῖς ἡμέρας ἐπήγαμεν μαζὶ μὲ τὴν Μαρία, μάνα τοῦ Τζανετάκη, καὶ ἐβαρκαριστήκαμε ἀνάμεσα Μαυροβούνι καὶ Μαραθονήσι. Μόλις ἐκάμαμε πανιά, καὶ ἐφύσηξε ἕνας βοριάς, ὁποὺ δὲν μᾶς ἄφησε νὰ προχωρήσομε· ἦτον ξημερώνοντας τῶν Βαΐων. Ἐπιάσαμε εἰς τὴν Ξυλήν, ἐκάμαμε πάλι πανιά, καὶ μᾶς ἐμπόδισε ὁ ἐνάντιος ἄνεμος, καὶ ἀράξαμεν εἰς τὸ Ἐλαφονήσι (2). Ἐπήγαμε, τέλος πάντων, εἰς τὸ Τζηρίγο μὲ μιὰ μεγάλη φουρτούνα καὶ ἀράξαμε εἰς ἕνα χωριό, Ποταμὸ λεγόμενον. Ἐκεῖ εὑρήκαμεν ἕναν ἀπὸ τοὺς Γιατρακαίους, καὶ μᾶς εἶπε ὅτι δὲν κάμνει νὰ φανερωθῆτε μέσα εἰς τὴν χώραν ὡς Κολοκοτρώνης. Ἐπήγαμεν εἰς τὸν διοικητὴν τοῦ Τζηρίγου, Ἀρβανιτάκην λεγόμενον (3). Ἕνα παιδὶ μᾶς ἐγνώρισε ἀπὸ τὸν Πύργο, καὶ ἐκαθήσαμε ἐκεῖ· τὴν Μεγάλην Πέμπτην ἐφθάσαμεν. Ὁ Πρύτανης μᾶς ἐμάλωσε, διατὶ εἴμεθα ἀρματωμένοι. Ἐπῆγα εἰς τὸν κομαντάτε τὸν Ρῶσο, τοῦ ἐδιηγήθηκα μὲ τὴν ἀλήθεια ποῖοι εἴμεθα, πὼς ἐκαταντήσαμεν, καὶ ἔτζι διέταξε νὰ μᾶς περιποιηθοῦν καὶ νὰ μᾶς δώσουν ἀπ᾿ ὅλα.
Μιὰ φορὰ ἐπῆγα εἰς τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς. Αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἦτον μεγάλο καὶ ἐχαλάσθη εἰς τὴν πρώτην Τουρκιά. Ὅταν ἀπέρασα, ἦτον μία μάνδρα χαλασμένη καὶ σκεπασμένη ἐκκλησιὰ μὲ κλάδους δένδρων. Τότε ἔταξα ὅτι: «Παναγία μου, βοήθησέ μας νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα μας ἀπὸ τὸν Τύραννο καὶ θὰ σὲ φκιάσω καθὼς ἤσουν πρῶτα» (1803). Μὲ ἐβοήθησε, καὶ εἰς τὸν δεύτερον χρόνον τῆς ἐπαναστάσεώς μας ἐπλήρωσα τὸ τάμα μου καὶ τὴν ἔφκιασα. Αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ζωῆς ὁποὺ ἐκάμναμε μᾶς βοήθησε πολὺ εἰς τὴν ἐπανάσταση, διότι ἠξεύραμεν τὰ κατατόπια, τοὺς δρόμους, τὰς θέσεις, τοὺς ἀνθρώπους. Ἐσυνηθίσαμεν νὰ καταφρονοῦμεν τοὺς Τούρκους, νὰ ὑποφέρομεν τὴν πείναν, τὴν δίψαν, τὴν κακοπάθειαν, τὴν λέρα, καὶ καθεξῆς.
Ζάκυνθος 1806. Ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθον τὸν Μάη. Μετὰ ἕνα μήνα διατριβῆς ἔμαθα ὅτι ἦρθε εἰς τὸ νησὶ ὁ στρατηγὸς τῶν Ρώσων Παπαδόπουλος, καὶ μὲ ἔκραξε στοὺς Κορφοὺς γιὰ νὰ μοῦ προβάλει νὰ ἔμβω εἰς τὴν δούλευσιν (1), καὶ τοῦ εἶπα, ὅτι: «Δὲν ἐμβαίνω εἰς τὴν δούλευσιν, διότι ἔχω σκοπὸν νὰ ὑπάγω πάλι εἰς τὸν Μορέα, γιὰ νὰ ἐκδικηθῶ διὰ τὸν θάνατον τῶν συγγενῶν μου, καὶ διὰ τὰς ζημίας ὁποὺ ἔλαβα, καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω ὅρκον καὶ ἔπειτα νὰ γίνω ἐπίορκος μὲ τὸ νὰ φύγω κρυφίως». Καὶ ἔτζι ἐπέστρεψα (2) εἰς τὸ Κάστρο, καὶ ἐκάθησα 10 μῆνας χωρὶς δούλευσιν. Εἶχα δώσει γράμμα εἰς τὴν φαμιλιά μου μὲ ἕνα Μαγουλιανίτη Ρόντικα γιὰ νὰ μοῦ φέρει ὅσο βιὸ εἶχα εἰς διαφόρους ἀνθρώπους, καὶ ἐκεῖνος ἐπῆγε, τὸ ἐμαρτύρησε τοῦ Ντεληγιάννη, ὁ Ντεληγιάννης τοῦ Βόϊβοντα, καὶ ἔτζι ἐχάθηκαν ὅλα μου τὰ πράγματα, 1807. Ὅλα τὰ στρατεύματα, τὰ Καπετανάτα, τὰ κλέφτικα τῆς Ρούμελης εἶχαν καταφύγει εἰς τὴν Ἑπτάνησον ἀπὸ τὸν ἴδιον κατατρεγμὸν τὸν ἐδικόν μου. Ἡ Ρωσία ἐκήρυξε τὸν πόλεμον τῆς Τουρκιᾶς καὶ διετάχθησαν ὅλα τὰ στρατεύματα νὰ ἐβγοῦν εἰς τὴν Ρούμελην, διὰ νὰ κτυπήσουν τοὺς Τούρκους. Ἐδοκίμασα καὶ ἐγὼ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Ἁγιὰ Μαύρα ὅπου εὑρίσκοντο ὅλοι αὐτοί, νὰ πάρω μερικοὺς καὶ νὰ ἔβγω (3) εἰς τὴν Πελοπόννησον. Εἰς τὴν δούλευσιν τῆς Ρωσίας ἦσαν δύο τάγματα, ἕνα Μανιάτικο, ἐπὶ κεφαλῆς Πιερράκης Ζανέτμπεης, ὁ υἱός, καὶ τὸ ἄλλο Πελοποννησιακό, ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Ἀναγνωσταρᾶς. Αὐτοὶ ἦσαν εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ὁ Παπαδόπουλος τοὺς ἐπρόσταξε νὰ φκιάσουν ἕνα πλοῖο πολεμικό. Ὅταν ἑτοιμαζόμουν διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Ἁγιὰ Μαύρα, μὲ ἔπεσαν ἐπάνω ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, οἱ Πετιμεζαῖοι, ὁ Γιαννάκης Κολοκοτρώνης, ὁ Μέλιος καὶ λοιποὶ ὀφικιαλέοι καὶ μὲ εἶπαν, ὅτι: «Μὴν πηγαίνεις καὶ ἡμεῖς ἔχομεν τὴν ἄδειαν νὰ ἔχομε ἕνα πλοῖο, καὶ ἂν θέλεις ἐμβαίνεις εἰς αὐτό». Καὶ ἔτζι εὕρηκαν ἕνα σαμπέκο Τούρκικο μὲ 10 κανόνια· τὸ ἀγοράσαμεν, καὶ ἐμβῆκα καπετάνιος εἰς αὐτό. Ἐπῆρα διαβατήριο, ἐπῆγα εἰς τὴν καθέδρα τῆς Ρεπούμπλικας, εἰς τοὺς Κορφούς· ἐκεῖ μὲ ἔδωσαν τὴν ἄδειαν (4) διὰ νὰ κτυπῶ στεριᾶς καὶ θαλάσσης τοὺς Τούρκους, ὅθεν μὲ ἐβόλιε. Ἐπῆρα καὶ μιὰ ὀγδονταριὰ στρατιῶτες τῆς ξηρᾶς καὶ ἐπῆγα πλησίον τῆς Πάτρας, Ἀχαϊὲς λεγόμενο, καὶ ἔκαψα τὰ σπίτια, τὲς ἰδιοκτησίες, τὰ μαγαζιὰ τοῦ Σαΐταγα, καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψα εἰς τὴν Ζάκυνθον. Οἱ Ζακύνθιοι, ἐπειδὴ καὶ εἶχαν ἀνάγκην ἀπὸ τροφὰς φερμένας ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον, ἔκαμαν μίαν ἀναφορὰν εἰς τὴν Διοίκησιν, καὶ ἔλεγαν ὅτι νὰ μὴ κτυπήσουν πλέον τὸν Μοριά, διότι οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐδέχοντο τοὺς πηγαίνοντας ἐκεῖ διὰ ἐμπόριο. Ἔτζι ἡ Κυβέρνησις μ᾿ ἐμπόδισε νὰ κτυπήσω τὴν ξηρὰ καὶ διετάχθηκα νὰ περιορισθῶ εἰς τὸν πόλεμον τῆς Ἁγίας Μαύρας. Εἰς τοὺς Κορφοὺς εὕρηκα τὸν Παπαδόπουλο καὶ τὸν Συνέβη, ὅστις ἑτοιμάζετο μαζὶ μὲ τὰ Ἀγγλικὰ νὰ κτυπήσουν τὴν Κωνσταντινούπολη, τοῦ ἔδωκα μίαν γνώμην, ὅτι εἰς τὴν Ἑπτάνησον εὑρίσκονται 1.200 (5) Ροῦσοι καὶ 5.000 Ἕλληνες εἰς τὴν δούλευσιν τῆς Ἑπτανήσου καὶ εἶχαν καὶ 12 κομμάτια ντελίνια τῆς Βαλτικῆς καὶ τῆς Μαύρης Θαλάσσης. Ἦσαν σαράντα ντελίνια, φρεγάδες καὶ μπρίκια, τὰ ὁποῖα εἶχε βγάλει διὰ νὰ κτυπήσει τὸν Βοναπάρτη (6), καὶ μὲ ἄλλους 10.000 νησιώτας, νὰ γίνομε χιλιάδες 25, καὶ ἕξι καράβια, διὰ τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου, καὶ τὰ ἄλλα διὰ τῆς Αἰγίνης, νὰ ἀποβιβασθῶμεν ἔξω, καὶ τοὺς ὑποσχόμουν εἰς 2 μῆνας νὰ ἐλευθερώσω τὴν Πελοπόννησον. Ὁ στρατηγὸς Παπαδόπουλος ἐδέχθηκε τὴν πρότασίν μου, ἔγινε συμβούλιον ἀπὸ τὸν Συνέβη, Μοτζενίγο (γενικὸς διοικητής), Μπενάκη καὶ ἀντιναύαρχον Λέλη, καὶ στρατηγὸν Ἀτρέμ. Ὁ Παπαδόπουλος τὸ ἀνάφερε εἰς τὸ συμβούλιο, καὶ ὁ Μπενάκης ἐναντιώθη, λέγων ὅτι: «Τὴν Πατρίδα μου, ἐγὼ δὲν τὴν χαλάω ἄλλη μία φορὰ σὰν τὸν πατέρα μου». Ὁ Μοτζενίγος εἶπε ὅτι: «Πρέπει νὰ ὑπάγουν νὰ κτυπήσουν μὲ τὰ Ἀγγλικὰ τὸ κεφάλι, ὁποὺ εἶναι ἡ Κωνσταντινούπολις, καὶ ἔπειτα, ὅταν κτυπήσωμεν τὸ κεφάλι, τὸ ἐπίλοιπον εἶναι ἐδικόν μας». Ἔτσι ἐδέχθηκαν τὴν γνώμην του καὶ ἀπέρριψαν τὴν ἐδικήν μου. Ὁ Συνέβης ἐπῆγε εἰς τὴν Τένεδο. Τὰ Ἀγγλικὰ ἐμβῆκαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη διὰ βίζιτα περισσότερο παρὰ διὰ πόλεμο, καὶ ἔπειτα ἐβγῆκαν τὰ τούρκικα, ἀπαντήθηκαν μὲ τὰ ρώσικα εἰς τὴν Τένεδο, καὶ μετὰ ἕνα πόλεμο ἐχαλάσθη ὁ στόλος ὁ Τούρκικος. Μετὰ τὴν μάχην τοῦ Ὀστερλίτζι (1), ἡ Ρωσία παρέδωσε τὰ νησιὰ τοῦ Ναπολέοντος, καὶ ἔτσι διατάχθη ὁ μὲν Συνέβης νὰ ὑπάγει διὰ θαλάσσης, καὶ τὰ ρωσικὰ στρατεύματα νὰ ὑπάγουν διὰ ξηρᾶς. Τότε ἔπαυσε ὁ πόλεμος καὶ ὅσα καράβια πολεμικὰ ἦσαν εἰς τὴν δούλευσιν τῆς Ρεπούπλικας τότε ἐσήκωσαν τὰ χαρτιὰ καὶ ἔτζι ἐπῆγα τὸν Αὔγουστο εἰς τὴν Ζάκυνθο. 27 Ἰουλίου 1807 ἦλθε ἡ διαταγὴ νὰ παραδώσουν τὰ φρούρια οἱ Ρῶσοι εἰς τοὺς Φραντζέζους.
Ἐπῆγα μὲ τὸν καπετὰν Ἀλεξανδρῆ εἰς τὸν Λεβάντε 10 μῆνας ἐναντίον τῶν Τουρκῶν. Ἐκεῖ ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, μᾶς ἐπολιόρκησαν 3 καράβια Τούρκικα πολεμικά, 2 κορβέτα καὶ μία φεργάδα εἰς τὴν Σκιάθο. Ἐδώκαμεν εἴδηση μιᾶς φεργάδας Ἀγγλικῆς, καὶ ἦλθε εἰς βοήθειάν μας. Τὰ 2 κορβέτα τὰ ἐβούλιαξε καὶ τὴν φεργάδα τὴν ἐπῆρε ζωντανήν. Εἴμεθα ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες 1.400, ὅλοι οἱ Καπεταναῖοι τοῦ Ὀλύμπου, καθὼς Παπαμπλαχάβας, Λιόλιος, Λαζόπουλα, τοῦ Τζάρα οἱ Καπεταναῖοι. Αὐτοὶ εὑρέθηκαν εἰς τὴν Σκιάθο κατατρεγμένοι ἀπὸ τὸν Μουχτάρπασα καὶ λοιποὺς Τούρκους τῆς ξηρᾶς. Μᾶς ἐπῆρε ὁ χειμώνας, ἐπήγαμεν εἰς τὴν Μάνη, ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθον.
Εἰς τὰ 1808, τὴν ἄνοιξη, ὁ Βελήπασας ἐφοβέριζε τὸν Ἀλὴ Φαρμάκη, ἢ τὸν πύργο νὰ τοῦ δώσει ἢ ὁ ἴδιος νὰ ὑπάγει, ἢ τὸ παιδί του ἐνέχυρο νὰ δώσει. Ἐρεθίζετο ὁ Βελήπασας ἀπὸ τὸν Δεληγιάννη. Ὁ Δεληγιάννης, μὴ θέλων νὰ ὑπάρχει ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης, ἔλεγε εἰς τὸν Βελήπασα, ὅτι πρέπει νὰ κρεμισθεῖ ὁ πύργος διὰ νὰ τοῦ γκρεμίσει τὴν δύναμιν, καὶ τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη: «Μὴν πηγαίνεις, διότι ὁ Βελήπασας ἔχει σκοπὸν νὰ σὲ σκοτώσει». Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης λοιπὸν ἑτοιμάζετο νὰ ἀντιπαραταχθεῖ εἰς τὸν Βελήπασα. Ὁ πάππος τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη καὶ ὁ πάππος ὁ ἐδικός μου, Γιάννης Κολοκοτρώνης, ἦσαν φίλοι καὶ ἀδελφοποιτοί. Ἐσκοτώθηκε ὁ παππούλης μου, ἐπέθανε καὶ ὁ παππούλης τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη καὶ ἔμεινε ἡ φιλία ἡ ἴδια εἰς τὸν πατέρα μου καὶ εἰς τὸν πατέρα τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη. Ὡς φίλοι πατρικοὶ ἐλάβαμεν καὶ ἡμεῖς ἀνταπόκριση (2), δὲν τὸν εἶχα ἰδεῖ προσωπικῶς. Ἐπιστηριζόμενος λοιπὸν εἰς τὴν φιλίαν μὲ ἔγραψε ἕνα γράμμα, μοῦ ἔλεγε: «Φίλε πατρικέ, ὁ Βελὴ Πασὰς ἑτοιμάζεται νὰ μὲ βαρέσει, καὶ ἂν εἶσαι φίλος νὰ ἔλθεις νὰ μὲ βοηθήσεις». Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: «Δὲν ἔρχομαι τώρα, διότι θὰ σὲ βλάψω, καὶ ἂν δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ ἔλθει ὁ Βελὴ Πασὰς, τόμου μάθει ὅτι ἦλθα ἐγώ, θὰ ἔλθει τότε, ἀλλὰ νὰ κοιτάξεις μὲ κανένα μέσον νὰ μὴν κηρύξεις τὸν πόλεμο· ἂν ὅμως καὶ κινήσει τὸ στράτευμα ἐναντίον σου, τότε ἔρχομαι». Ὁ Βελὴ Πασὰς, ἰσχυρογνώμων, ἐκίνησε μὲ τὸ στράτευμα. Τότε μὲ ἔγραψε, ὅτι τὰ στρατεύματα ἐκίνησαν, καὶ ἂν εἶσαι φίλος, τώρα φαίνεσαι. Λαμβάνοντας τὸ δεύτερό του γράμμα, ἑτοιμάσθηκα μὲ 100. Οἱ ἀξιωματικοὶ μὲ ἐμπόδιζαν, ἐγὼ ὅμως τοὺς εἶπα, ὅτι δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω ἀλλέως, διότι ἔδωσα τὸν λόγον μου, καὶ ἔτζι μοῦ ἐμπόδισαν οἱ Φραντζέζοι τοὺς στρατιώτας, καὶ ἐπῆρα μόνον 16 καὶ ἐγὼ 17. Ἐβγῆκα κοντὰ εἰς τὴν Γλαρέντζα εἰς τὸ Κοτίχι καὶ διευθύνθηκα διὰ τὸ Μοναστηράκι. Τὴν ἴδια ἡμέρα ὁποὺ ἔφθασα ἐγὼ εἰς τὸ Μοναστηράκι, ἔφθασαν καὶ 8.000 τούρκικα ἐναντίον, καὶ ἐστάθηκα ὑποχρεωμένος νὰ περάσω ἀπὸ τὴν μέσην τὴν νύκτα. Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης εἶχε 400 καὶ ἀπὸ τὸν φόβον τους ἔφυγαν, καὶ ἔμειναν 90. Τὴν αὐγὴν ἀνοίχθη ὁ πόλεμος, ἄρχισαν νὰ κάμουν λαγούμι, καὶ εἰς 30 ἡμέρας ἐγίνετο νύκτα ἡμέρα πόλεμος. Εἶχαν καὶ 4 κανόνια. Εἰς τὰς 30 ἡμέρας ἐπρότεινε συμβιβασμὸ καὶ ἐπρόβαλε εἰς τὸν Ἀλὴ Φαρμάκη νὰ παραδώσει τὸν Κολοκοτρώνη καὶ νὰ τοῦ χαρίσει τὰ πταισίματά του, τὸν πύργον του, ὅλα. Τοῦ ἀπεκρίθη ὅτι: «Ἂν εἶναι τῆς τιμῆς καὶ τῆς παλληκαριᾶς νὰ δώσω ἕνα φίλο μου, ὁποὺ ἦλθε νὰ μὲ βοηθήσει ἀπὸ τὰ νησιά, καὶ ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ τὸ κάμω». Ἀπεκρίθησαν ὅτι: «Ἀληθινὰ εἶναι αὐτό, πλὴν νε τελί, μέγα πράγμα μὲ ἕνα ρωμαῖο, νὰ χαθεῖ τόση Τουρκιὰ διὰ ἕναν ἄνθρωπο». Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης ἀπεκρίθη, ὅτι: «Ἂν ἤμουν πασὰς ἐγινόμην καὶ ἐγὼ ἄπιστος, πλὴν δὲν τὸ κάμνω, κάμετε λαγούμι, καὶ ἂν ἠμπορέσετε ἀναποδογυρίστε μας, καὶ ὁ Θεὸς ἔχει». Καὶ πάλιν ἐπιάσθη ὁ πόλεμος. Τὸ βράδυ ἔκαμε συμβούλιο, συνθεμένο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀγάδες, μπουλουμπασῆδες καὶ τοὺς εἶπε τί τοῦ προβάλλουν οἱ Τοῦρκοι, νὰ παραδώσει τὸν Κολοκοτρώνη. Ὅλοι ἀπεκρίθηκαν μ᾿ ἕνα στόμα: «Χάσια, ὅλοι νὰ χαθοῦμε, μὰ αὐτὸ δὲν ἠμποροῦμε νὰ τὸ κάμομε». Ἐγὼ τοὺς εἶπα, ὅτι: «Ἔρχεσθε νὰ μὲ δώσετε νὰ ξεμπερδεύσομε; Ἐγὼ τὸ ψωμί μου τὸ ἔφαγα». Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης μοῦ εἶπε: «Δὲν εἶναι ἐδική σου δουλειά, εἶναι ἐδική μας». Ἀπεφάσισαν ὅλοι λοιπὸν νὰ ἀποθάνουν. Εἰς 64 ἡμέρες ἔβαλαν φωτιὰ εἰς τὸ λαγούμι, καὶ τὸ λαγούμι εἶχε 1.000 ὀκάδες μπαρούτι μέσα. Ἐμεῖς ἐσκάφταμε 12 βήματα ἐκτὸς τοῦ πύργου καὶ 3 1/2 πῆχες τοῦ βάθους καὶ ἐσκάφταμε μὲ σκοπὸ νὰ πιάσουμε τοὺς λαγουμτζῆδες. Τὸ λαγούμι εὑρέθηκε ξεθυμασμένο ἀπὸ τὸ κόψιμο τῆς γῆς, ὁποὺ εἴχαμε κάμει, καὶ ἔτζι ἀφοῦ ἔτρεμε ἡ γῆ ἕνα τέταρτο, ἔπεσε τὸ χῶμα ἐπάνου του, καὶ ὁ πύργος δὲν ἔπαθε τίποτε. Οἱ Τοῦρκοι ἐλπίζοντες ὅτι θέλει ἀπογυρισθεῖ ὁ πύργος καὶ διὰ νὰ μὴν τοὺς πλακώσουν οἱ πέτρες, ἀλάργεψαν. Ἡμεῖς, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸ λαγούμι, ἐρρίξαμε μία μπαταριὰ εἰς (1) εἶδος χαρᾶς, ὅτι δὲν μᾶς ἔκαμαν τίποτε. Τότε ἔπεσαν εἰς συμβιβασμό· 3.734 κανονιὲς μᾶς ἔρριξαν εἰς τὸ διάστημα 65 ἡμερῶν· ἀφοῦ, εἶδαν ὅτι οὔτε τὰ κανόνια τους δὲν μᾶς ἔκαμναν τίποτε, οὔτε λαγούμι, μᾶς ἐζήτησαν συμβιβασμόν· τοῦ ἐπρόβαλαν: τί ζητεῖ διὰ νὰ παύσει ὁ πόλεμος; Καὶ αὐτὸς τοὺς ἐζήτησε νὰ μὴ χαλάσουν τὸν πύργο, ὁ Κολοκοτρώνης νὰ ὑπάγει ἀπείραγος μὲ ἐνέχυρα, καὶ νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Ζάκυνθον, ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης νὰ μείνει εἰς τὸν πύργο, ἕως ὅτου νὰ λάβει γράμμα ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη, ὅτι ἐμβαρκαρίσθη, καὶ τότε ἐβγαίνω ἀπὸ τὸν πύργο, καὶ πηγαίνω εἰς τὸν Βελὴ πασὰ διὰ νὰ τὸν προσκυνήσω. Αὐτὸς ὁ συμβιβασμὸς ἐγίνετο μὲ τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ μὲ τὸ στράτευμα, καὶ ὄχι μὲ τὴν γνώμη τοῦ Βελῆ πασᾶ καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὸ ἔστρεξαν. Ἔκαμαν ἔγγραφον καὶ ὑπογράφθησαν ὁ Πασόμπεης, ἀγάδες, μπουλουμπασῆδες, καὶ ἔκαμαν καὶ ὅρκον. Τὴν αὔριον ἀνεχώρησα μὲ ὅλους τοὺς ἐδικούς μου μὲ τοὺς Λαλαίους, καὶ ἐπήραμε ἐνέχυρο τρεῖς ἀπὸ τοὺς καλύτερους, μὲ συμφωνία ὅτι, ἂν μᾶς κτυπήσουν, νὰ τοὺς σκοτώνωμεν ἡμεῖς αὐτούς. Ἔτζι ἐβγήκαμε, ἐπήγαμε εἰς τοῦ Λάλα, ἄφησα τὸ παιδὶ τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη εἰς τὰ σπίτια καὶ ἐπῆγα ἐγὼ εἰς τὸν Πύργο τῆς Γαστούνης. Ἡ συνθήκη ἐπῆγε εἰς τὸν Βελὴ πασὰ, αὐτὸς ἐθύμωσε καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ πιάσουν ὅλες τὲς σκάλες καὶ νὰ μὲ πιάσουν. Τὸ μπουγιουρτὶ ἦλθεν εἰς τὸν Ἰμβραῒμ ἀγὰ, τὸν ἐξάδελφον τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη, ὁ ὁποῖος ἦτον βόϊβοδας. Διαβάζοντας τὸ μπουγιουρτί, ὁποὺ ἔλεγε, ὅτι νὰ πιάσουν τὸν Κολοκοτρώνη, τὸν ἐγέλασε τὸν Τάταρη καὶ τοῦ εἶπε, ὅτι: «Ἡμεῖς δὲν γνωρίζομε τούρκικα, παρὰ νὰ πᾶς εἰς τὴν Γαστούνη, ὅπου εἶναι κατὴς καὶ βόϊβοδας νὰ τὸ διαβάσουν, καὶ ὅ,τι προστάζει μὲ τὸ μπουγιουρτί του ὁ Βεζύρης, εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ τὸ κάμομε». Ἔτζι τὸν ἐγέλασε τὸν Τάταρη, καὶ εὐθὺς ἐσηκώθηκα μαζὶ μὲ τὰ ἐνέχυρα καὶ συντροφευμένος ἀπὸ τὸν Ἰμβραῒμ ἀγὰ ἐπῆγα εἰς τὸ Πυργὶ καὶ ἐμβαρκαρισθήκαμε, καὶ ἀπόλυσα τὰ ἐνέχυρα, καὶ ἔστειλα γράμμα τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη, ὅτι ἐμβαρκαρίσθηκα ὑγιής. Τὸ Πυργὶ ἀπὸ τὸν Πύργο εἶναι 2 ὥρας καὶ ἕως τὴν Γαστούνη ἕξι. Μόλις εἴχαμεν μακρυνθεῖ δύο μίλια, καὶ τὰ τούρκικα στρατεύματα ἀπὸ τὴν Γαστούνη εἶχαν ἔλθει νὰ πιάσουν τὸ Πυργί, ἀλλ᾿ εἴμεθα μακρυσμένοι. Ἀφοῦ ἐπῆγε εἴδησις τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη ὅτι ἐμβαρκαρίσθηκα, ἐβγῆκε καὶ αὐτὸς καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Τριπολιτζὰ καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Βελὴ πασά. Ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο, ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης εὕρηκε τρόπον καὶ ἔφυγε καὶ ἦλθε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ὁ Βελὴ πασὰς μοῦ ἔγραψε νὰ ὑπάγω, ἀλλὰ δὲν ἠθέλησα. Ὁ Βελὴ πασὰς δὲν ἐσκότωσε τὸν Ἀλὴ Φαρμάκη, διότι ἐπροσπαθοῦσε νὰ μὲ γελάσει καὶ ἐμὲ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Τριπολιτζὰ καὶ ἔτζι δὲν τὸν ἐπείραξε. Ἔκαμε τὸν συμβιβασμὸ ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης, βιασμένος ἀπὸ τοὺς ἴδιους Τούρκους τοὺς ἐδικούς του, φοβούμενοι τὴν ζωὴν καὶ τὸ βιό τους. Μόλις ἐβγῆκε ἀπὸ τὸν πύργο, καὶ ἔβαλαν καὶ τὸν ἐχάλασαν. Ὅλοι οἱ ἀγάδες, ὁ Πασόμπεης, ὁ Βελὴ πασὰς, μὲ ἔγραψαν διὰ νὰ ἔβγω εἰς τὸν Μορέα, μὲ ἔγραψε καὶ ἐκεῖνος, πλὴν μὲ ἔβαλε τὴν βούλα ἀποπάνω ἀπὸ τὴν ὑπογραφή του, σημεῖον νὰ μὴν ἔλθω. Ἦλθαν λοιπὸν εἰς τὴν Ζάκυνθο ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Βελῆ πασᾶ, ὁ ὁποῖος μὲ ἐδάγκωσε εἰς τὸ αὐτί, καὶ ἐκατάλαβα. Τοὺς εἶπα «Πηγαίνετε κι ἔρχομαι». Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης ἦρθε εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης ἐπῆρε τὴν ἄδειαν νὰ ἰδεῖ τὰ χωριά του, ἕως ὅτου νὰ ἔλθει ὁ Κολοκοτρώνης, καθὼς ἔλεγε, καὶ ἔτζι ἐπῆρε μιὰ πενηνταριὰ χιλιάδες γρόσια καὶ ἐστείλαμε καΐκι καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ἐρχόμενος εἰς τὴν Ζάκυνθο, ἀπεφασίσαμεν νὰ ὑπάγομε εἰς τὸ Παρίσι διὰ νὰ εὕρομε τὸν Βοναπάρτε, καὶ ἐπήγαμε εἰς τοὺς Κορφούς, καὶ ὁ τότε γενικὸς διοικητὴς Δονζελὸτ μᾶς ἐμπόδισε, λέγοντάς μας, ὅτι: «Μείνετε ἐδῶ καὶ ἐγὼ γράφω καὶ θέλετε ἔχει ἀπόκρισιν, μόνον ἡμεῖς νὰ κάμομε τὸ σχέδιο ἕως ὅτου νὰ ἔλθει ἡ ἀπόκρισις τοῦ Αὐτοκράτορος». Τὸ σχέδιον ποὺ ἐκάμαμε μὲ τὸν Δονζελὸτ ἦτον τὸ ἀκόλουθο: Νὰ μᾶς δώσει 500 κανονιέρους μὲ φουστανέλες ἐνδυμένους, 5.000 Ἕλληνες ὁποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν γαλλικὴν δούλευση. Καὶ μᾶς ἔδωσε γρόσια διὰ νὰ στρατολογήσομε εἰς τὴν Τζαμουριά, ὅπου ἦσαν ἐχθροὶ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Ἐπεράσαμεν εἰς τὴν Τζαμουριά, καὶ ἐκάμαμε 3.000 μισθωτοὺς Τζάμηδες καὶ ἤλθαμε εἰς τὴν Πάργα, καὶ τοὺς ἐμβαρκάραμε διὰ τὴν Ἅγια Μαύρα. Ἡ σύναξις ἔμελλε νὰ γίνει εἰς τὴν Ἅγια Μαύρα καὶ Ζάκυνθον. Ἐπέρασα μὲ 600 εἰς τὴν Ἅγια Μαύρα. Τὸν αὐτὸν καιρόν, εἰς τὰς 9, ἤλθανε οἱ Ἄγγλοι εἰς τὴν Ζάκυνθο, ἔκαμαν τεσβάρκο καὶ ἐπερίλαβαν τὴν Ζάκυνθο, τοὺς δὲ Φραντζέζους τοὺς ἔστειλαν εἰς τοὺς Κορφούς (1), τοὺς δὲ Ἕλληνας ἕως 400 τοὺς ἔβαλαν εἰς τὰ καράβια ὡς πριζονιέρηδες (αἰχμαλώτους). Ἐπῆραν καὶ τὴν Κεφαλονιά, Θιάκι καὶ Τζηρίγο, καὶ ἔκαμαν τὸ ἴδιο. Ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀρχιστράτηγο τῶν Ἄγγλων, ὁποὺ ἦτον εἰς τὸ Παλέρμο, ὁ Γκενερὰλ ὁ Ὀσβὰλ διαταγὴ νὰ λάβει εἰς δούλευση ὅλους τοὺς Ἕλληνας, καὶ ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Τζούρτζ, ὅστις ἦτον τότε ταγματάρχης. Ἡμεῖς, ἀφοῦ εἴδαμεν ὅτι ἦλθαν Ἄγγλοι εἰς τὰ νησιά, ἐγράψαμε στὴν Πάργα νὰ μὴν ἔλθουν πλέον στρατεύματα, διατὶ τὸ σχέδιο ἐχάλασε μὲ τὴν παρρησίαν τῶν Ἄγγλων. Τὸ σχέδιον ἦτον ὅτι ὅλα τὰ κάστρα τῆς Μεσσηνίας, τῆς Πάτρας, τῆς Μονεμβασίας, ἅμα ἐβγοῦμε, νὰ κηρυχθοῦν ὑπὲρ ἡμῶν. Καὶ ἦλθαν ὅλοι οἱ Τοῦρκοι καὶ Ρωμαῖοι οἱ σημαντικοὶ καὶ ὁμίλησαν εἰς τὴν Ζάκυνθο, νὰ κάμομε μιὰ κυβέρνηση, συνθεμένη ἀπὸ 12 Τούρκους καὶ 12 Ἕλληνας νὰ κυβερνοῦν τὸν λαόν. Οἱ Τοῦρκοι ἐπίσης νὰ καταδικάζονται καθὼς οἱ Ἕλληνες. Τοὺς νόμους τοὺς εἴχαμε ἐγγράφους εἰς τοὺς Κορφοὺς ἀπὸ τὸν Δονζελότ. Ἡ σημαία μας, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὸ φεγγάρι καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸ Σταυρό, καὶ τὸ σχέδιό μας ἦτον, ἅμα ἐπατούσαμε τὸν Μορέα νὰ κάμομε ἀναφορὲς εἰς τὸν Σουλτάνο καὶ νὰ τοῦ λέγομεν, ὅτι: ἡμεῖς δὲν ἀποστατήσαμεν ἐναντίον σου, πλὴν ἐναντίον τοῦ τυράννου τοῦ Βελῆ πασᾶ, καὶ ὁ Δονζελὸτ ἠκούετο μὲ τὸν Σεμπαστιάνη, πρέσβην εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὥστε νὰ ἐμποδίσουν τὸν Σουλτάνο διὰ κάθε κίνημα. Ὁ μυστικὸς μου σκοπός, ἀφοῦ ἐμβαίναμε καὶ ἐπιάναμε ὅλα τὰ φρούρια, τότε τὸ ἐκάμναμε ἐθνικότερο καὶ ἐχαλούσαμε τοὺς Τούρκους. Αἱ περιστάσεις ἤθελαν μὲ ὁδηγήσει τί ἔμελλα νὰ κάμω. Εἰς τὸ σχέδιόν μας ἦτον ὅτι, ἂν μᾶς κάμει χρεία νὰ ἐβγάνομε ἕως 15.000 Ἑπτανησίους. Διὰ τρεῖς ἡμέρες καὶ νύκτες ἐγώ, ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης καὶ ὁ Δονζελὸτ μὲ ἕνα γραμματικὸ ἐκάμαμε τὸ σχέδιο αὐτό, καὶ προετοιμάσαμεν ὅσα ἔμελλαν νὰ γίνουν.
Εἰς τὸν Πύργον εἶχα τὸν Νικήτα, τὸν Νικολάκη Πετιμεζᾶ καὶ ἀδελφὸν τοῦ Μέλιου. 7 ὀργιὲς εἶχαν σκάψει τὸ λαγούμι βαθιά. Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης εἶχε 40 χρόνους, μαυρουδερὸς καὶ κίτρινος καὶ δι᾿ αὐτὸ τὸν ἔλεγαν φαρμάκη, κοντότερός μου, λιανός, πολλὰ φρόνιμος, πιστός, σιωπηλός, θυμώδης. Ἀπέθανε εἰς τοῦ Λάλα, ἀρρώστησε στὴν Ζάκυνθο ἀπὸ λυσεντερία. Οἱ συγγενεῖς του ἔκαμαν νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ ἄδεια τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη διὰ νὰ ἔλθει εἰς τοῦ Λάλα. Οἱ Ἄγγλοι ἔστειλαν ἕνα ἰατρὸν καὶ ἀφοῦ εἶδαν ὅτι ἀποθνήσκει, τότε τοῦ ἔδωσαν τὴν ἄδεια νὰ ἔβγει ἔξω εἰς τὸν Μορέα, διότι οἱ Ἄγγλοι, ὄντες φίλοι μὲ τὸν Ἀλὴ πασὰ, δὲν ἤθελαν νὰ δώσουν τὴν ἄδεια νὰ ὑπάγει εἰς τὸν Μορέα, διὰ νὰ μὴ δυσαρεστήσουν τὸν Ἀλὴ πασὰ. Ἀφοῦ ἔμαθα ὅτι ἀπέθανε, ἐβγῆκα εἰς τὸν Μορέα καὶ ἐπῆγα εἰς τοῦ Λάλα διὰ νὰ παρηγορήσω τὴν φαμιλιάν του.
Ἐκαθήσαμε εἰς τὸ Τζηρίγο, ἕως τὴν Κυριακὴν τοῦ Θωμᾶ. Ἐπέρασε ἕνα καράβι Κεφαλονίτικο τοῦ καπετὰν Ἀλεξανδρῆ Ραφτόπουλου. Ἐμβήκαμε μέσα καὶ ἐκινήσαμε διὰ τὴν Ζάκυνθο. Ὁ καπετάνιος ἔμαθε ποιὸς εἶμαι καὶ μᾶς περιποιήθη πολύ. Εἰς τὴν Ζάκυνθο μὲ εἶχαν διὰ χαϊμένον, ἐκεῖ μὲ ἐδέχθησαν ὅλοι οἱ ἐδικοί μας, ὁποὺ ἦσαν ἐκεῖ, Πετιμεζαῖοι, Ἀναγνωσταρᾶς, Μέλιος, Γιάννης Κολοκοτρώνης, Νικήτας καὶ λοιποί. Ἦτον 1806. Διὰ νὰ γλυτώσω ἄλλαξα φορέματα καὶ δὲν εἶχα παρὰ δυστυχισμένα ἄρματα, ὥστε νὰ μὴν παρακινηθοῦν ἀπὸ τὴν αἰσχροκέρδεια καὶ μὲ σκοτώσουν.
Ἐγεννήθηκα στὰ 1770. Ὅταν ἐγλύτωσα ἀπὸ τὴν Καστάνιτζα ἤμουν χρόνων 10. Διαμονὴ Μάνης χρόνια 2. Εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα χρόνια 3. Εἰς τὰ Σαμπάσικα χρόνια 12 (1). Ἐποχὴ τῆς νεότητος, 5 χρόνια ἀνύπανδρος, καὶ ἄλλους 7 χρόνους (2) ὑπανδρεμένος. 27 χρόνους εἶχα ὅταν μὲ ἐπρωτοκυνήγησαν.
Ἀρματολὸς καὶ κλέφτης ἀλληλοδιαδόχως χρόνια 5. Φερμάνι Βασιλικὸ διὰ ἐμένα καὶ τὸν Πετιμεζᾶ στὰ 1802 [χρόνος] 1. Τὸ δεύτερο φερμάνι τὸν Ἰανουάριον 1806, καὶ τὸ Πατριαρχικὸ Συνοδικὸ 3. 36 χρονῶν ἤμουν ὅταν ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο, 50 χρόνους εἶχα ὅταν ἐβγῆκα εἰς τὴν ἐπανάσταση.
Οἱ κλέφτες καὶ ἀρματολοὶ εἶχαν Αʹ τάξιν (3). Ἡ ἀξιότης του. Βʹ τάξιν. Γʹ τάξιν Δʹ. Οἱ ψυχογιοί. Οἱ πρῶτοι, ἀξιωματικοὶ ἐγίνοντο διὰ τὴν ἀνδρείαν των ἢ διὰ τὴν φρόνησίν των. Ὁ μισθός των, ὅταν ἦσαν ἀρματολοί, τὸ μοίρασμα τῶν λαφύρων, ὅταν ἦσαν κλέπται (4) ἐδίδοντο καὶ βραβεῖα εἰς τοὺς ἀριστεύοντας. Ὅταν ἔσφαλλον (5) ἦτον τὸ κόψιμον τῶν μαλλιῶν, τὸ ξαρμάτωμα (6). Σέβας πρὸς τὰς γυναῖκας. Ἔδιωχναν ὅποιος ἤθελε βιάσει καμμιὰ γυναίκα. Παιγνίδια, ταμπουράδες, πηδήματα, χορούς, τραγούδια ἡρωϊκά, τὲς ἀμάδες. Τὰ τραγούδια τὰ ἔκαμναν (7) οἱ χωριάτες, οἱ στραβοὶ μὲ τὲς λύρες. Τὰ τραγούδια ἦσαν ὕμνοι, ἐφημερίδες στρατιωτικές (8).
Τ᾿ ἄρματά τους ἦσαν πιστόλες, χαρπὶ (μελουδάρι), σπαθιὰ ζωστά, ζάβες στὰ ποδάρια, τὸν χειμώνα ἔβαζαν θώρακας (τζαπράσια), κουμπιὰ μεγάλα εἰς τὰ γελέκια.
Τὰ Καπετανάτα διεδίδονταν εἰς τοὺς υἱούς, εἰς τὸν ἀξιότερο καὶ ὄχι εἰς τὸν πρωτότοκο.
Ἡ σημαία μου ἦτον ἕνα Χ, καθὼς ἡ Ρωσικὴ σημαία.
Τὰ μοναστήρια τοὺς ἐβοηθοῦσαν. Οἱ γεωργοὶ καὶ οἱ ποιμένες ἔδιναν εἴδηση εἰς τοὺς κλέπτας, ζωοτροφίας καὶ πολεμοφόδια. Ὅταν εἰς τὸν πόλεμο ἐλαβώνετο κανένας βαρέως καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὸν πάρουν, τὸν ἐφιλοῦσαν καὶ ἔπειτα τοῦ ἔκοφταν τὸ κεφάλι. Τὸ εἶχαν εἰς ἀτιμίαν ὁποὺ οἱ Τοῦρκοι νὰ πάρουν τὸ κεφάλι του. Ἀπὸ 36 πρωτοξαδέλφια, μόνον 8 ἐγλύτωσαν, οἱ ἄλλοι ἐχάθηκαν ὅλοι. Δὲν εἶναι διάσιλο, ὁποὺ δὲν εἶναι θαμμένος Κολοκοτρώνης, χωριστὰ τὰ δευτεροξαδέρφια, θεῖοι καὶ λοιποὶ φίλοι χαϊμένοι. Τὸ «κλέφτης» ἦτον καύχημα. Ἔλεγε: «εἶμαι κλέφτης» καὶ ἡ εὐχὴ τῶν πατέρων ἑνὸς παιδιοῦ ἦτον νὰ γίνει κλέφτης. Τὸ «κλέφτης» ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Εἰς τοῦ πατρός μου τὸν καιρό, ἦτον ἱερὸ πράγμα νὰ πειράξουν Ἕλληνα. Καὶ ὅταν οἱ κλέπται ἤρχοντο εἰς συμπλοκὴ μὲ τοὺς Τούρκους, ὅλοι οἱ γεωργοὶ ἄφηναν τὸ ζευγάρι, καὶ ἐπάγαιναν νὰ βοηθήσουν τοὺς κλέπτας. Εἰς τὰς ἡμέρας (9) ἐπειράζοντο καὶ Ἕλληνες ὁμοφρονοῦντες μὲ τοὺς Τούρκους. Ὅταν ἦλθε ὁ Ἀνδροῦτζος, πατέρας τοῦ Ὀδυσσέως, ἐγνωρίστηκα εἰς τὴν Μάνη, καὶ τὸν ἐσυντρόφευσα ἕως εἰς τὴν Κόρινθο. Εἰς τὸν κατατρεγμό μας, διὰ 15 ἡμέρες οὔτε ἐκοιμώμεθα, οὔτε ἐτρώγαμε, ἐσώσαμε τὰ φουσέκια, καθημέρα πόλεμο.
Ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο ἕως τὸν Ἰανουάριο ἔμεινα εἰς τὴν Ἁγία Μαύρα (1809). Οἱ Ἄγγλοι ἔβαλαν εἰς φύλαξη τὸν Γιακούπαγα, τὸ παιδὶ τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη καὶ ἄλλους. Μανθάνοντας ἡμεῖς αὐτά, ἐσκορπίσαμεν τὸ στράτευμα καὶ ἐκρατήσαμε μόνον 20. Ὁ Μινίστρος, ὁ Φορέστης, καὶ ὁ στρατηγὸς τῶν Ἄγγλων Ὀσβάλ, ἐπροσκάλεσαν ὅλους τοὺς Καπεταναίους διὰ νὰ τοὺς ἐρωτήσουν, ἂν ἠμποροῦν νὰ φέρουν τὸν Κολοκοτρώνη εἰς τὴν Ζάκυνθο. Οἱ Ἄγγλοι, ἐπειδὴ ἦσαν πολλοὶ μαζευμένοι εἰς Ἁγία Μαύρα, ἐφοβοῦντο, καὶ αὐτοὶ τοὺς ἀπεκρίθησαν, ὅτι: «Ὅταν θέλετε, ἠμπορεῖτε νὰ τοῦ κάμετε ἕνα γράμμα καὶ τὸ στέλνομε μὲ ἕνα ἐπίτηδες καὶ μυστικὸν ἄνθρωπον καὶ ἐλπίζομε νὰ ἀκολουθήσει». Ἔτζι μὲ ἔκαμε ἕνα γράμμα ὁ Ὀσβὰλ καὶ ὁ Φορέστης καὶ τὸ ἔστειλαν μὲ ἕνα κουμπάρον μου Ζακυνθινόν, λεγόμενον Πομόνη. Ἐπέρασε τὴ Γλαρέντζα, ἐμβῆκε εἰς τουρκικὴ σημαία, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ἁγία Μαύρα μυστικῶς. Τὸ γράμμα μὲ ἐπροσκαλοῦσε, καὶ ἐνταυτῷ ἦτον μία ἐγκύκλιος εἰς ὅλας τὰς ἀρχὰς τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης, ὅ,τι (1) ζητήσωμεν νὰ μᾶς δώσουν, ὅπου καὶ ἂν μᾶς ἀπαντήσουν καράβια νὰ μᾶς ἀφήσουν διὰ νὰ ἀπεράσωμεν εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ἦτον δύσκολο νὰ ταξιδεύει τότε κανείς, διατὶ εἰς τὰ μισὰ νησιὰ ἦτον Γάλλοι καὶ εἰς τὰ ἄλλα Ἄγγλοι. Ἐπήγαμεν λοιπὸν εἰς τὸ γκενερὰλ Καμούς, Γάλλον, καὶ ἐπήραμε τὴν ἄδεια διὰ τὰ Μοθωκόρωνα. Ἐναυλώσαμε μία βάρκα μὲ σημαία γαλλική. Μόλις ἐβγήκαμε εἰς τὴν θάλασσα, μᾶς ἐμπόδισε ἐνάντιος ἄνεμος, καὶ ἀράξαμε εἰς τὸ Θιάκι· ἐκεῖ ἐφύλαγαν βάρδιες ἀγγλικές. Μᾶς ἐρώτησαν τί ἄνθρωποι εἴμεθα, καὶ τοὺς ἀπεκρίθημεν: ὁ Κολοκοτρώνης. Τότε ἄρχισαν νὰ ρίπτουν ἀπάνω μας. Ἐγὼ ὁμίλησα, ὅτι ἂν ἔχουν κανένα ἀρχηγόν τους, νὰ ἔλθει νὰ τοῦ ὁμιλήσω. Ἔτζι ὁμίλησαν ἑνὸς ἀξιωματικοῦ Ἄγγλου ὁποὺ ἐδιοικοῦσε ἐκεῖ. Ἦλθε εἰς τὸ παραθαλάσσιον (1810), καὶ ἐβγῆκα καὶ ἐγὼ μᾶς ἐπεριποιήθη, μᾶς ἔδωσε κονάκια καὶ ἐμείναμε εἰς τὸ Θιάκι. Ὁ διοικητὴς τοῦ Θιακιοῦ μᾶς ἐπροσκάλεσε ἐκεῖ καὶ ἐμείναμε 4 ἡμέρες. Ἐγὼ καὶ ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης ἐβάλαμεν ὑποψία διὰ τοὺς Ἄγγλους, ὡς φίλους τοῦ Ἀλῆ πασᾶ καὶ ἔτζι ἐσυμφωνήσαμε νὰ μὴν πάγομε καὶ οἱ δύο εἰς τὴν Ζάκυνθο, ἀλλὰ νὰ μείνει ὁ ἕνας μας εἰς ἕνα καράβι εἰς τὲς Σκρόφες, καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Ζάκυνθο, καὶ ἂν ἰδῶ τὰ πράγματα στερεά, τότε τοῦ γράφω καὶ ἔρχεται. Ἔτζι λοιπὸν ἀκολούθησεν. Ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο, καὶ ἄφησα εἰς τὸ καράβι τὸν Ἀλὴ Φαρμάκη μαζὶ μὲ τὸν ἀνεψιό μου Νικήτα. Ἀφοῦ ἔφθασα εἰς τὴν Ζάκυνθο, ἐπῆγα εἰς τὸν στρατηγὸν Ὀσβάλ, εἰς τὸν Φορέστη καὶ εἰς τὸν Τζούρτζ, καὶ μὲ ἐζήτησαν (2) διὰ τὰ πράγματα τῆς Ἁγίας Μαύρας, ἐπειδὴ εἶχα μείνει 5 μῆνες. Ἔλαβα τὴν ἄδεια καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ Κάστρο καὶ ἔβγαλα ὅλους τοὺς εἰς φύλαξιν εὑρισκομένους Τούρκους, ἐδικοὺς τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη. Εἶδα τὰ πράγματα ὅτι ἐπήγαιναν καλὰ καὶ ἔστειλα ἐπίτηδες καΐκι εἰς τὲς Σκρόφες, διὰ νὰ εὕρει τὸν Ἀλὴ Φαρμάκη, καὶ ἔτζι ἦλθε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ἐμβῆκα εἰς τὴν δούλευσιν μὲ βαθμὸν Καπετάνιου. Περάσοντας δύο τρεῖς ἡμέρες, ὁ γκενεράλες μὲ ἔκραξε καὶ μὲ ἐρώτησε, μὲ τί τρόπο νὰ κάμομε νὰ τραβήξομε ὅλους τοὺς Ἕλληνας, ὁποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Ἁγία Μαύρα εἰς τὴν γαλλικὴν δούλευση, καὶ ἔτζι νὰ πολεμήσομε μὲ μόνους τοὺς Γάλλους. Τότε ἦλθε καὶ ὁ Λεπενιώτης, ἀδελφὸς τοῦ Κατζαντώνη, μὲ 200 εἰς τὸν Κάλαμο καὶ Μεγανήσι, κατατρεγμένος ἀπὸ τὸν Ἀλὴ πασά. Τὸ Μεγανήσι ἦτον ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν Γάλλων, καὶ οἱ Γάλλοι ἔστειλαν στρατεύματα καὶ τὸν ἔδιωξαν εἰς τὸν Κάλαμο (3). Ὁ Λεπενιώτης εἶπε ὅτι: «Ἐπιθυμῶ νὰ δουλεύσω τοὺς Ἄγγλους, ἀλλὰ δὲν δίδω εἰς ἄλλον πίστιν παρὰ εἰς τὸν Κολοκοτρώνη». Τότε ὁ γκενεράλης μ᾿ ἔδειξε τὸ γράμμα καὶ μ᾿ ἔστειλε εἰς τὸν Κάλαμο καὶ μ᾿ ἔδωκε ἕνα μπρίκι εἰς τὴν ἐξουσία μου. Ἐγὼ τοῦ εἶπα, ὅτι εἰς ἕνα μπρίκι φαίνεται, ἀλλὰ θέλω μία βάρκα κανονιέρα, διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν Κάλαμο, καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρας τοῦ εἶπα νὰ μὲ στείλει καὶ ἕνα πλοῖο πολεμικὸ διὰ κάθε ἐνδεχόμενο, καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὸ ἰμπρίκι, νὰ κινήσει ὁ στόλος μὲ τὰ στρατεύματα. Τοῦτο ἦτον τὸ σχέδιόν μας. Ἐπῆγα εἰς τὸν Κάλαμο, ἀντάμωσα τὸν Λεπενιώτη. Μὲ ὅλους τοὺς 200 τοῦ Λεπενιώτη ἐπῆρα τὰ καΐκια καὶ ἐκάμαμε τεσβάρκο εἰς τὸ Μεγανήσι, καὶ ἐδιώξαμε τοὺς Φραντζέζους, καὶ ἐκάμαμεν στάσιν ἐκεῖ. Εἰς τρεῖς ἡμέρας ἐξημέρωσε τὸ ἰμπρίκι (Μάρτιον) (4). Ἔκαμα λοιπὸν σινιάλο διὰ νὰ ἔλθει τὸ ἰμπρίκι. Μέσα εἰς τὸ ἰμπρίκι ἦτον ὁ Μούρ, ὁ Λὸβ (διοικητὴς τῆς Ἁγίας Ἑλένης) (5). Μοῦ ἔκαμε σινιάλο νὰ ὑπάγω ἐγὼ καὶ ἔτζι ἐπῆγα μὲ 4 μόνον, καὶ οἱ ἄλλοι ἔμειναν εἰς τὸ Μεγανήσι. - Ὅταν ἤμουν εἰς τὸ Μεγανήσι ἔστειλα καὶ ἦλθαν μερικοὶ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαύρα, καὶ τοὺς ὁδήγησα τί πρέπει νὰ κάμουν· - Ἐπήγαμε νὰ ἰδοῦμε, ποῦ θὰ σταθεῖ ὁ στόλος· ἐφθάσαμε εἰς τοῦ Βαγινᾶ (6) τὰ μαγαζιά, καὶ ἐβγῆκα ἐγώ, ὁ Λόβις καὶ ὁ Κωνσταντὴς Πετμεζᾶς. Οἱ Γάλλοι, ἀφοῦ μᾶς εἶδαν, ἔστειλαν ἕνα τάγμα μὲ 4 κανόνια καὶ μᾶς ἐκανονοβόλησαν, καὶ ἀντάμωσα εἰς ἕνα μέρος τοὺς Ἕλληνας εἰς τὴν γαλλικὴν δούλευσιν καὶ τοὺς εἶπα: «Τί κάμνετε; Ἰδοὺ ὁ στόλος ὁ Ἀγγλικὸς ἔρχεται». Αὐτοὶ μὲ ἀπεκρίθησαν ὅτι: «Εἴμεθα ὁρκωμένοι καὶ θὰ πολεμήσωμεν». «Ἔ, τοὺς εἶπα, πολλὰ καλὰ σὰν εἶναι ἔτζι, τραβηχθῆτε εἰς τὰς θέσεις σας καὶ ἡμεῖς θὰ πολεμήσωμεν». Ὁ στόλος ἔφθασε καὶ ἐπήγαμε εἰς τὸ ντελίνι, διὰ νὰ εὕρομε τὸν στρατηγό. Ἐνῶ τοὺς ἀνέφερνα ὅλα τὰ πρακτικά μου, ἔκαμναν σινιάλο νὰ κάμουν ντεσβάρκο, δύο ὧρες πρὶν νὰ βραδιάσει. Ἐγὼ σὰν τὸ ἔνοιωσα, εἶπα τοῦ στρατηγοῦ: «Στρατηγέ, δὲν πρέπει νὰ κάμομε τεσβάρκο, διότι εἴμεθα μαζευμένοι ἀπὸ διάφορα μέρη, καὶ τὰ στρατεύματά μας δὲν γνωρίζονται καὶ ἠμποροῦμε νὰ σκοτωθοῦμε ἀναμεταξύ μας, ἀλλὰ νὰ ἐβγοῦμε μὲ τὰ χαράματα καὶ ἐγὼ σᾶς ὑπόσχομαι ἕως τὸ μεσημέρι νὰ πάρομε τὴν χώρα». Καὶ τότε ὁ στρατηγὸς ἐδέχθη τὴν γνώμην μου καὶ διέταξε τὰ στρατεύματα νὰ ἔμβουν εἰς τὰ πλοῖα. Τὰ στρατεύματα ἐσυνίστοντο ἀπὸ 4.000 Ἄγγλοι, Κόρσοι, Σικελιανοὶ καὶ Ἕλληνες. Οἱ Γάλλοι ἑτοιμάσθηκαν εἰς τὸν πόλεμο, ἄρχισαν νὰ ἐβγαίνουν τὰ στρατεύματα. Ἐβγῆκα καὶ ἐγὼ καὶ οἱ Κόρσοι μ᾿ ἔπιασαν καὶ μὲ ὁδήγησαν εἰς τὸν Τζοὺρτζ ὡς αἰχμάλωτον τοῦ πολέμου. Ἔτζι ἐτραβήξαμεν ἐμπρός, ἐπήραμε τὴν χώρα. Τοὺς πρόβαλα πάλιν τῶν Ἑλλήνων καὶ δὲν ἐδέχθησαν. Ἐπήραμε τὴν πρώτην μπαταρία μὲ 9 κανόνια. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐκάμαμεν οἱ 500 Ἕλληνες, ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Τζούρτζ. Ἦλθε καὶ ὁ στρατηγὸς μὲ τὰ ἀγγλικὰ στρατεύματα καὶ ὁ Λὸβ μὲ τοὺς Κόρσους ἐπῆγαν εἰς τὴν χώραν· ὁ στρατηγὸς ἐπρόσταξε τὸν Τζοὺρτζ νὰ πάγομε νὰ πάρωμεν καὶ μίαν ἄλλην μπαταρία πολλὰ δυνατή, διότι εἶχε 12 κανόνια, καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος βάλτον καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ρηχὰ καὶ πέλαγος, καὶ ἔτζι δὲν ἦτον παρὰ μόνον ἕνα μέρος ὁποὺ ἠμπορούσαμεν νὰ προχωρήσωμεν. Ἐστείλαμεν πεζοδρόμον, οἱ Ἀρβανίτες τὸν ἔδειραν - ἐβγῆκα μὲ 10 ἀνθρώπους εἰς μία ράχη, μοῦ ρίχνουν: «Τί κτυπᾶτε; Ἐγὼ εἶμαι». Ἦλθαν δύο καπεταναῖοι Τζίζης, Χορμόβας, τοὺς εἶπα καὶ ἐτραβήχθηκαν καὶ δὲν ἐβάρεσαν. Μοῦ εἶπαν: «Θὰ πολεμήσωμεν». Ἐπιάσθη ὁ πόλεμος καὶ τοὺς διώξαμε. Εἰς τοὺς ἀνεμομύλους ἐκαβαλλίκαμε τὰ κανόνια. - Οἱ Φραντζέζοι πᾶνε εἰς τὴ Γύρα, ποὔχουν τὴν μπαταρία, τὴν δυνατή, φκιασμένη. Ἔτζι ἐπροοδεύσαμεν. Οἱ Ἕλληνες ἐμπρός, οἱ Σικελιανοὶ οἱ δεύτεροι, καὶ οἱ Ἄγγλοι ὑστερινοί. Πλησιάζοντες εἰς τὴν μπαταρία, μᾶς ἄρχισαν μὲ τὰ μπαλαμιστράλια καὶ μὲ τὸ τουφέκι. Τότε ὁ Τζοὺρτζ ἐλαβώθη, ὁ ἀδελφὸς τοῦ στρατηγοῦ, καὶ ἕνας καπετάνιος τοῦ δελινιοῦ, καὶ 35 Ἕλληνες λαβωμένοι καὶ σκοτωμένοι. Ἐπήραμε μὲ ρισάλτο τὴν μπαταρία. Εἰς αὐτὴ τὴν περίστασιν οἱ Κόρσοι ἐσύμβαλαν πολύ. Ἐπολιορκήσαμεν τὸ κάστρο, ὅπου ἦσαν τραβηγμένοι οἱ Φραντζέζοι. Ἀπὸ ὑποψία αὐτοὶ δὲν θέλουν τοὺς Ἕλληνας εἰς τὸ κάστρο, καὶ ἐκεῖνοι ἔρχονται καὶ προσκυνοῦν εἰς ἡμᾶς. 30 ἡμέρες δὲν τοὺς ἐκτυπήσαμεν, ἕως ὅτου ἐβάλαμε 10 κανόνια καὶ 10 βόμβες καὶ εἰς 8 ἡμέρες δὲν ἐβάσταξε. 400 βόμβες ἔπεφταν τὸ ἡμερόνυκτο. Ὁ μαζὸρ Κλὰρκ ἀπέθανε. Οἱ Φραντζέζοι ἐπροσκύνησαν. Τοὺς μὲν στρατιώτας τοὺς ἔστειλαν αἰχμαλώτους εἰς τὴν Μάλτα, τοὺς δὲ ὀφικιαλέους εἰς τὴν Νεάπολη. Τοιαύτη ἦτον ἡ συνθήκη. Ἐπιστρέψαμεν ἔπειτα εἰς τὴν Ζάκυνθο καὶ ἐκεῖ ἐπροβιβάσθηκα μαγιόρος (ταγματάρχης). 1810, Μαΐου, ἤλθαμεν εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ἕνα χρόνο ἐκαθήσαμεν εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ἐμβήκαμεν εἰς μία φρεγάδα, μὲ 50 Ἕλληνας καὶ μὲ 50 Ἄγγλους, ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Τζούρτζ, καὶ ἐπήγαμε εἰς τοὺς Παξούς, ἐκάμαμε τεσβάρκο, ἐβγήκαμε 2 κομπανίες Ἕλληνες καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν χώρα βοηθημένοι ἀπὸ 2 φρεγάδες καὶ ἐπροσκύνησαν Ἕλληνες καὶ Γάλλοι. Τοὺς Γάλλους τοὺς ἐκάμαμε πριζονιέρηδες καὶ τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐβάλαμε εἰς δούλευσιν. Ὁ Ἀλὴ πασὰς ἔστειλε κι ἐπολιόρκησε τοὺς Φραντζέζους εἰς τὴν Πάργα, οἱ Παργιανοὶ μᾶς ἐπροσκάλεσαν καὶ ἐπήγαμεν ἐκεῖ. Ὁ λαὸς ἔπιασε τοὺς Φραντζέζους, ἔβαλε σημαία ἀγγλική. Ἐπήραμε τὴν Πάργα. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ ἐγυρίσαμε εἰς τὴν Ζάκυνθο. Πηγαινάμενοι εἰς τὴν Ζάκυνθο, ὁ γκενεράλης ἐφθόνησε τὸν Τζοὺρτζ καὶ τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ τάγμα καὶ ἔβαλε τὸν ἀδελφόν του. Τότε ὁ Τζοὺρτζ ἐκίνησε νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Λόνδρα, καὶ ἐπαρησιάσθηκε μὲ ἑλληνικὰ ἐνδυμένος. Τότε ἐκάμαμε, ὅσοι καπεταναῖοι Ἕλληνες εὑρέθημεν εἰς τὴν Ζάκυνθον μίαν ἀναφοράν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐζητούσαμεν βοήθεια ἀπὸ τὴν Ἀγγλικὴ κυβέρνηση διὰ νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν πατρίδα. Αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ εὑρέθηκε εἰς τὰ ἀρχεῖα, ὅταν ἐγράψαμεν εἰς τὰ 1825 μία ἄλλη εἰς τὴν Ἀγγλία ζητοῦντες βοήθεια, καὶ δυνάμει αὐτῆς τῆς δευτέρας ἀναφορᾶς ὁ Βελικτὼν ἐπῆγε εἰς τὴν Πετρούπολιν καὶ ἄρχισαν αἱ δυνάμεις νὰ ἀνακατεύονται εἰς τὰ πράγματά μας. Ὁ Τζούρτζ, ἀφοῦ ἐπῆγε εἰς τὴν Ἀγγλία, ἐπαρρησίασε τὴν ἀναφορὰ καὶ ἔλαβε τὴν ἄδεια νὰ σχηματίσει ἕνα ρεγιμέντο ἀπὸ Ἕλληνας ἀπὸ 1.500 καὶ εἰς τὸ διάστημα 5 - 6 μῆνες ὀργάνισε 600 Ἕλληνας, ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἔπεσε ὁ Ναπολέων, ἦλθε ἡ διαταγὴ καὶ διέλυσαν τὰ ξένα στρατεύματα, καὶ τῶν Ἑλλήνων. Τοὺς ἔδωκαν ἀπὸ 800 τάλληρα τοῦ κάθε ἀξιωματικοῦ, καὶ τοῦ καπετάνου 1.200 καὶ ἔτζι τοὺς διέλυσαν. Καὶ ἐγὼ ἔμεινα ἀκόμη δύο χρόνους εἰς τὸ στάτομαγιόρο, καὶ ἔπειτα μὲ ἔβγαλαν καὶ ἐμένα.
Εἶδα τότε ὅτι, ὅ,τι κάμομε, θὰ τὸ κάμομε μοναχοὶ καὶ δὲν ἔχομε ἐλπίδα καμμία ἀπὸ τοὺς ξένους (1). Ὁ Τζοὺρτζ ἐπῆγε εἰς τὴ Νεάπολη, ἔγινε ἐκεῖ στρατηγός. Μὲ ἐπροσκάλεσε, μὲ δύο γράμματά του, καὶ ἐπειδὴ ἤξευρα τὴν Ἑταιρείαν, δὲν ἐδέχθηκα, ἀλλὰ ἐκοίταζα πότε νὰ βγοῦμε διὰ τὴν Πατρίδα μας.
Τὴν Ἑταιρείαν μὲ τὴν εἶπε ὁ Πάγκαλος. Ἔπειτα ἐπέρασε ὁ Ἀριστείδης, καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μὲ ἔφερε γράμμα ἀπὸ τὴν Ἑταιρεία, καὶ τότε ἄρχισα νὰ κατηχῶ καὶ ἐγὼ διαφόρους εἰς τὴν Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, καὶ διαφόρους καπεταναίους Σπετζιώτικων καραβιῶν καὶ Ὑδραϊκῶν καὶ εἰς τὰ 20 μὲ ἦλθαν γράμματα ἀπὸ τὸν Ὑψηλάντη διὰ νὰ εἶμαι ἕτοιμος, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἐδικοί μας. 25 Μαρτίου ἦτον ἡ ἡμέρα τῆς γενικῆς ἐπαναστάσεως. Οἱ Ἄγγλοι ἔμαθαν ὅτι ἔλαβα κάτι γράμματα, καὶ ἦλθε ἡ ἀστυνομία διὰ νὰ μὲ ἐξετάσει τὴν νύκτα, ἀλλ᾿ ἐγὼ τὰ γράμματα τὰ εἶχα φυλάξει.
Συνέχεια

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α

Απογραφές
Η επαρχία του Λιονταριού (1461)
Η Καρύταινα (Λιοντάρι) (1512-1520)
Ο Δήμος (kaza) της Καρύταινας (1566-1574)
Χωριά Γορτυνίας (1700-1830)
Χωριά και αριθμός οικογενειών Γορτυνίας (απόγραφή Pouqueville)
Απογραφή Γορτυνίας (1834)
Απογραφή Αρκαδίας (1834)
Απογραφή Γορτυνίας (1852)

Ονόματα
Σκορτινοί (13-14ος αιώνες)
Κροκόντηλοι-Αγ.Γεώργιος των Σκορτών (13-15ος αιώνας)
Δημητσανίτες (1461-1574)
Μέλη δημοτικού συμβουλίου Τριπολιτσάς (1700)
Ονόματα στρατιωτικών των Κολοκοτρωναίων (1821)
Γορτύνιοι Πολιτικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Αξιωματικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Φιλικοί (1821)
Ονόματα Λαγκαδινών (1822-3)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Α (1823)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Β (1823)
Προαγωγές Γορτυνίων στρατιωτικών (1824)
Δημοτικοί εισπράκτορες Γορτυνίας (1836)
Δήμαρχοι και Πάρεδροι Γορτυνίας (1841)
Φύλλα ποιότητας Δημάρχων και παραγόντων της Γορτυνίας (1849-1850)
Εκλογικά έγγραφα Γορτυνίας [1843 - 1862]
Εκλογικός κατάλογος Γορτυνίας (1865)
Επώνυμα Γορτυνίων 1865 (δήμοι Γόρτυνος, Ελευσίνος, Κλείτωρος και Μυλάοντος)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Λαγκαδίων και Νυμφασίας)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Τρικολόνων και Τροπαίων)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Ηραίας και Θέλπουσας)
Επώνυμα κατοίκων δήμων Φαλάνθου (1879) και Θεισόας (1843)
Μικρά ονόματα Γορτυνίων (19ος αιώνας)

Τοπωνύμια
Mετονομασίες οικισμών Αρκαδίας (1920)
Μεσσαρέα
Τοπωνύμια Βυτίνας
Τοπωνύμια Βάχλιας
Τοπωνύμιο Τσιπιανά
Τοπωνύμιο Ψάρι
Τοπωνύμιο Αρτοζήνος
Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων
Nτρομπολιτσά- Tριπολιτσά- Tρίπολη : μια ιχνηλάτηση
Γορτυνιακά τοπωνύμια σλαβικής ετυμολογίας
Στα χνάρια του περιηγητή Παυσανία στην Αρκαδία
Συνοικισμός Μεγάλης Πόλεως

Διάλεκτοι και Ιδιώματα
Το αρχαίο αρκαδικό γράμμα "Τσαν"
Η αρχαία αρκαδοκυπριακή διάλεκτος
Σύγκριση γορτυνιακού με άλλα ιδιώματα στο φωνολογικό επίπεδο
Συνοπτική παρουσίαση γορτυνιακού ιδιώματος
Το φαινόμενο του τσιτακισμού στα πελοποννησιακά ιδιώματα
H συνθηματική γλώσσα των Λαγκαδινών μαστόρων
To ιδιωματικό στοιχείο στη γλώσσα των απομνημονευμάτων του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη

Ιστορικά θέματα (επιλεγμένα)
Πασάς Mαυραειδής Φαρμάκης
Ιστορική γεωγραφία Αρκαδίας (395-1209)
Δοξαπατρήν τον λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ένι
Λυκάων της Αρκαδίας
Φωτάκος: Μάχη εν Τρικόρφοις - 23 Ιουν. 1825
Κανέλλος Δεληγιάννης: Πολιορκία Λάλα
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαιΐου 1821)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη της Γράνας
Κανέλλος Δεληγιάννης: Έξοδοι Δράμαλη από την Κόρινθο
Κανέλλος Δεληγιάννης: Γορτυνιακός εμφύλιος (1823) και αρχές του γενικού εμφυλίου (1824)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Μάχες στο Άργος, Δερβενάκια, Αγιοσώστη, Αγιονόρι
Κανέλλος Δεληγιάννης: Α' Πολιορκία Μεσολογγίου
Κανέλλος Δεληγιάννης: Εκστρατεία στη Δυτ. Ελλάδα, Μάχη του Πέτα
Καταστροφή Ζάτουνας - Απρίλιος 1779
Αναφορές για τα επεισόδια στη Γορτυνία (Ιουν. 1823)
Αναφορά επαρχίας Καρύταινας (Δ' Εθνοσυνέλευση, Άργος 1829)
Επιστολή κατά Κολοκοτρώνη (Εμφύλιος 1823)
Ο Μοραΐτης Πυρπολητής του 1821
Τα άρματα της Καρύταινας (1821)

Μελέτες
Βυζαντινή κρατική ιεραρχία και στρατιωτική οργάνωση
Κυρ Ιωάννης ο Τζερνοτάς
Τάμα στον Δία – Αχαιοί εναντίον Γαλατών (120 π.Χ.)
Στοιχεία για την οθωμανική Ελλάδα
Προδοσίες και θυσία στη Μολδοβλαχία το 1821
Η παράδοση της Πόλης το 1453
Σύντομη ιστορία της Πελοποννήσου (2ος αι. π.Χ – 7ος αι. μ.Χ.)
Το Πασαλίκι του Μοριά
Τα παράπονα των Ανθενωτικών (1450)
Μοραΐτες Οπλαρχηγοί του 1821
Η μάχη της Πελαγονίας (1259 μ.Χ.)
Φορεσιά και Άρματα το 1821
Η Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο
Αυτόχθονες εναντίον Ετεροχθόνων
Αλαμανικός φόρος και βυζαντινά μνημόνια