Ο Δοξαπατρής Βουτσαράς (ή Βουτζαράς) υπήρξε θρυλικός Έλληνας άρχοντας και πολεμιστής της Πελοποννήσου του 13ου αιώνα. Η μεσαιωνική οικογένεια των Βουτσαράδων ήταν λακωνικής καταγωγής. Ο Δοξαπατρής Βουτσαράς έζησε την εποχή της Δ' Σταυροφορίας και αμύνθηκε ηρωικά απέναντι στους Φράγκους ως υπερασπιστής και φρούραρχος του μεσαιωνικού κάστρου του Αρακλόβου.
Ο «θρύλος» του Δοξαπατρή
Όταν οι Φράγκοι κατέλαβαν την Κορώνη, ο Γουλιέλμος Β' Βιλλεαρδουίνος, κατόπιν υποδείξεως του Γοδεφρείδου ντε Μπρυγιέρ (μισίρ Ντζεφρές του Χρονικού) πρότεινε να καταλάβουν το Αράκλοβο, που υπεράσπιζε το δρόγγο των Σκορτών, περιοχή στα όρια της σημερινής επαρχίας Γορτυνίας. Εκεί αμύνθηκε σθεναρά ο Δοξαπατρής που κατείχε την Αρκαδική κοιλάδα του Αλφειού. Η θέση του ήταν πιθανότατα οχυρό προπύργιο της Αρκαδίας και την Ηλείας, αν και αναφέρεται ότι συνολικά 24 διαφορετικές τοποθεσίες από την Γορτυνία μέχρι τον Πάρνωνα διεκδικούν την ταύτισή τους με το συγκεκριμένο μεσαιωνικό οχυρό του Αρακλόβου. Το όνομα του Δοξαπατρή μνημονεύεται στο Χρονικόν του Μορέως. Δεν είναι γνωστές οι λεπτομέρειες της άμυνάς του, είναι όμως γνωστό ότι ο Δοξαπατρής αμύνθηκε γενναία και σταμάτησε την ορμή των πανίσχυρων Φράγκων, έστω και για λίγο. Κατά μία εκδοχή ο Δοξαπατρής πέθανε το 1207, ενώ το κάστρο έπεσε στα χέρια των Φράγκων οριστικά κατόπιν τεχνάσματος εις βάρος του επόμενου φρούραρχου, Φιλόκαλου.
Kατά την παράδοση ο Δοξαπατρής προκαλούσε τον τρόμο στους εχθρούς του με το ασήκωτο ρόπαλο (κεφαλοθραύστη) που χρησιμοποιούσε όταν πολεμούσε έφιππος, ενώ σύμφωνα με την αραγωνική έκδοση του Χρονικού του Μορέως η πανοπλία του ζύγιζε 150 λίτρες. Λέγεται ότι η νεοελληνική λαϊκή έκφραση «την έφαγε στο δοξαπατρί», με την οποία περιγράφονται τα κατακούτελα κτυπήματα, αποδίδεται στη μνήμη του Δοξαπατρή Βουτσαρά και του τρόπου που πολεμούσε. Η ιστορία του και η ηρωική του αντίσταση απέναντι στους Φράγκους ενέπνευσε νεώτερους ανθρώπους των τεχνών, όπως τον Φώτη Κόντογλου που δημιούργησε την τοιχογραφία "Ο Δοξαπατρής αγωνίζεται εις το Αράκλοβο" που βρίσκεται στο Δημαρχείο Αθηνών και τον Δημήτριο Βερναρδάκη που έγραψε το θεατρικό έργο Μαρία Δοξαπατρή. Δράμα εις πράξεις πέντε. Η υπόθεση αναφέρεται στην ιστορία της Μαρίας Δοξαπατρή, κόρης του Δοξαπατρή Βουτσαρά που γκρεμίστηκε από το κάστρο για να μην πέσει στα χέρια των Φράγκων.
Καὶ τότε ὁ πρωτοστράτορας, μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
εἶπεν καὶ ἐσυμβούλεψεν στὴν Ἀρκαδία νὰ ἀπέλθουν,
τὸ κάστρον γὰρ νὰ ἐπάρουσιν, ὁ τόπος νὰ πλαταίνῃ,
νὰ στείλουν κ᾿ εἰς τὸ Ἀράκλοβον ὅπου κρατεῖ τὸν δρόγγον,
ὅπου τὰ λέγουν τὰ Σκορτά, μικρὸν καστέλιν ἔνι,
ἀλλὰ εἰς τραχῶνιν κάθεται, πολλὰ ἔνι ἀφιρωμένον·
λέγουν ὁκάποιος τὸ κρατεῖ ἀπὸ τοὺς Βουτζαρᾶδες,
Δοξαπατρὴν τὸν λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ἔνι·
«κι ἀφῶν ἐπάρωμεν κι αὐτὸ καὶ νὰ πλατύνῃ ὁ τόπος,
ἐνταῦτα ἂς ἀπερχώμεθα ἐκεῖ εἰς τοὺς ἄλλους τόπους».
Οὕτως ὡς τὸ ἐσυμβούλεψεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
τὸ ἔστερξεν τοῦ νὰ γενῇ ἀτός του ὁ Καμπανέσης.
Ὥρισεν κ᾿ ἐλάλησασιν ὅλα τους τὰ σαλπίγγια,
κ᾿ εὐθέως ἐκαβαλλίκεψαν, ἐκίνησαν κ᾿ ὑπάγουν.
[` 115] Στὴν Ἀρκαδίαν ἐσώσασιν ὥραν μεσημερίου·
ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες τους στὸν κάμπον ἐτεντῶσαν,
τὸ κάστρον ἐζητήσασιν, κ᾿ ἐκεῖνοι οὐδὲν τὸ δίδουν,
διατὶ τὸ κάστρον κοίτεται ἀπάνω γὰρ στὸ σπήλαιον
κ᾿ εἶχαν καὶ πύργον δυνατὸν ἀπὸ γὰρ τῶν Ἑλλήνων·
σωτάρχειον εἶχαν δυνατήν, ἤλπιζαν νὰ βαστάξουν
τὴν μάχην καὶ τὸν πόλεμον, νὰ μὴ παραδοθοῦσιν.
Ἡ μέρα ἐκείνη ἐπέρασεν, ἡ ἄλλη ἐξημερώνει.
[` 116] Ὁ Καμπανέσης ὥρισεν, τὰ τριπουτσέτα ἐστῆσαν
καὶ ἄρχισαν νὰ πολεμοῦν ἐκεῖ ἀπάνω εἰς τὸ κάστρον.
Ἐκ τὸ ἕνα μέρος ἔδερναν μετὰ τῶν τριπουτσέτων,
κι ἀπὸ τὴν ράχην κ᾿ ἔμπροστεν ἦσαν οἱ τζαγρατόροι.
Κι ὡς εἴδασιν οἱ Ἀρκαδινοὶ ὅπου ἦσαν εἰς τὸ κάστρον,
τὸν πόλεμον τὸν δυνατὸν ὅτι οὐκ ἠμποροῦν βαστάζει,
στριγγὴν φωνὴν ἐλάλησαν, ὁ πόλεμος νὰ πάψῃ·
συμβίβασιν ἐποιήσασιν τὸ κάστρον νὰ παραδώσουν·
κ᾿ εὐθέως ὁ πρωτοστράτορας μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
ὥρισεν τῶν ἀρχηγῶν τὸν πόλεμον νὰ πάψουν.
Οἱ Ἀρκαδινοὶ ἐζητήσασιν συμπάθειον νὰ τοὺς ποιήσῃ,
ἀφροντισίαν νὰ ἔχουσιν μὲ τὰ ὑποστατικά τους·
ὅρκον ἐδώκασιν εὐτὺς κ᾿ ἐδώκασιν τὸ κάστρον.
...
Ὁκάποιον ηὗρεν τοπικὸν ἄνθρωπον κ᾿ ἐφιλεύτη·
ἐρώτησέ τον ἀκριβῶς νὰ τὸν πληροφορέσῃ,
τὰ κάστρη ὅπου εἶναι εἰς τὰ Σκορτά, τὸ Ἀράκλοβο, πῶς στέκει,
ὡσαύτως κ᾿ ἡ Καρύταινα, πῶς ἔνι καμωμένη,
καὶ ποῖον ἔν᾿ δυναμώτερον καὶ τί λαὸν νὰ ἐπάρῃ.
Κ᾿ ἐκεῖνος, ὅπου ἔξευρεν τῶν δύο καστρῶν τὴν στρῶσιν,
λεπτῶς τοῦ τὰ ἐδιερμήνεψεν κ᾿ ἐκαθοδήγησέ τον,
τὸν τόπον ὅπου ἵστονται καὶ τί λαὸν νὰ ἐπάρουν.
Κι ἀφότου ταῦτα ἤκουσεν ἐπῆρεν τὸν σκοπόν του,
ἐμίσσεψε ἀπὸ τὸν Μορέαν κ᾿ ἦλθεν στὸ Ξενοχῶριν·
κι ὅσον ἀπέσωσεν ἐκεῖ, εἶπεν ὅτι ἐξαλίστη,
τὸ κοιλιακὸν τὸν ἔπιασεν, ἔλεγε τῶν ἀνθρώπων,
κ᾿ ἐρώτησε τὸ ποῦ νὰ εὐρῇ νερὸν ἀπὸ γιστέρνα,
διατὶ ἔνι στητικὸν νερὸν καὶ σταίνει τὴν κοιλίαν.
Κι ὁκάποιος ὅπου ἦτον ἐκεῖ, ὅπου ἦτον ἐκ τὸν τόπον,
τὸν εἶπεν εἰς τὸ Ἀράκλοβον εἶναι καλὲς γιστέρνες,
κι ἂς στείλῃ νὰ τοῦ δώσουσιν ἐκ τὸ νερὸν ἐκεῖνο
κ᾿ ἐνταῦτα ἤθελε ὠφεληθῆ ἀπὸ τὴν ζάλην ποῦ εἶχεν.
[` 564] Ἐνταῦτα κράζει ἕναν του σιργέντην ὅπου ἠγάπα
κι ὅπου εἶχεν στὸ μυστήριον του πολλὰ ἀποθαρρεμένον,
καὶ λέγει του· «Ἔπαρε φλασκί, καὶ ἄμε εἰς τὸ κάστρον
αὐτοῦ σιμὰ στὸ Ἀράκλοβον κ᾿ εἰπὲς τὸν καστελλᾶνον,
τὸ πῶς γὰρ τὸν παρακαλῶ νὰ ὁρίσῃ, νὰ σὲ δώσουν
ἐκ τῆς γιστέρνας τὸ νερόν, χρήζω το διὰ ἰατρείαν του,
διατὶ μὲ τὸ ὥρισε ὁ ἰατρὸς κ᾿ εἶπεν ὅτι ὠφελεῖ με.
Καὶ πρόσεξε, ὡς φρόνιμος, νὰ σέβῃς εἰς τὸ κάστρον,
πῶς στήκει, καὶ τὰ ἔμπατα, τὸ πόσοι τὰ φυλάγουν,
νὰ μὲ τὸ εἰπῇς στὸ στρέμμα σου, νὰ μὲ τὸ διερμηνέψῃς,
καὶ μὴ τολμήσῃς νὰ τὸ εἰπῇς ἀνθρώπου γεννημένου».
Ἐνταῦτα ὁ σιργέντης του ἀπῆλθεν εἰς τὸ κάστρον·
τὸν καστελλάνον ηὕρηκεν, γλυκέα τὸν χαιρετίζει,
ἐκ μέρους γὰρ τοῦ ἀφέντου του ἐπαρακάλεσέ τον
νὰ ὁρίσῃ νὰ τὸν δώσουσι νερὸν ἐκ τὴν γιστέρναν.
Κι ὁ καστελλᾶνος παρευτὺς ὥρισε, ἐδώκανέ τον·
ἐσέβη ἀτός του εἰς τὸν γουλᾶν κ᾿ ἐκατεστόχαξέ το,
ἐστράφη εἰς τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ κ᾿ εἶπεν του ὅσον εἶδε.
Κἂν δέκα ἡμέρες ἔποικε κ᾿ ἔλεγεν, ζάλην ἔχει·
κι ἀενάως ὁ σιργέντης του ὑπῆγεν εἰς τὸ κάστρον,
καὶ ἤφερνέν του τὸ νερὸν ἀενάως νὰ τὸ πίνῃ.
Καὶ μετὰ ταῦτα ἐμήνυσεν τοῦ καστελλάνου νὰ ἔλθῃ,
παρακαλῶντα, ἀξιώνοντα διὰ νὰ τοῦ ἔχῃ συντύχει.
Κι ὁ καστελλᾶνος παρευτὺς ἦλθε στὸν καβαλλάρην.
Τὸ ἰδεῖ τον ὁ μισὶρ Ντζεφρές, γλυκέα τὸν ἀποδέχτη,
εἶπε του τὴν ἀστένειον του κ᾿ ἐπαρακάλεσέ τον,
νὰ τὸν δεχτῇ εἰς τὸ κάστρον του μὲ ἕναν τσαμπρελιᾶνον,
νὰ τοῦ ἔχῃ δώσει τσάμπραν μίαν νὰ κοίτεται εἰς αὔτην,
ὡς διὰ νὰ πίνῃ τὸ νερὸν ἔγκαιρον τῆς γιστέρνας·
κ᾿ ἡ φαμελία του ἡ ἕτερη νὰ εἶναι εἰς τὸν μποῦρκον.
Κι ὁ καστελλᾶνος παρευτύς, οὐ μὴ σκοπῶντα δόλον,
εἶπεν καὶ ὑποσχήθη του νὰ τὸν δεχτῇ εἰς τὸ κάστρον·
καὶ μετὰ ταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρές, τὴν δεύτερην ἡμέραν,
ἐπῆρε τὴν κατούνα του κι ἀπῆλθεν εἰς τὸ κάστρον.
[` 565] Ἐσέβη ἀπέσω εἰς τὸν γουλᾶν, ἐδῶκαν του τὴν τσάμπραν,
ἐποίησαν τὸ κρεββάτι του κ᾿ ἐκοίτετον ἐκεῖσε.
Ἕναν σιργέντην μοναξὸν εἶχεν ἐκεῖ μετ᾿ αὖτον,
κ᾿ ἡ ἕτερή του φαμελία ἦτον ἐκεῖ εἰς τὸν μποῦρκον.
Ὥρισε καὶ ἠφέρασιν τὰ ροῦχα του εἰς τὸ κάστρον
κι ἀπέσω εἰς τὰ ροῦχα του ἦσαν καὶ τ᾿ ἄρματά τους.
Ἐκεῖνος γὰρ ἀδιάλειπα εἰς τὸ κρεββάτι ἐκοῖτον·
τὸν κασνελλᾶνον ἔκραζε καὶ ἤσθιε μετ᾿ αὖτον·
τόσην τιμὴν κι ἀναδοχὴν ἔδειχνε πρὸς ἐκεῖνον
διὰ νὰ θαρρέσῃ εἰς αὐτόν, νὰ τὸν ἔχῃ ἀπεργώσει.
[` 566] Κι ὅσον τὸν ἀποθάρρεσεν καὶ εἶδε τὸν καιρόν του,
κράζει τοὺς σιργέντες του ὅπου εἶχεν ἐδικούς του,
εἶπεν, ὅτι διάταξιν θέλει διὰ νὰ ποιήσῃ
φοβούμενος τὸν θάνατον διὰ τὴν ἀστένειον ποῦ εἶχεν·
ἔβαλεν καὶ ὠμόσαν του κρυφῶς εἰς τὸ κελλίν του
νὰ κρύψουν τὸ τοὺς θέλει εἰπεῖ καὶ νὰ τοῦ συνεργήσουν
ἂν ποιήσῃ ἐκεῖνο τὸ σκοπᾷ καὶ βούλεται πληρῶσαι.
Κι ἀφότου ὑπωμόσασιν, ἄρξετον νὰ τοὺς λέγῃ·
[` 567] «Συντρόφοι, φίλοι κι ἀδελφοί, ὅπου ἤλθετε μετ᾿ ἔμου
ἐδῶ εἰς τὰ μέρη Ρωμανίας, ἐξεύρετε τὸν τρόπον,
τὸ πῶς ἐβιάστην κ᾿ ἔβαλα τὸν τόπον μου σημάδιν
διὰ νὰ ἔλθω τιμητικὰ εἰς θάρρος καὶ ἐλπίδα
νὰ ἐπάρω τὴν Καρύταιναν μετὰ τὴν περιοχὴν της,
τὴν ὅποια ἐχτίσαν κ᾿ ἔποικαν ἐκεῖνοι οἱ συγγενεῖς μου,
τὸν ὅποιον τόπο ἐκέρδισαν μὲ τὸ σπαθὶ οἱ ἐδικοί μου.
[` 568] Καὶ εἴδετε κι ἀκούσετε τοὺς δήμιους Μοραΐτες,
τὸ πῶς μὲ ἀκληρήσασιν κ᾿ ἐβγάλασίν με ἀπ᾿ αὖτο.
[` 569] Καὶ θλίβομαι κ᾿ ἐντρέπομαι, πικρίαν μεγάλην ἔχω.
Ἐν τούτῳ ἐγὼ ἐσκόπησα στὸ ἐδικόν σας θάρρος,
μόνι νὰ βοηθήσετε, ὡς ἔχω τὰς ἐλπίδας,
νὰ ποιήσω πρᾶγμα φοβερόν, τὸ θέλομεν ἀκούσει.
Τοῦτο τὸ κάστρο ἐβλέπετε, τὴν δύναμιν ὅπου ἔχει·
ὀλίγοι ἄνθρωποι ἠμποροῦν νὰ τὸ ἔχουσι φυλάττει,
ἀφῶν ἔχει σωτάρχισιν κ᾿ ἔνι ἀφιρωμένον·
μέσα στὸν τόπον τῶν Σκορτῶν κοίτεται κι ἀφεντεύει.
Ἂς τὸ κρατήσωμεν διὰ ἐμᾶς νὰ τὸ ἔχωμε ἀφεντέψει,
νὰ εἰποῦμεν ὅτι θέλομεν νὰ τὸ ἔχωμεν πουλήσει
τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως ἐκείνων τῶν Ρωμαίων.
Λογίζομαι, τὸ ἀκούσει το ὁ μπάϊλος τοῦ Μορέως,
νὰ ἔνι πολλὰ χαιράμενος νὰ ἰσιαστῇ μετ᾿ ἔμας,
τὸ κάστρον τῆς Καρύταινας μὲ τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον
νὰ μὲ τὸ δώσῃ καὶ κρατῶ ἐγὼ κάλλιο ἐκ τὸν ρῆγαν,
περὶ νὰ δώσω τῶν Ρωμαίων τὸ κάστρον τοῦ Ἐρεοκλόβου.
Ἐπεὶ ἂν εἶχαν οἱ Ρωμαῖοι ἐτοῦτο τὸ καστέλλιν,
ἐκέρδαιναν καὶ τὰ Σκορτὰ κι ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο».
[` 570] Τὸ ἀκούσει αὐτὸ οἱ σιργέντες του, ἰσιάστησαν ἀλλήλως
κ᾿ ἐδιάκριναν πῶς νὰ γενῇ καὶ πῶς νὰ τὸ πληρώσουν.
[` 571] Κ᾿ εἰς τοῦτο ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐδιόρθωσεν τὸ πρᾶγμα
λέγει τους· «Ἐγὼ ἤκουσα, αὐτοῦ ἔξω ἔνι ταβέρνα
ὅπου πουλιέται τὸ κρασὶ κ᾿ ἐβγαίνει ὁ καστελλᾶνος
καὶ κάθηται πολλὲς φορὲς καὶ πίνει μὲ τοὺς ἄλλους.
Λοιπὸν ἐμέναν φαίνεται νὰ πράξωμεν ὡς σᾶς λέγω·
ἀφότου ἔχομεν ἐδῶ ψωμὶν καὶ παξιμάδιν,
κρασίν, νερὸν καὶ ἄρματα ὅσον μᾶς κάμνει χρεία,
ἐβγᾶτε εἰς παραδιαβασμὸν αὐτοῦ ἔξω εἰς τὴν ταβέρναν,
θέλετε δύο, θέλετε τρεῖς, οἱ ἐπιδεξιώτεροί σας·
τὸν καστελλᾶνον κράξετε, ὁμοίως τὸν κοντοσταῦλον,
καὶ τοὺς σιργέντες μετ᾿ αὐτούς, ὅλους τοὺς πρωτοτέρους.
Δηνέρια ἔχετε πολλά, δότε τοῦ ταβερνάρη,
ἐπάρετε πολὺν κρασὶν καὶ πίνετε μετ᾿ αὔτους,
καὶ τόσα τοὺς ποτίσετε τοῦ νὰ ἔχουσιν μεθύσει.
Ἐσεῖς δὲ νὰ προσέξετε μὴ πιάσῃ καὶ πιέτε
τοσὸν κρασὶν μετ᾿ ἐκεινοὺς τοῦ νὰ σᾶς σκανταλίσῃ
καὶ χάσωμεν τὰ ἐλπίζομεν νὰ ἔχωμεν ὀρθώσει.
Κι ἀφότου ἐγνωρίσετε ὅτι εἶναι μεθυσμένοι,
ἕνας, ὁ πρῶτος ἀπὸ ἐσᾶς, ἂς ἔβγῃ εὐθέως ἐκεῖθεν,
ἐδῶ εἰς τὸ κάστρον ἂς ἐλθῇ κ᾿ ἐνταῦτα ἂς ἔλθῃ κι ἄλλος.
[` 572] Καὶ τὸν πορτάριν πιάσετε καὶ ρίξετέ τον ἔξω,
καὶ τὰ κλειδία του ἐπάρετε καὶ κλείσετε τὴν πόρταν.
Κ᾿ εὐθέως ἀπάνω εἰς τὰ τειχέα τῆς πόρτας ἀνεβᾶτε,
τὴν πόρταν νὰ φυλάξατε μὴ βάλουσιν ἱστίαν
καὶ κάψουσιν καὶ σέβουσιν ἐδῶ καὶ πιάσουνέ μας,
καὶ χάσωμεν τὰ ἐλπίζομεν καὶ λέγομεν ποιήσει».
[` 574] Ὡς τὸ ὥρισε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς κι ὡσὰν τὸ ἐδιερμηνέψεν,
οὕτως γὰρ καὶ τὸ ἔποικαν οἱ Φράγκοι ἡ φαμελία του·
οἱ Φράγκοι ἐρροβόλεψαν κ᾿ ἐπιάσασιν τὸ κάστρον.
[` 575] Ἐνταῦτα ἐποίησεν ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς, τὲς φυλακὲς ἐβγάλαν·
δώδεκα ἤσασιν ἐκεῖ χωριάτες καὶ Ρωμαῖοι.
Ἔκραξε δύο ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους καὶ γράφει τους πιττάκια
ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τὸ ἔγραψεν ὅπου ἔξευρεν νὰ γράφῃ·
στοῦ βασιλέως τὴν κεφαλὴν τὸ ἀπέστειλεν μὲ ἐκείνους,
γράφων, παραδηλώνοντα νὰ ἔλθῃ σπουδαίως ἐκεῖσε
στὸ κάστρον ὅπου ἔπιασε, Ὀρεόκλοβον τὸ λέγουν,
νὰ τὸ πουλήσῃ εἰς ὑπέρπυρα νὰ τοῦ τὸ παραδώσῃ.
Κ᾿ ἐκεῖνος, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐχάρηκεν μεγάλως·
γοργὸν σπουδαίως ἐσώρεψεν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα
κ᾿ ἐκίνησεν καὶ ἔρχετον σπουδαίως ὅσα ἠμπόρει,
ἀπῆλθεν κ᾿ ἐκατάλαβεν στὸ πέραμα τοῦ Ἀλφέως,
στὸ παραπόταμον τοῦ Ἀλφέως, εἰς τὸν Ὀμπλὸν τὸ λέγουν·
ἐκεῖ τὲς τέντες του ἔστησεν κ᾿ ἔπεσεν τὸ φουσσᾶτο.
[` 576] Ἀφότου γὰρ ἐγένετον τὸ πιάσμα τοῦ Ὀρεοκλόβου,
ὁ καστελλᾶνος παρευτύς, Φιλόκαλος τὸ ὄνομά του,
στὸν κιβιτᾶνον ἔστειλεν μαντατοφόρους δύο,
μισὶρ Σιμοῦν τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλην ντὲ Βιδόνη·
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀράχοβαν, τὴν λέγουσιν μεγάλην,
ἦτον μὲ τὸν λαὸν τῶν Σκορτῶν στὴν γαρνιζοῦν ἐτότε.
Τὸ πρᾶγμα τοῦ ἀφηγήθησαν καὶ τὴν δημηγερσίαν
ὅπου ἔποικε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ἐκεῖνος ντὲ Μπριέρες,
ἐπιάσε γὰρ τὸ Ὀρεόκλοβον, θέλει νὰ τὸ πουλήσῃ
τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως, ἐμήνυσέ του νὰ ἔλθῃ
νὰ τοῦ δώσῃ τὰ ὑπέρπυρα, τὸ κάστρον νὰ ἔχῃ ἐπάρει.
[` 577] Τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Σιμοῦς, εὐθέως καβαλλικεύει
μὲ ὅσον λαὸν εὑρέθηκεν ἐτότε ἐκεῖ μετ᾿ αὖτον.
Καταπαντοῦθε ἐμήνυσεν νὰ ἔρχεται ὁ λαός του·
σπουδαίως ἐκατέλαβεν στὸ κάστρον τοῦ Ὀρεοκλόβου.
Τὸν γῦρον τὸ ἐτριγύρισεν μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν,
τὰ διάβατα ὅλα ἔπιασεν, τὲς στράτες καὶ κλεισοῦρες,
ὅπως μὴ σέβῃ ἢ ἐξεβῇ ἄνθρωπος εἰς τὸ κάστρον
νὰ φέρῃ ἢ ἐπάρῃ τίποτε μαντᾶτο ἐκ τοὺς Ρωμαίους,
ἐνταῦτα γὰρ ὅπου ἔσωσεν μισὶρ Σιμοῦς ἐκεῖνος,
ἐκεῖσε εἰς τὸ Ὀρεόκλοβον μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν.
Μαντατοφόρους ἔστειλεν σπουδαίως εἰς τὸν μπάϊλον
στὸν μισίρ Νικόλα ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ὅπου ἦτον στὴν Κλαρέντσα·
τὴν πρᾶξιν τοῦ ἐμήνυσεν κ᾿ ἐπληροφόρεσέ τον,
τὸ πῶς τὸ κάστρον ἔπιασεν ἐκεῖνο τοῦ Ὀρεοκλόβου
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ντζεφρές, τὸ ἐπίκλην ντὲ Μπριέρες,
κ᾿ ἐμήνυσεν τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως Ρωμαίων
νὰ τοῦ φέρῃ ὑπέρπυρα, τὸ κάστρον νὰ τοῦ δώσῃ,
καὶ νὰ ἔρχεται σπουδακτικὰ μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅλα
νὰ συμμαχήσῃ παρευτὺς μὴ χάσουσιν τὸ κάστρον,
μὴ προῦ ἐλθοῦσιν οἱ Ρωμαῖοι καὶ σέβουσιν ἀπέσω.
[` 578] Ὁ μπάϊλος γὰρ τὸ ἀκούσει το, ἐκίνησεν εὐθέως
μὲ ὅσα φουσσᾶτα εὑρέθησαν ἔχων ἐκεῖ μετ᾿ αὖτον,
κ᾿ ἐμήνυσεν καταπαντοῦ νὰ ἔρχωνται τὰ φουσσᾶτα.
Κι ὡς ἦλθεν στὸ Ὀρεόκλοβον κ᾿ ηὗρεν τὸν κιβιτᾶνον,
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Σιμοῦ, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχε,
(τὸ κάστρο ἐπαρακάθετον, τὲς στράτες εἶχεν πιάσει,
πολλάκις μὴ ἔλθῃ πώποθεν κανεὶς ἐκ τοὺς Ρωμαίους,
καὶ σέβειν στὸ Ὀρεόκλοβον καὶ φέρειν του μαντᾶτα)·
πολλὰ τὸν εὐχαρίστησεν τὸν κιβιτᾶνο ὁ μπάϊλος.
[` 579] Καταπαντοῦθε ἐρχόντησαν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα·
τὸν δρόγγον ὅλον τῶν Σκορτῶν ἐπιάσαν κ᾿ ἐφυλάγαν.
Μαντᾶτα ἠφέραν ἀληθινὰ ἐτότε γὰρ τοῦ μπάϊλου,
τὸ πῶς ἐκαταλάβασιν τὰ τῶν Ρωμαίων φουσσᾶτα
στὸ παρεπόταμον τοῦ Ἀλφέως, εἰς τὸν Ὀμπλὸν τὸ λέγουν.
Ἐνταῦτα ὁρίζει κ᾿ ἔκραξαν μισὶρ Σιμοῦν ἐκεῖνον,
τὸν κιβιτᾶνον τῶν Σκορτῶν, κι ὁρίζει του νὰ ἐπάρῃ
τὸν ἐδικόν του γὰρ λαὸν καὶ τῶν Σκορτῶν τοῦ δρόγγου,
τῆς Καλομάτας τὸν λαὸν καὶ τοῦ Περιγαρδίου,
τῆς Χαλαντρίτσας ἀλλαδὴ κ᾿ ἐκεῖνον τῆς Βοστίτσας,
νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὴν Ἴσοβαν, στὸ πέραμα τῆς Πτέρης,
στὸ παραπόταμον τοῦ Ἀλφέως νὰ στήκῃ καὶ φυλλάτῃ,
νὰ μὴ περάσουν οἱ Ρωμαῖοι εἰς τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον.
Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Σιμοῦς, ὡς τὸ ὥρισεν ὁ μπάϊλος,
ἐπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του κι ἀπῆλθεν γὰρ ἐκεῖσε,
κ᾿ ἔστηκεν καταπρόσωπα ἐκείνων τῶν Ρωμαίων.
[` 580] Ὁ μπάϊλος γάρ, ὡς φρόνιμος, μὲ τὴν βουλὴν ὅπου εἶχεν,
ἔκραξε δύο καβαλλαρίους κι ὁρίζει τους νὰ ἀπέλθουν
ἐκεῖσε εἰς τὸ Ὀρεόκλοβον, τὸ κάστρον νὰ ζητήσουν
ἐκείνου τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ διὰ νὰ τὸ ἔχῃ στρέψει
στὴν ἀφεντίαν τοῦ ρηγός, καθὼς τὸ ηὗρε ὅτι ἦτον·
κ᾿ εἰς τοῦτο ὅπου ἔποικεν συμπάθειον νὰ τοῦ ποιήσουν.
«Εἰ δὲ λογίσῃ τίποτε τὸ κάστρον νὰ κρατήσῃ,
νὰ τὸ κρατῇ διὰ ὁ λόγου του ἢ ἄλλου νὰ τὸ δώσῃ,
εἰπέτε του εἰς πληροφορίαν ἂς τὸ κρατῇ εἰς ἀλήθειον·
πρῶτα νὰ λάβω θάνατον κ᾿ ἐσεῖς ὅλοι μετ᾿ ἔμου,
παρὰ νὰ διάβω ἀπ᾿ ἐδῶ μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχω,
ἕως οὗ χαλάσω τὰ τειχέα τοῦ κάστρου τοῦ Ὀρεοκλόβου,
νὰ τὸν πετρώσω ἀπέσω ἐκεῖ καὶ νὰ τὸν θανατώσω».
Ἐνταῦτα ἀπήλθασιν ἐκεῖ ἐκεῖνοι οἱ καβαλλάροι,
στὸ κάστρον ἐπλησίασαν καὶ τρέβαν ἐζητῆσαν·
ἐλάλησαν ἀπὸ μακρέα μὴ σύρουσιν εἰς αὔτους,
ὁ μπάϊλος γὰρ τοὺς ἔστελνεν ἐκεῖ μαντατοφόρους
ὁμοῦ μὲ τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ νὰ ἔχουσιν συντύχει
δι᾿ ἀνάπαψίν του καὶ τιμὴν ἂν θέλῃ νὰ τὸ ποιήσῃ.
Τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Ντζεφρές, περίχαρος ἐγίνη,
ἐστάθη ἀπάνω στὰ τειχέα κ᾿ ἐρώτησε, τί θέλουν;
[` 581] Λέγουν του· «Ὁ μπάϊλος σὲ μηνᾷ, ὡς φίλον χαιρετᾷ σε,
θαυμάζεται εἰς τὴν εὐγενίαν καὶ φρόνεσιν ὅπου ἔχεις,
εἰς τὴν τιμὴν ὅπου ηὕρηκες εἰς τοῦ ρηγὸς τὸ κάστρον,
τὸ πῶς ἔπιασες καὶ κρατεῖς, θέλεις νὰ τὸ πουλήσῃς
τῆς κεφαλῆς γὰρ τῶν Ρωμαίων, ὡς τὸ ἐπληροφορέθην.
Ἐν τούτῳ σὲ παρακαλεῖ κ᾿ ἡμεῖς ὅλοι μετ᾿ αὖτον·
μὴ σὲ πλανέσῃ ὁ λογισμός, τοῦ κόσμου γὰρ ἡ δόξα.
[` 583] Ἐτοῦτο γὰρ ὅπου ἔποικες, οἱ πάντες τὸ ἐθαυμάσαν·
οὐκ ἔπρεπέ σε, ὡς εὐγενὴς, τρόπον δημηγερσίας
ποτέ σου νὰ τὸ θυμηθῇς, εἰς ἔργον νὰ τὸ βάλῃς·
ἐπεὶ τὸ γένος τῶν Φραγκῶν ὅπου εἴμεθεν ἐνταῦτα,
δίκαιον ἐσὲν τὸ ἐντράπημαν καὶ εἴμεθεν θλιμμένοι.
Ὅμως ἡμεῖς τὸ ἐξεύρομεν, ἀπὸ πικρίας τὸ ἐποῖκες,
διατὸ ἐθάρρεις κ᾿ ἤλπιζες νὰ ἔχῃς τὴν μπαρουνίαν
τῆς Καρυταίνου τῶν Σκορτῶν κ᾿ εὑρέθης λανθασμένος·
τὸ ἔποικες γὰρ ἐξεύρομεν ὅτι ἐμετανόησες.
Διὰ τοῦτο λέγομεν πρὸς σὲ καὶ συμβουλεύομέ σε·
μὲ τὸ καλὸν καὶ προθυμίας στρέψε τὸ κάστρον ὀπίσω
καὶ θέλεις ἔχει εὐεργεσίαν, τιμὴν μετὰ συμπάθειον.
Εἰ δὲ λογίσῃς τίποτε μὲ τρόπον σκιβουρίας,
πρόσεχε, ὅτι οὐ δύνεσαι νὰ ἀντισταθῇς εἰς τόσον·
ἐπεὶ ὁ μπάϊλος ἔστειλεν νὰ ἐλθοῦν οἱ πελεκᾶνοι,
τεχνῖτες γὰρ Βενέτικοι τὰ ποιήσουν τριπουτσέτα·
αὐτὰ τὰ ἐβλέπεις τὰ τειχία ὅλα χαλάσει θέλουν
νὰ σᾶς πετρώσουν ὅλους σας καὶ νὰ σᾶς θανατώσουν».
Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἄρξετον νὰ τοὺς λέγῃ·
[` 584] «Ἄρχοντες, ἀδικεῖτε με, κρατεῖτε τὸ ἰγονικόν μου
μὲ πρόφασες καὶ ἀφορμὲς ἐσεῖς οἱ Μοραΐτες·
κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ παραπόνεσιν καὶ θλῖψιν, ὅπου ἔχω,
ἐποίησα ἐτοῦτο, τὸ εἴδετε, ἀπὸ πικρίας ὅπου ἔχω·
κ᾿ ἐξεύρω κ᾿ ἐγνωρίζω το, εἰς ἀτιμίαν μου τὸ ἔχω.
Ὅμως, ἀφῶν τὸ λέγετε καὶ συμβουλεύετέ με,
ἐγὼ τὸ κάστρον στρέφω το μὲ συμφωνίαν καὶ τρόπον,
νὰ βάλωμε τὴν κρίσιν μου εἰς τοῦ ρηγὸς τὴν κούρτην,
κι ὡς τὸ διακρίνει, δέχομαι νὰ τὸ ἔχω προσκυνήσει.
Ἐγὼ γὰρ ὡς ἦλθα ἐδῶ στὸν τόπον τοῦ Μορέως,
ἀγάπησα κι ὀρέγομαι νὰ εἶμαι ἐδῶ μετ᾿ ἔσας·
δότε με τόπον νὰ κρατῶ, νὰ ἔχω τὴν ζωήν μου,
διατὶ ἔχω αἰσχύνην κ᾿ ἐντροπὴν νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Φραγκίαν,
νὰ μὲ γελοῦν οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι κ᾿ οἱ γειτόνοι,
ὅτι ἦλθα εἰς τὴν Ρωμανίαν κ᾿ ἔπραξα ὡσὰν κοπέλι».
Λοιπόν, τὰ εἴπασιν ἐκεῖ ἐκεῖνοι οἱ καβαλλάροι,
τότε μὲ τὸν μισὲρ Τζεφρὲ κ᾿ ἐκεῖνος μετ᾿ ἐκείνους,
ἐὰν ἤθελα νὰ ἔγραφα, καὶ ποῖος νὰ ἀναγνώσῃ;
Ἀλλὰ ἐν κοντῷ σᾶς τὸ δηλῶ, γράφω καὶ ἀφηγοῦμαι·
ἰσιάστην ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς καὶ ἔδωκεν τὸ κάστρον,
κ᾿ ἐδῶκαν του εἰς γονικαρχίαν τῆς Μόραινας τὸ φίε,
- εἰς τὰ Σκορτὰ εὑρίσκεται μὲ ἕτερα χωρία -
γυναῖκαν εὐλογητικὴν τὴν ντάμα Μαργαρίταν,
ὅπου ἦτον ἐξαδέλφισσα τοῦ ἀφέντη τῆς Ἀκόβου
καὶ εἶχεν εἰς γονικαρχίαν τὸ φίε τῆς Λισσαρέας.
[` 585] Κι ἀφότου ὑπαντρεύτησαν κ᾿ ἐσμίξασιν οἱ δύο,
ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωκεν παιδὶν ὅπου ἦτον θυγατέρα·
Ἑλένην τὴν ὠνόμασαν κ᾿ ὕστερα ὑπαντρεύτη
μὲ τὸν μισὶρ Βιλάϊ ντὲ Ἀνῶε τῆς Ἀρκαδίας ἀφέντην.
Κ᾿ ἐκεῖνοι πάλε ἐποίκασιν υἱὸν καὶ θυγατέρα·
Ἀράρδος ἄκουε ὁ υἱός, Ἀνέζα ἡ θυγάτηρ,
τὴν ὁποίαν εὐλογήθηκεν διὰ ὁμόζυγον γυναῖκαν
ὁ μισὶρ Στένης τὸ ὄνομα καὶ Μαῦρος τὸ ἐπίκλην.
Κ᾿ ἐκείνη πάλε ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρες·
κι ἀπ᾿ ὅλους τους ἐνέμεινεν ἕνας ὁ κληρονόμος,
Ἀράρδον τὸν ὠνόμασαν, ὁ ἀφέντης Ἀρκαδίας.
Ἐπλούτηναν τὰ ὀρφανά, ἐχάρησαν οἱ χῆρες,
οἱ πένητες καὶ οἱ φτωχοὶ πολὺ λογάρι ἐποῖκαν
εἰς τὸν καιρὸν ὅπου λαλῶ τοῦ ἀφέντου Ἀρκαδίας.
Ὅλοι τὸν μνημονεύετε, καλὸς ἀφέντης ἦτον.
[` 586] Ἐν τούτῳ παύομαι ἀπ᾿ ἐδῶ νὰ λέγω κι ἀφηγοῦμαι
δι᾿ ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ καὶ τὴν κληρονομίαν του,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ, νὰ γράψω καὶ νὰ λέγω
διὰ τὴν μακάριαν Ζαμπέαν (ὅπου ἦτον θυγατέρα
ἐκείνου τοῦ μακαριστοῦ τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου,
ὅπερ τὴν ἐλέγασιν ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες
κ᾿ ἐκράζαν κι ὠνομάζασιν ἡ Κυρὰ τοῦ Μορέως),
τὸ πῶς τὴν ἤφερεν ὁ Θεὸς κ᾿ ἐστράφη στὸ ἰγονικόν της
κ᾿ ἐγένετον πριγκίπισσα ὅλης τῆς Ἀχαΐας.
...
[Χρονικόν Μορέως]