Η ιστοσελίδα περιέχει δημοσιεύσεις κειμένων και ιστορικών πηγών που αφορούν την ιστορία της Αρκαδίας, κυρίως τις περιοχές της Γορτυνίας και του Μαινάλου, καθώς επίσης και ορισμένες ερασιτεχνικές ιστορικές μελέτες γενικότερου ενδιαφέροντος.

Κανέλλος Δεληγιάννης: Γορτυνιακός εμφύλιος (1823) και αρχές του γενικού εμφυλίου (1824)



Έγώ ευρισκόμενος (ώς όπισθεν είρηται) ασθενής καί κλι­νήρης εις τήν Τριπολιτσάν καί οί αδελφοί μου έφησυχάζοντες εις τήν πατρίδα μας Λαγκάδια, χωρίς νά άναμιχθώμεν εις κανέν άντικείμενον ή μέρος με κανέν έκ τών άντιφερομένων μερών, έχοντες δέ καί εν μεγάλον χωρίον Άνοζύρι λεγόμενον καί άλλα δύο τρία μικρά εις τό τμήμα τής Ηλιόδωρος ιδιο­κτησίας μας, απέχοντα από του Παλούμπα, πατρίδα τών Πλαπουταίων, μίαν καί ήμίσειαν ώραν σχεδόν,
τά όποία μετά τήν έπανάστασιν κατήντησαν σχεδόν ακαλλιέργητα καί οί κά­τοικοι ώς έκ τών δεινών τών περιστάσεων καί ένεκα τών βι­αιοπραγιών τών Πλαπουταίων καί δλων σχεδόν τών Παλουμπαίων τών λαμβανόντων παρ' ημών πάντοτε μυρίας εύεργεσίας, οιτινες κατεπίεζον αυθαιρέτως καί κατέτρεχον τους κα­τοίκους διά νά φύγουν από έκεί, νά μείνη χέρσον διά νά μην άπολαμβάνωμεν εισόδημα, νά άναγκασθώμεν νά τά πωλήσωμεν είς μηδαμινήν άξίαν προς αυτούς, καθώς καί τω δντι κατώρθωσαν, ώστε άπό ένενήκοντα σχεδόν οικογενείας γε­ωργούς με ζευγάρια όπου είχομεν καί αυτούς τούς τεσσάρους αδελφούς Πλαπουταίους καί άλλους έκ τών Παλουμπαίων κατήντησαν νά μείνουν είς τούς 1823 μόλις είκοσι, οί δ' άλλοι μή υποφέροντες τάς ακατάπαυστους κακώσεις μετοίκησαν είς άλλα χωρία.



Απεφάσισαν λέγω οί αδελφοί μου νά μεταβή έκεί ό αδελ­φός μας ό Δημητράκης νά έπισκεφθή αύτάς τάς ιδιοκτησίας νά δυνηθή νά έπιφέρη μίαν διόρθωσιν, νά αναπαυθούν οί εναπο­μείναντες, νά έπαναφέρη καί όσους δυνηθή έκ τών μετοικησάντων είς τάς οικίας μας νά καλλιεργούν, ώς πρότερον. Συμπαραλαβών δέ μεθ' εαυτού είκοσι περίπου οικείους μας στρατιώτας άνεχώρησε καί έφθασεν έκεί' ό δρόμος άπερνά άπό τό άκρον του Παλούμπα καί τον είδον διαβαίνοντα. Αμέ­σως οί δύο αδελφοί Πλαπούτα ό Παρασκευάς καί ό Θανάσης, μετά τοΰ δολοφόνου Τσίραλη, ό σύγγαμβρος τού Πλαπούτα Πανουριάς συνάξαντες όλην έκείνην τήν νύκταν υπέρ τούς εκατόν στρατιώτας έφθασαν τήν πρωίαν είς τό Άναζύρι καί αμέσως τήν έπολιόρκησαν καί ήρχισαν νά τουφεκίζουν είς τά παράθυρα του πύργου, έστειλαν δέ καί έσύναξαν ζώα καί έξεσκέπασαν τον ληνόν τών αμπελώνων μας καί έφόρτωναν τά ξύλα καί τά κεραμίδια καί τά έστελναν είς του Παλούμπα. Ό αδελφός μου, χωρίς νά τούς άντιπυροβολήση, έστειλε δύο έκ τών προκρίτων κατοίκων νά τούς ερωτήσουν τί ζητούν; καί διατί τον τουφεκίζουν; καί διατί ξεσκεπάζουν τον ληνόν; Αυτοί απήντησαν με αύθάδειαν, ότι ήλθε καί έπάτησε τό τμήμα τους καί τούς έτάραξεν έκ προθέσεως τήν ήσυχίαν καί έχουν ύποψίας· καί τελευταίον δτι τό χωρίον αυτό τό θεωρούν ώς ίδιοκτησίαν τους (καθότι τό είχομεν άγορασμένον προ 18 έτη άπό Τούρκους) καί όπου έδώκαμεν τά χρήματα μας νά ύπάγωμεν νά τά ζητήσωμεν καί τέλος πάντων τούς λέγουν, ότι απαιτούν νά αναχωρηήση αμέσως έκείνην τήν στιγμήν καί άν έπιμένη, έχουν άπόφασιν νά καύσουν καί αυτόν καί τούς στρα­τιώτας μέσα είς τον πύργον. Αύτάς καί άλλας πολλάς ύβρεις καί άπειλάς εξεφράσθησαν. Αυτός δέ άπτοήτως τούς άπήντησεν, ότι ευρισκόμενος είς τήν ίδιοκτησίαν μου, χωρίς νά βλά­πτω άλλον, δεν φοβούμαι κανένα καί ό,τι δυνηθούν ας κά­μουν. Έστειλε δέ καί τον Τσακαλόγιαννην, καπετάνιον μας, νά τούς όμιλήση φρονίμως καί με λόγον νά λείψουν άπό τοι­ούτους παραλογισμούς καί συγχρόνως έμβασεν είς τον πύργον οκτώ έως δέκα ημερών τροφήν καί νερόν. Αυτοί δέ φερθέντες μέ τον πλέον βανδαλικώτερον τρόπον ήρπασαν τά όπλα καί τό σπαθί του Τσακαλόγιαννη καί τον απέστειλαν άφωπλισμένον. Ό πύργος εκείνος καί μία μεγάλη αποθήκη είναι όχυρώματα ακαταμάχητα άλλά ό Δημητράκης δέν έπέτρεψεν μ' όλα ταύτα είς τούς στρατιώτας νά τουφεκίσουν, διά νά μήν χυθή αίμα άδελφικόν, ένώ αυτοί έτουφέκιζον ακαταπαύστως. Περί τό μεσονύκτιον έβγαλεν ένα στρατιώτην ταχύποδα άξιον άπό εν μέρος, τό οποίον δέν ήδύναντο αυτοί νά καταλάβουν διά νά τον αποκλείσουν, καί έφθασεν είς τά Λαγκάδια καί είδοποίησεν αυτό τό περιστατικόν είς τούς λοιπούς αδελφούς μου, οιτινες είς τήν στιγμήν προσεκάλεσαν τούς στρατιώτας τής πατρίδος μας Λαγκαδιών καί συνήχθησαν υπέρ τούς τε­τρακόσιους καί παραλαβών αυτούς ό αδελφός μου Νικολάκης έξεκίνησε πολύ πρωί διά τό Άναζύρι. Προτού δέ αναχωρήση ειδοποίησαν δι' επίτηδες πεζών τούς προκρίτους καί καπετα­ναίους μας τών τμημάτων Βαλτετσινίκου, 'Ακοβας καί Περαμεριάς καί εντός 12 ωρών έξεκίνησαν άλλεπαλλήλως υπέρτους 1.500. Φθάσαν λοιπόν ό Νικολάκης πλησίον είς τό Άναζύρι προ μεσημβρίαν καί ίδόντες αυτόν μακρόθεν έρχόμενον έτράπησαν πάραυτα είς άνανδρον φυγήν. Έξελθών δέ καί ό Δημητράκης τούς κατεδίωξαν καταπόδιν έως τό χωρίον τους Παλούμπα, όπου τούς έπολιόρκησαν αμέσως πανταχόθεν καί ήρχισεν ό πυροβολισμός ακατάπαυστος.
Ό δολοφόνος τού αδελφού μας του Άνάστου Τσίραλης είχε μίαν οίκίαν προς τό άνατολικομεσημβρινόν μέρος του χωρίου Παλούμπα εις τό άκρον, είς τήν οποίαν έπρόφθασε καί έσφαλίσθη μόνος, οί δ' άλλοι κατέλαβον τάς λοιπάς οίκίας όλας καί έπολέμουν.
Προς τό μέρος είς τό οποίον ήτον ό δολοφόνος δέν ήδύναντο οί σύντροφοί του νά δώσουν τήν παραμικράν συνδρομήν καί ένεκα τούτου έπλησίασαν είς τήν οίκίαν αυτήν υπέρ τους πενήντα στρατιώται καί γνωρίζοντες ότι ήτον μέσα ό Τσίραλης έπεσαν μέ τά μούτρα διά νά τον συλλάβουν ζώντα άποφασίσαντες νά φονευθούν πέντε καί εξ άπό αυτούς· κατέλαβον λοιπόν τήν μίαν πλάτην τής οικίας του. Έν αύτώ δέ τω διαστήματι ύπήγαινεν ό Άγγέλης άπό τήν Τρεστενάν μέ είκοσι στρατιώτας προς βοήθειάν του, άλλά μή δυνάμενος νά είσχωρήση, έξήλθεν ό Τσίραλης τής οικίας καί κατέλαβε πέτρας τινάς όχυράς νά δώση άντιπερισπασμόν τών εδικών μας στρατιώτων νά έμπορέσουν νά έμβουν οί ερχόμενοι καί βλέποντες αυτόν οί εδικοί μας τον έπυροβόλησαν υπέρ τούς είκοσί' κ έπεσεν αμέσως νεκρός. Έτρεξεν ή νεόνυμφος σύζυγός του φωνάζουσα νά τον έναγκαλισθή, άλλά συγχρόνως έτρεξαν καί στρατιώται νά τον λαφυραγωγήσουν. Ήρπασαν λοιπόν όπλα του, άλλ' αυτή θρηνούσα δέν υποχωρούσε νά πάρουν και τά ενδύματά του. Ένας δέ στρατιώτης ίδών ότι είχεν τά μαλιά της πλεγμένα μέ χρυσά πλεξιμάδια καί μέ ρουμπιέδες, αισχροκερδεία κινούμενος, χωρίς νά σεβασθή τό γυναικείον φύλον, τής έκοψε τά ήμισυ μαλλία καί τά ήρπασε, χωρίς νά τον ίδούν οί άλλοι στρατιώται ποίος ήτον δστις εκαμεν αυτήν τήν άνόσιον πράξιν. Ειδοποίησαν αμέσως τούς αδελφούς μου ότι ό δολοφόνος Τσιραλής έφονεύθη καί έλαβε τά έπίχειρα τής κακίας του καί έκλαβόντες τούτο ώς θαύμα του Θεού διέταξαν αμέσως καί επαυσεν ό πυροβολισμός, ένδώσαντες μάλλον είς τάς πα­ρακλήσεις του γηραιού Κόλια Πλαπούτα, πατρός τών Πλα­πουταίων, αρχαίου πατρικού καί πιστού φίλου μας, προς τον όποίον είχομεν πολλήν καί μεγάλην ύπόληψιν. Καί μ' όλον όπού είχον καταλάβει τάς ήμισυν οικίας τού χωρίου εκείνου καί τήν ήμέραν έκείνην ήτον έπόμενον νά τό καταλάβουν όλον, ύπεχώρησαν χάριν αύτού τού γέροντος καί άνεχώρησαν καί μετά τήν δύσιν του ηλίου έφθασαν άπαντες είς τά Λαγκάδια. Οί Παλουμπαίοι ειδοποίησαν αμέσως τον είς τον Πύργον διαμένοντα, ώς είρηται, Δημήτρην Πλαπούταν προς φόβητρον του Ζάΐμη καί Λόντου, αυτό τό περιστατικόν καί αμέσως έξεκίνησεν εκείθεν μέ τούς στρατιώτας του συμπαραλαβών καί τον Άλέξιον Μουσχούλαν μέ εκατόν ώς έγγιστα Άγουλινιτσιώτας, έφθασε δρομαίως είς τό χωρίον του Παλούμπα καί ευθύς έξεκίνησε καί προς τό εσπέρας έφθασεν εις του Σέρ­βου, χωρίου τού τμήματος τής Ήλιοδώρας, έχων έκεί συγγε­νείς τούς Δαραίους, καί περί τό μεσονύκτιον ύπήγε μ' όλους τούς στρατιώτας του πλησίον είς τά Λαγκάδια μίαν ώραν πε­ρίπου καί ήρπασε πέντε ποίμνια αίγιδοπροβάτων, άτινα παρεχείμαζον είς μίαν θέσιν τών συμπολιτών μας, δύο ώς έγγι­στα χιλιάδας, καί τά λεβέτια των καί πάν ό,τι άλλο εύρον έπυροβόλησαν καί τούς ποιμένας νά τούς φονεύσουν, οίτινες διεσώθησαν διά τής φυγής είς τό σκότος καί υπέστρεψε μέ τά ποίμνια είς του Σέρβου καί ώχυρώθη. Έστειλε δέ καί κατέλαβε αίφνης καί τρία αυτά άλλα χωρία μικρά τό Ρεκούνι, τήν Άλβάνιτσαν καί τοτου Βρετεμπούγα έκ του έδικού μας τμήμα­τος καί ώχυρώθηκαν είς εκαστον εκατόν στρατιώται' έγραψεν αμέσως είς τήν Άρκαδίαν του Γκρίτσιαλη, Μήτρου Αναστα­σοπούλου καί άλλων, επίσης καί τών Ζαριφαίων, του γέρο Σιώρη, τών Φλεσσαίων, του Κεφάλα, τών Πετροβαίων, τού Νικηταρά, του Τζιώκρη, τών Πετιμεζαίων Βασίλη καί Νικο­λάκη, έγραψε καί τών Κολοκοτρωναίων, πατρός καί υιών, νά κινηθούν όλοι είς συστηματικήν σταυροφορίαν καθ' ημών, νά μάς καταστρέψουν, καθότι τό άντικείμενον αυτό είναι σοβαρόν καί έκινήθη διά γενικόν σκοπόν εναντίον τής μερίδος των. Οί δέ υιοί του Κολοκοτρώνη εγραφον έκ Ναυπλίου προς τον πατέρα τους είς Τριπολιτσάν, ότι, έάν δέν σχίση τό προσωπείον, νά κινηθή καθ' ημών, δέν θέλει τον γνωρίσουν είς τό εξής ώς πατέρα, άλλ' ώς έχθρόν. Έξεκίνησαν όλοι οί άνω είρημένοι καί εντός οκτώ ημερών συνήχθησαν είς τά χωρία πλησίον μας υπέρ τάς δύο χιλιάδες.
Οί δέ αδελφοί μου ίδόντες τήν άρπαγήν τών ποιμνίων καί ότι κατέλαβον έκ τών ιδικών μας χωρίων καί τά έλεηλάτησαν καί τά έγύμνωσαν μέ ειδοποιούν καθημέραν δι' επίτηδες ιππέων τά κινήματα αυτών καί τούς σκοπούς, ώστε μ' όλην τήν άτονίαν καί άδυναμίαν, είς ην ειχον καταντήσει έκ τής δεινής εκείνης ασθενείας καί δέν ήδυνάμην ούδ' έξωθεν τής οικίας νά έβγω, ουδέ στρατιώτας είχον διά τήν άσφάλειαν τού δρόμου, απεφάσισα μ' όλα ταύτα καί αμέσως επήρα είκο­σι στρατιώτας άπό τον Μπηλίδαν, τον πολιτάρχην, καί είκο­σι είχον εδικούς μου καί άναχωρήσας τρείς ώρας μετά τό εσπέρας καί φθάσας είς τήν Ζαράκοβαν ήρχισε μία ραγδαία βροχή μέ άστραπάς καί βροντάς καί σκότος βαθύ, ώστε δέν ήξεύραμεν που ευρισκόμεθα καί διεσκορπίσθημεν τρέχοντες όλην έκείνην τήν νύκταν έφθασα προτού ξημερώση είς τον χείμαρρον τής Άλωνίσταινας μέ μόνον επτά στρατιώτας' άλλά νυκτός ούσης δέν ήδυνήθημεν νά τον άπεράσωμεν καί άμα ήρχισεν ή ήώ, βλέπομεν καί έρχονται δυο ιππείς δρομαίοι, οίτινες ήτον ό Δήμος καί ό Σκουριασμένος άπό τήν Κερπινήν απεσταλμένοι άπό τούς αδελφούς μου, νά προφθά­σω έκεί, καθότι οί στρατιώται τού Πλαπούτα καί ή επικου­ρία του συνήχθησαν πολλοί. Άλλ' άπό τήν ύπερβολικήν βροχήν δέν ήδυνάμην πλέον ούτε νά ιππεύσω ούτε πεζός νά περιπατήσω. Τέλος άπεράσομεν τον χείμαρρον, ύπήγομεν εις τήν 'Αλωνίσταιναν, έστεγνώσαμεν είς τάς πυράς τά ενδύμα­τα μας, έφθασαν οί διασκορπισθέντες στρατιώται μου καί άναχωρήσας μ.μ. έφθασα τό εσπέρας εις τήν πατρίδα μου, τά Λαγκάδια, εύρον έκεί συναθροισμένους υπέρ τούς χιλίους στρατιώτας καί αμέσως έδιόρισα τον μέν άδελφόν μου Δημητράκην μέ τριακόσιους πεντήκοντα καί κατέλαβε τό χω­ρίον Βυζίτσι, τον δέ Νικολάκην μ' άλλους τόσους τήν Βερβίτσαν καί έξησφάλισαν τάς δύο αύτάς θέσεις. Έγώ δέ μ' άλλους τόσους σχεδόν συνεκεντρώθην είς τά Λαγκάδια καί αμέσως έξεκίνησα ιππείς διά όλα τά μέρη νά προφθάσουν είς βοήθειάν μας. Ευρεθείς δέ τότε ό Κωνσταντής Πετιμεζάς είς τό Σοπωτόν συσσωματωμένος μέ 500 ώς έγγιστα στρατιώ­τας κατά τών συγγενών του Βασίλη καί Νικολάκη καί λοιπών Πετιμεζαίων καί έχων μ' αυτόν φιλίαν ειλικρινή καί άγάπην τού έγραψα τά διατρέχοντα καί ότι, άν αγαπά, νά έλθη είς βοήθειάν μας, ό όποίος ξεκινήσας ευθύς μ' όλον τό στρατιωτικόν σώμα του έφθασεν έκεί τήν έπιούσαν ευχαρί­στως. Έγραψα συγχρόνως τού Παπατσώνη, του Κωνσταντί­νου καί Γεωργάκη Μαυρομιχάληδων ευρεθέντων τότε είς τον Μισθράν, του Παναγιωτάκη καί Γεωργάκη Γιατράκων, του Παπατσιώρη είς τήν Άρκαδίαν, του Τσανέτου καί Καννελόπουλων είς τό Φανάρι καί άλλων τινών φίλων μου προς τούς όποίους είχον τήν άπαιτουμένην έμπιστοσύνην καί τού εξιστόρησα όλα τά διατρέχοντα και τούς συστηματικούς σκοπούς τών αντιπάλων μας καί έπεκαλούμην τήν φιλικήν συν δρομήν τους, οίτινες μ' όλην τήν προθυμίαν έξεκίνησαν και ήρχοντο προς βοήθειάν μας, οί Μαυρομιχάλαι μέ 600 ώς έγγιστα Μανιάτας καί άλλους, οί Γιατράκηδες μέ 800, ο Παπατσώνης μέ τον Κωνσταντήν Φίλον, Θανασούλην Κιαριακόν, Κώσταν Μπούραν καί άλλους μέ 700, ό Κανελλόπουλος καί Τσανέτος άπό Όλυμπίαν μέ 300, ό Παπατσώρης άπό τήν Άρκαδίαν μέ 300, ώστε ή επικουρία μας όλη ύπερέβαινε τάς 3.000, ήτον καί ή επιτόπιος εδική μας δύναμις υπέρ τάς 2.000, τού δέ Πλαπούτα μόλις έσυμπληρούτο 2.000, ή επικουρική τών Κολοκοτρωναίων καί λοιπών και έως 500 Ήλιοδωρίσιοι καί άλλοι. Έγραψα συγχρόνως καί προς τον Ζάΐμην καί Λόντον και τούς εξέθεσα όλον τό ιστορικόν τών διατρεξάντων δι' αυτό κίνημα καί ώς αδελφοί καί σύντροφοι άπ' αρχής του άγώνος νά μάς στείλουν τινά έπικουρίαν κτλ. οίτινες μ' απήντησαν με τόσην άναλγησίαν, ωσάν νά ήτον τό άντικείμενον περί παρωνυχίδος καί μέ έσυμβούλευον ότι είναι γνώμης νά συμιβάσωμεν τό πράγμα προτού μεγαλώση καί καταντήσει άδιόρθωτον. Καί, άν τούτο είναι αδύνατον, νά ύποκύψωμεν είς τήν ανάγκην καί νά ύποχωρήσωμεν διά τήν άγάπην της πατρίδος καί άλλα τοιαύτα. Μ' άλλους λόγους μάς έλεγον ότι νά κύψωμεν τήν κεφαλήν νά μάς κόψουν τον λαιμόν και τούτο διά νά ευχαριστήσουν τούς Κολοκοτρωναίους καί Πλαπούταν, νά τούς πωλήσουν δούλευσιν, άλλ' ό σκοπός απέβλεπε διά νά ταπεινώσουν ημάς νά μάς αδυνατίσουν, να είμεθα υποκείμενοι καί νά έξαρτώμεθα άπό τάς θελήσεις αυτών, νά αποκατασταθούν παντοδύναμοι, καθότι δέν ηδύναντο νά υποφέρουν τήν ύπεροχήν τής οικογενείας μας.
'Αλλά δεν τους άφησα να ευρίσκονται πολύν καιρόν είς αυτήν την άπάτην, δτι ήδύναντο νά μάς μηδενίσουν και να μας σύ­ρουν αυτοί έπειτα δια έλεος. Τούς απήντησα αμέσως, δτι έγώ γνωρίζων δτι είμεθα συγγενείς, σύντροφοι και καθ' δλα ενω­μένοι υπέρ της πατρίδος, προ του αγώνος καί μετά τον αγώνα εως έκείνην τήν στιγμήν, ένόμισα καθήκον μου καί συμφέρον μάλλον διά αυτούς νά τούς ειδοποιήσω τούς σκο­πούς καί τά σχέδια τών αντιπάλων μας, τά όποία δεν ήτον μόνον καθ' ημών, αλλά κατά τού συστήματος δλων τών προυχόντων και προκρίτων. Έπεκαλέσθην καί από αυτούς συνδρομήν τινα, διά νά γνωρίσουν δτι είμεθα αδιαίρετοι, άλλ' ουδέποτε έφαντάσθην νά τούς ζητήσω συμβουλήν, καθότι δεν έλαβον ποτέ ανάγκην διά τήν συμβουλήν τους καί ήθελε είσθαι καλόν αύτάς τάς συμβουλάς νά τάς φυλάξουν διά τον εαυτόν τους. 'Οσον διά τήν έπικουρίαν τους μήτε δι' αυτήν έχω ανάγκην καί αν θέλουν ας τήν δώσουν είς αυτούς τούς φίλους τους, διά νά δοκιμάσουν τάς δυνάμεις των, καί ημείς είμεθα μόνοι μας ικανοί νά λάβωμεν πάσαν Ίκανοποίησιν, καθώς καί τήν έλάβομεν. 'Αλλά δι' αυτήν τήν έπίβουλον καί άπερίσκεπτον διαγωγήν τους θέλει έλθει καιρός νά μετανοή­σουν καί νά λάβουν αυτοί ανάγκην άπό τήν συνδρομήν μας, καθώς πολλάκις τήν έλαβον. Καί άλλα πολλά τοιαύτα τούς έγραψα μέ πικρίαν καί έμειναν αναπολόγητοι.
Ταύτα πάντα πληροφορηθείσα ή Κυβέρνησις καί τοι ούδεμίαν ισχύν έχουσα εκ τής διαιρέσεως καί πολλών άλλων πε­ριστάσεων καί μή δυναμένη νά έπέμβη ενόπλως νά μας εμπομ­διση, βλέπουσα μάλιστα καί τον προφανή κίνδυνον του Πλαπούτα απεφάσισε καί έστειλε μίαν πρεσβείαν, τον 'Ανδρέαν Μεταξάν, μέλος τού Εκτελεστικού, τον Χ. Περούκαν, Ύπουργόν τής Οικονομίας, τον Παπαφλέσιαν, Ύπουργόν τών Εσωτερικών, τον Διονύσιον Παπαγιαννόπουλον, τον Δημήτριον Καραμάνον και τον Καλαμαριώτην, βουλευτάς, οίτινες φθάσαντες εις Λαγκάδια έπεσαν εις τό μέσον, δια φρονί­μων παρατηρήσεων, συμβουλών, προτροπών και παρακλήσε­ων νά παύση ή εχθροπραξία και ή ένοπλος σύγκρουσις. Άλλα προτού φθάσουν αυτοί (ώς είρηται) εις Λαγκάδια, έκαμεν εν κίνημα καθ' ημών ό Πλαπούτας και άπεπειράθη νά κτυπήση αίφνης τους αδελφούς μου, ώχυρωμένους δντας εις την Βερβίτσαν, Βυζίτσι και Καλιάνι, νά δυνηθή νά καθέξη τάς θέσεις έκείνας, γνωρίζων εκ της συχνής αλλη λογραφίας ην είχε μέ τους υίούς του Κολοκοτρώνη, δτι ό γέρων Κολοκοτρώνης έστρατολόγησεν εις Τριπολιτσάν τετρακόσιους, ώς εγγιστα, στρατιώτας, μέ τους οποίους εξήλθε και συνάξας άλλους τό­σους σχεδόν έκ τους τών βουνών τής επαρχίας Καρυταίνης διευθύνετο προς τό Βαλτεσινίκον νά μας πάρη τά οπίσθια νά μάς έκφοβίση νά συσταλθώμεν νά άφήσωμεν τάς θέσεις τών χωρίων 'Ακοβας κενάς καί νά περιορισθώμεν εις τά Λαγκά­δια, νά στενοχωρηθώμεν, ώστε νά δεχθώμεν οποιονδήποτε συμβιβασμόν μάς προτείνουν. Τότε καί οί Τριπολιτζιώται καί οί Καρυτινοί στρατιώται είπον προς τον Κολοκοτρώνην, δταν έφθασαν εις τά Μαγούλιανα, δτι τον ακολουθούν μέν, διά νά πέσουν είς τό μέσον καί ώς ουδέτεροι νά μεσολαβήσουν, νά παύση ή εχθροπραξία, άλλά διά νά πολεμήσωμεν ημείς τους Δεληγιανναίους είναι πράγμα αδύνατον, καθότι αυτούς καί μόνους έγνωρίσαμεν εύεργέτας προ αμνημονεύτων χρόνων εως σήμερον καί δεν μάς τό επιτρέπει ή συνείδησίς μας νά δείξωμεν τόσην άγνωμοσύνην.
Έστειλε λοιπόν ό Πλαπούτας τους αδελφούς του, καί τον σύγγαμβρόν του Πανουργιάν (καί τον άτρόμητον άνεψιόν του Άποστόλην Τασκούλιαν ή Κολοκοτρώνην λεγόμενον, τον προ τριών ετών υπηρέτην μας, τον μηδέποτε ιδόντα τό πυρ του πολέμου) μέ 600 στρατιώτας, νά κτυπήση τους αδελφούς μου καί φθάσας έκεί ήρχισεν αμέσως ό πυροβολισμός εκατέ­ρωθεν καί μετά δίωρον σύγκρουσιν άπεπειράθησαν διά νά κα­ταλάβουν έξ εφόδου τρείς οικίας είς τό άκρον του χωρίου Βυζιτσίου· τότε αναγκασθείς ό αδελφός μου έξήλθεν άπό τούς πύργους, φωνάξας τούς στρατιώτας δτι νά εξέλθουν δλοι αμέ­σως έκ τών όχυρωμάτων νά τούς κτυπήσουν κατά μέτωπον είς τό πεδίον καί έν άκαρεί τούς προσέβαλον μέ πολλήν τόλμην. Συγχρόνως έφθασαν καί ό Χρίστος Βαχλιώτης καί ό Αργύρης 'Αποσκίτης μέ 150 στρατιώτας Περαμερίσιους καί μετά ημισείας ώρας άντίστασιν τούς έτρεψαν είς τόσην άνανδρον φυγήν καί άτιμον ώστε ό αδελφός μου Δημητράκης έφώναζεν δλαις δυνάμεσι νά μήν τούς καταδιώξουν πλέον καί χυθή άδελφικόν αίμα. Καί ό πρώτος δπου έδειξε τό παρά­δειγμα τής λιποταξίας καί τής φυγής ήτον ό αρχηγός Απο­στόλης Κολοκοτρώνης, ό νυν Συνταγματάρχης τής Βασιλικής Κυβερνήσεως. Άλλ' έν τοσού τω αυτοί τούς κατεδίωξαν, τούς έβγαλαν άπ' δλα τά χωρία του τμήματος τής Άκοβας τά οποία είχον προκαταλάβει, συνέλαβον υπέρ τούς 15 καί τούς άφώπλισαν, έφόνευσαν έξ αυτών επτά καί δώδεκα έπλήγωσαν. Έφονεύθηκαν καί έκ τών ημετέρων ένας Λαγκαδινός καί ένας Διβριτσιώτης καί τέσσαρες έπληγώθησαν καί ούτως έτελείωσεν η σκηνή αυτή.
Τούτο πληροφορηθείς ό Κολοκοτρώνης, δταν έφθασεν είς τό Βαλτεσινίκον, έμεινεν εμβρόντητος, διότι ήλπιζε νά μάς σώση κατ' έλεος, καί αμέσως άλλαξε γλώσσαν. Καί, ένώ τήν προτεραίαν έλεγεν είς τήν Βυτίναν καί Μαγούλιανα καθ' ημών αναφανδόν τάς συνήθεις κομπορρημοσύνας καί μύθους του, τότε ήρχισε νά κατηγορή τον Πλαπούταν καί τούς περί αυτόν, δτι αυτοί δήθεν προσπαθούν νά τον χωρίσουν άπό τον Κανέλλον Δεληγιάννην, άλλ' αυτός θέλει μείνει αναπόσπα­στος δσον καιρόν ζήση κτλ. κτλ. κατά τήν συνήθειάν του. Καί αμέσως άναχωρήσας μέ τους γραμματικούς, ύπασπιστάς και σωματοφύλακάς του, ήλθεν είς τά Λαγκάδια, τους δέ στρατιώτας έως 700 τους άφησεν εκεί. Φθάσας δέ ήλθεν ευθείαν καί οίκόνευσεν είς τήν οίκίαν μας μέ τήν συνήθην εκείνην οικειότητα καί τό θάρρος. Καί μ' αυτόν τον τρόπον και έτι οικειότερον τον υπεδέχθημεν καί ημείς. Καί μετ' όλίγην στιγμήν ήλθον καί τά έξ μέλη της πρεσβείας καί τον έχαιρέτησαν.
Μετά διαφόρους άλλας ομιλίας έπέσαμεν καί είς τήν, ής ό λόγος, άποστολήν των. Άλλ' είς τήν στιγμήν έκείνην κατά σύμπτωσιν έφθασαν καί οί απεσταλμένοι μου είς τά διάφορα μέρη, ό είς κατόπιν του άλλου φέροντες τάς άπαντήσεις άπ' όσους έγραφον νά έλθουν είς βοήθειάν μας. Καί ό μεν Παπατσώνης μετά των άλλων έγραφον ότι έφθασαν είς τον κάμπον της Καρύταινας εις του Ντεντέμπεη, οί Μαυρομιχάλαι καί ό Γεωργάκης Γιατράκος είς του Σκορτσινού καί Λεοντάρι, επίσης καί όλοι οί άλλοι ότι έξεκίνησαν καί προφθάνουν τήν επαύριον. Έδωκα τά ίδια γράμματα καί τά άνέγνωσαν τα μέλη της πρεσβείας παρόντος καί του Κολοκοτρώνη προς πληροφορίαν τους καί έμειναν άπαντες άφωνοι καί έντρομοι.
Τότε έν μιά φωνή μάς λέγουν, ότι όχι μόνον ή επαρχία Καρύταινας καταστρέφεται, αλλά όλη ή πατρίς είς τοιαύτας κρισίμους περιστάσεις καί μέ πολλήν συντριβήν καρδίας μας ορκίζουν εις τον Θεόν καί τήν άγωνιώσαν πατρίδα, μάς προτρέπουν, μάς παρακαλούν, νά μήν καταδεχθώμεν ήμείς, ένεκα μιάς έκδικήσεως, νά καταστραφή ή πατρίς, αλλά νά γράψωμεν νά μείνουν όλοι οί ώς ανωτέρω ερχόμενοι είς τάς θέσεις είς ας ευρέθηκαν καί οποιονδήποτε συμβιβασμόν έπι θυμώμεν καί οποιανδήποτε ίκανοποίησιν άπαιτώμεν, αύτοί ύπόσχονται καί έγγυούνται νά τήν αποπερατώσουν εντός 24 ωρών. Καί αν δέν τους άκούση ό Πλαπούτας τότε άς κάμωμεν ό,τι θέλομεν. Τους άπαντήσαμεν μέ πολλήν μετριοφροσύνην, ότι και τήν Κυβέρνησιν σεβόμεθα και εις τάς διαταγάς της πειθόμεθα και τα υποκείμενά των έκτιμώμεν κατ' άξίαν και δεν καταδεχόμεθα να άπαιτήσωμεν ουδεμίαν ίκανοποίησιν πλέον και τοιούτους αγενείς και απο νενοημένους ανθρώ­πους, καθότι τήν έλάβομεν μόνοι μας, και άν θέλωμεν και σή­μερον τούς καταστρέφομεν, άλλα κηδόμενοι της πατρίδος και σεβόμενοι τήν καταγωγήν της οικογενείας μας και προς χά­ριν αυτών τών φίλων μας, τα παραβλέπομεν δλα και ύποχωρώμεν. Τούτο μόνον άπαιτούμεν, να διαλυθώσιν οί περί τον Πλαπούταν, να άπέλθη έκαστος εις τα ίδια. Και άφού πληροφορηθώμεν τούτο, τότε γράφομεν και ημείς τών συγ­γενών και φίλων μας και οπισθοδρομούν και επανέρχονται εις τα ίδια.
Εύχαριστήθησαν δι' αυτήν τήν γενναίαν συγκατάθεσιν και μετριοπάθειάν μας, εξέθεσαν απείρους επαίνους και εύγνωμοσύνας και αύθωρεί άνεχώρησαν μετά του Κολοκοτρώνη και άπήλθον εις του Σέρβου, δπου εύρόντες τό Πλαπούταν, του έδιηγήθηκαν όλα τ' ανωτέρω και ότι είναι εγγύς ή κατα­στροφή του άν έπιμείνη, και μετά τρεις ώρας μάς έγραψαν ότι έπείσθη και παρεδέχθη όσα τον είπον, καί ότι τον ύπεχρέωσαν νά άπέλθη εις τον Πύργον αμέσως καί ό Κολοκο­τρώνης εις τήν Καρύταιναν, νά στρατολογήση διά τήν πολιορκίαν τών Πατρών. Παρεκίνουν δέ καί έμέ καί μέ παρεκάλουν νά υπάγω μ' όλον τό στρατιωτικόν σώμα εις Πάτρας, καί νά μεσολαβήσω νά συμβιβάσω καί νά φιλιώσω τον Κολοκοτρώνην μέ τον Ζαΐμην, καί ότι άπό αυτήν τήν ένωσιν ήλπιζαν μεγάλα αποτελέσματα, καί άλλους τοιούτους κολα­κευτικούς λόγους μέ έξεφράζοντο, καί ότι έκείνην τήν στιγ­μήν άνεχώρησαν ό Πλαπούτας καί ό Κολοκοτρώνης καί άπήλθον εις του Παλούμπα, οί στρατιώται όλοι διελύθησαν ευθύς καί άπήλθον εις τά ίδια έκαστος· αυτοί δέ ότι άνεχώρουν έκείνην την ώραν δια την Τριπολιτσάν και εκεί περιμέ­νουν την άπάντησίν μου. 'Αλλ' ουδέ τους απήντησα πλέον. Τότε διελύσαμεν και ημείς τους συναχθέντας στρατιώτας, έγράψαμεν αμέσως και των ερχομένων δτι έτελείωσεν αύτη ή σκηνή και τάς προς αύτούς ευχαριστίας και εύγνωμοσύνας μας και υπέστρεψαν άπαντες εις τά ίδια. Τοιούτον τέλος έλαβεν αυτός ό άθλιος δια την πατρίδα και λυπηρός δι' ημάς εμφύλιος πόλεμος καί έχύθη αίμα άδελφικόν.
Ό Κολοκοτρώνης και ό Πλαπούτας άπήλθον είς τον Πύργον καί Γαστούνην, υπό τό πρόσχημα δτι θά υπάγουν είς τήν πολιορκίαν των Πατρών (ήτις ήτον αδύνατον να γίνη τον Δεκέμβριον καί τον Ίανουάριον), άπέρασαν τους μήνους αυτούς έκεί τρώγοντες, πίνοντες καί καταβασανίζοντες τους κατοί­κους, τρεφόμενοι υπέρ τάς 2.000 άπό τους ιδρώτας αυτών χωρίς κανένα αποτέλεσμα, διακηρύττοντες δέ είς τον λαόν καί είς τους μη είδότας δτι έμελλον νά παραδοθούν είς τον Κολοκοτρώνην οί Λαλιώται Τούρκοι, νά παραδώσουν προς αυτόν καί τό φρούριον Πατρών, ένώ αυτοί δεν έδοκίμασαν ούδεμίαν στενοχωρίαν ή πείναν, καθότι τους υπήγαινον πάντοτε τροφάς καί δλα τ' αναγκαία τά Αυστριακά καί τά Ευρωπαϊκά πλοία. 'Αλλά ποίος ήδύνατο νά πιστεύση τοιαύτα όνειροπολήματα καί αναίσχυντα ψεύδη; καθότι είναι όμολογούμενον, δτι διά νά παραδώσουν οι Τούρκοι είς Χριστιανούς φρούριον άνευ μεγάλης απελπισίας, ουδέποτε καί είς κανένα αίώνα ήκούσθη ή συνέβη τοιούτον τι αλλά τό εναντίον έτρωγον μάλιστα τά κρέατα τών άπεθαμένων αδελφών τους, άλλά φρούριον ποτέ δέν έπαράδωκαν καί άναιδώς γράφουν οί ψευδο ϊστοριογράφοι κόλακές των δτι οί Λαλαίοι ήδύναντο νά παραδώσουν τά φρούρια τών Πατρών οίκοθεν, ή διά μέσον του Ζαχαριάδη (καθώς φλυαρούν) είς τον Κολοκοτρώνην διά διακοσίας χιλιάδας γρόσια. Καί καταντά τοσούτον άπίστευτον καί εις τον κοινόν νουν έχοντα νά πιστεύση, δτι ήδύναντο οί Λαλαίοι, έως χίλι­οι, όπου έμειναν απέναντι εξ ή επτά χιλιάδων άλλων Τούρ­ κων, νά παραδώσουν τά φρούρια είς τον Κολοκοτρώνην. Αυτά τά διέσπειρον επίτηδες διά νά προσβάλουν τήν ύπόληψιν τών προυχόντων, νά τους εκθέσουν είς τό κοινόν, δτι αυτοί δήθεν δεν αφήνουν τον Κολοκοτρώνην νά ελευθερώση τήν 'Αχαΐαν. 'Αλλ' άπό τοιαύτα καί άπό τοιούτους δεν έξεπλήττετο ουδείς εξ ημών, μάλλον τούς έκαταφρονούσαμεν καί τους οίκτείρομεν έχοντες πάντοτε τον μόνον σκοπόν τήν σωτηρίαν της πατρίδος.
Διαμείνας έγώ ημέρας τινάς είς τήν πατρίδα μου Λαγκά­δια μετά τά ανωτέρω συμβάντα καί θέσας τά πάντα είς μίαν λέξιν άπήλθον είς Τριπολιτσάν, δπου κατώκουν μετά τής οικογενείας μου, διακείμενος άδιαφόρως καί άμερολήπτως καί είς τά δύο άντιφερόμενα πολιτικά κόμματα. Εύρέθην δέ είς έκείνην τήν έποχήν μεταξύ σφύρας καί άκμονος είς τήν πλέον δυσάρεστον θέσιν, καθότι είς τό έν μέρος ύπήρχεν ό Πετρόμπεης, τον όποίον είχον φίλον καί σύντροφον προ τού αγώνος, είς τον αγώνα καί μετά τον αγώνα, τον ήγάπησα πάντοτε καί τον έσεβάσθην διά τον ζήλον καί τήν άγάπην, τά όποία είχε διά τήν πατρίδα, ήτον ό γέρων Κολοκοτρώνης, μέ τον όποίον συνέδε­σα συγγενικόν δεσμόν τού υιού του μετά μιάς καί μόνης θυγατρός ήν είχον, καί μ' δλας τάς έπιβουλάς καί καταδρομάς, τάς οποίας ύπέστην άπό τούς υιούς του καί άπ' δλους ανεξαιρέτως τούς συγγενείς του, δέν μού τό έσυγχωρούσεν μήτε ή συνείδησίς μου, μήτε ή κοινωνική μου θέσις νά τον έπιβουλευθώ, μή­τε ν' αποχωρισθώ άπ' αυτού, αν δέν έδίδοντο προφανείς αίτίαι άπό τον ίδιον καί έφέρθην πάντοτε μέ τον αυτόν συγγενικόν τρόπον, διά νά μήν δώσω αίτίαν δυσαρεσκειών, έλπίζων πά­ντοτε, δτι μέ τον καιρόν νά διαλυθούν δλαι αύται αι σκευωρίαι. Άλλά τό ομολογώ δτι έμεινα απατημένος άπό τάς έπιβουλάς των, ήτον και ό αδελφός μου, ό Αναγνώστης, ό Σωτήριος Χαραλάμπης, ό επίσκοπος Μοθώνης και άλλοι, μέ τους όποίους ουδέποτε εύρέθημεν είς διαφωνίαν. Τον δε Ζαΐμην τόν είχον γαμβρόν έπ' αδελφή, σύντροφον, συναγωνιστήν, της αυτής καταγωγής, ανατροφής και τάξεως καί πάντοτε συνεπάθομεν είς δλας τάς περιστάσεις καί συνεκινδυνεύσαμεν ει απείρους μάχας.
Είς αυτήν, λέγω, την περίστασιν ό Ζαΐμης δεν ήτο πλέον δυνατόν να είναι φίλος καί σύντροφος μέ τον Κολοκοτρώνην τον Πετρόμπεην, τον Σωτήρην Χαραλάμπην καί λοιπούς το κόμματός των, καθότι οί Λονταίοι καί οί πλείστοι των άντιπολιτευθέντων καί άποκηρυξάντων έκπτωτον τό Έκτελεστικόν βουλευταί ήτον φίλοι του Ζαΐμη. Αυτοί έδιόρισαν και τό νέον Έκτελεστικόν του Κουντουριώτη καί λοιπών και ήνώθηκαν μέ αυτούς. Δέν ήτο λοιπόν δυνατόν νά άποχωρισθή καί νά ένωθή μέ τό έκπτωτον καθότι είδε πραγματικήν την έπιβουλήν του, διότι έδιόρισε τον Κολοκοτρώνην άρχηγόν εις την πολιορκίαν των Πατρών λόγω πολιορκίας, πράγματι δε διά την έξόντωσιν του Ζαΐμη.
Δι' αυτά καί δια πολλούς λόγους άλλους ήναγκάσθη και ήνώθη μέ τό νέον σύστημα του Κουντουριώτη. Έγώ μάλιστα κατ' έκείνην την έποχήν ήμην δυσαρεστημένος από τόν Ζαΐμην καί τον Λόντον διά τον έπίβουλον τρόπον τους, οίτινες άφού δέν ηθέλησαν νά μέ δώσουν ούδεμίαν συνδρομήν είς τήν μετά του Πλαπούτα προ ολίγου καιρού πάλην, έπεθυμούσαν μάλιστα νά μέ ταπεινώσουν καί νά μέ συντρίψουν δια σκοπούς ιδιοτελείς καί μέ προέτρεπον νά υποκύψω είς τή βίαν διά νά έχω πάντοτε τήν ανάγκην τους, καί έκτοτε διεκόπησαν αί μεταξύ μας σχέσεις καί πάσα αλληλογραφία.
Κατά τά μέσα Ιανουαρίου 1824, βλέπων τό πάλαι Έκτελεστικόν του Κολοκοτρώνη δτι άφού άπεκηρύχθη έκπτωτον από την βουλήν και εδιορίσθη το νέον και υποπτευθέν ότι ήδύνατο ή νέα Κυβέρνησις υπό τήν αιγίδα της Κολοκοτρωναϊκής μερίδος. Έγώ τότε έκατοικούσα οικογενει­ ακώς προ πολλού καιρού εις τήν Τριπολιτσάν, είχον συχνά συνεντεύξεις μετά τών άνω ειρημένων, με τους οποίους με συ­νέδεε δεσμός φιλικός, καθότι ήτον όλοι συναγωνισταί μου (έκτός ολίγων τινών μέ τους οποίους δεν είχον σχέσιν).
Ή νέα Κυβέρνησις ένδυναμωθείσα αρκούντως εις τό Κρα­νίδι (επειδή καί έλαβεν έκεί τήν πρώτην δόσιν του Αγγλικού δανείου) έλαβε τό μέτρον καί τήν εις Τριπολιτσάν υποτιθεμένην Κυβέρνησιν νά διάλύση καί τά φρούρια όλα νά λάβη υπό τήν κυριότητά της καί τήν αύθαίρετον αύθάδειαν τών Κολοκοτρωναίων νά συστείλη, νά τους κάμη ώστε νά εννοήσουν ότι καί αυτοί νά πείθωνται είς τους νόμους καί εις τήν Κυβέρνη­σιν του Έθνους, καθώς καί οί λοιποί Έλληνες. Διέταξε λοιπόν κατ' επανάληψιν τον Πάνον νά παραδώση τά φρούρια είς τήν Κυβέρνησιν του Έθνους, καθότι έλαβε σοβαράς καί μεγάλας υπονοίας από αξιοπίστους πηγάς ότι ό Πάνος Κολοκοτρώνης καί ό αδελφός του Γενναίος διεπραγματεύοντο μυστικώς μέ τον υποναύαρχον της κατά τό Μεσόγειον Γαλλικής Μοίρας Δερινύ νά πωλήσουν τους δύο πασιάδες, Άλή πασιάν καί Σελήμ πασιά (ευρισκομένους είς Ναύπλιον), διά εκατόν χιλιάδας ισπανικά τάλληρα, τους οποίους τους έζήτησε κατ' έκείνας τάς ημέρας άπό τήν νέαν Κυβέρνησιν καί δεν εδέχθη νά τους δώση. 'Ωστε ούται αί υπόνοιαι απέβησαν πραγματικαί, καθότι κατά τάς 22 Μαίου ήγκυροβόλησεν είς τον λιμέ­να του Ναυπλίου έν πολεμικόν Γαλλικόν πλοίον μέ τά χρή­ματα ίνα πάρη τους πασιάδες καί τήν έπιούσαν έφθασε μία πο­λεμική κορβέτα διά τον αυτόν σκοπόν. Ή νέα Κυβέρνησις έπρόβλεψε καί έπρόλαβε καί έστειλε τον Ρόδιον μέ στρατιώτας τήν νύκταν έκείνην καί κατέλαβε τό Βούρτζι, έπιθαλάσσιον φρούριον. Ό Πάνος, μή γνωρίζων τούτο, έστειλε τον Κουβαράν είς τό πλοίον διά νά λάβη τά χρήματα καί νά του παραδώση τους πασιάδες. Ό Ρόδιος έστειλε ευθύς καί συνέ­λαβε τήν λέμβον καί τον Κουβαράν καί τούς έφερον έκεί καί έρωτήσας αυτόν πού ύπήγαινεν, ώμολόγησεν ότι ύπήγαινε νά λάβη τά χρήματα νά δώση τούς πασιάδες, μή γνωρίζων ότι ό Ρόδιος ήτο διατεταγμένος από τήν Κυβέρνησιν. 'Οθεν αυτόν μέν τον έφυλάκισε, προς δέ τούς πλοιάρχους άνήγγειλεν ότι νά αναχωρήσουν αμέσως καθότι είναι είς τήν δυσά ρεστον ανάγκην νά τούς κανονοβολήση. Καί άνεχώρησας ευθύς.
Ό Πάνος απήντησε μετά του Νικηταρά πάλιν τά ίδια είς τήν Κυβέρνησιν, ότι τοιαύτην Κυβέρνησιν συστηθείσαν παρα­νόμως δεν τήν γνωρίζουν, άλλ' όταν συγκροτηθή Εθνική Συνέλευσις καί αύτη διορίση νομίμως Κυβέρνησιν τότε τήν γνω­ρίζουν, άφού προηγουμένως τούς πλήρώση υπέρ τό ήμισυν έκατομμύριον γρόσια διά μισθούς της φρουράς (τά όποία έφερον από τήν Ζάκυνθον όταν ήλθαν άπό τά πλούτη τους, καί τά έξώδευαν είς τάς άνάγκας του Έθνους)! Τότε ή Κυβέρνησις, άναγκασθείσα, έδιόρισε τον Ζαΐμην, τον Λόντον, τούς Γιατράκηδες καί τον Παπαφλέσσαν μέ τον άδελφόν του τον Νικήταν καί άλλους νά πολιορκήσουν τό Ναύπλιον διά ξηράς καί θαλάσσης μέ στενόν άποκλεισμόν, νά πολιορκήσουν καί τήν Τριπολιτσάν ώστε νά διαλυθή αυτό τό αύθαίρετον σύστη­μα. Διευθυντής δέ αυτών τών δύο πολιορκιών έδιορίσθη ό Ζαΐμης, ό όποίος φθάσας έξωθεν του Ναυπλίου προσεκάλεσε τον Πάνον νά παραδώση τό φρούριον είς τήν Κυβέρνησιν νά έβγη είς τήν Νάριον νά ανταμώσουν, νά ομιλήσουν, διά νά συμβιβάσουν τάς διενέξεις, νά παραδώση τά φρούρια έντίμως καί άνευ ζημίας του, νά διατηρηθή δέ καί ή αξιοπρέπεια τής Κυβερνήσεως. Άλλ' αυτοί, μέ τήν χαρακτηρίζουσαν αυτούς προπέτειαν, απήντησαν ώς καί πρότερον, ώστε αναγκασθείς ό Ζαΐμης έκήρυξε τό Ναύπλιον είς άποκλεισμόν διά ξηράς καί θαλάσσης επισήμως. Τότε έγραψε καί είς έμέ συγγενικώς ότι (μ' όλον όπου είμεθα δυσαρεστημένοι ένεκα τών όσων εξέθε­σε όπισθεν συμβεβηκότων μετά του Πλαπούτα) νά μήν ανα­μιχθώ είς τάς έθνοκτόνους παρανομίας τών είς Τριπολιτσάν συναθροισθέντων ολίγων ανθρώπων ώς σώμα Κυβερνήσεως, καθότι ή Κυβέρνησις έλαβε τό μέτρον νά τους πολιορκήση καί νά τους διαλύση καί ότι έδιορίσθη αυτός νά εκτελέση τήν διαταγήν καί είναι αναγκασμένος νά έλθη νά τήν βάλη είς ένέργειαν, καί ότι είναι γνώμης νά αποσυρθώ είς τήν πατρίδα μου Λαγκάδια, όχι νά σταθώ αδιάφορος καί αμερόληπτος, καί ότι δέν επιθυμεί, μήτε δίκαιον είναι, νά φανώμεν διηρημένοι ένε­κα τών προηγουμένων έκτακτων εκείνων περιστά σεων, καί άλλα τοιαύτα, καί μέ προέτρεπε μάλλον νά σταθώμεν αμφό­τεροι σύμφωνοι μέ τό πνεύμα της Κυβερνήσεως καί όχι κακώς έμπαθώς καί ψευδώς αναφέρει είς τον Βονιτόμον της Χαλιμάς του τό τυφλόν όργανον του ναπισμού, ό άθλιος Σπηλιάδης, σελίδαν 18, ότι ό Λόντος έγραφεν είς τήν Κυβέρνησιν, ότι Έλλην καί χρυσός έγιναν συνώνυμα καί ότι ώμίλησεν μέ τον Κανέλλον Δεληγιάννην καί τον εύρεν εύκαμπτον είς τό μέρος τους καί ότι άν ήτον υπόνοια ώς προς τό πιστόν του Πλαπούτα νά ληφθή φροντίς υπέρ του Κανέλλου κτλ.

ΠΗΓΕΣ: ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Πηγή

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α

Απογραφές
Η επαρχία του Λιονταριού (1461)
Η Καρύταινα (Λιοντάρι) (1512-1520)
Ο Δήμος (kaza) της Καρύταινας (1566-1574)
Χωριά Γορτυνίας (1700-1830)
Χωριά και αριθμός οικογενειών Γορτυνίας (απόγραφή Pouqueville)
Απογραφή Γορτυνίας (1834)
Απογραφή Αρκαδίας (1834)
Απογραφή Γορτυνίας (1852)

Ονόματα
Σκορτινοί (13-14ος αιώνες)
Κροκόντηλοι-Αγ.Γεώργιος των Σκορτών (13-15ος αιώνας)
Δημητσανίτες (1461-1574)
Μέλη δημοτικού συμβουλίου Τριπολιτσάς (1700)
Ονόματα στρατιωτικών των Κολοκοτρωναίων (1821)
Γορτύνιοι Πολιτικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Αξιωματικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Φιλικοί (1821)
Ονόματα Λαγκαδινών (1822-3)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Α (1823)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Β (1823)
Προαγωγές Γορτυνίων στρατιωτικών (1824)
Δημοτικοί εισπράκτορες Γορτυνίας (1836)
Δήμαρχοι και Πάρεδροι Γορτυνίας (1841)
Φύλλα ποιότητας Δημάρχων και παραγόντων της Γορτυνίας (1849-1850)
Εκλογικά έγγραφα Γορτυνίας [1843 - 1862]
Εκλογικός κατάλογος Γορτυνίας (1865)
Επώνυμα Γορτυνίων 1865 (δήμοι Γόρτυνος, Ελευσίνος, Κλείτωρος και Μυλάοντος)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Λαγκαδίων και Νυμφασίας)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Τρικολόνων και Τροπαίων)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Ηραίας και Θέλπουσας)
Επώνυμα κατοίκων δήμων Φαλάνθου (1879) και Θεισόας (1843)
Μικρά ονόματα Γορτυνίων (19ος αιώνας)

Τοπωνύμια
Mετονομασίες οικισμών Αρκαδίας (1920)
Μεσσαρέα
Τοπωνύμια Βυτίνας
Τοπωνύμια Βάχλιας
Τοπωνύμιο Τσιπιανά
Τοπωνύμιο Ψάρι
Τοπωνύμιο Αρτοζήνος
Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων
Nτρομπολιτσά- Tριπολιτσά- Tρίπολη : μια ιχνηλάτηση
Γορτυνιακά τοπωνύμια σλαβικής ετυμολογίας
Στα χνάρια του περιηγητή Παυσανία στην Αρκαδία
Συνοικισμός Μεγάλης Πόλεως

Διάλεκτοι και Ιδιώματα
Το αρχαίο αρκαδικό γράμμα "Τσαν"
Η αρχαία αρκαδοκυπριακή διάλεκτος
Σύγκριση γορτυνιακού με άλλα ιδιώματα στο φωνολογικό επίπεδο
Συνοπτική παρουσίαση γορτυνιακού ιδιώματος
Το φαινόμενο του τσιτακισμού στα πελοποννησιακά ιδιώματα
H συνθηματική γλώσσα των Λαγκαδινών μαστόρων
To ιδιωματικό στοιχείο στη γλώσσα των απομνημονευμάτων του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη

Ιστορικά θέματα (επιλεγμένα)
Πασάς Mαυραειδής Φαρμάκης
Ιστορική γεωγραφία Αρκαδίας (395-1209)
Δοξαπατρήν τον λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ένι
Λυκάων της Αρκαδίας
Φωτάκος: Μάχη εν Τρικόρφοις - 23 Ιουν. 1825
Κανέλλος Δεληγιάννης: Πολιορκία Λάλα
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαιΐου 1821)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη της Γράνας
Κανέλλος Δεληγιάννης: Έξοδοι Δράμαλη από την Κόρινθο
Κανέλλος Δεληγιάννης: Γορτυνιακός εμφύλιος (1823) και αρχές του γενικού εμφυλίου (1824)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Μάχες στο Άργος, Δερβενάκια, Αγιοσώστη, Αγιονόρι
Κανέλλος Δεληγιάννης: Α' Πολιορκία Μεσολογγίου
Κανέλλος Δεληγιάννης: Εκστρατεία στη Δυτ. Ελλάδα, Μάχη του Πέτα
Καταστροφή Ζάτουνας - Απρίλιος 1779
Αναφορές για τα επεισόδια στη Γορτυνία (Ιουν. 1823)
Αναφορά επαρχίας Καρύταινας (Δ' Εθνοσυνέλευση, Άργος 1829)
Επιστολή κατά Κολοκοτρώνη (Εμφύλιος 1823)
Ο Μοραΐτης Πυρπολητής του 1821
Τα άρματα της Καρύταινας (1821)

Μελέτες
Βυζαντινή κρατική ιεραρχία και στρατιωτική οργάνωση
Κυρ Ιωάννης ο Τζερνοτάς
Τάμα στον Δία – Αχαιοί εναντίον Γαλατών (120 π.Χ.)
Στοιχεία για την οθωμανική Ελλάδα
Προδοσίες και θυσία στη Μολδοβλαχία το 1821
Η παράδοση της Πόλης το 1453
Σύντομη ιστορία της Πελοποννήσου (2ος αι. π.Χ – 7ος αι. μ.Χ.)
Το Πασαλίκι του Μοριά
Τα παράπονα των Ανθενωτικών (1450)
Μοραΐτες Οπλαρχηγοί του 1821
Η μάχη της Πελαγονίας (1259 μ.Χ.)
Φορεσιά και Άρματα το 1821
Η Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο
Αυτόχθονες εναντίον Ετεροχθόνων
Αλαμανικός φόρος και βυζαντινά μνημόνια