Μπρίνια. Εδώ διεξήχθη η τελική φάση της μάχης την Πρινίτσας.
[...]
Ουδέν ηθέλησεν ποσώς εκείσε να αργήση
επήρε τους καβαλλαρίους, όπου είχε μετ'εκείνον,
κ' υπάγαινεν εβλέποντα τα κάστρη και τες χώρες
κι ολόρθα εδιάβηκεν στην Λακεδαιμονίαν . . .
Και ως τους είδαν οι Ρωμαίοι, που ήσαν του βασιλέως
εκείθεν εκ τον Μυζηθράν απάνω απέ το κάστρο
ελόγισαν, εσκόπησαν ότι μάχην γυρεύουν
οι Φράγκοι γαρ μετ'εκεινούς ήγουν δε τους Ρωμαίους[7].
Ενημερώθηκε ο Αυτοκράτορας και του έστειλε αρκετό στρατό με αρχηγό τον αδελφό του Κωνσταντίνο και ένα διακεκριμένο στρατηγό τον Μιχαήλ Καντακουζηνό και με βοηθούς του δυο ανώτερους αξιωματούχους τον Φίλη και τον Μακρινό. Στρατολόγησε γι αυτή την εκστρατεία ένα σώμα 1500 Τούρκων, μεγάλο αριθμό φιλοπόλεμων Ελλήνων από την Μικρά Ασία και 6000 ιππείς τους οποίους χώρισε σε δέκα οκτώ ίλες και και τον Αύγουστο του 1263 μ.Χ. κινήθηκε εναντίον της Φράγκικης πρωτεύουσας της Ανδραβίδας.
Ο Γουλιέλμος για ν' αντιμετωπίσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε αφού έθεσε σε κατάσταση αμέσου επεμβάσεως ένα σώμα Φράγκων με διοικητή τον Ζαν ντε Καταβά στην περιοχή των Κρεστένων μετέβη στην Κόρινθο για να ζητήσει τη βοήθεια των μεγάλων υποτελών του.
[...]
Στη Πρινίτσα λοιπόν έφθασε την τρίτη μέρα της εκστρατείας του ο Κωνσταντίνος αφού προηγουμένως ένα απόσπασμα τούρκικο πήγε στην Ίσοβα και έκαψε το καθολικό μοναστήρι της Παναγίας, τα ερείπια του οποίου σωζονται μέχρι σήμερα στο χωριό Τρυπητή. Εκεί στην Πρινίτσα, κοντά στις ισχυρότερες βαρωνίες της Πελοποννήσου, προφανώς χωρίς να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, χωρίς να γίνει διασπορά του μεγάλου όγκου των δυνάμεων, χωρίς επίσης να προβεί στον έλεγχο των διαβάσεων για τον περιορισμό της δράσεως του εχθρού και την αποφυγή πρόκλησης πανικού διανυκτέρευσε ο στρατός του Αυτοκράτορα:
Επι της αυρίου εκίνησαν και ήλθαν στην Λιοδώραν,
το παρεπόταμον του Αλφέως ολόρθα εκατεβαίναν
στην Ίσοβαν εδιάβηκεν αλλάγι από τους Τούρκους,
το μοναστήρι εκάψασιν, εδε αμαρτία που εγίνη.
Απαύτου εκατέβησαν ολόρθα εις την Πρινίτσαν,
εκεί κατούνες έπιασαν, εστήσασιν τες τέντες.[9]
[..]
Αυτές τις παραλείψεις του αυτοκρατορικού στρατού φαίνεται πως εκμεταλεύτηκαν οι Φράγκοι υπό τον μπαϊλο[10] Ζαν ντε Καταβά οι οποίοι ενώ ευρίσκοντο στη περιοχή των Κρεστένων πληροφορήθηκαν τις προθέσεις του Κωνστατίνου και εκινήθηκαν αμέσως προς Ίσοβα, βρήκαν τα ίχνη του τούρκικου αποσπάσματος που έκαψε το μοναστήρι και το ακολούθησαν κρυφά μέχρι το χώρο στρατοπεδεύσεως. Εκεί παρακολούθησαν τον αυτοκρατορικό στρατό[11], εκμεταλεύτηκαν τις αδυναμίες οργανωσεώς του, τα μειονεκτήματα του εδάφους, τα ελλειπή μέτρα ασφαλείας και αποφάσισαν να επιτεθούν εναντίον του αιφνιδιαστικά για να προκαλέσουν πανικό στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο:
Απήρεν τους κι ανέβαινεν τα μέρη των Κρεστένων
γυρεύοντα , κατερωτών, το που είναι τα φουσσάτα
του βασιλέως, όπου έρχονται στον κάμπον του Μορέως
κι ως έμαθεν ότι έσωσαν[12] εκείσε εις την Πρινίτσαν,
στο παραπόταμο του Αλφέως εσέβη δια να οδεύη.
Κι ως ηύρεν την καρφολασίαν εκείνου του φουσσάτου ,
εσέβην εξωπίσω τους κ' έρχετο ελάμνοντά τους .
Κι όταν ηλθε και απέσωσεν σε μίαν μικρήν κλεισούραν . . .
κ είδαν τους κάμπους εκεινούς γεμάτους τα φουσάτα . . .
αιφνίδια γαρ εξέβησαν εις τα φουσσάτα εκείνα.[13].
...Πράγματι η μικρή δύναμη των Φράγκων δεν θεωρήθηκε σαν σοβαρή απειλή από τον Κωνσταντίνο ο οποίος όταν τους είδε είπε ειρωνικά:
"προγεματίτσιν γαρ μικρόν εβλέπω ότι μας ήλθεν[14]"
και έστειλε χίλιους ιππείς για να τους αποκρούσουν. Βέβαιος για την νίκη παρακολουθούσε την εξέλιξη της μάχης από την τέντα του, όταν ξαφνικά βλέπει νάρχονται προς το μέρος του τα φράγκικα φουσσάτα. Προκειμένου να σώσει την ζωή του ανέβηκε στο άλογο του και μέσα από μονοπάτια με την βοήθεια ανθρώπου του τόπου, όπου έξευρε κι απείκαζεν το μέρος της Πρινίτσας[15]", κατέφυγε στο Μυστρά, αφήνοντας τους στρατιώτες του να σωθούν στα δάση [16] .
Η μάχη άρχισε το πρωί και τελείωσε το μεσημέρι
"οι Φράγκοι απεσώσασιν ώρα μεσημερίου".
Ο αυτοκρατορικός στρατός εγκατέλειψε την περιοχή [17] και άρχισε να φεύγει ατάκτως προς ανατολάς
"εις τους δρυμώνες έφυγαν εκεί πρός τον στρατέαν"
ακολουθώντας το δρομολόγιο (στρατέα, στράτα) προς Σέρβου
"στούς τόπους εκείνους τους σκληρούς τους πολλά δασωμένους"
Εκεί στα δάση της Πρινίτσας , η περιοχή επίσημα αναφέρεται ως Πρινιάς που σημαίνει πουρναρότοπος ( πρίνος = πουρνάρι), οι ντόπιοι σήμερα το λένε Μπρίνια[18], δόθηκε το τελευταίο χτύπημα στον πανικόβλητο αυτοκρατορικό στρατό.
[...]
Έμειναν στον ιστορικό χώρο που υπήρξε το κέντρο μαχών και αψιμαχιών μεταξύ Βυζαντινών και Φράγκων από το 1263 μέχρι το 1320 οπότε η περιοχή κατελήφθη από τους βυζαντινούς, γιατί εκτός από την τελική φάση της μάχης της Πρινίτσας σ'αυτή την ίδια περιοχή μερικούς μήνες αργότερα την άνοιξη του 1264 έγινε η συγκέντρωση των ιδίων αντιπάλλων δυνάμεων για μια μάχη, γνωστή ως "μάχη των Σεργιανών", η οποία απεσοβήθη την τελευταία στιγμή λόγω θανατηφόρου πτώσεως του Μιχαήλ Καντακουζηνού από το αλογό του. Μερικοί αμφισβητούν το γεγονός, τοπικά και χρονικά, αλλά όπως σωστά διευκρινίζει ο Σμίττ, ο οποίος στο βιβλίο του πραγματεύεται τις σχέσεις των παραλλαγών του Χρονικού και των χειρογράφων, τα Σέρβια, Σεργιανά, Σερβιανά είναι το ίδιο χωριό του Σέρβου, "εν και το αυτό χωρίον γειτνιάζον εις την Πρινίτσαν[22]".
[...]
Χρηστος Αθ. Μαραγκός
(Το πλήρες κείμενο στην Πηγή)