Η ιστοσελίδα περιέχει δημοσιεύσεις κειμένων και ιστορικών πηγών που αφορούν την ιστορία της Αρκαδίας, κυρίως τις περιοχές της Γορτυνίας και του Μαινάλου, καθώς επίσης και ορισμένες ερασιτεχνικές ιστορικές μελέτες γενικότερου ενδιαφέροντος.

Ρητά και Έργα του Γέρου Κολοκοτρώνη (κατά παράδοσιν)


Μερικὰ ὁ ἐκδότης ἤκουσεν ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἡ ὀνομασία Γέρος τοῦ ἐγεννήθη, ἐπειδὴ ἦτο πολύξερος, ἔξυπνος, εἶχε πονηρίες. Ὅθεν καὶ τὸ τραγούδι τοῦ παλαιοῦ χαλασμοῦ τῶν Κολοκοτρωναίων: «Ὁ Θοδωράκης πολὺ πονηρεμένος - Ἐγλύτωσε ὁ καημένος». - Εἰς τὰ ἔθνη, ὁποὺ ἡ παιδεία δὲν εἶναι ἐξαπλωμένη καὶ ἡ ἐπιστήμη δὲν φωτίζει τοὺς νέους, οἱ γέροντες ἔχουν τὰ πρωτεῖα τῆς γνώσεως· ὅποιος εἶδε πρωϊμώτερα τὸν ἥλιο, ἔχει καὶ πρᾶξιν περισσότερη τῆς ζωῆς.
Ἀπέδιδεν εἰς τρία αἴτια τὰς νίκας τοῦ Ἰμβραῒμ πασᾶ: αʹ ὅτι ἡ Τριπολιτσὰ ἐσώζετο καὶ τὴν εἶχε κέντρον, βʹ εἰς τοὺς Τούρκους τοὺς σκλάβους τοὺς ἐντοπίους, καὶ γʹ εἰς τὴν φυλάκισιν τῶν ὁπλαρχηγῶν.
Ὁ Μάρκος Μπότσαρης ἔλεγεν: εἶχε πολλὴν νοημοσύνην. Ὁ Φῶτος Τζαβέλας: ἦτον τὸ τέλειο.
Ἀπέδιδε τὴν ἐπιρροήν του εἰς τὴν Πελοπόννησον εἰς τὰ ἀκόλουθα: Οἱ ἀνδρειότεροι τῆς Πελοποννήσου δὲν ἐζοῦσαν πλέον εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπαναστάσεως. Τὸ ὄνομα τῆς οἰκογενείας του. Ἡ εἴδησις ὁποὺ εἶχε τῶν τόπων διὰ τὴν περασμένην του κλέφτικην ζωήν, καὶ τέλος ἐγνώριζε καὶ ὁμιλοῦσε εἰς τοὺς ἐντοπίους τὴν γλώσσαν των. Ἂν ἐζοῦσαν, ἔλεγεν, οἱ παλαιοί, ἠθέλαμεν κυριεύσει μὲ εὐκολίαν τὴν Πελοπόννησον τὸν πρῶτον χρόνον.
Ἐδιηγεῖτο πολλὰ θαύματα τῆς πλατομαντείας, καὶ ἐπίστευε κάποτε εἰς τὰ ὀνείρατα. Ὅταν ὀνειρεύετο, ὅτι βλέπει συνοδείαν γάμου, ἐξήγα τὸ ὄνειρο, ὅτι εἶναι Τοῦρκοι· καὶ εἰ μὲν ἐπροχωροῦσαν, ἐσήμαινεν ὅτι δὲν ἔμελλαν νὰ πολεμήσουν, εἰ δὲ καὶ ἔστεκαν καὶ ἐχόρευε μαζί τους, παίζοντας τὰ ταβούλια, ἐσήμαινεν ὅτι εἶχε πόλεμον, καὶ ἔκαμνε τὰς ἀναγκαίας προετοιμασίας.
Ἐδιηγεῖτο μὲ πολλὴν χάριν τὸν ἀκόλουθον μύθον: Ἕνας Σουλτάνος μίαν φορὰν ἠθέλησε νὰ περιηγηθεῖ τὸ βασίλειόν του, νὰ μάθει τὰ διάφορα ἤθη τῶν ὑπηκόων του, καὶ νὰ τοὺς διοικεῖ ὅπως πρέπει. Οἱ αὐλικοί του ἐναντιώνοντο εἰς αὐτήν του τὴν ἀπόφασιν, παρασταίνοντές του ὅτι εἶναι ἄμαθος εἰς τὲς κακοπάθειες καὶ τοὺς κινδύνους τοῦ ταξιδίου. Ὁ Σουλτάνος ἐπέμενε. Τότες ἕνας γέρος Τοῦρκος, μὲ μεγάλην ὑπόληψιν, εἶπε τοῦ Σουλτάνου: «Εἶναι τρόπος νὰ περιηγηθεῖς καὶ νὰ μάθεις τὰ ἤθη τῶν ὑπηκόων σου, χωρὶς νὰ ταξιδεύσεις. Κάμε νὰ σοῦ φτιάσουν τσαντήρια, ὅπου ὅλα, ἀπὸ τὸ χῶμα ἕως τὰ ξύλα ὁποὺ ἔχουν, νὰ τὸ σκεπάζουν, νὰ εἶναι ἀπὸ τὸν τόπον ὁποὺ ἐπιθυμεῖς νὰ μάθεις. Κοιμᾶσαι ἔπειτα εἰς καθένα ἀπὸ αὐτὰ μίαν νύκτα καὶ εἰς τὸν ὕπνον σου θὰ σοῦ παρουσιασθεῖ ὁ τόπος ἀπ᾿ ὅπου εἶναι τὸ τσαντήρι μὲ τοὺς κατοίκους του καὶ μὲ τὰ ἔργα ὅπου συνηθίζουν, καὶ ἔτσι ἠμπορεῖς νὰ μάθεις ὅ,τι ἐπιθυμεῖς, χωρὶς νὰ κακοπάθεις ταξιδεύοντας». Ὁ Σουλτάνος ἐκαταπείσθη εἰς τοὺς λόγους τοῦ γέρου, καὶ ἔκαμε καὶ τοῦ ἔφτιασαν τσαντήρια, ὅπως ὁ γέρος τοῦ εἶχε παραστήσει. Τοῦ ἔφτιασαν τσαντήρια ἀπὸ κερεστὲ τῆς Ρούμελης, ἄλλο ἀπὸ τῆς Ἀνατολῆς, ἄλλο ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου καὶ ἄλλο ἀπὸ τοῦ Μορέως, καὶ εἰς καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἐκοιμήθη μία νύκτα. Κοιμώμενος εἰς τὸ τσαντήρι τῆς Ρούμελης εἶδε πολέμους, ἄτια νὰ χλιμιντροῦνε. Ἐκοιμήθη εἰς τὸ τσαντήρι τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἐκοιμήθη γλυκά, ὡσὰν νὰ πίει ἀφιόνι. Ἐκοιμήθη εἰς ἐκεῖνο τῆς Αἰγύπτου καὶ εἶδε τὸ Νεῖλο νὰ χύνει πλημμύρα θησαυροῦ, ἀλλὰ πλούτη τυφλά. Ἐκοιμήθη καὶ εἰς τὸ τσαντήρι τοῦ Μορέως καὶ εἶδε τρεῖς χιλιάδες διαβόλους μὲ δαυλοὺς ἀναμμένους στὸ χέρι νὰ τρέχουν καὶ νὰ κάνουν ταραχὴ ἀνυπόφερτη.
Μοῦ ἔλεγεν ὁ Νικηταρᾶς, ὅτι ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης ἐρωτήθη μία φορά: Ποῖος ἠξεύρει περισσότερα, ὁ διάβολος ἢ ὁ ἄνθρωπος; Καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη: Ὁ ἄνθρωπος· ἐπειδὴ ἂν καλολογαριάσεις ζεῖ (καὶ τὸ ἀπέδειχνε) μόνον εἴκοσι χρόνους καὶ ἠξεύρει τόσα, καὶ ὁ διάβολος εἶναι ἀπέθαντος (λέξις τοῦ Νικηταρᾶ). Ἡ ἀπάντησις τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη ἔχει τὴν δύναμιν νὰ φανερώνει τὸ πλοῦτος τῶν κεφαλαίων, τὰ ὁποῖα ἐπισωρεύει ἡ παράδοσις τῶν αἰώνων.
Εἰς τὴν Τριπολιτζά εἶχον γράψει σάτιραν ἐναντίον τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τὴν ἐτοιχοκόλλησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἦτον Κυριακὴ καὶ ἐσυνάχθη κόσμος καὶ ἐδιάβαζεν. Ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν νὰ λειτουργηθεῖ, καὶ ὅταν εἶδε τὸν κόσμον συμμαζωμένον, ἔστειλε τὸν Γραμματικόν του νὰ ἰδεῖ τί τρέχει. Ὁ Γραμματικὸς ἐπέστρεψε καὶ ἐμούδιαζε νὰ τοῦ εἰπεῖ. Ἔμαθε τέλος πάντων, τί εἶναι. Τότε ἐπῆγε, τὴν ἐξεκόλλησε καὶ τὴν ἐπῆρε στὸ χέρι καὶ ὅταν ἀπόλυσεν ἡ ἐκκλησία, τὴν ἔδωκε τοῦ παπᾶ καὶ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ τὴν διαβάσει μεγαλοφώνως εἰς τὸν λαόν. Ἔπειτα, εἶπε: «Κρίνετε, ἂν μὲ βρίζουν δίκαια». Καὶ τινὲς λέγουν, ἐπρόσθεσε: «Ὁ κάλπικος παρὰς μένει στὸ νοικοκύρη του».
Ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ὁ Σκούρτης ἐκλέχθη στρατάρχης, εἶπε: «Τώρα δὲν λείπει, παρὰ νὰ διορίσουν καὶ τὸν Γέρο Νοταρᾶ ναύαρχον, ἀντὶ τοῦ Μιαούλη».
Τὸ ἄν, ἔλεγεν, ἐσπάρθη πολλὲς φορές, ἀλλὰ δὲν ἐφύτρωσε.
Εἰς τὸ Βασίλειον τοῦ Μαρόκου θὰ ἐπήγαινα νὰ πολεμήσω, ὄχι ἀλλοῦ εἰς τόπον χριστιανικόν. Ὡς τὸν ἀετὸν ποὺ πάγει ψηλότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα πουλιὰ εἰς τὸν οὐρανόν, ἀλλ᾿ ἀγναντεύει πάντοτε τὴ φωλιά του, ἐκοίταζα καὶ ἐγὼ τὴν Πελοπόννησον.
Ἀνέγνωσα, ἔλεγε, τὸν βίον τοῦ Σκεντέρμπεη, ἐσυλλογούμουν τὰ ἔργα του, δὲν ἐκλείσθη ποτὲ εἰς τὴν Κρόγια.
Ὅσες φορὲς καὶ ἂν ἐγράφθη εἰς ξένην στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, δὲν ἐκρέμασε ποτὲ φούντα εἰς τὸ σπαθί του, ἐξηγῶν κατὰ γράμμα τοὺς στίχους τοῦ πολεμιστηρίου ἄσματος τοῦ Ρήγα: «Κάλλιο γιὰ τὴν πατρίδα κανένας νὰ χαθεῖ, - Ἢ νὰ κρεμάσει φούντα γιὰ ξένον στὸ σπαθί».
Ὁ Συνταγματάρχης κ. Πορὶ δε Σαὶν Βενσάν, εἰς τὴν ἔκθεσίν του τῆς ἐπιστημονικῆς ἐκστρατείας τῆς Πελοποννήσου, λέγει, ὅτι ὁ Κυβερνήτης δείχνοντάς του μίαν φορὰν τὸν Γέρο Κολοκοτρώνη τοῦ εἶπε: «Ἰδοὺ ὁ Ὀδυσσεὺς τῆς Νέας Ἑλλάδος!» καὶ τοῦ ἀνέφερε καὶ στίχους τοῦ Ὁμήρου πρὸς ἀπόδειξιν. Καὶ τῇ ἀληθείᾳ κατὰ τρία πράγματα ὁμοιάζουν πολὺ οἱ δύο οὗτοι ἄνδρες: κατὰ τὸ πνεῦμα, τὸν πατριωτισμόν, καὶ τὴν ἀκοίμητον πάλην μὲ τὰς μυστηριώδεις δυνάμεις τῆς τύχης. Καὶ οἱ δύο ἔζησαν τόσον, ὥστε ἐγήρασαν καὶ ἐχαίροντο εἰς τὸ δείλι τους τὲς ὧρες τῆς αὐγῆς τους.
Ὁ Θεός, ἔλεγε, ἔδωσε τὴν ὑπογραφή του διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος, δὲν τὴν παίρνει ὀπίσω.
Εἰς ἀπεσταλμένον ἀπὸ φίλον του στρατιωτικὸν ἐπίσημον, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐμηνοῦσε νὰ σκοτώσει τὸν Α. Δ., νὰ βγάλει ἀπὸ τὴν μέση τὸν Ζαΐμη, εἰτεμὴ τὸ γένος δὲν βλέπει σωτηρίαν, ἔλεγε ἀκούοντας τὴν παραγγελίαν: «Οὔ! νὰ χαθεῖ, θαρρεῖ πῶς εἶναι μῦγες· εἶναι ἄνθρωποι, ἔχουν καὶ αὐτοὶ τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ».
Εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτζᾶς ἕνας ἀξιωματικὸς του τοῦ λέγει φοβισμένος, τοῦ ἔδειχνε καὶ τὸ μέρος, ὅτι βλέπει στράτευμα ἀραδιασμένο, τί στράτευμα εἶναι, ὕποπτο, τάχα φιλέλληνες τακτικοὶ ἢ Τοῦρκοι; - Τηράει καλὰ ὁ στρατηγός, ἔπειτα λέγει τοῦ ἀξιωματικοῦ: «Ὄρνια, εἶναι ὄρνια. Ἀφοῦ ἐφιλεύθησαν τὸν Χατζῆ Κουλελὲ ἀναπαύονται ἀραδιασμένα, ὡς εἶναι συνήθειο τους, νὰ τὸν χωνεύσουν». (Ὁ Χατζῆ Κουλελές, Τοῦρκος πολεμικὸς σκοτωμένος).
Πηγαινάμενος μίαν φορὰν ἀπὸ τὰς Ἀθήνας εἰς τὸ Ἀνάπλι, ὅταν ἐρωτήθη τί νεώτερα εἶδε εἰς τὰς Ἀθήνας, εἶπε: «Εἶδα πράγμα ὁποὺ δὲν τὸ εἶδα ἄλλη φορὰ τόσων χρονῶν ὁποὺ εἶμαι, οἱ γυναῖκες ὣς τὰ τώρα ἤξευρα πὼς ἐφούσκωναν ἀπ᾿ ὀμπρός, εἰς τὰς Ἀθήνας εἶδα ὅτι φουσκώνουν ἀπὸ πίσω». Ἀπέβλεπεν ὁ λόγος του τὸ ἀδιάντροπον τῶν τότε γυναικείων φορεμάτων.
Εἰς τὸν Μυστρά, ἂν δὲν σφάλλω, τοῦ ἐκατάδωκαν δύο γυναίκας ἀτίμου διαγωγῆς, αἱ ὁποῖαι ἐξέκλιναν τοὺς στρατιώτας του. Ἔκαμε καὶ τοῦ τὲς ἔφεραν, καὶ βλέποντας ἕνα χωράφι μὲ τσουκνίδες, ἔκαμε καὶ τὲς ἐγύμνωσαν καὶ τὲς ἐκύλησαν εἰς τὲς τσουκνίδες.
Ἕνας ἀνεψιὸς τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη, ὅταν ἦταν κλεισμένοι εἰς τὸν πύργο τοῦ θείου του, ἔλεγε πρὸς τὸν Κολοκοτρώνη: «Κρίμας ὁποὺ δὲν εἶσαι Τοῦρκος, μέγας ἀφέντης θὰ γίνουσουν».- «Ἂν γίνω Τοῦρκος, θὰ μὲ σουνετεύσουν;». - «Βέβαια!... » - «Ἐμᾶς, ὅταν μᾶς βαπτίζουν, μᾶς κόβουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς μας τρίχες καὶ τὲς βάζουν εἰς τὸ εἰκόνισμα τοῦ Χριστοῦ. Ἂν γίνω Τοῦρκος, εἰς τὸν ἄλλον κόσμον θὰ μὲ τραβοῦν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ ὁ Μωάμεθ ἀπὸ τὴν... καὶ δὲν θέλω νὰ βάλω εἰς παρόμοια διαφορὰ δύο τέτοιους προφητάδες».
Ὅταν ἀπὸ τὸ Ναύπλιον τὸν ἐπήγαιναν εἰς τὴν Ὕδρα, εἰς τὸν δρόμον τὸν ἀπήντησε ἕνας καὶ τὸν ὕβριζε καὶ ἔπτυε. Στρεφόμενος τότε πρὸς τοὺς στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν τριγύρω του, καὶ εἰς τὸν κόσμον, εἶπε: «Κρίνετε σεῖς, ἂν μοῦ πρέπει τοιαύτη καταισχύνη». Οἱ στρατιῶτες καὶ οἱ λοιποὶ ἔδιωξαν τὸν ὑβριστὴν κακὴν κακῶς.
Ὅταν σαράντα χωροφύλακες μὲ τὸν μοίραρχον ἐπῆγαν νύκτα, νὰ τὸν πάρουν ἀπὸ τὸ περιβόλι του, εἰς τὸ Ἀνάπλι, ἐπὶ Ἀντιβασιλείας, εἶπε: «Ἔφθανε νὰ μοῦ στείλουν ἕνα σκυλὶ μαλλιαρὸ ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποὺ κάνουν θελήματα, μὲ ἕνα γράμμα νὰ πάω εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ μὲ ἕνα φανάρι εἰς τὸ στόμα του, νὰ μᾶς φέγγει καὶ τῶν δυονῶν μας».
Ὅταν ἔπειτα ἀπὸ τὴν καταδίκην του τοῦ ἐδόθη εἴδησις, ὅτι ὁ Βασιλεὺς τοῦ χαρίζει τὴν ζωὴν καὶ μόνον τὸν ἀφήνει εἴκοσι χρόνους φυλακήν, εἶπε: «Θὰ γελάσω τὸν Βασιλέα, δὲν θὰ ζήσω τόσους».
Εὑρισκόμενος εἰς τὰς Ἀθήνας ἔβγαλε εἰς τὰ ὀπίσθια ἕνα σπειρί. Διὰ νὰ μάθει πόσον ἦτο μεγάλο ἔκραξεν ἕναν νὰ τοῦ τὸ ἰδεῖ· καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπεκρίθη, εἶναι σὰν ρεβίθι. Κράζει ἄλλον ἔπειτα, τὸν ρωτᾶ καὶ τοῦ λέγει, εἶναι σὰν καρύδι. Κράζει τρίτον καὶ τοῦ λέγει, εἶναι σὰν αὐγό. «Περίεργον, ἐστράφη τότε καὶ εἶπε, ἀπὸ τὸ κεφάλι μου ὡς τὸν κ... μου, καὶ δὲν μπορῶ νὰ μάθω τὴν ἀλήθεια».
Ἀγαποῦσε νὰ φορεῖ περικεφαλαίαν, ὡς σημεῖον ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ. Τὴν ἐφόρει καὶ εἰς τὰ ἀποβατήρια τοῦ Βασιλέως εἰς Ναύπλιον καὶ ἦτον ὁ μόνος μὲ τὴν περικεφαλαίαν του. Δὲν μετεμορφώθη ὅμως ἀπὸ Θεόδωρος εἰς Σόλωνα ἢ Ἐπαμεινώνδα. Εἶχε ἀρκετὸν νοῦν καὶ πατριωτισμόν, διὰ νὰ μὴ στέρξει εἰς τὴν μεταμόρφωσιν· εἶχε καὶ ὑπόληψιν εἰς τὸ βάπτισμά του.
Εἰς τὴν νῆσον Ζάκυνθον, ὅταν ἀπέθανεν ἡ γυναίκα του, εἰς τὸ μνημόσυνόν της ἐπῆρε εἰς τὸ κεφάλι του τὸν δίσκον μὲ τὰ κόλυβα ἀπὸ τὸ σπίτι του ἕως εἰς τὴν ἐκκλησίαν, σημεῖον τῆς ἀγάπης του.
Ἐσυνήθιζε καὶ ἔπαιρνε τὸν Κολλίνον, μικρὸν τὴν ἡλικίαν, καὶ ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν Παναγίαν τοῦ Πικρίδη τὸν δρόμον τοῦ Κάστρου, εἰς Ζάκυνθον, τοῦ ἔδειχνε τὴν Πελοπόννησον καὶ τὰ βουνά της καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ἐκεῖ ἔζησαν οἱ προπάτορές μας, τώρα ἡ γῆ ἐκείνη στενάζει εἰς τὸν ζυγὸν κτλ.».
Εἰς τὴν αὐτὴν νῆσον, ὑβριζόμενος ἀπὸ συντοπίτισσές του, ἐνῶ συνέτρωγε μὲ ἄλλους φίλους του εἰς τὴν ἐξοχήν, ἐθύμωσε καὶ τὲς ἐκτύπησε μὲ τὸ σπαθί. Δὲν ἐπαρηγορεῖτο ἔπειτα διὰ τὸ ἀγενὲς ἔργον του.
Γέλωτα ἄσβεστον τοῦ ἐπροξενοῦσεν ἡ ἐνθύμησις τῆς ἐπιστολῆς φίλου τινός, ὅστις τοῦ ἔγραφεν ἀπὸ τὴν Εὐρώπην: «Ἢ νὰ ἐλευθερωθοῦμεν, ἢ νὰ χαθῆτε».
Ἡ φιλοσοφία εἶναι παρατήρησις, τὸν ἤκουσα νὰ λέγει.
Διὰ νὰ δείξει τὸ φιλοπαλλήκαρον τῶν Τούρκων, ἀνέφερε μίαν φοράν, ὅτι, ἀφοῦ ἐσκοτώθη ὁ ἀνδρεῖος Ζαχαριᾶς καὶ τοῦ εἶχαν τὸ κεφάλι του εἰς τὴν Τριπολιτσά, ἕνας Τοῦρκος διὰ περίγελον τὸ ἐστόλισε μὲ ἕνα τριαντάφυλλον, καὶ οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι, ἐκεῖ παρόντες, ἔδειραν κακῶς τὸν χωρατατζή.
Πλαγιάζοντας μίαν φορὰν εἰς ἕνα ὀντὰ μὲ τὸν κύριον Ν. Πονηρόπουλον, τὸν ὁποῖον φιλικῶς πως ἔλεγε Πονηρόν, ἐδασκάλευσε τὸ μικρό του ἐγγόνι, ὅταν θὰ ἔλεγε τὸ «Πάτερ ἡμῶν», φθάνοντας εἰς τὸ «ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ», μεταξὺ τοῦ πονηροῦ καὶ τοῦ Ἀμὴν νὰ εἰπεῖ: Νικολάκη. Οὕτω καὶ ἔγινε. Καὶ ἐγέλασαν πολὺ καὶ οἱ δύο.
Ἕνας ἔτυχε διερμηνεὺς μεταξὺ τοῦ Ρώσου Ναυάρχου Ρικόρδου καὶ τοῦ Γέρου Κολοκοτρώνη, καὶ ἐπειδὴ ἦλθε λόγος διὰ τὸ κάψιμον τῆς φεργάδας εἰς τὸν Πόρον, εἶπεν ὁ Κολοκοτρώνης: τὸ φταίξιμον τὸ ἔχει ὁ γκενερὰλ Κουτουζώφ, καὶ ὄχι ἄλλος. Ὁ Ρικόρδος, μὲ ἀπορίαν εἶπε, τί ἔχει νὰ κάμει ἐδῶ ὁ Κουτουζώφ. Ἐχαμογελοῦσεν ὁ Γέρος, ποὺ σὰν καὶ ἔβλεπε νὰ πειράζεται ὁ Ρικόρδος. Ὁ διερμηνεὺς τότε ἐξήγησεν εἰς τὸν Ρικόρδον ὅτι παίζει μὲ τὴν λέξη Κουτοῦ-ζω-φ, μὴ θεωρώντας τὴν πρᾶξιν τοῦ Μιαούλη πρᾶξιν ἀνθρώπου γνωστικοῦ, καίοντος τὸ σπίτι του.
Εἰς τὸ πεῖσμα τοῦ Ρικόρδου ὁ Κουτούζωφ φθάνει εἰς πολλὰ ἀκόμη σήμερον. Μάρτυς μου ὁ Πάρκερ.
Εἰς τὴν θανὴν τοῦ μακαρίτου Ἀ. Ζαΐμη, ἀκολουθώντας τὸ λείψανον ἔκλαιγεν ἀπαρηγόρητα. Ὁ κύριος Τ. ζηλωτὴς νὰ ἀκούσει τὴν καρδίαν του, τοῦ λέγει: «Δὲν ἐνθυμεῖσαι τὲς διχόνοιές σας;» Ἀπεκρίθη: «Ἐσταθήκαμεν συχνὰ ἐχθροὶ ἀνάμεσόν μας, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐμίσησα ποτέ». Δείχνοντάς του συγχρόνως ἄλλον ἔξοχον ἀγωνιστὴν τῆς πατρίδος, τοῦ εἶπε: «Ἐσταθήκαμε συχνὰ φίλοι, ἀλλὰ δὲν τὸν ἀγάπησα ποτέ».
Ὀθωμανὸς Πελοποννήσιος, ἦλθεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον εἰς τὰς Ἀθήνας κατὰ τὸ 1836. Ἔφερε καὶ ἕνα ἄτι, δῶρον τοῦ Κολοκοτρώνη ἀπὸ τοὺς Συχνετζημπέηδες. Ὁ Κολοκοτρώνης ἐφιλοξένησε τὸν Τοῦρκον συντοπίτην του. Εἰς τὸ γεῦμα ἤκουσα νὰ τοῦ λέγει: «Νὰ εὕρεις ἀράδα καὶ νὰ εἰπεῖς εἰς τὸν Ἰμβραῒμ πασά, νὰ ἔχει χάριν πὼς ἐγὼ καὶ ἄλλοι στρατιωτικοὶ τῆς Πελοποννήσου εἴμεθα φυλακισμένοι, εἰτεμὴ πιθαμὴ γῆς δὲν ἐκέρδιζεν εἰς τὴν Πελοπόννησον». Μὲ τόσην πεποίθησιν ὁμιλοῦσεν, ὁποὺ ἴσως καὶ ἔλεγεν ἀλήθειαν, καὶ ἀνάθεμα τὲς διχόνοιες. Ἦλθε καὶ ἔπνεε τὰ λοίσθια ἡ Ἑλληνικὴ ἐλευθερία, ὅταν ὁ Ἰμβραΐμης ἁλώνιζε τὴν Πελοπόννησον καὶ ἔπεφτε τὸ Μισολόγγι, πολεμούμενον ἀπὸ τοὺς δύο στρατάρχας. Ἡ ναυμαχία τοῦ Ναβαρίνου καὶ ἡ ἐκστρατεία τοῦ Μαιζόν ἔσωσαν τὴν ἐλευθερίαν, ἀλλὰ πόσον ἐκατέβη ἡ ἀξία της!
Ὁμιλώντας διὰ τὸν Ναπολέοντα, ἔλεγεν: «Ὁ Θεὸς τοῦ πολέμου».
Ἐδιάβαζεν ὁ Κολοκοτρώνης, ὄντας εἰς Ζάκυνθον, τὸ Εὐαγγέλιον, εἰς τὴν ἔκδοσιν τὴν Ἀγγλικήν, τὴν ἐμποδισμένην ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἔτυχε παρὼν ὁ Δικαῖος Φλέσσας, τότε νέος καὶ ἀναγνώστης. «Μὴν διαβάζεις, τοῦ λέγει, δὲν πρέπει, ἔχει ἀφορισμὸν ὁ Πατριάρχης. Ἐσὺ ποὺ διαβάζεις εἶσαι καταραμένος, ὀργισμένος ἀπὸ τὸν Θεόν». Τοῦ τὸ δευτεροεῖπε. Ἄναψεν ὁ γέρος. Σοῦ ἁρπάζει τὸν Δικαῖον ἀπὸ τὰ μαῦρα περίσσια μαλλιά του, τὸν βάνει κάτου, καὶ ἐτρόμαξαν οἱ φίλοι του νὰ τὸν γλυτώσουν ἀπὸ τὰ χέρια του.
Ὁ Κολοκοτρώνης, μοῦ φαίνεται, ἐνθυμήθη τὸ Πατριαρχικὸ ἀφοριστικὸ τοῦ ἔτους 1804, μὲ τὸ ὁποῖο βέβαια δὲν ἦταν εἰς ἁρμονίαν. Ὁ νέος ἀναγνώστης ἔσυρεν ἀθέλητα τὸ δοξάρι του σὲ χορδὴν μεστήν ἀπὸ παλαιές λύπες τῆς καρδίας του· οἱ δοξαριὲς τοῦ ἐπόνεσαν διότι ἐνθυμήθη τὸ αἷμα τῶν συντρόφων, καὶ τὸ Παπαδίστικο Συνοδικό. Καὶ ἴσως ἀκόμη αὐτὰ τοῦ ἐβασάνιζαν τὸν νοῦν, ὅταν 30 ἔτη ἔπειτα, εἰς τὸ φαεινότερο φῶς τῆς ἐλευθερίας, ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τοῦ Δημοσθένους, μὲ δύναμιν ἢ ὀργὴν Δημοσθενικὴν ἐδημοσίευε τὴν τρομερὰν ἀπόφαση: «Αὐτὸς (ὁ Πατριάρχης) ἔκανεν ὅ,τι τοῦ ἔλεγεν ὁ Σουλτάνος».
Τὴν ἑορτὴν τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων ἐξεφώνησεν ὁ Κολοκοτρώνης τὸν λόγον, ὅπου σώζεται ἡ ἐκφραστικὴ του φράσις. Ἡ ἐξουσία τῶν Ἀθηνῶν ὕποπτη, ἐπειδὴ δὲν ἤξευρε τὶ θὰ εἰπεῖ, ἀκούοντας ὅτι μέλλει νὰ βάλει λόγον, ἀπόλυσε τοὺς χωροφύλακας, διὰ νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ μιλήσει. Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε τελειώσει, καὶ κατέβαινε. Εἰς τὸν πλάτανο τοῦ παζαριοῦ εἶδε τοὺς χωροφύλακας νὰ τρέχουν: «Μὴν πᾶτε, τοὺς φώναξε, τὰ εἶπα, δὲν μ᾿ εὑρίσκετε πλέον ἐκεῖ.» - Ἡ δημηγορία ἐκείνη, μὲ τόσον κάλλος φυσικό, εἰς τὴν θαυμαστὴν Πνύκα, ἀπὸ Ἕλληνα πολεμιστὴν στεφανοφόρον τὰ ἆθλα τῆς νίκης καὶ τῆς ἐλευθερίας, ἦτον ὡς μία νεκρανάστασις τοῦ ἄμβωνος τοῦ Δημοσθένους. Καὶ τί φαεινότερον φῶς ἐλευθερίας; Εὖγε σου, ἴσως θὰ μοῦ ἔλεγεν ὁ Γέρος, φαεινότερον πῶς τὸ λές, φαεινότερο φῶς ἐλευθερίας, διατὶ ἐγλυτώσαμε τὰ ἀρχεῖα, διατὶ ἐμουρμούρισα κάμποσα λακρεντιὰ μὲ τοὺς μαθητάδες τοῦ Γενναδίου. Πολλὰ λείπουν ἀκόμη, θὰ μᾶς ἔλεγε καὶ τότε καὶ τώρα, διὰ νὰ ριζωθεῖ καὶ νὰ λάμψει εἰς τὴν Ἑλλάδα βασιλεία καὶ ἐλευθερία. Μὲ ποίαν καρδίαν οἱ ἐκλεκτοὶ ἄνδρες τοῦ ἀγῶνος, οἱ μακαρίτηδες, καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοι ἤκουσαν τάχα τὸν Πάρκερ εἰς τὰ νερὰ τῆς Σαλαμῖνος νὰ πράττει ὅσα εἴδαμεν.
«Κτύπα τὸ ποδάρι σου, εἶσαι Βασιλέας», λέγουν ὅτι εἶπε μιὰ φορὰ εἰς τὸν Βασιλέα. - Μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ἔδιδε πιστοποιητικὸ τῆς δυνάμεως αὐτῆς τῆς θεσμοθεσίας (τῆς βασιλικῆς) εἰς τὴν Ἑλλάδα. Κάνει ὅσο καλὸ θέλει, ἂν θέλει.
Προγνώστης τοῦ θανάτου του καὶ ἄνθρωπος ἀγάπης καὶ χριστιανικὴ ψυχή, ἐσυγχωριότανε μὲ ὅσους εἶχε πειραχθεῖ ἢ ἐχθρευθεῖ εἰς τὴν ζωήν του. Ὅθεν καὶ ἐταξίδευσεν ἐπίτηδες εἰς τὴν Ὕδραν τὸ ἔτος 1839, διὰ νὰ ἀνταμώσει τὸν γέροντα, ὡς αὐτόν, Λάζαρον Κουντουριώτην, τὸν ὁποῖον ὑπολήπτετο πολὺ διὰ τὰς θυσίας του εἰς τὸν ἀγώνα. Οὕτως ἔπραξε καὶ μὲ ἄλλους φίλους καὶ ἐχθρούς. Ἐσυγχώρησε καὶ τὸν Σχινᾶν, ὡς μὲ εἶπεν εἰς τὴν αἴθουσαν τῆς Βουλῆς κατὰ τὸ 1849 ὁ ἴδιος Σχινᾶς.
Ὅταν ὁ υἱός του Κωνσταντίνος ἐνυμφεύθη τὴν ἐγγονὴ τοῦ πρώην ἡγεμόνος τῆς Βλαχίας Καρατζᾶ εἶπε: «Ἐσυμπεθέρευσεν ἡ κάπα μὲ τὴν γούνα».
Ἐγίνετο λόγος εἰς τὸ συμβούλιον τοῦ κράτους νὰ καταργηθεῖ ἡ γκιλοτίνα: «Ὄχι, δὲν θέλω! εἶπε γελώντας, ἀλλὰ νὰ δοκιμάσετε καὶ ἐσεῖς πρῶτα τὴν τρομάρα της». Ἐγέλασαν καὶ οἱ ἄλλοι συνάδελφοί του.
Ὄντας κουρσάρος μὲ τὸν καπετὰν Ἀλεξανδρή, εἰς τὸ μοίρασμα τῶν λαφύρων ἔβαλε κατὰ μέρος κάτι ὁποὺ τοῦ ἤρεσε. Ὁ καπετὰν Ἀλεξανδρῆς τὸ ἐννόησε καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴν χαλᾶς τὴν τιμήν, τὸ ἴσιο τῆς τέχνης, θέλοντας προνόμια». Τὸ ἐδιηγεῖτο ὁ ἴδιος.
Ἐδιηγεῖτο ἀκόμη μὲ πολλὴν εὐχαρίστησιν, ὅτι ἐδανείσθη ἀπὸ φίλον του ποσότητα χρημάτων χάριν φιλίας καὶ τοῦ τὰ ἀπέδωκε μὲ τὸ κεφάλαιον καὶ ποσὸν ἀνώτερο τοῦ μεγαλειτέρου τόκου. Τοῦ ἔδωκε τὴν ἀναλογίαν τοῦ κέρδους τοῦ κεφαλαίου.
«Ὀμπρὸς εἶμαι γέροντας, ὀπίσω νεούτσικος, βρέφος σὰν τὸ πουλὶ τῆς Ἀθηνᾶς - σοβαρό, γέρικο ὀμπρός, ὀπίσω ὀρὰ μικρή, ἀσκόπουλο». Τὰ ἔλεγεν εἰς Ἀθήνας, ὅταν ἦλθεν ἀπὸ τὸ Ναύπλιον καὶ ἐλογάριαζε παίζοντας τοὺς μήνας του, ὡς νὰ εἶχε γεννηθεῖ, ὅταν ἐξεφυλακίσθη ἀπὸ τὸ Παλαμήδι.
Ὅταν εἰς τὸ Βουλευτικὸν (δικαστήριον) τοῦ ἀνεγνώσθη ἡ ἀπόφασις θανάτου (τῶν τριῶν) εἶπε: «Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Τὸ εἶπε μὲ φωνὴν ἄτρεμην, ἔκαμε τὸν σταυρόν του καὶ ἐπῆρε μία πρέζα ταμπάκο.
Εἰς τὸν σκοτωμὸν τοῦ Κυβερνήτου ἔπλασεν ἢ ἐνθυμήθη, ἂν σώζεται εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τῆς σοφίας τοῦ λαοῦ, τὸν μύθον τοῦ σαμαρτζῆ. Ἡ ἔννοιά του εἶναι αὕτη. Τὰ γαϊδούρια ἔκαμαν συνωμοσίαν καὶ ἐσκότωσαν τὸν ἐπιτήδειον σαμαρτζῆ τους καὶ ἐχοροπηδοῦσαν. Ἕνας γέρος γάϊδαρος, τὰ ἐμάλωσε, λέγοντάς τα: «Μὴ χαίρεσθε, θὰ ἴδετε τί μᾶς ἄξιζε, ὅταν τὰ σαμάρια τῶν ἄλλων θὰ μᾶς πληγώνουν τὴν ράχην».
Δὲν εὐτύχησα νὰ ἀκούσω, ταιριασμένον ὡς πρέπει εἰς τὴν περίστασιν τὸν μύθον τοῦ φιδιοῦ, τὸν ὁποῖον, ὡς λέγει ὁ μακαρίτης, ἐδιηγήθη εἰς τὸν ἀποκλεισμὸν τῆς Τριπολιτσᾶς. Ἡ συλλογὴ τῶν μύθων τοῦ Γέρου Κολοκοτρώνη θὰ ἦτον ἔργον χρήσιμον. Θὰ ἐφαίνετο ἡ συγγένεια τοῦ πνεύματός του μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Αἰσώπου. Τὸ ὅμοιον τοῦ τρόπου καὶ τοῦ πνεύματος ὁμολογεῖ καὶ ὁμοιότητα κοινωνίας. Ὁ φιλόλογος καὶ ὁ πολιτικὸς τῆς νέας Ἑλλάδος θὰ ὠφελεῖτο πολὺ ἀπὸ αὐτὸν τὸν κοινωνικὸν παραλληλισμὸν τῆς αὐτῆς φυλῆς μέσα εἰς τόσον χάσμα αἰώνων. Οἱ μύθοι τοῦ Γέρου φωτίζουν μὲ πολλὴν δύναμιν χρωμάτων συμβεβηκότα ἱστορικά, εἶναι διηγήματα κρεατωμένα ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ καιροῦ του· θὰ ἐχρησίμευον ὡς τύπος καὶ πλοῦτος τῆς ἐθνικῆς γλώσσης. Φθάνει μόνο ὅποιος ἐπιχειρισθεῖ τὴν συλλογὴν νὰ ἀκροάζεται ἀνθρώπους ἁπλούς, καὶ ὄχι πεπαιδευμένους. Οἱ πρῶτοι καὶ πιστότεροι εἶναι εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ Γέρου Κολοκοτρώνη διὰ τὸ περισσότερο σέβας τους πρὸς τὸν ἴδιον, καὶ πιστότεροι εἰς τὴν φράσιν του, μὴ γνωρίζοντας ἄλλην γλώσσαν, καὶ τέλος εἰδημονέστεροι τῆς ἴδιας. Ἐγὼ δὲν κατόρθωσα ἕως τώρα ν᾿ ἀπολαύσω τὸ σκοπούμενο. Ἄλλος εὐτυχέστερός μου, ἂς ἀφιερωθεῖ εἰς τὸ ἔργον καὶ ἂς πάρει τὸν ἔπαινον.
Εἰς τὸ 1821, Ἰουλίου 20, συνέτρωγαν ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης καὶ ὁ Κολοκοτρώνης εἰς τοὺς ἴσκιους τῶν δένδρων τοῦ Ἄστρους, τὴν αὐτὴν ἡμέραν ὅπου ὁ Ὑψηλάντης εἶχε φθάσει. Γίδα ψητὴ στρωμένη εἰς φύλλα, ἀσκὶ μὲ ρετσινόκρασο, μισὸ φλασκὶ διὰ ποτήρι καὶ ψωμί, ὄχι πρώτης ποιότητος, ἦτον ἡ ἑτοιμασία τοῦ γεύματος. Ὅταν ἐκάθησαν, κόβοντας ὁ Κολοκοτρώνης τὸ ψητὸ μὲ τὰ χέρια του, εἶπε εἰς τὸν Ὑψηλάντην: «Αὐτὰ εἶναι τὰ χρυσὰ πηρούνια καὶ τὰ χρυσὰ μαχαίρια τῆς Ἑλλάδος καὶ αὐτὸ τὸ ριτσινόκρασο τὰ πολύτιμα κρασιά της». Ἄρεσε εἰς τὸν φιλόπατριν Ὑψηλάντην τὸ γεῦμα τοῦ Κολοκοτρώνη, ἐπειδὴ ἐννόησε τὸ πνεῦμα του. Ἤθελε νὰ τὸν προλάβει ὁ Κολοκοτρώνης μὲ μάθημα, αὐτὸν ἀναθρεμμένον μὲ ὅλην τὴν πολυτέλειαν τῆς εὐζωΐας, καὶ νὰ τοῦ εἰκονίσει τὰς δεινοπαθείας τοῦ Ἑλληνικοῦ πολέμου, ἀλλὰ συνάμα καὶ ὅτι μὲ τὰ μέσα τοῦ τόπου, ἂν καὶ ἀτελῆ, πρέπει νὰ γενναιοψυχοῦν εἰς τὸν ἀγώνα καὶ νὰ πολεμήσουν τὸν ἐχθρόν.
Ὁ Καπετὰν Γ. Χελιώτης, Κορίνθιος, μὲ διηγήθη κατὰ τὸ 1847, ὅτι ἐδιατάχθη ἐπὶ Κυβερνήτου ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸν Κολοκοτρώνην, νὰ καταδιώξει μερικοὺς κλέπτας. Ὑπῆγε πρὸς καταδίωξιν, συναπαντήθη μὲ αὐτοὺς καὶ τοῦ ἐπρόβαλαν νὰ προσκυνήσουν, ζητῶντες ἀσφαλείας τινάς. Ὁ Χελιώτης ἀντάμωσε τὸν Κολοκοτρώνην καὶ τοῦ τὸ εἶπε. Αὐτὸς τοῦ ἀπάντησε: «Σύρε νὰ τοὺς κυνηγήσεις, καθὼς εἶναι τὸ χρέος σου, καὶ ἡ Κυβέρνησις δὲν κάνει πάτα μὲ ληστάς * εἰτεμὴ δὲν εἶναι Κυβέρνησις». Ὁ Χελιώτης ὑπῆγεν, ἄλλους ἔπιασεν, ἄλλους ἐσκότωσεν. Ὁ λόγος τοῦ Γέρου Κολοκοτρώνη περιέχει ἀξιοσημείωτα τὸν ἔλεγχον κατὰ τοῦ Χελιώτη, ὅτι ἔστερξεν εἰς τοιούτου εἴδους συνομιλίας τὴν προσωποποίησιν τῆς Κυβερνήσεως, ἢ τοῦ Κράτους ὡς δύναμιν ἠθικότητος, δικαιοσύνης καὶ αὐστηρότητος, καὶ ὅτι Ἐξουσία ὁποὺ συνθηκολογεῖ παρόμοια πάτα, δὲν εἶναι Κυβέρνησις.
Ἤκουσα ὅτι εἰς τὸν σκοτωμὸν τοῦ Καραϊσκάκη, μανθάνοντάς τον, ἐμοιρολόγησε ὡσὰν γυναίκα.
Ἕνας παπὰς ἀσπρογένης εἰς τὸ Σαραβάλι (1844), δείχνοντας μὲ τὸ δάκτυλό του, μᾶς ἔλεγε (εἴμεθα διάφοροι φίλοι), «ἐκεῖ ἔβανε ὁ γέρο Κολοκοτρώνης κάτι λόγους, ὁποὺ ἔκαναν τρομάρα». Καὶ ὁ κύριος Ἀ. Λουκόπουλος μοῦ ἐξήγησε πολλάκις τὴν μεγάλην ἐντύπωσιν, ὁποὺ τοῦ ἔκαμεν ὁ Κολοκοτρώνης ὀρθὸς εἰς μίαν πέτραν, βάνοντας λόγον πρὸς ἐμψύχωσιν τότε εἰς τὴν εἰσβολὴν τοῦ Δράμαλη. Ἂν δὲν λανθάνομαι, μοῦ ἔχει εἰπεῖ, ὅτι ἀφοῦ ἤκουσε τὴν ὁμιλίαν τοῦ Γέρου, ἐπρόσφερε τοὺς 1.200 μαχμουτιέδες. - Ὅταν κατὰ πρώτην φορὰν συναπαντήθη ὁ Ἀ. Ζαΐμης μὲ τὸν Κολοκοτρώνη τόσον ἐγλυκάνθη καὶ αἰχμαλωτίσθη ἀπὸ τὴν ὁμιλίαν του, ὁποὺ ἐκήρυττε νὰ τὸν κάμουν στρατάρχην ἀνεξέταστον κτλ.
Εἶπε μίαν φορὰν εἰς τὸν Κυβερνήτην: «Μοῦ χάλασες τὴν Ἑλλάδα» - Γιατί; τοῦ ἀπεκρίθη ἐκεῖνος. - Γιατὶ ἔπρεπε νὰ τὸ κάμεις πέντε φράγκικο καὶ 15 νὰ τὸ ἀφήσεις τούρκικο, μετὰ 20 χρόνους νὰ τὸ κάμεις 10 φράγκικο καὶ νὰ τὸ ἀφήσεις 10 τούρκικο, καὶ πάλιν μετὰ 20 νὰ τὸ κάμεις 15 φράγκικο καὶ νὰ τὸ ἀφήσεις 5 τούρκικο, ὥστε μετὰ 20 ἄλλους τόσους χρόνους, νὰ γένει ὅλο φράγκικο».
Ὁ ἀναγνώστης ἂς λάβῃ γνῶσιν καὶ τῶν δύο ἀκολούθων ἀνεκδότων:
Περιηγητὴς Ἄγγλος, εὑρισκόμενος εἰς τὸν Πόρον, εἶπεν εἰς τινα χωρικὸν Ποριώτην: - Νὰ ἤξευρες τί ἄνθρωπος κοιμᾶται ἐδῶ (ἐννοοῦσε τὸν Δημοσθένην). Ὁ χωρικὸς ξυπνητὸς τοῦ ἀποκρίθη: - Δὲν εἶναι ἐδῶ, λείπει. - Ποῦ λείπει; - Εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ μέρα μὲ τὴν ἡμέρα τὸν περιμένομεν».
Ἄλλος περιηγητὴς εἶδε βοσκὸν μὲ τὸ κοπάδι του, καθήμενον εἰς τὸ πεζούλι ἑνὸς ξωκκλησιοῦ, καὶ τὸν ἠρώτησε: τί πιστεύει; Ὁ βοσκός, κτυπώντας μὲ τὴ μαγκούρα του τὸν τοῖχον τῆς ἐκκλησίας, εἶπε: - ὅ,τι πιστεύει ἐτούτη. Καὶ ὁ περιηγητὴς τοῦ εἶπε: - Καὶ τί πιστεύει ἐτούτη; - Ὅ,τι πιστεύω ἐγώ...».
Τὸ πνεῦμα τοῦ λόγου τοῦ Γέρου Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ χωρικοῦ τοῦ Ποριώτου συμφωνοῦν· ἀναγνωρίζουν τὴν Δύσιν, ὡς ἑστίαν πολιτισμοῦ, ἐπιθυμητοῦ καὶ σωτηρίου διὰ τὴν Ἑλλάδα. Ὁ Ποριώτης, μάλιστα τὴν ἐπαινεῖ, ὡς φαίνεται, καὶ σαρκωμένην τὸν Ἑλληνικὸ πολιτισμόν. Σκεπτόμενος τινὰς βαθέα εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ τρίτου, ἐννοεῖ τὶ ἐστί καθαρὸς ἀνατολισμός.
Αὐτὰ τὰ τρία ἀνέκδοτα εἰκονίζουν τὰ δύο συστήματα, τὰ ὁποῖα ἀτελῶς πως διαιροῦν ἢ βασιλεύουν τὴν νέαν Ἑλλάδα. Ποῖος δικαστὴς μεταξὺ τῶν δύο συστημάτων; Ἕνας μέγας ἄνθρωπος τῆς Ἀνατολῆς, ὁ Μέγας Πέτρος. Ἀφοῦ ἡ Ρωσία ἔλαβεν ὡς ἀνεκτίμητον θησαυρόν, ὡς οὐράνιον φυλακτὸν τὴν Χριστιανικὴν Θρησκείαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἦλθεν ἔπειτα καὶ ὁ Μέγας Πέτρος, ὁ ὁποῖος ἔστρεψε τοὺς ὀφθαλμούς του εἰς τὰς τέχνας καὶ τὴν σοφίαν τῶν Δυτικῶν Ἐθνῶν, καὶ ἔστησε τὰ μεγάλα καὶ λαμπρὰ θεμέλια τῆς αὐτοκρατορίας του. Ὁ Μέγας Πέτρος ναυπηγὸς εἰς τὰ ναυπηγεῖα τῆς Ὁλλανδίας εἶναι ἡ ὡραιοτέρα σελίς τῆς ἱστορίας τοῦ πατριωτισμοῦ τῶν ἀνθρώπων.
Ἐλπίζω ὅτι οἱ ἀναγνῶσται τοῦ βιβλίου τοῦ Γέρου Κολοκοτρώνη δὲν θέλουν δυσαρεστηθεῖ καὶ εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ἀκολούθων ἀνεκδότων, τὰ ὁποῖα, κατὰ καιροὺς σημειώνων, ἐσύναξεν ὁ ἐκδότης.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1835 ἠκούσαμεν τὸν κύριον.... νὰ εἴπει εἰς φιλικὴν συναναστροφὴν τὰ ἀκόλουθα: Τρία πράγματα ἔβλαψαν τὸν Κυβερνήτην, ὁ σύντροφος τῆς ἐξουσίας φθόνος, ἄδικος δυσαρέσκεια πολλῶν, καὶ ἡ ἐλευθεροστομία καὶ τὸ αὐστηρὸν τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἀδελφοί του πολὺ τὸν ἔβλαψαν. Ὁ Κυβερνήτης ἐπροσκάλεσε διαφόρους γερουσιαστάς, μέσα Ἰουλίου τοῦ 1831, διὰ νὰ τοὺς παρακινήσει νὰ φέρουν εἰς τέλος μερικὰ νομοσχέδια, τὰ ὁποῖα τοὺς εἶχε καθυποβάλει, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦτον καὶ τὸ περὶ διανομῆς γῆς. Ἐκρατοῦσεν εἰς τὸ χέρι μίαν ἐφημερίδα ξένην καὶ μᾶς εἶπε: Ἕνα ἄρθρον περὶ Βολιβάρ μοῦ ἔδωκεν αἰτίαν νὰ σᾶς κράξω. Ὀκνεύετε εἰς τὸ νομοσχέδιον περὶ διανομῆς γῆς, διότι δὲν θέλετε τὴν διανομήν, ὅπως τὴν ἔχω, διότι δὲν ἀγαπᾶτε τὴν ἰσότητα. Θέλετε ἡ διανομὴ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τοὺς μεγάλους εἰς τοὺς μικρούς, ἐνῶ τὸ σχέδιόν μου ἀποβλέπει τώρα τοὺς μικρούς. Θὰ ἔλθει καὶ ἡ δική σας ἀράδα. Ἐνεργεῖτε, ἐνεργεῖτε, ὅσον εἶμαι ζωντανός. Ἠμπορεῖ νὰ ἐλθῆτε μίαν ἡμέραν καὶ νὰ μὲ βρῆτε κρύο κουφάρι. Θὰ ἔλθει ἄλλος καὶ μὲ τὸν ὁποῖον δὲν θὰ ἔχετε τὴν εὐκολίαν νὰ ἐξηγεῖσθε καθὼς μὲ ἐμένα. Εἰς αὐτὸν θέλω νὰ σᾶς παραδώσω ὡς ἐλεύθερα καὶ λογικὰ ὄντα, τοὐτέστιν ἰδιοκτήτας. Ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὸν καιρόν». - Ἐξηγεῖ εἰς τὸν ἴδιον κύριον.... ὁ Κυβερνήτης τὸ σχέδιόν του πῶς ἔχει νὰ ὑποτάξει τὴν Σύραν. «Καμμία ἐκδίκησις. Ἡ Ἐθνικὴ Συνέλευσις ἔχει νὰ σκεπάσει ὅλους καὶ ὅλα. Πρόκειται περὶ τῆς τιμῆς τοῦ ἔθνους».
Περὶ τῆς εἰλικρινοῦς καὶ θετικῆς ἀποφάσεως τοῦ Κυβερνήτου εἰς τὸ νὰ διανεμηθεῖ ἡ ἐθνικὴ γῆ εἰς τὸ ἔθνος ἐννόμως, οἱ κύριοι Ρήγας Παλαμήδης καὶ Νικόλαος Πονηρόπουλος εἰς ἀξιομνημονεύτους συζητήσεις τῆς ἐν Ἀθήναις Ἐθνικῆς Συνελεύσεως ἐπρόσφεραν τὰς πλέον βεβαίας ἀποδείξεις.
Εἰς τὰ 1838 εὑρισκόμενος εἰς Παρισίους μὲ τὸν μακαρίτην Κ..... μοῦ εἶπε: «Ἡ πολιτικὴ ἀρχὴ εἰς τὴν Ἑλλάδα ἔκαμε τὸ πᾶν, οἱ στρατιωτικοὶ ἦτον τυφλὰ ὄργανα· ὅπου ἔμειναν μόνοι τους, ἀπέτυχαν. Οἱ γραμματικοὶ εἰς τὰ στρατόπεδα ἦτον μέσα ἰσχυρὰ διὰ τὰ θελήματα τῆς Διοικήσεως» - Ἕνα ἑσπέρας μετὰ τὸ γεῦμα, ἔλεγε, «παρατηρῶ ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ ὅσους ἔγιναν μέτοχοι εἰς τὰς σφαγάς, εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς ἐπαναστάσεως, ἐχάθηκαν κακῶς, εἶδα τὸν Βενιαμὶν ἀγωνιῶντα εἰς τὸ Ναύπλιον»· ἐξήγησεν ἀκολούθως, πῶς οἱ πρωτεύοντες διὰ νὰ ἐνοχοποιήσουν τὸν λαὸν καὶ τοῦ ἐμπνεύσουν σταθερότητα εἰς τὸν ἀγώνα τὸν παρεκίνουν νὰ φονεύει τοὺς αἰχμαλώτους Τούρκους. Ἐλεεινολογοῦσε πόσοι ἦσαν εἰς τὸ 1821, καὶ πόσοι εἶχαν μείνει τότε. Θλίβεται διὰ τοὺς ὅσους ἀπέθαναν καὶ δὲν εἶδαν τὴν πατρίδα ἐλευθερωμένην. Παρέσταινε τὴν ἡδονὴν τῆς ψυχῆς του, ὅτε τὸ ἑσπέρας, εἰς συναναστροφὰς ἐπισήμων ἀνδρῶν, προηγγέλλετο «ὁ πρέσβης τῆς Ἑλλάδος». - Ἔλεγεν ὁ Κολοκοτρώνης ἦτον ἄνανδρος, ὠφέλιμος εἰς τὸ προσκύνημα· τὸ ἐμπόδισε. - Ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης ἀμνηστευθεὶς ἐπέστρεψεν εἰς Ναύπλιον, καὶ ἔγινε τελετὴ καὶ οἱ ἀμνηστευθέντες ἔπρεπε νὰ δώσουν ὅρκον, ὁ Κολοκοτρώνης τὴν ὥραν τοῦ ὅρκου, στρέφων βλέμμα στερεὸν εἰς τὰ μέλη τῆς Κυβερνήσεως εἶπεν: «ἐμεῖς μόνοι θὰ ὁρκισθοῦμεν;», τότε αὐτὸς ἀπεκρίθη «καὶ ἐμεῖς!». - Ἕνας Στερεοελλαδίτης ἔλεγεν, ὅτι ὁ Σαμουὴλ ὁ Καλόγηρος τοῦ Σουλίου ἔλεγεν ὡς προφητείας πολλά, τὰ ὁποῖα ἐν μέρει καὶ ἐκπληροῦνται. Ἐρωτηθεὶς ὁ μακαρίτης πῶς τὸ ἐξηγεῖ, ἀπεκρίθη χαμογελῶν: «Ὁ Σαμουὴλ ἦτο βέβαια μαγνητισμένος».
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1835 ἤκουσα τὸν μακαρίτην Ζ.... νὰ ἀπαριθμεῖ, ὡς βοηθητικὰ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τὴν ἥμερον κυβέρνησιν τοῦ Βελῆ Μπέη, ἥτις ἄφησεν εὐτυχία (ὁ Βελὴ πασὰς ἔδωκε θάρρος εἰς τοὺς Ἕλληνας φοβισμένους ἀπὸ τὴν πρώτην ἐπανάστασιν), τὸν χαλασμὸν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ καὶ τὴν ἐνέργειαν τοῦ Παπαρρηγοπούλου ὡς ἑταιριστοῦ. Ἕως ὅπου ἦλθεν ὁ Ὑψηλάντης, ἔλεγεν, ἦτον ἄκρα ὁμόνοια· ἦτον ἀδυνάτου νοός· ἔβαλε διχόνοιαν μεταξὺ ἀρχόντων καὶ πολεμικῶν· ἐπροτιμοῦσε τοὺς δευτέρους. - Ὁ Κυβερνήτης, ἔλεγεν, ἐκέρδισε πολὺ ἔπειτα ἀπὸ τὸν θάνατόν του· ἂν ἠκούετο ζωντανὸς εἰς καμμίαν ἄκρα τῆς Ἑλλάδος, ἤθελε τρέξει ὅλη ἡ Ἑλλὰς νὰ τὸν προσκυνήσει.
Ὁ Στρατηγὸς Γ.... μοῦ εἶπεν, ὅτι φοβούμενος μήπως ὁ στρατηγὸς Κίτσος Τζαβέλας κακοπάθει ἀπὸ τὰ στρατεύματα τῆς ἑπταμελοῦς διοικήσεως, τὰ ὁποῖα ἐπήγαιναν ἐναντίον του εἰς Πάτρας, ἐβίασε πολὺ καὶ ἔπεισε τὸ Γέρο Κολοκοτρώνην, ὅστις ἐπέμενε νὰ μὴ θέλει νὰ κάμει προκηρύξεις, μὲ τὰς ὁποίας ἐφανέρωνεν, ὅτι δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ἑπταμελῆ διοικητικὴν ἐπιτροπήν.
Ἤκουσα ἀπὸ τὸν Νικηταρᾶν τὰ ἑξῆς: Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Κυβερνήτου ἕνας τσομπάνης ἀποκοιμήθη ἀπὸ τὴν λύπην του, ὁ λύκος τοῦ ἔφαγε τὰ πρόβατα: «Καλὰ ἔκαμε· τώρα ὁποὺ ἐχάθη καὶ ὁ σκύλος, ἂς τὰ φάγει· ἂν δὲν τἄτρωγεν αὐτός, ἄλλος θὰ τἄτρωγε».
Ἤκουσα ἀπὸ τὸν κύριον Π..... ποτὲ ὑπάλληλον τῆς κυβερνήσεως εἰς τὸ Νησὶ τῆς Καλαμάτας, ὅτι ὁ Κυβερνήτης εἶπεν εἰς τοὺς Μανιάτας: «Ἐγὼ εἶμαι θυρωρός, φυλάττω τὴν παρθένο (ἐννοοῦσε τὴν Ἑλλάδα), ἔχω χρεία τῆς συνδρομῆς σας, δὲν φθάνω μόνος· ἡ παρθένος ἔχει πολλοὺς ἐραστάς».
Τὰ ἔλεγεν εἰς Μανιάτες, καὶ Μανιάτες ἐσκότωσαν τὸν νυμφίον εἰς τὴν θύραν τῆς Ἐκκλησίας! - Ὁ Κυβερνήτης ἦτον λυτρωτὴς τοῦ λαοῦ, τῆς φυλῆς, ἀλλ᾿ ὁ λαός, ἡ φυλὴ δὲν ἐστάθη λυτρωτής του. Παράδειγμα ὁ τσοπάνης καὶ οἱ Πετρομπέηδες. Ὁ τσοπάνης ἀμέριμνος, ὡς φαίνεται, ἀφήνει καὶ ὁ λύκος τοῦ τρώει τὸν σκύλο, ἔπειτα ἀντὶ νὰ τροχίσει τὸ σπαθί του, νὰ πάρει τὸ τουφέκι του, νὰ κυνηγήσει τοὺς λύκους, νυστάζει, τοῦ ἔρχεται ὕπνος, κοιμᾶται καὶ πλακώνει ὅλο τὸ κοπάδι τῶν λύκων καὶ τοῦ τρώει καὶ τὰ ἐπίλοιπα πρόβατα.
Οἱ Πετρομπέηδες πᾶνε μακρύτερα· σκοτώνουν καὶ τὸ φύλακα, τὸ θυρωρό, τὸν Μεσσία, ἢ διὰ νὰ μὴ πειραχθεῖ ἡ ὀρθοδοξία κανενός, τὸν προφήτην τρίτης, τετάρτης τάξεως. Μεσσίας ὅμως εἶναι ὁ μεσίτης τῆς καλῆς ἰδέας, ποὺ σμίγει γῆν καὶ οὐρανόν, ποὺ ἀνοίγει τὰ μάτια τοῦ κόσμου εἰς τὴν ἀλήθειαν. Τὰ ἄνοιγε ὁ Κυβερνήτης;
Εἰς τὰ 1828 εἰς τὴν Αἴγινα ἐπῆγε ὁ Γεώργιος Μαυρομιχάλης νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Κυβερνήτη. Ἐφόρεσε τὴ λαμπρότερη ἐνδυμασία του, βουτημένη εἰς τὸ μάλαμα· ἐγελοῦσαν τὰ φορέματά του, ἐγελοῦσε ἡ καρδιά του, διατὶ ὁ νέος εἶχε κλίσιν πρὸς τὸν Κυβερνήτην· τὸν ἐδέχθη αὐτὸς ὡς πατέρας τὸν υἱόν, ἀλλὰ τοῦ εἶπε: «Δὲν σ᾿ ἐπαινῶ διὰ τὰ φορέματά σου καὶ πρὶν πατήσω τὰ χώματα τὰ Ἑλληνικά, καὶ ἀφοῦ ἦλθα καὶ εἶδα τὸ ἐβεβαιώθηκα, εἶναι καιροὶ ποὺ πρέπει νὰ φοροῦμεν ὅλοι ζώνη δερματένια, καὶ νὰ τρῶμεν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο· - εἶδα πολλὰ εἰς τὴν ζωήν μου, ἀλλὰ σὰν τὸ θέαμα ὅταν ἔφθασα ἐδῶ εἰς τὴν Αἴγινα, δὲν εἶδα τὶ παρόμοιο ποτέ, καὶ ἄλλος νὰ μὴν τὸ ἰδεῖ· προεῖδα μεγάλα δυστυχήματα διὰ τὴν πατρίδα, ἂν ἐσεῖς δὲν θὰ εἶσθε σύμφωνοι μαζί μου καὶ ἐγὼ μὲ σᾶς. «Ζήτω ὁ Κυβερνήτης, ὁ σωτήρας μας, ὁ ἐλευθερωτής μας», ἐφώναζαν γυναῖκες ἀναμαλλιάρες, ἄνδρες μὲ λαβωματιὲς πολέμου, ὀρφανὰ γδυτά, κατεβασμένα ἀπὸ τὲς σπηλιές· δὲν ἦτον τὸ συναπάντημά μου φωνὴ χαρᾶς, ἀλλὰ θρῆνος· ἡ γῆ ἐβρέχετο ἀπὸ δάκρυα· ἐβρέχετο ἡ μερτιὰ καὶ ἡ δάφνη τοῦ στολισμένου δρόμου ἀπὸ τὸν γιαλὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· ἀνατρίχιαζα, μοῦ ἔτρεμαν τὰ γόνατα, ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἔσχιζε τὴν καρδίαν μου· μαυροφορεμένες, γέροντες, μοῦ ἐζητοῦσαν νὰ ἀναστήσω τοὺς ἀπεθαμένους τους, μανάδες μοῦ ἔδειχναν εἰς το βυζὶ τὰ παιδιά τους, καὶ μοῦ ἔλεγαν νὰ τὰ ζήσω, καὶ ὅτι δὲν τοὺς ἀπέμειναν παρὰ ἐκεῖνα καὶ ἐγώ, καὶ μὲ δίκαιο μοῦ ἐζητοῦσαν ὅλα αὐτά, διότι ἐγὼ ἦλθα καὶ ἐσεῖς μὲ προκαλέσατε νὰ οἰκοδομήσω, νὰ θεμελιώσω κυβέρνησιν, καὶ κυβέρνησις καθὼς πρέπει, ζεῖ, εὐτυχεῖ τοὺς ζωντανούς, ἀνασταίνει τοὺς ἀποθαμένους, διατὶ διορθώνει τὴν ζημίαν τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀδικίας· δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ζεῖ τὸ ἔργον του, καρποφορεῖ, ἂν ὁ διοικητὴς εἶναι δίκαιος, ἂν τὸ κράτος ἔχει συνείδησιν, εὐσπλαγχνίαν, μέτρα σοφίας. Δύναμαι νὰ κάμω ἐγὼ ὅλα αὐτά, καὶ νὰ δικαιολογήσω τὴν παντοχὴν τοῦ κόσμου; δύναμαι νὰ πράξω μηδέν, χωρὶς τὴν σταθερὰν ὁμοφροσύνην τῶν πρώτων τοῦ τόπου; δὲν εἶναι κίνδυνος, ὅτι τὰ ἀγαθοεργήματά τους εἰς τὸν ἀγώνα ἔχυσαν πλησμονὴν ὀρέξεων, ἀπαιτήσεων εἰς τὰ στήθη τους; - πλησμονὴ ἀφιλίωτη μὲ τὸ γενικὸ καλό, μὲ τὸ κύρος τῆς ἐξουσίας καὶ μὲ τὴν εὐτυχίαν τοῦ λαοῦ· ἂν εὑρεθῶμεν εἰς ἀντιλογίαν, ἀντίμαχοι εἰς τὸ φρόνημα, ποῖος θὰ μονομερήσει; ἐγὼ ἢ ἐκεῖνοι; - Ὑιὲ τοῦ Μαυρομιχάλη, διὰ νὰ μὲ τιμήσεις ἦλθες εὐμορφοστολισμένος, τὸ ἐννοῶ καὶ σὲ ἀγαπῶ, ὅθεν καὶ σοῦ ἀνοίγω τὴν καρδίαν μου. Ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα σας ἕνας ὁμογενής περισσότερος, δὲν ἤφερα ξένους ὁπλοφόρους, συνοδείαν μου ἔχω μόνο τὴν πειθώ, τὸ φίλεργον καὶ τίμια γηρατεῖα· ὄχι ἐσὺ ποὺ εἶσαι νέος, ἀλλὰ οἱ πλέον, πλέον γέροντες δὲν ἔχετε γνώση λευκαμένην ἀπὸ παλαιότητα καιροῦ. Ὡς ψάρι εἰς τὸ δίκτυ σπαράζει εἰς πολλοὺς κινδύνους ἀκόμη ἡ Ἑλληνικὴ ἐλευθερία. Μοῦ ἐδώσατε τοὺς χαλινοὺς τοῦ κράτους· τίνος κράτους; μετροῦμε εἰς τὰ δάκτυλα τὴν ἐπικράτειάν μας, τ᾿ Ἀνάπλι, τὴν Αἴγινα, Πόρον, Ὕδραν, Κόρινθον, Μέγαρα, Σαλαμίνα. Ὁ Ἰμβραΐμης κρατεῖ τὰ κάστρα καὶ τὸ μεσόγειον τῆς Πελοποννήσου, ὁ Κιουτάγιας τὴν Ρούμελη, πολλὰ νησιὰ βασανίζονται ἀπὸ αὐτεξούσιον στρατιώτην καὶ ἀπὸ πειρατείαν, τὰ δύο μεγάλα καράβια σας, εἶναι ἀραμμένα ξαρμάτωτα εἰς τὸν Πόρο, ἡ Ἀθήνα ἔφαγε πέρυσι τοὺς ἀνδρειοτέρους τῶν Ἑλλήνων. Ποῦ τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ ἔθνους; Ἀκούω, ἐπουλήσατε καὶ τὴν δεκατιὰ τοῦ φετεινοῦ ἔτους, πρὶν ἀκόμα σπαρθεῖ τὸ γέννημα· ὁ τόπος εἶναι χέρσος, σπάνιοι οἱ κάτοικοι, σκόρπιοι εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ σπήλαια· τὸ δημόσιον εἶναι πλακωμένον ἀπὸ δύο ἑκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος, ἄλλα τόσα ζητεῖτε οἱ στρατιωτικοί, ἡ γῆ εἶναι ὑποθηκευμένη εἰς τοὺς Ἄγγλους δανειστάς· ἀνάγκη νὰ τὴν ἐλευθερώσωμεν μὲ τὴν ἰδίαν ἀπόφασιν, ὡς θὰ τὴν ἐλευθερώσωμεν καὶ ἀπὸ τὰ ἄρματα τοῦ Κιουτάγια καὶ τοῦ Αἰγυπτίου. - Δὲν λυποῦμαι, δὲν ἀπελπίζομαι· προτιμῶ αὐτὸ τὸ σκῆπτρο τοῦ πόνου καὶ τῶν δακρύων, παρὰ ἄλλο· ὁ Θεὸς μοῦ τό ῾δωσε, τὸ παίρνω, θέλει νὰ μὲ δοκιμάσει· εἶμαι ἀπὸ τὴν φυλήν σας· εἰς ἕνα μνῆμα μαζὶ μὲ σᾶς θὰ θαφτῶ· ὅ,τι ἔχω, ζωήν, περιουσίαν, φιλίες εἰς τὴν Εὐρώπην, κεφάλαια γνώσεων, ἀποκτημένα ἀπὸ τόσα θεάματα καὶ ἀκροάματα συμβάντων τοῦ κόσμου τῆς ἡμέρας μου τὰ ἀφιερώνω εἰς τὴν κοινὴν πατρίδα, ἂς ὑψώσωμεν τὸ μεγαλεῖον της, ὥστε ὅποιος θελήσει, δυσκόλως νὰ τὸ ταπεινώσει, στερεωμένο εἰς ρίζες ἀρετῆς εἶναι ἀκαταμάχητον. Ἐκάμετε ἔργα πολεμικὰ ἀθάνατα. Βασιλεῖς καὶ ἔθνη σᾶς ἐπαίνεσαν, ἀλλὰ πίστευσέ μου, διὰ πολυετίαν ἀκόμη ἡ ζώνη τοῦ προδρόμου πρέπει νὰ εἶναι στολισμός μας, ὄχι χρυσοΰφαντη χλαμύδα. Ὡς οἱ παλαιοὶ ἥρωες ἢ Βασιλεῖς τῆς Ἑλλάδος πρέπει νὰ φυτεύωμεν δένδρα, νὰ ἀνοίγωμεν δρόμους νὰ παλεύωμεν μὲ τὰ θηρία τοῦ δάσους, νὰ δέσωμεν τὴν κοινωνίαν μας μὲ νόμους συμφώνους μὲ τὸ ἔθνος μας· οὔτε ὀπίσω, οὔτε ἐμπρὸς τοῦ καιροῦ μας· μὴ μοῦ ζητεῖτε ζωγραφίες πολύτιμες εἰς οἰκοδόμημα ἀκόμη ἀτελείωτον. Μέτρο καὶ ἄστρο εἰς δεινὰ Ἑλληνικὰ θεραπεία Ἑλληνική. Μὲ τὸ στόμα μας, ὄχι ὡς οἱ χειροῦργοι τῆς Εὐρώπης κόφτοντας, ἀλλὰ μὲ τὸ στόμα μας νὰ βυζαίνομεν τὸ ἔμπυο τῆς πατρίδος μας, διὰ νὰ τὴ γιάνωμεν.
Ἂν δὲν μᾶς ἀποστραφεῖ ὁ Μεγαλοδύναμος καὶ ἀξιωθοῦμε τὴν εὐλογίαν του, τὰ ἀκροθαλάσσιά μας θὰ στολισθοῦν ἀπὸ εὔμορφες πολιτεῖες, ἡ σημαία ἡ Ἑλληνικὴ θὰ δοξάζεται εἰς τὰ πελάγη, ἥμερα δένδρα θὰ ἀνθίζουν εἰς τὰ ἄγρια βουνά, καὶ οἱ ἐρημιὲς θὰ πληθύνουν ἀπὸ κατοίκους - καὶ ὄχι εἰς τὲς ὄψιμες ἡμέρες τῶν ἀπογόνων ὅσα σοῦ προλέγω, ἀλλὰ ἐσὺ θὰ τὰ ἰδεῖς πού ῾σαι νέος, θὰ ζήσεις καὶ θὰ γεράσεις. Ἕνα μόνον φοβοῦμαι πολὺ καὶ μὲ δέρνει ὑποψία, τρέμω τὴν ἀπειρίαν σας. Ἂν ἡ νέα κυβέρνησις τύχῃ νὰ συγκρουσθεῖ μὲ συμφέροντα ξένων δυνάμεων - ἐπειδὴ κάθε τόπος ἔχει χωριστὰ τὸ μυστήριον τῆς ζωῆς του, τὸν νόμον τῆς εὐτυχίας του, - ἂν πλανεθεῖ ὁ ἑλληνισμός σας καὶ σηκωθεῖ σκοτάδι μεταξύ μας, ὥστε ἐσεῖς νὰ μὴ διαβάζετε εἰς τὴν καρδίαν μου, θολωθοῦν καὶ μὲ οἱ ὀφθαλμοί, ποῖος ἠξεύρει;... ποῦ θὰ πᾶμε, τί θὰ γενοῦμε; Ἐτινάξετε τὸ καβούκι τῶν ἀλλοφύλων, ἀλλ᾿ οἱ πλεκτάνες τῆς διπλωματίας ἔχουν κλωστὲς πλανήτριες, φαρμακερές, κλωστὲς θανάτου, ἄφαντες, καὶ ἐσεῖς δὲν τὲς ἐννοεῖτε. Κατεβαίνω πολεμιστὴς εἰς τὸ στάδιον, θὰ πολεμήσω ὡς Κυβέρνησις, δὲν λαθεύομαι, τὸν ἔρωτα τῶν προνομίων ποὺ εἶναι φυτευμένος εἰς ψυχὲς πολλῶν, τὰ ὀνειροπολήματα τῶν λογιοτάτων, ξένων πρακτικῆς ζωῆς, τὸ φιλύποπτο, κυριαρχικὸ καὶ ἀνήμερον ἀλλοεθνῶν ἀνδρῶν. Ἡ νίκη θὰ εἶναι δική μας, ἂν βασιλεύει τὴν καρδίαν μας, θεὸς ζηλότυπος, μόνον τὸ αἴσθημα τὸ Ἑλληνικό· ὁ φιλήκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης.
Εἴθε οἱ νέοι τῆς Ἑλλάδος νὰ εἶναι βοηθοί μου καὶ πρῶτος ἐσύ. Μὴ φορεῖς πολυτελῆ φορέματα ἀταίριαστα μὲ τὴν ἔνδειαν τῶν πολλῶν καὶ κεφάλαιο θαμμένο, ἀχρησίμευτο· ἢ ἀφορμή, ἡ ἀπόκτησίς του, κακῶν ὀρέξεων καὶ πράξεων· μὴ θέλεις ἄλλο στολίδι καὶ καύχημα, εἰμὴ ὅτι εἶσαι ἀπὸ οἰκογένεια δοξασμένη, ποὺ τόσο ἔχυσε αἷμα ἀνδρειωμένο διὰ τὴν ἀναγέννησιν καὶ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Πατρίδος».
Ὁ φιλαλήθης διηγητὴς τῆς συνομιλίας τοῦ Κυβερνήτου μὲ τὸν Μαυρομιχάλη, μοῦ ἐπρόσθεσε ἀκόμη, ὅτι σμίγοντας ὁ νέος τὴν ἡμέραν ἐκείνην φίλον του, τοῦ εἶπε: «Σήμερον ὁ Κυβερνήτης μὲ ἔκανε νὰ ἐντραπῶ». Θεία ἐντροπή, θυρωρὲ πολλῶν ἀρετῶν! Διατὶ νὰ μὴν προφυλάξεις τὸν Γεώργιο Μαυρομιχάλη τὶς 27 Σεπτεμβρίου, καὶ ἀντὶ νὰ σκύψει νὰ φονεύσει τὸν ἄνδρα, νὰ ἤθελε σκύψει νὰ τοῦ φιλήσει τὸ χέρι! ἄξιζαν τὰ χέρια τοῦ πατρός του! Πλοκὴ σκοτεινὴ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων ἡ συνείδησις τῶν Ἑλλήνων ἂς ὁμολογήσει, ποῖος ἦτον μᾶλλον ἐραστὴς τῆς ἀληθινῆς εὐτυχίας τοῦ Γεωργίου Μαυρομιχάλη, ὁ φονευμένος, ἢ οἱ σύμβουλοι τοῦ φόνου; Ποῖοι οἱ σύμβουλοι; Κριτὴς Θεὸς τοὺς γνωρίζει. - Δὲν ἐσέβετο, δὲν ὑπολήπτετο ὁ ἀρχηγὸς τοῦ κράτους τὴν οἰκογένειαν τῶν Μαυρομιχαλαίων; Ἀλλὰ τὴν ἀντιμάχετο μόνον εἰς θελήματα μὴ σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους καὶ μὲ τὰ δίκαια τῆς κοινότητος.
Βλασφημία ἐναντίον τοῦ πνεύματος ἦτον ἡ δολοφονία τοῦ Κυβερνήτου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν βλάσφημον ἁμαρτίαν δὲν εἶναι ἄλλη χειρότερη καὶ ἀενάως τιμωρούμενη. Δὲν εἶναι τὸ πνεῦμα ποὺ ἐγέννησε, σώζει καὶ φιλιώνει τὰ πάντα, πηγὴ ὑγείας καὶ κάλλους, σύνθρονος Θεοῦ. Καταστρέφεται ἡ κτίσις, μιαίνεται ἡ κοινωνία, ἂν λείψει ἡ ἁγιοσύνη τοῦ πνεύματος. Παραστάτης τῆς χάριτος τοῦ νοὸς εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐπαινέθη ἀπὸ εἰδήμονας ὁ τριετὴς Κυβερνήτης! Ἦλθε εἰς τὰ 1828, ἐφονεύθη εἰς τὰ 1831. - Σύντομον, αἰφνίδιον ἔργον ὁ σκοτωμὸς ἀόπλου ἀνδρός· ψιλὴ ἡ κλωστή, τὸ μαχαίρι κοφτερό, ἀλλὰ δυσκολοκατόρθωτον νὰ λούσεις τὴν ἀνομίαν, νὰ ἀφανίσεις τὴν δυσφημίαν, νὰ ἀποφύγεις τὰ βασανιστήρια τῆς τιμωρίας. Καὶ ὁ ἄψυχος κόσμος μάχεται συχνά, ἐκδικητὴς τοῦ ἀθώου αἵματος· σὲ καταποντίζουν οἱ βροχὲς καὶ τὰ χαλάζια τοῦ οὐρανοῦ, - σὲ τιμωρεῖ τὸ σπαθὶ τοῦ ἐχθροῦ.
Τὸ συνέδριον τῶν Ἑλλήνων ὡς μνημεῖον καθαρισμοῦ, ὡς δεῖγμα σεβασμοῦ, εὐγνωμοσύνης, ἐψήφισεν ἀνδριάντα εἰς τὸν Κυβερνήτην καὶ δὲν τοῦ ἔγινε ἀκόμη· μὴ κάμετε, μὴ τοῦ στήσετε τὸν ἀνδριάντα· ὧρες ὧρες θὰ βλέπομε νὰ ἀνοίγουν οἱ πληγές του, νὰ τρέχουν αἷμα· ἵδρωτα καὶ αἷμα θὰ ρέει τὸ μαρμαρένιο ἄγαλμα· καὶ ξεύρετε πότε; ὅταν ἡμεῖς μὲ τόσην ἐλεεινότητα ἐσωτερική, καὶ ἐξωτερικὴ ἀνυποληψίαν, παλληκαρευόμεθα νὰ πάρομε κάστρα, χῶρες καὶ βασίλεια, καὶ ἂν συνείδησις καὶ ἀλήθεια μᾶς ξετυφλώνει τὰ μάτια, τότε ἀλλάζομε φύλλο καὶ ὑπερήφανοι νὰ ζητοῦμε διακονιὰ ἀπὸ ξένους δυνατούς. - Αὐτὰ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἔμφρονος ἀνδρὸς εἶναι μαρτύριον βαρύτερο ἀπὸ τὸ μολύβι τῶν Μαυρομιχαλαίων. - Τινὲς λέγουν, καὶ δὲν ἐκστράτευσε ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Μακεδονίας μὲ μόνο 35 χιλιάδες στράτευμα καὶ μὲ μισὸ ἑκατομμύριο φράγκα καὶ ἐθριάμβευσε τὴν ἀπέραντον βασιλείαν τῶν Περσῶν; Ναί, ἀλλ᾿ ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἡμεῖς δὲν ἔχομεν, πνεῦμα· δὲν ἐννοῶ πνεῦμα διαστροφῆς, φθόνου, φόνου, διχονοιῶν, πνεῦμα ρηχὸ ἀτεχνίας, διατὶ ἀπὸ τέτοια πνεύματα εἴμεθα πνευματωδέστατοι· ἀλλὰ πνεῦμα συνέσεως, μεγαλοψυχίας. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε εἰς τὰ φυλλοκάρδιά του τὴν λατρείαν τῶν παλαιῶν ἡμερῶν καὶ πόθον δόξης· ὅθεν εἰς τὲς πεδιάδες τῆς Τρωάδος ἔστησε γυμνικοὺς ἀγώνας καὶ ἔσυρε χορὸν μὲ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς του, γύρω εἰς τοὺς τάφους τῶν ἡρώων, καὶ ἐμακάριζε τὸν Ἀχιλλέα, διατὶ ἔλαβε Ὅμηρον ἐπαινέτην, καὶ ὡς ἕνας τῶν ἡμιθέων ἐκείνων ἐπολεμοῦσε εἰς τὲς μάχες, εἶχε τὴν σοφίαν τοῦ Ἀριστοτέλους, τὴν ποίησιν τοῦ Πινδάρου εἰς τὰ ἔργα του. - Τὸ ἱερὸ θεμέλιον τῆς μεγάλης ἰδέας ἔσταινε μὲ ἀλήθειες ὁ ἀτυχὴς τῶν Ἑλλήνων, ὁ ὁποῖος εἰς τὰ ἥμισυ τριετίας του ἐκινοῦσε εἰς τὴν ἐπικράτειαν στράτευμα ἐντόπιον δεκατρεῖς χιλιάδες, καὶ πέντε χιλιάδες τακτικό, καὶ πενήντα ὀκτὼ καράβια τοῦ πολέμου, καὶ ἐδημιούργησε εἰς τὸ στενὸ τῆς ὥρας τὸ στρατιωτικὸ σχολεῖον εἰς τὸ Ναύπλιον καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸν εἰς τὸν Πόρον, καὶ ναυπηγεῖον καὶ ἀγροκήπιον, καὶ τὸ Γυμνάσιον εἰς τὴν Αἴγινα, καὶ ἀλληλοδιδακτικὰ διὰ τὸν λαὸν παντοῦ, φτερὰ ὁσίων ἐλπίδων, καὶ εἰς τὰ χέρια τοῦ ὁποίου τὸ δάνειο θὰ ἄνθιζε, ὡς ἄνοιξη καλῆς χρονιᾶς. Ὁ θεμελιωτὴς τῶν Εὐελπίδων δὲν προόριζε τὸ σπαθί τῶν φιλοπολέμων καὶ εὐπατρίδων νέων, ἀκονισμένο ἀπὸ τὴν ἐπιστήμην νὰ κοιμᾶται εἰς τὴν θήκην του, ἀλλὰ κράτος ἐσωτερικῶς εὐτυχισμένο, τότε καὶ ὡς ἐκ θείας μοίρας δοξάζεται ἐξωτερικῶς, κρατεῖ ψηλὰ τὴν ἐθνικὴν σημαίαν, καὶ τὴν φέρει νικήτριαν εἰς τὸν κόσμον.
Σοφὴ ἡ τέχνη καὶ ἡ πρόνοια τοῦ ἀνδρὸς ὡς ὅλων τῶν ἀξίων ἀνδρῶν· ἡ 27 Σεπτεμβρίου ἐτσάκισε τὸν φιλόπατρι τεχνίτην, τὸν ἄμισθον ἐργάτην καὶ μετὰ θάνατον ἐδοκιμάσθη καὶ ἐμαρτυρήθη ἐντελέστερα τὸ προορατικό του.
Νυμφίος τῆς Ἑλλάδος εἶναι τὸ πνεῦμα, ὅταν αὐτὸς ὁ νυμφίος συζευχθεῖ μὲ τὸν Πλάτωνα καὶ Ἀριστοτέλη, τὰ σκῆπτρα τῆς φιλοσοφίας βασιλεύουν τὸν κόσμον, κρατούμενα ἀπὸ χέρια Ἑλληνικὰ· ὅταν, μὲ τὸν Ἀλέξανδρον, φθάνομεν τροπαιοφόροι ἕως εἰς τὸν Γάγγη ποταμὸν· - ὅταν πάλε ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ κάμει διαζύγιον ἀπὸ τὸν εὔμορφον νυμφίον της καὶ σκοταδιάζει ὁ ἥλιος τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τότε ἡ αἰχμαλωσία τῆς Ἑλλάδος εἰς τοὺς Ρωμαίους, καὶ εἰς μελίσσι βαρβάρων τῆς Δύσεως, καὶ εἰς τοὺς Ὀθωμανούς, καί, διὰ νὰ μὴ μακρολογῶ τὸ πικρὸν ἡμερολόγιον τοῦ διαζυγίου, εἰς τὲς ἡμέρες μας καῖμε τὰ καράβια μας εἰς τὸν Πόρο μὲ δαυλὸ Ἑλληνικό, σκοτώνομε τὸν Κυβερνήτη, σέρνομεν ὡς ἐγκληματίαν προδοσίας τὸν Κολοκοτρώνη εἰς τὴ γκιλοτίνα, καὶ ἀράζομε τὸν Πάρκερ εἰς τὰ Ἀμπελάκια.
Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου εἶναι τὸ πνεῦμα, ἀλλὰ διὰ νὰ σὲ λυτρώσει πρέπει νὰ τὸ δοξολογεῖς καὶ νὰ τὸ ἀσπάζεσαι ὡς τὲς εἰκόνες τῶν Ἁγίων εἰς τὲς Ἐκκλησίες.
Τὸν μακαρίτην Ἰωάννην Καποδίστριαν δὲν ἀντεπληρώσαμεν μὲ πνεῦμα, ὥστε νὰ σωθοῦμε καὶ νὰ συνδοξασθοῦμεν ἐμεῖς καὶ ἐκεῖνος.
Πηγή

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α

Απογραφές
Η επαρχία του Λιονταριού (1461)
Η Καρύταινα (Λιοντάρι) (1512-1520)
Ο Δήμος (kaza) της Καρύταινας (1566-1574)
Χωριά Γορτυνίας (1700-1830)
Χωριά και αριθμός οικογενειών Γορτυνίας (απόγραφή Pouqueville)
Απογραφή Γορτυνίας (1834)
Απογραφή Αρκαδίας (1834)
Απογραφή Γορτυνίας (1852)

Ονόματα
Σκορτινοί (13-14ος αιώνες)
Κροκόντηλοι-Αγ.Γεώργιος των Σκορτών (13-15ος αιώνας)
Δημητσανίτες (1461-1574)
Μέλη δημοτικού συμβουλίου Τριπολιτσάς (1700)
Ονόματα στρατιωτικών των Κολοκοτρωναίων (1821)
Γορτύνιοι Πολιτικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Αξιωματικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Φιλικοί (1821)
Ονόματα Λαγκαδινών (1822-3)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Α (1823)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Β (1823)
Προαγωγές Γορτυνίων στρατιωτικών (1824)
Δημοτικοί εισπράκτορες Γορτυνίας (1836)
Δήμαρχοι και Πάρεδροι Γορτυνίας (1841)
Φύλλα ποιότητας Δημάρχων και παραγόντων της Γορτυνίας (1849-1850)
Εκλογικά έγγραφα Γορτυνίας [1843 - 1862]
Εκλογικός κατάλογος Γορτυνίας (1865)
Επώνυμα Γορτυνίων 1865 (δήμοι Γόρτυνος, Ελευσίνος, Κλείτωρος και Μυλάοντος)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Λαγκαδίων και Νυμφασίας)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Τρικολόνων και Τροπαίων)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Ηραίας και Θέλπουσας)
Επώνυμα κατοίκων δήμων Φαλάνθου (1879) και Θεισόας (1843)
Μικρά ονόματα Γορτυνίων (19ος αιώνας)

Τοπωνύμια
Mετονομασίες οικισμών Αρκαδίας (1920)
Μεσσαρέα
Τοπωνύμια Βυτίνας
Τοπωνύμια Βάχλιας
Τοπωνύμιο Τσιπιανά
Τοπωνύμιο Ψάρι
Τοπωνύμιο Αρτοζήνος
Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων
Nτρομπολιτσά- Tριπολιτσά- Tρίπολη : μια ιχνηλάτηση
Γορτυνιακά τοπωνύμια σλαβικής ετυμολογίας
Στα χνάρια του περιηγητή Παυσανία στην Αρκαδία
Συνοικισμός Μεγάλης Πόλεως

Διάλεκτοι και Ιδιώματα
Το αρχαίο αρκαδικό γράμμα "Τσαν"
Η αρχαία αρκαδοκυπριακή διάλεκτος
Σύγκριση γορτυνιακού με άλλα ιδιώματα στο φωνολογικό επίπεδο
Συνοπτική παρουσίαση γορτυνιακού ιδιώματος
Το φαινόμενο του τσιτακισμού στα πελοποννησιακά ιδιώματα
H συνθηματική γλώσσα των Λαγκαδινών μαστόρων
To ιδιωματικό στοιχείο στη γλώσσα των απομνημονευμάτων του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη

Ιστορικά θέματα (επιλεγμένα)
Πασάς Mαυραειδής Φαρμάκης
Ιστορική γεωγραφία Αρκαδίας (395-1209)
Δοξαπατρήν τον λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ένι
Λυκάων της Αρκαδίας
Φωτάκος: Μάχη εν Τρικόρφοις - 23 Ιουν. 1825
Κανέλλος Δεληγιάννης: Πολιορκία Λάλα
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαιΐου 1821)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη της Γράνας
Κανέλλος Δεληγιάννης: Έξοδοι Δράμαλη από την Κόρινθο
Κανέλλος Δεληγιάννης: Γορτυνιακός εμφύλιος (1823) και αρχές του γενικού εμφυλίου (1824)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Μάχες στο Άργος, Δερβενάκια, Αγιοσώστη, Αγιονόρι
Κανέλλος Δεληγιάννης: Α' Πολιορκία Μεσολογγίου
Κανέλλος Δεληγιάννης: Εκστρατεία στη Δυτ. Ελλάδα, Μάχη του Πέτα
Καταστροφή Ζάτουνας - Απρίλιος 1779
Αναφορές για τα επεισόδια στη Γορτυνία (Ιουν. 1823)
Αναφορά επαρχίας Καρύταινας (Δ' Εθνοσυνέλευση, Άργος 1829)
Επιστολή κατά Κολοκοτρώνη (Εμφύλιος 1823)
Ο Μοραΐτης Πυρπολητής του 1821
Τα άρματα της Καρύταινας (1821)

Μελέτες
Βυζαντινή κρατική ιεραρχία και στρατιωτική οργάνωση
Κυρ Ιωάννης ο Τζερνοτάς
Τάμα στον Δία – Αχαιοί εναντίον Γαλατών (120 π.Χ.)
Στοιχεία για την οθωμανική Ελλάδα
Προδοσίες και θυσία στη Μολδοβλαχία το 1821
Η παράδοση της Πόλης το 1453
Σύντομη ιστορία της Πελοποννήσου (2ος αι. π.Χ – 7ος αι. μ.Χ.)
Το Πασαλίκι του Μοριά
Τα παράπονα των Ανθενωτικών (1450)
Μοραΐτες Οπλαρχηγοί του 1821
Η μάχη της Πελαγονίας (1259 μ.Χ.)
Φορεσιά και Άρματα το 1821
Η Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο
Αυτόχθονες εναντίον Ετεροχθόνων
Αλαμανικός φόρος και βυζαντινά μνημόνια