Η ιστοσελίδα περιέχει δημοσιεύσεις κειμένων και ιστορικών πηγών που αφορούν την ιστορία της Αρκαδίας, κυρίως τις περιοχές της Γορτυνίας και του Μαινάλου, καθώς επίσης και ορισμένες ερασιτεχνικές ιστορικές μελέτες γενικότερου ενδιαφέροντος.

Διήγηση Θεοδώρου - Κολοκοτρώνη (Μετεπαναστατικά)


Ὁ Κυβερνήτης ἔρχεται εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸν Ἰανουάριον, πηγαίνει εἰς τὴν Αἴγιναν, ὅπου ἦτον ἡ Ἀντικυβερνητικὴ ἐπιτροπὴ καὶ τὸ Βουλευτικόν. Ἐκεῖ ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἔγινε δοξολογία καὶ δὲν ἠθέλησε νὰ ὁρκωθεῖ πρὶν νὰ κάμει τὰς παρατηρήσεις του. Εἶπε ὅτι: ἂν θέλετε νὰ διοικήσω, νὰ διαλυθεῖ τὸ Βουλευτικό, διότι ἐγὼ δὲν ἐμπορῶ νὰ δουλεύσω. Ἔχει ἡ πατρίς μας καὶ ἐχθροὺς καὶ φίλους, ἢ ἂν (1) καὶ δὲν θέλετε, ἐγὼ μένω καὶ θέλει δουλεύσω ὅσο εἶναι δυνατόν, ὡς μερικός. Τοὺς εἶπε αἴτια ἐξωτερικά. Διελύθηκε μόνον του τὸ Βουλευτικό, καὶ ἂν ἦτον κανένας βουλευτὴς δυσαρεστημένος, ἦτον περισσότερον διὰ τοὺς μισθούς του. Ὀργάνισε τὸ κράτος, ἔστειλε ἐπάρχους, ἐκτάκτους ἐπιτρόπους, ἄρχισε ἀνταπόκριση τακτική, ὁ καθένας νὰ γνωρίζει τὰ χρέη του. Ὁ στρατιωτικὸς ὡς στρατιωτικός, ὁ πολιτικὸς σὰν πολιτικός. Ἐσύστησε τὸ Πανελλήνιον καὶ τοὺς ἔβαλε ὅλους τοὺς ἄρχοντας μέσα· τὸν Κουντουριώτην τὸν ἔκαμε πρόβουλον τῆς Οἰκονομίας, τὸν Ζαΐμην πρόβουλον τοῦ Ἐσωτερικοῦ. Μολαταῦτα ἄρχισαν κάτι νὰ μιλοῦν, κάτι νὰ ἀντενεργοῦν, παρὰ μυστικά. Καὶ πρὶν νὰ ἔλθει ὁ Κυβερνήτης, ἐγύρευαν νὰ ἀντενεργήσουν μερικοί, διατὶ ἐπρόβλεπαν ὅτι ὅταν συστηθεῖ μία τακτικὴ Κυβέρνησις δὲν ἠμπορεῖ ὁ καθένας νὰ κάμει ὅ,τι θέλει. Ὁ Κυβερνήτης αὐτοὺς ὁποὺ τοῦ ἀντιστάθηκαν, αὐτοὺς εἶχε ἀγκαλιάσει πρῶτα. Τὰ ζιζάνια ἄρχισαν νὰ ἐμβαίνουν. Οἱ ἀδελφοί του, ποὺ νὰ εἶχαν κόψει τὸ ποδάρι τους ἐκεῖ ποὺ ἐκίνησαν νὰ ἔλθουν (2) εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἔφθασαν καὶ ἐκεῖνοι. Ἦλθε καὶ ὁ Ριμποπιέρος καὶ ὁ Καλεμινότ, ὁ πρέσβης ὁ Γάλλος, διὰ νὰ λάβουν πληροφορίας διὰ τὲς γαῖες τὲς ἐθνικὲς καὶ διὰ τὰ λοιπά. Ἔκαμε ὁ Κυβερνήτης καὶ ἐπιτροπὴ διὰ νὰ (3) ἐξετάσει αὐτά. Ἐδιορίσθηκαν καὶ ὅλοι οἱ ἔπαρχοι διὰ νὰ δώσει ὁ καθένας πληροφορίας. Μία ἡμέρα ἐπῆγα ἐγὼ καὶ ὁ Ρίζος... εἰς τὸν Ριμποπιέρην. Ἐκεῖ ἦλθε ἡ ὁμιλία καὶ ὁ πρέσβης μᾶς λέει, ὅτι τοῦ Σουλτάνου πόσον θὰ τοῦ παραξενοφαίνεται νὰ βλέπει τὴν σημαίαν τὴν Ἑλληνικὴν νὰ περνάει ἀπὸ ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ μάτια του, καὶ ἀπὸ τέτοια. Ἄρχισε καὶ ὁ Ρίζος νὰ τοῦ λέγει, πλὴν φοβισμένα ἀλὰ πολίτα. Ἐγὼ τοῦ λέγω: «Κὺρ Ρίζο, ἄφησέ με νὰ εἰπῶ καὶ ἐγώ. Ἐξοχώτατε, λέγετε πὼς θὰ ὑποφέρει ὁ Σουλτάνος νὰ βλέπει τὴν σημαίαν μας νὰ περνάει ἀπὸ ἐμπροσθά του, καὶ ὅτι τοῦ κακοφαίνεται - καὶ δὲν μᾶς κακοφαίνεται καὶ ἐμᾶς ὁποὺ τοὺς ὑποφέραμεν τόσον καιρὸν εἰς τὴν γῆν τῶν προγόνων μας, καὶ κάθεται ἀκόμη εἰς τὰ πατρικά μας σπίτια καὶ τοὺς ὑποφέρομεν ἀκόμη, καὶ ἐκεινοῦ θὰ τοῦ κακοφανεῖ διατὶ θὰ περνάει ἡ σημαία μας; Αὐτὰ ὅλα νὰ τὰ εἰπεῖς τοῦ αὐτοκράτορος Νικολάου, σὲ ὁρκίζω εἰς τὴν τιμήν σου νὰ τοῦ τὰ εἰπεῖς».
Τὴν ἄλλην ἡμέραν ὁ Κυβερνήτης μοῦ λέγει: «Θεοδωράκη, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ εἶπες!» - «Ἂν δὲν εἶναι (4) καλά, νὰ μὲ συμπαθήσετε, τέτοιας λογῆς εἶμαι μαθημένος». - «Ὄχι, καλὰ ἀποκρίθηκες».
Ὁ Κυβερνήτης μὲ εἶπε καὶ ἐχαιρέτησα τοὺς τρεῖς μινίστρους στὸν Πόρο καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν Ἰγγλέζο καὶ ἦτον ἕνας συγγενής του πεθαμένος καὶ ὅσο ποὺ τὸν ἐχαιρέτησα μόνον. Καὶ ἔπειτα ἐπῆγα εἰς τὸν Γκιλμινὸ (5) καὶ μὲ ἐρώτησε διὰ τὴν ἐθνικὴν γῆν καὶ τοῦ ἀπεκρίθηκα μὲ τί τρόπο λέγεται ἐθνικὴ γῆ: «Ὄντας ἦλθε ὁ Τοῦρκος καὶ ἔκαμε ζάπι τὴν Πελοπόννησο στὰ 1717, ποὺ ἐπῆρε τὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν ἔκαμε ζάπι, ἔμειναν Τοῦρκοι καθαυτὸ ἕως εἴκοσι φαμιλιὲς μεγάλες, ἄφηκε στὴν Πάτρα δύο φαμιλιές, ἄφηκε στὴν Γαστούνη τοὺς Χωτομαναίους, ἄφηκε εἰς τὸ Νιόκαστρο τὸν Ἄμμο, ἄφηκε εἰς τὴν Κορώνη τὸν Σαλὴμ Χατζῆ, τοὺς μπέηδες τῆς Κορώνης, ἄφηκε εἰς τὴν Μοθώνην ἄλλη μία οἰκογένεια, ἄφηκε εἰς τὴν Ἀνδρούσα τὸν λεγόμενον Μουσάγα, ἄφηκεν εἰς τὸ Λεοντάρι Πιγλὶ καὶ Σελδαρόγλη, ἄφηκε εἰς τὸν Μυστρὰ τοὺς μπέηδες, ἄφηκε εἰς τὴν Τριπολιτσὰ τὸν Ἀρναούτογλου καὶ Δεφτὲρ - Κεχαγιὰ καὶ ἄλλους, ἕνα - δύο φαμελιές. Ἄφηκε εἰς τὴν Μονεβασιὰ δύο οἰκογένειες, ἄφηκε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι ἄλλες τρεῖς οἰκογένειες μπέηδες, ἄφηκε εἰς τὴν Κόρθο τοὺς Χαληλμπέηδες, εἰς τὰ Καλάβρυτα καὶ εἰς τὴν Βοστίτσα καὶ Καρύταινα. Ἐπῆγαν στερνότερα Τοῦρκοι καὶ κατοίκησαν καὶ στὴν Καρύταινα, ὁ καθένας ἀπὸ ἑκατὸν ψυχές, καὶ τοὺς ἐχάρισεν ὁ τότε Σουλτάνος μέρος γῆς γιὰ τοὺς κήπους τους καὶ ὁ ἄλλος ἔμεινε εἰς τὸν λαόν. Ἀπὸ τὴν τυραννίαν τῶν Τούρκων καὶ ἀπὸ τὴν δοξομανίαν ἀρχίνησαν οἱ Ἕλληνες καὶ ἐγένονταν Τοῦρκοι, καὶ ὡς ἐτούρκιζαν ἐκεῖνοι, ἐλέγετο καὶ ὁ τόπος τους τούρκικος. Καὶ οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὰ βαρύτατα δοσίματα τῶν Τούρκων τοὺς ὑποχρέωναν καὶ ἔπαιρναν τὸν τόπον τους καὶ τοὺς ἄφηκαν σκλάβους. Τοὺς πῆραν ὅλον τὸν τόπον μὲ δυναστείαν. Εὑρίσκετο ἕνας τρίτος τόπος ἑλληνικός, τὰ βουνά, καὶ ὁ ὀμφαλὸς τῆς Πελοποννήσου, ὁ κάμπος, ἔγινε τούρκικος, καὶ ἂν εἶχε μείνουν ἀκόμη οἱ Τοῦρκοι, βέβαια δὲν εὑρίσκετο σπιθαμὴ γῆ ἰδιόκτητος, διατὶ οἱ Τοῦρκοι τὸ κυρίευαν· διατὶ οἱ Ἕλληνες τόμου ἐτούρκιζαν εἶχαν τὴν ἡσυχίαν τους καὶ ὅσοι ἦταν χριστιανοὶ πάντα τοὺς ἀδικοῦσαν, καὶ ἂν ἦτον κανένα ἔθνος ἄλλο, ἤθελε τουρκίσουν ὅλοι, μόνον ἦτον σκληρογνώμονες, διατὶ οὔτε ὁρκώθηκαν ποτὲ νὰ τὸν γνωρίσουν βασιλέα, οὔτε ἐπροσκύνησαν ὅλοι, διότι εἶχαν τὴν Σπάρτη ἀπάνω εἰς τὴν Πελοπόννησο, καὶ δὲν τὰ ἔδωκε ποτὲ τὰ ἄρματά της, καὶ τότενες εἶχαν καταφύγιον καὶ οἱ Ἕλληνες, λεγόμενοι Κλέφτες, καὶ ἐτρώγονταν μὲ τοὺς Τούρκους ἐπάνω εἰς τὴν Πελοπόννησον, καὶ ἐφυλάγονταν ἐπάνω εἰς τὴν Μάνην ἕως τὰ 1780. Ἐτότενες ἦλθεν ὁ Καπετὰν Πασάς, καὶ ἄρχισε μπεηλίκι καὶ ἐπλήρωναν 43 πουγγιὰ ἄσπρα τὸ χρόνο, λεγόμενο χαράτσι, καὶ τὰ ἔπαιρνεν ὁ Καπετὰν Πασάς, καὶ ἔπειτα ποὺ ἔγιναν ὀκτὼ - ἐννέα μπέηδες, ἕως ὅτου ἐσηκώσαμεν τὰ ἄρματα, καὶ ἔφθασε νὰ δίδουν ἕως 200.000 γρόσια. Ποτὲ τὰ ἄρματα δὲν τὰ ἔδωκαν οἱ Μανιάτες, διατὶ καὶ πρῶτα ὁποὺ ἐπῆραν τὴν Πελοπόννησον ὅλην ἔμεινε νὰ πάρουν καὶ τὴν Μάνη. Πλὴν τί νὰ κάμουν εἰς τὴν Μάνη ποὺ ἀπέθαναν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ δίψα, καὶ δὲν τοὺς ἔδιδε χέρι νὰ κατοικήσουν. Ἐγύρευαν τὸν ἥμερον τόπον καὶ ὄχι τὸν ἄγριον, καθὼς εἰς τὴν Πελοπόννησον ὅλοι οἱ ἄγριοι τόποι ἔγιναν ἰδιόκτητοι. Τί διάφορον εἶχαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸν πετρώδη τόπον; Οἱ ἴδιοι κάτοικοι ἐτρόμαζαν νὰ τὸν δουλεύουν». Ἔτσι ἐτελείωσεν ἡ ὁμιλία μας. - Εἶπε: «Δὲν τὸ γνωρίζει ἡ Εὐρώπη ἔτσι».
Ἔτσι, ἀπὸ τὴ Μεσσηνίαν ὁ Κυβερνήτης ἐβγῆκε εἰς τὴν Καλαμάτα, καὶ φοβούμενος ὅτι ἀκόμη οἱ Τοῦρκοι ἦτον εἰς τὰ κάστρα, διὰ νυκτὸς ἐπέρασε εἰς τὸ Λεοντάρι, καὶ ἔπειτα εἰς τὴν Τριπολιτσά, καὶ ἦλθεν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, καὶ ἔκανε τὲς ἐργασίες τῆς Κυβερνήσεώς του. Σὰν ἐκουβέντιασε ὁ Μαιζόν μὲ τὸν Ἰμβραΐμη, ἔστειλε στρατεύματα εἰς τὴν Πάτρα διὰ νὰ ἀναχωρήσουν οἱ Τοῦρκοι τῆς Πατρός, ἢ ὅσοι ἔχουν ἰδιοκτησίες, ἂν εὕρουν μουστερῆδες νὰ τὲς πουλήσουν. Καὶ ἔτσι ἐπούλησαν μερικοί, ὅμως ἡ πουλησία τους ἦτον κακή, ἐπειδὴ δὲν ἦτον ἀκόμη τρατάτο μὲ τὸν Σουλτάνο, καὶ ἀνεχώρησαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν Πάτρα. Μερικοὶ Τοῦρκοι ἐργένηδες ἔπιασαν τὸ Καστέλι, καὶ εἶπαν εἰς τοὺς Φραντσέζους: «Δὲν τὸ δίνομε, θέλομε τόσες χιλιάδες γρόσια, εἴτε μὴ ἔχουμε τουφέκι». Τῆς εὐθὺς οἱ Γάλλοι ἀρχίνησαν μὲ τὴν πολεμική τους τέχνη καὶ τοὺς ἐπῆγαν ἴσια μὲ τὰ τείχη καὶ τοὺς ἔβαλαν τὸ κανόνι καὶ ἐκρήμνισαν ἕνα μέρος τοῦ Καστελιοῦ, καὶ τότε ἐπαρουσιάσθηκαν καὶ τοὺς πῆραν τ᾿ ἄρματα καὶ τοὺς ἐπέρασαν εἰς τὸν Ἔπαχτο, εἰς τὸ Καστέλι ἄντικρυς. Καὶ ἔτσι ἐλευθερώθη ἡ Πάτρα ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἔμειναν Φραντζέζοι. Καὶ ὁ Κυβερνήτης ἔστειλε φρουρὰν διὰ τὸ κάστρο τὸν Βρέδ, καὶ ἔπιασε τῆς Πάτρας τὸ κάστρο, καὶ ἔμειναν καὶ οἱ Φραντσέζοι ἐκεῖ. Τὸν δὲ Ἰμβραΐμη τὸν ἐμβαρκάρισαν εἰς τὸ Νεόκαστρον καὶ ἐτράβηξε διὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Τὸ μὲν Νεόκαστρο καὶ Μοθώνη τὸ ἐκράτησαν (1) οἱ Γάλλοι, τὴν δὲ Κορώνη ἔστειλε ὁ Κυβερνήτης τακτικὴ φρουρά. Ἔτσι ἔμειναν οἱ Γάλλοι ἕως 3.000, ἕως ποὺ ἦλθεν ὁ βασιλέας καὶ οἱ ἄλλοι ἐμβαρκαρίσθηκαν διὰ τὰ Παρίσια. Ὅσο ἦταν ἀκόμη εἰς τὴν Μεσσηνίαν, ἐσηκώθηκεν ὁ Μαιζόν νὰ ἔλθει εἰς τὸ Ἀνάπλι καὶ ἐγὼ εὑρισκόμουν εἰς τὴν Καρύταινα καὶ μοῦ ἔστειλεν ὁ Κυβερνήτης νὰ ἔβγω εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ μὲ 100 ἀνθρώπους, διὰ νὰ τοὺς συντροφεύσω ἕως τ᾿ Ἀνάπλι. Καὶ ἦταν τὴ μεγάλη ἑβδομάδα (1), καὶ ἐγὼ μὴν ἠξεύροντας ποίαν ἡμέραν ἤθελε νὰ ἔλθει, ἔστειλα βάρδια εἰς τὸ Δερβένι, καὶ μαθαίνοντας ὅτι ὁ Μαιζόν ἔρχεται, νὰ μοῦ δώσουν εἴδησιν μὲ σινιάλο νὰ ἔβγω εἰς τὸ Λεοντάρι. Τὰ φορτώματα τοῦ Μαιζόν ἦλθαν εἰς τὸ Ντερβένι, καὶ ἐρώτησαν οἱ ἄνθρωποί μου καὶ τοὺς εἶπαν ὅτι ἐπῆγε εἰς τὴν Μεσσηνία, εἰς τὴν Ἰθώμη, νὰ ἰδεῖ τὲς παλαιότητες, καὶ αὔριο θὲ νὰ ἐλθεῖ. Καὶ αὐτὸς ἐπῆγε βίαια εἰς τὲς παλαιότητες, καὶ ὥστε νὰ μοῦ κάμουν σενιάλο ὅτι ἔρχεται, ἐπροσπέρασε εἰς τὴν Τριπολιτσά, καὶ ἔστησε τὰ τσαντήρια του εἰς τοῦ Ἀναπλιοῦ τὴν πόρτα, καὶ δὲν ἐμβῆκε εἰς τὴν χώρα. Καὶ ἐπῆγα καὶ ἐγὼ ἀπὸ κοντὰ καὶ ἐκόνεψα εἰς τὴν χώρα, καὶ ἐπῆρα 5 - 6 κοντὰ μου καὶ ἐπῆγα νὰ τοῦ πάρω τὰ συμπάθεια, ὅτι εἶχα προσταγὴ ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη νὰ τὸν περιμένω εἰς τὰ Δερβένια τοῦ Λεονταρίου, καὶ μὲ ἐγέλασαν οἱ βάρδιες καὶ προσπέρασες καὶ νὰ μὲ συμπαθήσεις. Καὶ μοῦ εἶπε, ὅτι: «Ἐγὼ δὲν πάω ὡς Γκενεράλης, ὑπάγω ἄγνωστος καὶ δὲν βλάβει». Τὴν αὐγὴ ἐκαβάλληκε διὰ τ᾿ Ἀνάπλι, καὶ ἐγὼ ἐπῆρα τοὺς στρατιώτας μου καὶ ἐπῆγα κοντὰ καὶ τὸν ἐπῆγα ἕως εἰς τὸ Παρθένι. Καὶ τότενες ἐξεκαβάλληκε καὶ μὲ ἐπαρακάλεσε πολὺ διὰ νὰ γυρίσω ὀπίσω, καὶ ἐγὼ λέγω τοῦ Κυβερνήτου, τὸν παρακάλεσα ἐγὼ τὸν Κολοκοτρώνη καὶ ἐγύρισε πίσω. Ἐπῆγα εἰς τὴν Καρύταινα ὁποὺ ἦτον Λαμπρὴ τὴν ἄλλη μέρα, καὶ ὁ Μαιζόν ἐπῆγε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ τὸν προϋπάντησε ὁ Κυβερνήτης, καὶ τοῦ ἔκαμαν δεξίματα πολλά. Ἐπῆγε καὶ εἰς τὴν Αἴγινα· ἔπειτα πάγει εἰς τὴν Μεσσηνία καὶ ἀναχωρεῖ.
Ὁ Κυβερνήτης ἐνέργαε τὴν κυβέρνησιν τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Κυβερνήτης μὲ τὸ Πανελλήνιον ἔρριξαν τὰ ποίμνια νὰ δώσουν εἴκοσι παράδες τὸ ἕνα καὶ μὴν ἠξεύροντας τὸν τρόπον τῆς μετρήσεως καὶ τῆς πληρωμῆς, ἔβγαλαν ἀνθρώπους ἀδοκίμαστους νὰ μετρᾶν καὶ νὰ μαζώνουν γρόσια, καὶ μὴν ἠξεύροντας τί θὲ νὰ μαζώνουν καὶ νὰ παίρνουν ἀπὸ τὸ δέκα ἕνα τὰ μαζωχτικά τους. Ἕνα πράγμα τυφλὸ διὰ νὰ καζαντήσουν ἄνθρωποι καὶ εἰς τὴν κάσα νὰ μὴν πάγει τίποτες. Ἐγὼ ἐκίνησα ἀπὸ τὴν Καρύταινα καὶ ἔφθασα εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπο, καὶ ἐπήγαινα εἰς τὸ Ἀνάπλι. Βγαίνουν οἱ Ἀχλαδοκαμπίτες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶ μὲ πιάνουν εἰς τὸν δρόμον καὶ μοῦ λέγουν: «Τί ἄδικο εἶναι τοῦτο, διὰ τὰ ἀπομείναντα πράγματα ποὺ μᾶς ἔμειναν νὰ δώσωμεν μισὸ γρόσι τὸ ἕνα, καὶ μετρώντας καὶ παίρνοντας; Ἐμεῖς, μᾶς ἐμέτρησαν 16.000 πρόβατα καὶ θὰ δώσωμεν 8.000 γρόσια, ποῦ θὰν τὰ εὕρομε; Πρέπει νὰ τὰ σηκώσομε μὲ διάφορο, νὰ μᾶς κάτσει τὸ διάφορο ἕνα γρόσι τὸ ἕνα; Καὶ τότε ἀποφασίζομεν καὶ τὰ πουλοῦμε, γιατὶ ἀπὸ αὐτὰ προσμένουμε νὰ τὰ κουρέψομε, νὰ πάρομε τὸν καρπὸ (τὸ φροῦτο) τὸ Μάη, καὶ νὰ κάμει ἡ κυβέρνησις ἔλεος». - Ἔκραξα ἐκεῖνον ὁποὺ εἶχε τὴν διαταγὴ λαβωμένην, τὸν μεγαλείτερον: «Δῶσε μου τὴν διαταγήν». Καὶ καθὼς τὴν ἐδιάβασα, τοῦ τὴν ἔδωκα ὀπίσω καὶ τοῦ εἶπα: «Σὲ παρακαλῶ, νὰ προσμείνεις δύο ἡμέρες, νὰ μὴν πειράξεις τὸν λαὸ νὰ δώσει τὰ γρόσια, καὶ ἂν δὲν σοῦ ἔλθει δεύτερη διαταγή, κάμε ἐκεῖνο ὅπου προστάζεσαι». Καὶ ἔτσι ἔμεινα ἥσυχος τὲς τρεῖς ἡμέρες. Καὶ πηγαινάμενος εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὴν Οἰκονομία ὁποὺ ἦτον ὁ Βιαρέτος, καὶ ἀρχινῶ νὰ τοῦ ὁμιλήσω: «Τί ἄδικο γίνεται εἰς τὸν λαόν, ποὺ ἐστείλετε ἀνθρώπους καὶ οἱ ἴδιοι νὰ μετροῦν καὶ οἱ ἴδιοι νὰ παίρνουν (ποίμνια), τιγὰρ τὰ εἴχετε ἄλλη φορὰ μετρημένα, καὶ νὰ ξεύρετε ἀπάνου κάτου; Ἐκεῖνος ὁποὺ θὰ μετράει θὰ γίνει ὑπέρπλουτος, καὶ ἡ κάσα δὲν θὰ ἔχει παράδες. Καὶ ὁ τσοπάνης θενὰ τσερεμευθεῖ ἀδίκως καὶ ἡ κάσα δὲν θὰ ἀπολαμβάνει». - Μὲ ἀποκρίθηκε: «Ἔτσι μὲ εἶπαν καὶ ἔτσι ἔκαμα». - «Ποῖος σὲ τὸ εἶπε;» - «Τὸ Συμβούλιον» - Τοῦ εἶπα: «Κακὰ ἐκάμανε, διατὶ ὁ λαὸς δὲν ἔχει παράδες εἰς τὸ χέρι νὰ δώσει τώρα καὶ πρέπει νὰ σκώσει μὲ διάφορο». - Τότενες μοῦ λέγει: «Μὲ τί τρόπο νὰ τὸ κάνομε;» - «Νὰ διατάξει ἡ Κυβέρνησις τοὺς μετρητάδες νὰ μετρᾶν τὰ πράγματα καὶ νὰ παίρνουν ἕνα δεφτέρι ἐκεῖνοι καὶ ἕνα οἱ χωριάτες, καὶ τὸν Μάϊον μήνα ποὺ πουλᾶν τὸ μαλλί τους, τὸ βούτυρό τους, νὰ πληρώσει εἰς τοὺς διοικητὰς εἰς κάθε ἐπαρχίαν, νὰ παρουσιάζει τὸ δεφτέρι τοῦ μετρητῆ καὶ τὸ ἄλλο τὸ δεφτέρι τοῦ λαοῦ, καὶ διὰ τὸν κόπον τῶν μετρητάδων εἶναι νοικοκύρης ἡ Κυβέρνησις νὰ πληρώσει ὡς θέλει». - Καὶ ἔτσι ἔκαμε δεύτερη διαταγή, καὶ ἔτσι ἀκολούθησε τὸ μέτρο. Μανθάνοντες οἱ Πελοποννήσιοι ὅτι θὰ δώσουν 20 παράδες τὸ ἕνα, ἐβογγοῦσαν, διατὶ δὲν εἶχον ποτὲ πληρωμένο εἰς τῆς Τουρκιᾶς τὸν καιρό. Ἔδιδαν δύο παράδες, καὶ ἕνα παρὰ τοῦ σπαῆ, ἐγίνοντο τρεῖς. Τὸ μέρος τὸ ἀρχοντικὸ ποὺ δὲν τοὺς ἔβαλε εἰς δουλειά, μὴν εὑρίσκοντες ἄλλο σκαρί, ἔλαβαν αἰτίαν, καὶ εἶπαν τοῦ λαοῦ, μὴν πληρώνετε! Οἱ Δεληγιανναῖοι καὶ ἄλλοι κατὰ τὸ συνηθισμένο τους, ὅπου δὲν ἔπαυσαν ποτὲ καὶ εἰς τὸν θρόνον τοῦ βασιλέως, ἔστειλαν ἀνθρώπους εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ τοὺς ἐσήκωσαν τὸ μυαλό, καὶ εἶπαν ὅλοι ὅτι δὲν πληρώνομε, καὶ ἐτήραγαν οἱ ἄλλες ἐπαρχίες τὴν Καρύταινα, καὶ ἡ Καρύταινα ἐκοίταε τὴν Ἁλωνίσταινα καὶ τὸ Ἀρκουδόρεμμα, καὶ ἔτσι ἦτον ἕτοιμοι νὰ ἀντισταθοῦν μὲ τὸ τουφέκι. Ἐγὼ βλέποντας τὴν ἀκαταστασία, ἤμουν εἰς τὴν Τριπολιτσά, ἔγραψα τοῦ Κυβερνήτη νὰ φέρει ἕνα - δύο τάγματα ἀπὸ τὴν δυτικὴ Ἑλλάδα νὰ τοὺς βιάσουν νὰ πληρώσουν, διατὶ ἂν δὲν πληρώσουν τώρα ποτὲ λαὸν δὲν κάμνεις ὑπήκοον. Οἱ δὲ Ἀναπλιῶτες ὅσοι ἦταν παντοῦ ψεῦτες ἔλεγαν ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης τοὺς βάνει νὰ μὴν πληρώσουν. Ἔστειλε διαταγὲς καὶ ἐμβῆκε ὁ Τζαβέλας μὲ τὸ τάγμα του, καὶ ὁ Κώστας Βλαχόπουλος μὲ τὸ ἐδικό του· τρία τάγματα ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα εἰς τὴν Πάτρα, καὶ τοὺς ἔλεγε ἡ διαταγή τους, ὅπου σᾶς διατάξει ὁ Κολοκοτρώνης νὰ πᾶτε, νὰ ἀκοῦτε τὲς ὁδηγίες του, γιατὶ ἐκείνους ὁποὺ ἤθελε μεταχειρισθῶ εἰς ἐκστρατείαν ἦταν ἐναντίοι, διατὶ δὲν ἤθελαν νὰ πληρώσουν ὅθεν ἦτον ἀνάγκη νὰ ἔλθουν ξένοι. Ἔστειλα ταχυδρόμους νὰ ἔλθει τοῦ Κίτσου τὸ τάγμα εἰς τὴν Τριπολιτσά, καὶ τοῦ Κώστα Βλαχόπουλου νὰ μένει εἰς τὴν Γαστούνη ἕως τὴν δεύτερη διαταγή, καὶ τὸ τρίτο τάγμα νὰ ἔλθει στὰ Τριπόταμα ἀνάμεσα Καλάβρυτα, Καρύταινα καὶ Γαστούνη. Ἐρχάμενος ὁ Τζαβέλας, δὲν ἔλειψα νὰ κινήσω εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα, καὶ εἰς τὸ Ἀρκουδόρεμμα, γιατὶ ἐκεῖ οἱ ἄλλες ἐπαρχίες ἐκοίταζαν. Σὰν ἐπῆγα, βλέποντας τὴν βίαν, ἢ τόσες χιλιάδες γρόσια θέλω ἀπὸ τὸ κάθε χωριὸ διὰ τὰ ζωντανά σας, ἢ νὰ τὰ μετρήσω. Καὶ ἔτσι ἄρχισα νὰ μετρήσω, τότες ἄρχιζαν καὶ ἐπλήρωναν, καὶ τοῦ ἔστελνα εἰς τὴν Καρύταινα εἰς τὸν Διοικητὴ τί πληρώνουν καὶ ὁ Διοικητὴς νὰ μοῦ στέλνει ἀπὸ κάθε χωριὸ ποὺ ἔλαβε τὴν πληρωμὴν τί σηκώνομε. Ἀκούοντας ὅτι πληρώνει ἡ Καρύταινα, ἔστελναν οἱ Διοικηταὶ καὶ τοὺς ἔστελναν δύναμη καὶ ἐσυνάχθηκεν ὅλη ἡ πληρωμὴ τῶν ζωντανῶν τῆς Πελοποννήσου καὶ ἔμειναν οἱ ραδιοῦργοι μὲ τὲς ραδιουργίες τους, ὡς ψεῦσται καὶ κατεργαραῖοι ποὺ ἦταν. Ἐμετρήθηκαν τὰ ζωντανὰ ὅλα καὶ ἐπλήρωσαν ἀπὸ εἴκοσι παράδες, παρ᾿ ἔξω τὰ μικρά. Ἔγινε τὸν Ἀπριλομάη. - Ἐκεῖνον τὸν χρόνο ὅσοι ἦταν δυσαρεστημένοι ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη, ἐπειδὴ εἶδαν ὅτι δὲν ἀνακατώθηκε ὁ τόπος, ἐστοχάσθηκαν νὰ κάμουν συνέλευση καὶ νὰ περιορίσουν ἢ νὰ πετάξουν τὸν Κυβερνήτη καὶ νὰ μείνωμεν εἰς ἀναρχία, ὡς πρῶτα. Ὁ Κυβερνήτης ἄκουσε ὁποὺ ἔλεγαν Συνέλευση, Σύνταγμα, ἐπρόσταξε εἰς τὴν ἐπικράτειαν νὰ γίνει Συνέλευσις εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ἀρχίνησαν καὶ ἐμαζωνόντανε. Ἔστειλε καὶ ἐμένα, καὶ ἐκατέβηκα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ἐβγῆκε καὶ ὁ Κυβερνήτης καὶ κόνευσε εἰς τοῦ Τσόκρη τὸ σπίτι. Ἐβγήκαμε μίαν ἡμέραν καὶ τοῦ ἔδειχναν οἱ τοπικοὶ διὰ νὰ κάμομε συνέλευσιν εἰς ἕνα περιβόλι, ποὺ τότες ἦταν ἀρχὲς Ἰουλίου καὶ ἔκανε κάψες πολλές, καὶ τοῦ ἔδωκα γνώμη νὰ μὴ γίνει εἰς τὸ περιβόλι, μόνε νὰ διορίσομε τὸ θέατρο ποὖναι στὴν Παναγιὰ κοντά, καὶ μοῦ ἀπεκρίθη: «Θέλει ἔξοδα». Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα: «Ἂς πᾶνε τόσα ἔξοδα, διατὶ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Εὐρώπη καὶ ἐξοδεύουν νὰ βλέπουν ἐκεῖνες τὲς πέτρες, καὶ ἐμᾶς εἶναι τιμὴ νὰ καθαρίσωμεν τὲς πέτρες νὰ φαίνονται καὶ νὰ κάμομε τὴν συνέλευσίν μας». Καὶ ἔτσι ἔστερξε καὶ ἔβαλε ξυλικὴ καὶ ἄλλα, καὶ ἔφτιασε ἕναν ὡραιότατον τόπον τῆς συνελεύσεως.Ἔτσι ἐσυνάχθηκε ὅλη ἡ συνέλευσις καὶ ἤρχισε τὲς ἐργασίες της καὶ ἐπεκύρωσε τῆς Τροιζῆνος τὰ πρακτικὰ καὶ τοῦ Κυβερνήτου τὰ ὅσα ἔκαμε. Ἡ βάσις ἦτον τῆς συνελεύσεως, ὅτι ἐκυρίευσεν ἡ γνώμη ὑπὲρ τοῦ Κυβερνήτου.
Εἰς μίαν ἀπὸ τὲς συνεδρίασες ἔγινε λόγος περὶ παρασήμων τοῦ Σωτῆρος καὶ ἐγὼ ἀντιστάθηκα. Ὁ Σταυρὸς εἶναι τοῦ καθενὸς ἡ ἐκδούλευσις, καὶ σὰν ἀποκτήσωμεν βασιλέα, τότε ἂς κάμει ὅ,τι θέλει.
Καὶ ἔτσι, μὲ ὅλα τὰ δικαιώματα καὶ τὴν γνώμην ὅλης τῆς Κυβερνήσεως, τὸν ἀποφασίσαμεν Κυβερνήτην πληρεξούσιον, ὡς ἤτανε καὶ ἀπὸ τὲς τρεῖς δυνάμεις, καὶ νὰ δώσει τὸν λογαριασμὸν εἰς τὴν συνέλευσιν, τί ἔλαβε, τί ἔδωκε. Καὶ ἡ συνέλευσις εὐχαριστήθηκε μὲ τὰ πρακτικά του καὶ πάλε τὸν ἀπεφάσισε. Ἀνήμερα τοῦ Σωτῆρος ἐτελείωσεν ἡ Συνέλευσις καὶ ἔμεινε νὰ ἐκλέξει ὁ ἴδιος τοὺς γερουσιαστάς, διατὶ τοῦ ἔδωκε ἡ Συνέλευσις ὀνόματα. Τὰ 20 νὰ ὁρίζει ἡ Συνέλευσις καὶ τοῦ ἄφησεν ἑπτὰ ἐκεινοῦ. Τότε ἀπεφασίσθη τὸ δάνειον.
Ἤθελαν οἱ ἀντενεργοῦντες στὴ Συνέλευση νὰ τοῦ δώσουν νὰ ρωτάει. Καὶ τί κάμνει (1). Τοῦ ἔδωκε τέλεια πληρεξουσιότητα, γιατὶ ἦτον ὁ μόνος ἄνθρωπος ἱκανός.
Τὰ ψηφίσματα τῆς συνελεύσεως εἰς τὸ Ἄργος ἔβαλαν βάσεις συνταγματικῆς κυβερνήσεως. Ἀφοῦ ἐκλέχθη ἡ Γερουσία, ἐσύστησε ὁ Κυβερνήτης καὶ ἐπιτροπὴ διὰ νὰ ἑτοιμάσει σύνταγμα. Μερικοὶ προύχοντες ἐδυσαρεστήθηκαν· κοντὰ εἰς αὐτοὺς οἱ Ὑδραῖοι, διατὶ δὲν τοὺς ἔδιδε ὁ Κυβερνήτης εὐθὺς τὰ ὅσα εἶχαν ἐξοδεύσει εἰς τὴν ἐπανάστασιν. Οἱ Χῖοι, διατὶ τοὺς ἐζήτησε λογαριασμόν. Ἐκακοφάνηκε καὶ μερικῶν λογιοτάτων, διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς ἐφημερίδος. Ἐζήτησαν σύνταγμα, καὶ ἔτζι οἱ προύχοντες οἱ παραπονεμένοι, ἑνωμένοι μὲ τοὺς Ὑδραίους καὶ (1) ἄλλους δυσαρεστημένους, ἔβγαλαν ἐμπροστὰ διὰ πρόφασιν τὸ σύνταγμα. Ἠμπορεῖ μεταξὺ τῶν προκομμένων νὰ ἐπίστευαν, ὅτι εἶναι καλὸ τὸ σύνταγμα διὰ νὰ ἔμβει εἰς ἐνέργειαν εὐθύς, πλὴν οἱ κοτσαμπασῆδες καὶ μερικοὶ ἄλλοι τὸ μετεχειρίστηκαν ὡς πρόσχημα. Ἐμβῆκε μέσα καὶ ξένος δάκτυλος καὶ ἐρέθιζε τὰ πράγματα. Ἔβγαλαν κλέφτες· ἐπῆγα, ἡσύχασα τὸν τόπο. Ἔστειλαν οἱ Ὑδραῖοι νὰ ἀποστατήσουν τὰ νησιά, ἐστάθηκαν ὑποχρεωμένοι νὰ γυρίσουν ὀπίσω εἰς τὴν Ὕδραν. Ὑποπτευόμενοι οἱ Ὑδραῖοι διὰ νὰ μὴν ἑτοιμάσει τὴν φρεγάδα τὴν «Ἑλλάδα» ὁ Κυβερνήτης ἐναντίον τῶν Ὑδραίων, ἔστειλαν τὸν Μιαούλην καὶ τὴν ἔκαψε, ἔκαψε καὶ ἄλλα δύο καράβια, ἔβαλε φωτιὰ εἰς τὸν Ναύσταθμον εἰς τὸ Βαπόρε, πλὴν ἐκατάφθασαν ἄνθρωποι τῆς Κυβερνήσεως καὶ τὰ ἔσβησαν. Ὁ Μιαούλης μὲ αὐτὸ τὸ κάμωμα ἀμαύρωσε τὴν ὑπόληψίν του, διότι ἕως τότε ὁ Μιαούλης δὲν εἶχε ἀνακατευθεῖ εἰς κανένα ἐσωτερικό, καὶ ἦτον ἡ ὑπόληψίς του καθαρή. Τὰ καράβια ἦτον ἰδιοκτησία τοῦ ἔθνους, καὶ ὄχι τοῦ Καποδίστρια. Ἐμποροῦσε νὰ ρίξει τὰ κατάρτια, νὰ τὰ γιομίσει θάλασσα καὶ ἔτσι ἔμεναν ἐκεῖ (2). Ἔπειτα ὁ Κυβερνήτης ἐσκοτώθηκε εἰς τὴν 27 Σεπτεμβρίου 1831, ὅταν ἐπήγαινε εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἀπὸ τὸν Κωνσταντίνον καὶ Γεώργιον Μαυρομιχάληδες. - Αὐτὴ ἡ φαμελιὰ εἶναι μιὰ φαμελιὰ ὁποὺ ἔχυσε πολὺ αἷμα διὰ τὴν ἐλευθερίαν μας, ἀλλ᾿ εἶναι φαμίλια ὁποὺ ἔκλινε εἰς τὲς δολοφονίες. Ὁ μακαρίτης Ἠλίας ἐσκότωσε τὸν θεῖον του Θεόδωρον Κουμουνδουράκη, ὁποὺ εἶχε τὴν ἀδελφὴν τοῦ πατέρα του διὰ γυναίκα. Ὁ Γεωργάκης μὲ τὸν Κατζάκο ἐπροσκάλεσαν νὰ ὁμιλήσουν μίαν ἡμέρα τοῦ Νικολάκη Πιεράκου, ξαδέλφου τους, καὶ ἀφοῦ ὁμίλησαν καὶ ἐκατέβαινεν εἰς τὴν σκάλαν, τοῦ ἔρριξαν καὶ τὸν ἐλάβωσαν εἰς τὴν κοιλιάν, καὶ ἐτρόμαξε νὰ γλυτώσει. Ἐγιατρεύετο διὰ ἕξ μήνας. - Πρὶν νὰ σκοτωθεῖ ὁ Κυβερνήτης, ἠκολούθησαν καὶ ἄλλα. Ἀπὸ τὴν Ὕδραν ἔστειλαν μία ἐπιτροπὴ ἀπὸ τὸν Παπαλεξόπουλον, τὸν Σπηλιωτόπουλον καὶ ἄλλους εἰς τὴν Μάνην, ἰδώθηκαν μὲ τὸν Κατσάκο, ἐκήρυξαν τὸ σύνταγμα, ἔστειλαν καὶ τρία καράβια οἱ Ὑδραῖοι διὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὰ κινήματα τῶν Μανιατῶν. Ἤμουν εἰς τὴν Καρύταιναν· τότε ἔλαβα ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸν Κυβερνήτην, διὰ νὰ στείλω στρατεύματα εἰς τὴν Καλαμάταν, διὰ νὰ φυλάξω αὐτὴν τὴν πόλιν ἀπὸ τὴν λεηλασίαν τῶν Μανιατῶν. Ἔστειλα (3) τὸν Γενναῖο μὲ ἕνα τάγμα ρουμελιώτικο καὶ μὲ πολλοὺς Πελοποννησίους. Ἐπῆγε εἰς τὴν Καλαμάταν, ἦλθαν οἱ Μανιάτες ἐπολιόρκησαν τὸν Γενναῖον. Τὸ τάγμα τὸ ρουμελιώτικο τοῦ Ἀλεξάκη (καὶ ὁ Κώστας δὲν ἦτον ἐκεῖ) ἀπίστησε καὶ ἐγύρισε μὲ τοὺς Μανιάτες. Ἔρχεται ὁ Ρικόρδος, τότε ἡ ἰδία ἐπιτροπὴ καίει τὰ δύο καράβια τὰ Ἐθνικὰ καὶ ἕνα Ὑδραίϊκο τὸ περίλαβε ὁ Ρικόρδος. Κινῶ μὲ 400 καβαλλαραίους τακτικοὺς καὶ ἀτάκτους, καὶ ἔστειλαν καὶ ἦλθαν ἕως 4.000 ἀπὸ τὲς ἐπαρχίες. Οἱ Φραντζέζοι σὰν ἔμαθαν ὅτι ἐγὼ ἐσύναξα στρατιῶτες διὰ νὰ βαρέσουν τοὺς Μανιάτες, ἔστειλαν ἕνα τάγμα χωρὶς πρόσκληση τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως καὶ ἔπιασαν τὴν Καλαμάτα καὶ ἐκήρυξαν ὅτι οὔτε τοῦ ἑνός, οὔτε τοῦ ἄλλου μέρους δέχονται. Ἐπῆγα εἰς τὸ Νησί (4) καὶ ἦλθε ἕνα τάγμα γαλλικό, καὶ μοῦ εἶπε ὁ ἀρχηγός των, ὅτι εἶναι προσταγμένος ἀπὸ τὸν στρατηγόν του νὰ ἔμβει μέσα εἰς τὸ Νησί. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Ὅταν ἐσὺ εἶσαι προσταγμένος ἀπὸ τὸν στρατηγόν σου, ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὴν Κυβέρνησίν μου νὰ πιάσω τὸ Νησί. Ἂν θέλετε, σᾶς δέχομαι μέσα, καὶ σᾶς δίδω ὅ,τι σᾶς χρειάζεται». Αὐτὸς μοῦ λέει ὅτι εἶναι προσταγμένος νὰ ἀναχωρήσετε καὶ νὰ ἐμβοῦμεν μέσα. Ἐγὼ τοῦ εἶπα ὅτι: «Εἶμαι διαταγμένος ἀπὸ τὴν Κυβέρνησίν μου νὰ μείνω καὶ ἂν θέλετε ἂς γράψει ὁ στρατηγός σας εἰς τὴν Κυβέρνησιν, καὶ ἂν μὲ διατάξει ὁ Κυβερνήτης, ἀναχωρῶ». Ἐκεῖνοι μὲ ἀποκρίθηκαν: «Θὰ ἐμβοῦμεν, καὶ ἂν ἀκολουθήσει πόλεμος εἶναι εἰς βάρος σου». Ἐγὼ τοῦ ἀπεκρίθηκα ὅτι: «Ἂν ἀρχίσω ἐγὼ τὸν πόλεμον εἶναι εἰς βάρος μου, εἰδὲ καὶ ἂν ἀρχίσετε ἐσεῖς εἶναι τὸ βάρος ἐδικόν σας». Ἐνόμιζαν νὰ μὲ φοβίσουν καὶ νὰ τραβηχθῶ. Ἐκάθησαν τρεῖς ἡμέρες ἀπέξω ἀπὸ τὸ Νησὶ καὶ ἔβρεχε, τοὺς εἶπα νὰ ἔμβουν καὶ νὰ πιάσουν ἕνα μαχαλά, καὶ γράψετε εἰς τὴν Κυβέρνησιν, καὶ ἂν αὐτὴ μὲ διατάξει νὰ ἀναχωρήσω, εὐθὺς ἀναχωρῶ καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι μου ἂν ἦτο. Βλέποντες ὅτι δὲν ἠμποροῦν νὰ μὲ βγάλουν, ἐτραβήχθηκαν ὅλοι εἰς τὴν Καλαμάτα. Ὅταν ἀνεχώρησε ὁ Γενναῖος ἀπὸ τὴν Καλαμάταν, τὴν ἔγδυσαν οἱ Μανιάτες, καὶ μόνον ἐγλύτωσαν τὰ σπίτια μερικῶν συνταγματικῶν. Οἱ Ὑδραῖοι ἀφοῦ εἶδαν τὸν Ρικόρδο νὰ ἔρχεται, ἔκαψαν τὰ δύο καράβια, ὁποὺ ἦτον ἐθνικά, καὶ τὸ τρίτο καράβι, ὁποὺ ἦτον ἰδιόκτητον, τὸ ἄφησαν σῶο καὶ τὸ ἐπῆρε ὁ Ρικόρδος. Οἱ Μανιάτες ἔγδυσαν τὴν ἐπιτροπὴν τὴν σταλμένη ἀπὸ τὴν Ὕδρα καὶ ὅλους τοὺς Ὑδραίους, ὁποὺ εἶχαν φύγει ἀπὸ τὰ καράβια, τοὺς περίλαβαν τὰ φραντζέζικα καὶ τοὺς ἔστειλαν εἰς τὴν Ὕδραν. Αὐτὴ ἡ ἐπιτροπὴ ἦλθε εἰς τὴν Μάνη καὶ ἐκήρυξε σύνταγμα, ἐλευθεριά, νὰ μὴ πληρώνει παρὰ ἕνα στὰ δέκα, καὶ τοὺς ἔπαιρναν ἐννέα στὰ δέκα, καὶ ἐζήμιωσαν καὶ τὴν Καλαμάταν μὲ 500.000 γρόσια. Τέτοιο σύνταγμα ἐκήρυτταν, σύνταγμα ἁρπαγῆς. Ἔμαθα ὅτι ἦλθε τότε ὁ Ρικόρδος εἰς τὸ Ἁλμυρὸ καὶ ἐκίνησα μὲ ὅλην τὴν καβαλλαρίαν, τακτικὴν καὶ ἄτακτη. Εἰς τὴν τακτικὴν καβαλλαρία ἦτον ὁ Καλλέργης, εἰς τὴν ἄτακτη ὁ Χατζῆ Χρίστος. Τὸν ἀντάμωσα καὶ ἐπέστρεψα εἰς τὸ Νησί· ὁ Ρικόρδος ἐπῆγε εἰς τὴν Τζίμοβα, ἐκατέβηκε ἡ μάνα τοῦ Μαυρομιχάλη, ὁμίλησε μὲ αὐτὸν καὶ ἔπειτα ἐκίνησε διὰ τὸ Ναύπλιον.
Ὅταν ἔκαψε ὁ Μιαούλης τὰ καράβια, ἐβόγγησε ὅλο τὸ ἔθνος διὰ τὴν ἀδικιὰν ὁποὺ ἔκαμε, νὰ κάψει τὰ ἐθνικὰ καράβια. Μερικοὶ βλέποντες, ὅτι οὔτε μὲ ἐπιτροπάς, οὔτε μὲ ἀποστασίας δὲν ἔκαμναν τίποτε, ἐσυμβουλεύθηκαν μερικοὶ καὶ ἀπεφάσισαν νὰ σκοτώσουν τὸν Κυβερνήτην. Ἐκεῖνες τὲς ὧρες ἔλαβα διαταγὴ νὰ ὑπάγω εἰς τὸ Ναύπλιον καὶ νὰ πάρω μαζί μου καὶ τὴν τακτικὴν καβαλλαρία, καὶ τὴν ἄτακτη μὲ τὸ πεζικὸ στράτευμα νὰ τὰ ἀφήσω μὲ τὸν Γενναῖον εἰς τὴν Μεσσηνίαν, διὰ νὰ ἐπαγρυπνοῦν τὰ κινήματα τῶν Μανιατῶν, νὰ μὴν ἔβγουν καὶ λεηλατήσουν (1) τὸν τόπον. Ὁ Πέτρος Μαυρομιχάλης εἶχε φύγει τὸν χειμώνα κρυφίως ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι διὰ νὰ περάσει εἰς τὴν Ζάκυνθον, διὰ νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Μάνην. Ὁ καιρὸς τὸν ἔρριξε κατὰ τὸ Κατάκωλον. Ὁ ἐκεῖ τότε διοικητὴς Ἀναγνωστόπουλος τὸν παρέλαβε καὶ τὸν ἔστειλε εἰς τὸ Ἀνάπλι, καὶ τὸν ἔβαλε εἰς φύλαξιν ἀναπαυτική, καὶ εἶχε ὅλα του τὰ ἀναγκαῖα πλουσιοπάροχα. Τὸν Γιάννην Κατζῆ τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἔβαλε εἰς τὸ Παλαμήδι, τὸν δὲ Κωνσταντίνον καὶ Γεώργιον Μαυρομιχάλην καὶ Κατζάκο εἶχε ὑπὸ φύλαξιν, νὰ εὑρίσκονται εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἀναπλιοῦ. Ὁ Κατζάκος ἔφυγε καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Μάνη καὶ ἔκαμνε τὰ συντάγματα αὐτά. Εἰς αὐτὸν τὸν καιρὸν εἶναι ὁποὺ ἐσυμβουλεύθηκαν νὰ σκοτώσουν τὸν Κυβερνήτην. Τοὺς ἐγύρισαν τὰ μυαλά, τάζοντές τους χιλιάδες τάλλαρα καὶ ἄλλα, καὶ ἂν δὲν ἐπαρακινοῦντο αὐτοὶ ἀπὸ μεγάλες ὑποσχέσεις, καὶ νὰ εἶναι βέβαιοι ὅτι θὰ γλυτώσουν, δὲν τὸ ἀποφάσιζαν ποτέ. Ἔτζι, ὡς προεῖπα, ἐπῆγαν εἰς τὴν πόρταν τῆς ἐκκλησίας τὴν Κυριακὴν τὴν αὐγήν, ἐχαιρέτησαν τὸν Κυβερνήτην· ὁ Κυβερνήτης εἶχε μόνον δύο, ἕνα κουλοχέρη καὶ ἕναν ἄλλον. Ἐμβαίνοντας εἰς τὴν πόρταν, ὁ Κωνσταντίνος τοῦ ἔρριξε μιὰ πιστόλα εἰς τὸ κεφάλι, ὁ Γεωργάκης μιὰ μαχαιριὰ εἰς τὴν κοιλιὰ καὶ ἔμεινε ὁ Κυβερνήτης νεκρός, ξαπλωμένος εἰς τὴν πόρταν. Ἀφοῦ ἔκαμαν αὐτά, ἔτρεξαν νὰ φύγουν· ὁ Κωνσταντίνος ἐλαβώθηκε θανατηφόρα ἀπὸ τὸν κουλοχέρη τὸν Κρητικό, ὁ δὲ Γεωργάκης κατέφυγε εἰς τοῦ Βαλιάνου τὸ σπίτι. Εἶδε ὅτι ἐκεῖ δὲν ἐμπορεῖ νὰ βασταχθεῖ καὶ ἐπῆγε εἰς τοῦ Ρουὰν τὸ σπίτι. Ὁ πολιτάρχης Παναγιώτης Κακλαμάνος δὲν ἐταράχθηκε διόλου, διότι ἦτον κι αὐτὸς μπασμένος εἰς τὴν ὑπόθεση. Ὁ Ζεράρ (2) ὁποὺ ἐδιοικοῦσε τὰ Ἑλληνικὰ τακτικὰ στρατεύματα, εὑρέθηκε καβάλλα μὲ τὸν ἀγιουτάντε του εἰς τὸν Πλάτανον, ὁποὺ ἦτον ὁ στρατώνας καὶ ἔλεγε: «Τίποτε, τίποτε, μείνετε ἥσυχοι». Ὁ Ἀλμέδας ὁποὺ ἦτον φρούραρχος μὲ τὸ πιστὸν στράτευμα, ὁποὺ ἦτον ὁρκωμένο, ἔκλεισε τὲς πόρτες, ἐδιαμοιράσθηκαν εἰς ὅλες τὲς τάπιες καὶ εἰς ἄλλας θέσεις τῆς πόλεως, ἔπιασαν καὶ διάφοροι ἄλλοι πολῖται τὰ ἄρματα, καὶ ἔτσι ἐφυλάχθηκε, ὁποὺ ἐκινδύνευσε νὰ χαθεῖ τὸ Ἀνάπλι. Τῆς εὐθὺς ἐσυνάχθηκε ἡ Γερουσία μὲ τοὺς Γραμματεῖς καὶ ἀπεφάσισαν νὰ κάμουν τριμελῆ ἐπιτροπὴ τὸν Αὐγουστίνον, ἐμένα καὶ τὸν Κωλέττη. Ὁ Αὐγουστίνος μὲ ἔστειλε εὐθὺς μὲ τὸν θάνατον τοῦ Κυβερνήτου ἕνα πεζοδρόμον, διὰ νὰ μοῦ δώσει εἴδησιν καὶ νὰ πάω εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἤμουν εἰς τὴν Τριπολιτσά, ἐκεῖνες τὲς ὧρες εὑρέθηκα εἰς τὴν Τριπολιτσά. Ἡ Γερουσία ἐκοινοποίησε τὴν ἀπόφασίν της εἰς τὸν Αὐγουστίνον, ὁ Αὐγουστίνος εἶπε ὅτι δὲν δέχεται αὐτὴν τὴν θέσιν ἂν δὲν ἔλθει πρῶτον καὶ ὁ Κολοκοτρώνης νὰ ὁμιλήσωμεν. Ἐγὼ ἔλαβα τὴν εἴδησιν τὸ βράδυ, τὴν ἴδια Κυριακή, ἀπὸ τὸν πεζοδρόμον, ὅτι ὁ Κυβερνήτης ἐσκοτώθηκεν ἀπὸ τοὺς Μαυρομιχάληδες, καὶ ὁ ἕνας ἐσκοτώθηκε καὶ ὁ ἄλλος ἐπῆγε εἰς τὸν Ρουάν, δὲν ἤξευρα τίποτε ἄλλο περισσότερον. Τότε ἐσυλλογίσθηκα ὅτι εἶχε ἀποφασίσει ὁ Κυβερνήτης, ὅτι ἂν ἀποθάνει ἔξαφνα, νὰ γένει εὐθὺς συνέλευσις ἀπὸ τὸ ἔθνος. Εὐθὺς ἔκραξα τὸν διοικητὴν τῆς Τριπολιτζᾶς, ὁποὺ ἦτον ὁ Καρόρης, καὶ τοὺς γραμματικούς του, ἔγραψα παντοῦ διαταγὰς εἰς τὰ στρατεύματα ὁποὺ ἦταν μὲ τὸν Γενναῖον νὰ τραβηχθοῦν, καὶ ἔστειλα εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας διὰ νὰ στείλουν τοὺς πληρεξουσίους των διὰ νὰ κάμωμεν συνέλευσιν καὶ ἐγὼ νὰ μείνω εἰς τὴν Τριπολιτζά. Διατὶ ἐγὼ δὲν ἤξευρα πού θὲ νὰ τραβήξω, οὔτε τί νὰ κάμω, οὔτε ἤξευρα τί ἐγίνετο εἰς τὸ Ἀνάπλι, μὲ τὰ γράμματα ἔστελνα παντοῦ καβαλλαραίους καὶ πεζούς, καὶ τοὺς ἀνάγκαζα νὰ ἔλθουν μία ὥρα ἀρχύτερα. Τὴν αὐγήν, ξημερώνοντας Δευτέρα, μὲ ἦλθαν δύο πεζοί, ὁ ἕνας κοντὰ εἰς τὸν ἄλλον, καὶ μοῦ ἔφεραν τὰς εἰδήσεις, ὅτι ἡ Γερουσία ἐψήφισε τριμελῆ ἐπιτροπή, ὅτι ὁ λαὸς ἐπολιόρκησε τὸν Γεωργάκη Μαυρομιχάλη εἰς τοῦ Ρουὰν τὸ σπίτι, ὅτι τὸν ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Ρουάν, ὅτι τὸν ἐπαράδωκε καὶ τὸν ἐπῆγαν εἰς τὸ Παλαμήδι καὶ μοῦ ἔλεγαν νὰ φθάσω μίαν ὥραν ἀρχύτερα.
Τὸ βράδυ εἶχα βαστάξει μυστικὸ καὶ δὲν τὸ ἐκοινοποίησα εἰς τὴν πόλιν, τὸν θάνατον τοῦ Κυβερνήτου. Τὴν αὐγὴν ὁποὺ τὸ ἔμαθαν οἱ πολῖται τῆς Τριπολιτζᾶς ἔμειναν νεκροί, ἄφησαν τὰ ἐργαστήριά των, τὲς δουλειές τους καὶ ἐπερπατοῦσαν εἰς τοὺς δρόμους ὡσὰν τρελλοί. Ἐγὼ ἔστειλα εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας ταχυδρόμους μὲ δεύτερα γράμματα νὰ μείνουν ἥσυχοι αἱ ἐπαρχίαι, νὰ σταθοῦν οἱ ἔπαρχοι εἰς τὰς θέσεις των, καὶ νὰ ἐξακολουθοῦν τὰς ἐργασίας των. Τοὺς ἔδιδα καὶ τὴν εἴδησιν, ὅτι ἐκλέχθη μία ἐπιτροπὴ διὰ νὰ κυβερνήσει τὸν τόπον, καὶ ὅτι θέλει λάβει τὰ ἀναγκαῖα μέτρα διὰ νὰ βαστάξει τὴν ἡσυχίαν καὶ τὴν εὐταξίαν εἰς αὐτὴν τὴν κρίσιμον περίστασιν. Ἦλθαν οἱ προύχοντες τῆς πόλεως Τριπολιτζᾶς πρὶν ἀναχωρήσω διὰ τὸ Ναύπλιον, καὶ μοῦ εἶπαν ὅτι: «Τί νὰ γίνωμεν, ἐμεῖς φοβούμεθα νὰ μὴν πάθωμεν τίποτε, διότι ἡ πόλις μας εἶναι ἀνοικτὴ καὶ ξέφραγη». Τοὺς εἶπα νὰ βάλουν ντελάληδες καὶ νὰ διαβάσουν ὅσα ἔγραψα καὶ εἰς τὲς ἄλλες ἐπαρχίες. Αὐτοὶ μὲ ἐπαρεκάλεσαν νὰ βάλουν ντελάληδες νὰ μαζωχθοῦν οἱ πολῖται εἰς τὸ σχολεῖο καὶ νὰ ὑπάγω ἐγὼ νὰ τοὺς ὁμιλήσω. Τὸ ἐδέχθηκα, ἐσυνάχθηκαν οἱ πολῖται εἰς τὸ σχολεῖον, τοὺς ὁμίλησα διὰ μίαν ὥραν ὁλόκληρον, τοὺς εἶπα ὅσα ἔπρεπε νὰ τοὺς εἰπῶ εἰς τέτοιας περιστάσεις (1). Ἄφησα τὸ Σισινόπουλο μὲ 100 καβαλλαραίους διὰ τὴν ἡσυχίαν τοῦ τόπου, καὶ ἐγὼ ἐκίνησα, καὶ διὰ ἕξ ὥρας ἔφθασα εἰς τὸ Ἀνάπλι. Εἶχα μαζί μου 150 καβαλλαραίους. Ὁ λαὸς ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἄνοιξαν τὴν πόρταν καὶ ἐβγῆκαν εἰς προϋπάντησίν μου, ἕως τὸν τόπον ὁποὺ ἐξεμπαρκαρίσθηκε ὁ βασιλεύς, καὶ ὁ λαὸς ἀπεκεῖ μὲ ἐσυντρόφευσε ἕως τὸ σπίτι μου. Ἄλλοι ποὺ μὲ ἀπαντοῦσαν ἔκλαιγαν, ἄλλοι παραπονοῦντο καὶ ἐγὼ ἔλεγα εἰς ὅλο τὸν κόσμον: «Ἡσυχία». Πηγαινάμενος εἰς τὸ σπίτι τοὺς εἶπα: «Ἕλληνες, παγαίνετε εἰς τὰ σπίτια σας, μὴν ἔχετε κανέναν φόβον, καὶ τοῦ Θεοῦ ἡ δύναμις θέλει τὰ οἰκονομήσει ὅλα». Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπῆγα ἐκεῖ ὁποὺ ἐκάθετο ὁ Αὐγουστίνος διὰ νὰ τὸν παρηγορήσω. Πηγαινάμενος ἐκεῖ ἐπαρηγόρησε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ ἔπειτα μοῦ λέγει: «Εἰς τὸν λαιμόν σου κρέμομαι καὶ ἐγὼ καὶ τὸ ἔθνος, καὶ κάμε ὅ,τι σοῦ φανεῖ εὔλογον». Ἐγύρισα εἰς τὸ σπίτι, ὁμίλησα τοῦ Ἀλμέϊδα, ὁποὺ ἦτον φρούραρχος καὶ ἐπὶ κεφαλῆς εἰς τὰ στρατεύματα τὰ τακτικά, καὶ τοῦ εἶπα νὰ βάλει ντελάληδες νὰ καθίσει ἥσυχος ὁ καθένας εἰς τὸ σπίτι του καὶ νὰ βγάλει τὰ ὅπλα (διατὶ ἦταν ὅλοι οἱ πολῖται ἀρματωμένοι), καὶ καθὼς ἐφέρθηκες τὲς τόσες ἡμέρες, νὰ φερθεῖς καὶ τώρα διὰ τὴν ἡσυχίαν. Τὸ τακτικὸν ἐστάθηκε πιστὸν εἰς τὸν ὅρκον του, καὶ ἐμπόδισε τὴν σφαγὴν καὶ τὴν φωτιά. Τώρα νὰ κάμετε ὅρκον εἰς τὴν ἐπιτροπήν, ἕως νὰ ἰδοῦμεν ποῦ θὰ κατασταλάξει τὸ πράγμα.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐσυνάχθηκε ἡ Γερουσία καὶ οἱ Γραμματεῖς καὶ ἡμεῖς ἐκάμαμεν τὸν ὅρκον καὶ ἐπήραμεν τὲς ὑπόθεσες τοῦ Κράτους ἐπάνω μας. Ὁ λαὸς ἐφώναζε διὰ τὸν φονέα Γεωργάκη: «Ἢ σκοτώνετε τὸν φονέα, καὶ πιάνετε καὶ τοὺς συμβούλους, εἰτεμὴ θὰ κάμωμεν ἐκδίκησιν μοναχοί μας καὶ θὰ κάμωμεν ὅ,τι ἠμπορέσωμεν». Τότε ἡμεῖς ἀπεφασίσαμεν στρατιωτικὸν δικαστήριον, τὸν ἔκρινε, τὸν ἐκαταδίκασεν εἰς θάνατον, καὶ ἐκτελέσθη ἡ ἀπόφασις εἰς τὴν Πρόνοια. Οἱ δύο ὑπηρέται καὶ ὁ Κακλαμάνος ἐβάλθηκαν εἰς φυλακήν, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν τὴν ἑταιρίαν ὁποὺ εἶχαν νὰ σκοτώσουν τὸν Κυβερνήτην. Ἐβιάσαμεν τὸν Ζερὰρ νὰ κάμει τὴν παραίτησίν του, εἰδεμὴ ἠθέλαμεν τὸν κηρύξει ὡς ἕναν ἐπίβουλον. Ἔδωκε τὴν παραίτησίν του, ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Καλαμογδάρτη καὶ οἱ ἄλλοι δὲν ἐμαρτυριῶντο ἀπὸ τὸν ἄλλο. Πολλοὶ τρελλοὶ ἤρχοντο καὶ μὲ ἐφορτώνοντο καὶ μοῦ ἔλεγαν: «Κολοκοτρώνη, ἐκδίκησιν κάμε, σκότωσε τοὺς φονεῖς». Καὶ ἐγὼ τοὺς ἐμάλωσα καὶ τοὺς ἔδιωξα ἀπὸ τὸ σπίτι, λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε εἰς τὰ σπίτια σας, δὲν εἶναι ἐδική σας δουλειά».
Εἰς τὴν Ὕδραν, μόλις ἔμαθαν ὅτι ὁ Κυβερνήτης ἐσκοτώθηκεν, ἐκίνησεν ὁ Σπηλιωτόπουλος καὶ Παπαλεξόπουλος καὶ ἄλλοι, καὶ ἔτρεξαν εἰς τὸ Ἀνάπλι διὰ νὰ κάμουν ὅ,τι θέλουν καὶ νὰ βάλουν εἰς ταραχήν. Τοὺς ἐπιάσαμεν καὶ τοὺς ἐβάλαμεν εἰς τὸ Καστέλι. Ὅλαι αἱ ἐπαρχίαι καὶ αἱ νῆσοι τῆς Ἑλλάδος (ἐκτὸς τῆς Ὕδρας) ἔστειλαν ἀναφορές, ἔκλαιον τὸν θάνατον τοῦ Κυβερνήτου, καὶ ἀνεγνώριζαν καὶ τὴν Διοικητικὴν ἐπιτροπήν, καὶ ἐγκωμίαζαν τὴν πρᾶξιν τῆς Γερουσίας. Ἔστειλαν οἱ εὑρισκόμενοι εἰς τὴν Ὕδραν μία ἐπιτροπή, δὲν ἐδεχθήκαμεν. Ἴσως ἂν ἐφώταε τὴν Γερουσίαν ὁ Θεὸς καὶ ἔβαζε ἄλλον εἰς τὸν τόπον τοῦ Κωλέττη, ἠθέλαμεν πάει καλλίτερα. Ἐδιοικήσαμεν ἕως τρεῖς μῆνας, ἐκάμαμεν προκήρυξιν καὶ ἐπροσκαλέσαμεν τὸ ἔθνος εἰς συνέλευσιν, νὰ συναχθεῖ εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ἐσυνάχθηκε. Τότε ἦλθαν καὶ ἀπὸ τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα καὶ ὁ διάβολος ἕνωσε καὶ τὸν Γρίβα, ὁποὺ ἐτρώγετο μὲ τὸν Τσόγκα, καὶ ἦλθον μαζὶ ὅλοι. Συνάζοντας ὅλο τὸ ἔθνος, ἐγὼ ἐμέτρησα μὲ τὸ νοῦ μου, ὅτι ἐὰν καὶ κάμωμεν ἄλλην κυβέρνησιν, οἱ ἔξω αὐλὲς θέλει μᾶς πάρουν ὅτι εἴχαμεν ὅλοι συνωμοσίαν διὰ τὸν σκοτωμὸ τοῦ Κυβερνήτη, διατὶ σκοτώνοντας τὸν Κυβερνήτη, καὶ ἀλλάζοντας τὴν κυβέρνηση νὰ βάλωμεν ἄλλους, βέβαια ὁ κόσμος θὰ μᾶς ἔπαιρνε ὅτι εἴμεθα ὅλοι συνωμότες, ἢ ὅτι ὁ Κυβερνήτης ἦτον τύραννος, διότι ἐδοκιμάσαμεν τὰ ἀπερασμένα χρόνια τῶν πολλῶν τὴν κυβέρνησιν, - καὶ εἶπα ὅτι, ἂς ἔμπει ὁ Αὐγουστίνος πρόεδρος μόνος καὶ ἡ συνέλευσις ἂς τοῦ βάλει Γερουσία νὰ ἀκούεται μὲ τὸν πρόεδρον, νὰ κυβερνήσει ἕως ποὺ νὰ γράψει στὲς Δυνάμεις νὰ μᾶς στείλουν βασιλέα. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἔκαμα τὴν παραίτησίν μου εἰς τὴν Συνέλευση. Ἀκούοντας ὁ Κωλέττης, ὅτι ἔκαμα τὴν παραίτησίν μου καὶ θὰ ἔβγει καὶ ἐκεῖνος καὶ ὅ,τι ἔκανε ὁ πρόεδρος θὰ ἦτον καλὰ γεναμένα, δὲν τοῦ ἄρεσε, καὶ ἄρχισε καὶ διέκοψε τοὺς Ἀνατολικοὺς καὶ Δυτικοελλαδίτας καὶ τοὺς καπεταναίους διὰ ἐμφύλιον πόλεμον. Ἐμεῖς ἐκάναμεν Συνέλευση καὶ τὰ κονάκια ὁποὺ εἶχαν οἱ πληρεξούσιοι καὶ οἱ Καπεταναῖοι ἦταν ἀνακατωμένα μὲ τὸ κόμμα τοῦ Ἔθνους. Ἀρχίνησε καὶ τὰ καταμέριζε τὰ κονάκια, καὶ ἔβαλε τὸν Γρίβαν, ὡς τρελλὸν ὅπου ἦταν, καὶ ἔφτιανε ταμπούρια εἰς τὰ κονάκια. Καὶ ἔτσι ἐπέρασε καὶ ἐκεῖνος καὶ ἐπῆγαν κατὰ μεριὰ ὅλη ἡ συντροφιά. Καὶ ἡ Συνέλευσις ἔβαλε φρουρὰ τὸν Κίτσο τὸν Τζαβέλα, καὶ εἶχαν γνώμη νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Συνέλευσιν διὰ νὰ τὴν χαλάσουν, ἀλλὰ δὲν ἐκόταγαν νὰ ἔλθουν ἀπὸ τὴν φρουρὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἄρματα. Καὶ ἔτσι ἡμέρα τὴν ἡμέρα αὔξαναν τὰ πάθη, καὶ ἐμεῖς πάντοτε ἐκάναμε τὴν Συνέλευση. Τοὺς ἔστειλε ὁ Αὐγουστίνος μιὰ καὶ δύο τὸν Κωλέττη: «Δὲν εἶναι καλὸ νὰ διαιρεθεῖ τὸ ἔθνος, μόνον ὁμόνοια καὶ εἰρήνη, καὶ ἡ Συνέλευσις νὰ κάμει τὰ ἔργα της». Μίαν ἡμέρα τοῦ λέγει: «Τί φτιάνει ὁ Γρίβας ταμπούρια στὸ σπίτι;» - «Ἀμ᾿ δὲν τὸν ἀφήνετε τὸν τρελλό; Αὐτοὶ ἔχουν εἰς τὴν γνώμη τους νὰ σκοτώσουν μεγάλους καὶ ὄχι μικρούς. Ἐμεῖς φυλαγόμαστε, ὅσοι ἔχομεν ὑποψία». Μίαν ἡμέρα, νὰ κοντοσυλλαβίσω, ἄνοιξε τὸ τουφέκι ἀπὸ ἐκείνους εἰς τὸ παζάρι καὶ ἐβάρεσαν τὸν Τριαντάφυλλον Τσουρᾶ καὶ τὸν Ρούκη. Ἔτσι ἄνοιξε τὸ τουφέκι. Ἐκαταμερίσαμεν. Ἐσκοτώθηκε καὶ ὁ Ἀποστόλης ποὖταν πολιτάρχης, καὶ ἔτσι ἐσηκώθηκε τὸ τουφέκι καὶ τοὺς ἐστενοχωρήσαμε εἰς ἕνα μαχαλά. Τότενες ἐσηκώθηκε ὁ Κώστας Μπότσαρης καὶ ἦλθεν εἰς τὸν Αὐγουστίνο καὶ εἶπε: «Νὰ τοὺς ἀφήσομε νὰ φύγουνε, καὶ ἐγὼ ὑπάγω μαζί τους εἰς τὴν Κόρινθο καὶ ἔρχομαι», καὶ ἄλλα ταξίματα. Τοὺς εἴχαμε πολὺ στενοχωρημένους, καὶ ἂν δὲν ἦτον αὐτὴ ἡ μεσιτεία, θὰ τοὺς ἐχαλάγαμεν ὅλους. Σκοτώθηκαν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο πολλοί. Καὶ ἔτσι μὲ αὐτὰ τὰ πάτα, τοὺς ἔδωκε λόγον τιμῆς νὰ ἔβγουν καὶ ἔτσι ἐβγῆκαν. Τόσο ἐστάλθηκε ἀπὸ τοὺς πρέσβεις (Κάνιγγ) διὰ νὰ παύσει τὸ τουφέκι καὶ ἔτσι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ Ἄργος, καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ἀπέρασαν στὰ Μέγαρα καὶ ἄρχισαν τὲς ραδιουργίες των, καὶ ἔβγαλαν διπλώματα, ταγματαρχίες, καπεταναίους, - καὶ ἔβγαλε ἕως 5.000 καὶ ὑπεγράφετο ὁ ἴδιος (ὁ Κωλέττης) ὡς κεφαλή. Καὶ ἡ Συνέλευσις τότε ἐσηκώθηκε καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ Ἀνάπλι, καὶ ἔκαμε γράμματα εἰς τὲς Δυνάμεις, διὰ νὰ προφθάσει μίαν ὥραν ἀρχύτερα Βασιλέας. Ἔκαμε καὶ τὸ Σύνταγμα καὶ τόσα ἄλλα.
Ἐκεῖνοι ἔκαμαν ἕως 25 Μαρτίου εἰς τὰ Μέγαρα καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Λουτράκι. Ὁ Νικολὸς Τζαβέλας ἐχρεωστοῦσε 80 χιλιάδες γρόσια καὶ διὰ νὰ μὴ πληρώσει ἐπῆγε μὲ ἐκείνους. Τόσο καὶ ὁ Χατζῆ Χρίστος ἐπαράτησε τὸν ὅρκον ποὖχε κάμει σὲ τρεῖς μῆνες, καὶ ἐπῆρε τὴν καβαλλαρία καὶ ἐπῆγε στὸν Κωλέττην. Εἶχε τὸν Καλλέργη ἡ κυβέρνησις σταλμένον μὲ τὴν καβαλλαρία καὶ τοὺς Κορθινούς, καὶ ἐστέκονταν ἀντικρὺ τῶν Συνταγματικῶν. Καὶ ὁ Κωλέττης ἦλθε εἰς τὸ Λουτράκι, καὶ τὸν ἐδυνάμωνε τὸ κόμμα ἀπὸ τὴν Ὕδρα, καὶ πανταχοῦ ὅσοι ἦσαν σκανδαλοποιοί, καὶ τὸ στράτευμα ὁποὺ εἶχε ὅλο μὲ διπλώματα καὶ ταξίματα. Καὶ ἔλεγε: «Ἂν βγάλομε τὸν Αὐγουστίνο, σᾶς δίδω ἄμπλα ἀουτοριτὰ (1), εἰς τὴν Πελοπόννησο, νὰ πάρετε τοὺς μισθούς σας, νὰ ἔχετε καὶ τοὺς βαθμούς σας». Ἡ Συνέλευσις ἐτελείωσε καὶ ἡ Γερουσία καὶ οἱ Γραμματεῖς ἔμειναν ἀσάλευτοι, μέρος νῆσοι δὲν ἄκουε τὴν διαταγὴ μόνον, καὶ μέρος Ρουμελιῶτες. Τὸ λοιπὸν ἔθνος ἄκουε τὲς διαταγὲς τῆς Κυβερνήσεως, - ἡ Πελοπόννησος ὅλη. Τόσο ἔγραψε καὶ ὁ Νικόλαος ἕνα γράμμα, ὅταν εἴμεθα στὴν ἐπιτροπή: «Βαστᾶτε τὸ Ἔθνος, νὰ εἴσαστε μονιασμένοι καὶ θὰ στείλομε βασιλέα». Τόσο καὶ ἀπὸ τὲς ἄλλες Αὐλές. Ἀπὸ ἡμέρες ἐγύρευα τὴν ἄδειαν (2) ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνον νὰ πάω καὶ ἐγὼ εἰς τὴν Κόρθο· ὁπού, ἂν ἤθελε ὑπάγω, 10 ἢ 5 ἡμέρες ἀρχύτερα δὲν ἤξευρα ἂν ἔμβαιναν μέσα (νὰ μὴν πᾶν ἀπάνω τους). Μόνον ἄκουε ὁ κόσμος τὸ Σύνταγμα καὶ δὲν ἤξευρε πὼς εἶναι Σύντριμμα, καὶ εἰς τὲς 25 Μαρτίου ἐβγῆκα νὰ πάω στὴν Κόρθο· καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἐβγῆκα ἐγώ, ὁ Νικήτας μὲ τὸν Καλλέργη ἔκαμαν τὴν ἀστοχασίαν καὶ πῆγαν στὸ Λουτράκι καὶ τοὺς πισωδρόμησαν ἐκεῖνοι. Τὸ στράτευμα τὸ δικό μας ἐσκόρπισαν καὶ ὁ κόσμος ἐκαρτέραε μὲ τὸ Σύνταγμα. Καὶ ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὸ Ἄργος καὶ ἐδείπνησα, καὶ ἀπάνω ποὺ ἤθελα νὰ καβαλλήκω νὰ πάω στὴν Κόρθο, μᾶς εἰδοποίησαν τὰ τρέχοντα, καὶ ὅτι οἱ Συνταγματικοὶ αὔριο ἔρχονται ἐδῶ. Καὶ τότενες ἄφησα τὸν Σταυριανὸ Καπετανάκη, τὸν Γεώργη Μιχαλάκη, τὸν Ἀγαλόπουλο, τὸν Τσόκρη, τοὺς ἄφησα εἰς τὸ Ἄργος, νὰ ἰδοῦμε τί θέλει γίνει. Ἐγὼ ἐτραβήχθηκα εἰς τὸ Σχοινοχώρι, μίαν ἥμισυ ὥρα μὲ τὸν τσιπχανέ, καὶ μόνον μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου, καὶ τὴν αὐγὴ ἔφθασε τὸ Σύνταγμα εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ἐβγῆκαν οἱ Ἀργίτες μὲ τὲς δάφνες... Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐδοκίμασαν νὰ πᾶνε στ᾿ Ἀνάπλι. Καὶ τὰ στρατεύματα ποὖταν στὴν Σαλαμίνα τὰ δικά μας, ἐμπῆκαν εἰς τὴν Πρόνοιαν. Ἐγὼ ἐτράβηξα κατὰ τὴν Τριπολιτσὰ καὶ μὲ 200 ἀνθρώπους ποὺ ἐκρατοῦσα τὸ Ἁϊνόρι, ποὺ ἦταν οἱ τοπικοὶ φευγάτοι. Καὶ ἔτσι ἦλθαν ἐκεῖ ὁποὺ ἤμουν ἐγώ, καὶ τοὺς ρώτησα, ἂν εἶναι πουθενὰ στρατεύματα. - «Ὄχι». - Ὁ Ζαΐμης καὶ ὁ Κολιόπουλος ἦτον σταλμένοι στὴν Πάτρα καὶ ὁ Τζαβέλας μὲ τὸ τάγμα του στὴν Πάτρα. - Καὶ ἐμβαίνοντας μέσα ἔρριξαν τὴν Γερουσία, νὰ κάμουν Κυβέρνησιν, ἐπιτροπὴν 5, καὶ ὁ ἕνας ἀπεφάσισαν καὶ ἐμένα. Καὶ ἐγὼ ἀπεκρίθηκα: «Δὲν εἶμαι ἄξιος». Καὶ τότε ἀπεφάσισαν τὸν Κολιόπουλο, τὸν Ζαΐμη, καὶ μοῦ ἔστειλαν τὰ γράμματα καὶ τοὺς τὰ ἔστειλα νὰ ἐλθοῦν τὸ γληγορότερο. Καὶ ἔκαμαν ἑπταμελῆ ἐπιτροπὴ τὸν Ὑψηλάντη, τὸν Κωλέττη, τὸν Μεταξᾶ, τὸν Μπότσαρη, τὸν Κολιόπουλο, τὸν Κουντουριώτη καὶ Ζαΐμη. Ἐγὼ εἶχα στείλει τὸν Γενναῖο, ὁποὺ ἐσύναζε στρατεύματα διὰ τὴν Κόρθο, καὶ ἔφθασε μὲ 1.000 εἰς τὴν Τριπολιτσά, καὶ ἐγὼ ἐστάθηκα εἰς τὴν Τριπολιτσὰ καὶ ἐκεῖνον τὸν ἐπρόσταξα νὰ πάει στοὺς Μύλους τοὺς Ἀφεντικούς, νὰ ἰδοῦμε τὸ Σύνταγμα τί θέλει κάμει. Τότενες ἔφθασε καὶ ὁ Ζαΐμης μὲ τὸν Κολιόπουλο ἀπὸ τὴν Πάτρα εἰς τὴν Τριπολιτσά, καὶ ἐστάθηκαν μία ὥρα καὶ ὁμιλήσαμεν, καὶ μοῦ λέγει ὁ Ζαΐμης: «Μὴ πεῖς τίποτε ὅσο νὰ πᾶμε κάτω, νὰ μὴν γίνει κανένας ἐμφύλιος πόλεμος καὶ χαθοῦμε». Ἐγὼ τοὺς ἀποκρίθηκα ὅτι: «Σύρτε κάτω καὶ ἂν γίνει εὐταξία καὶ κάμει ἡ ἐπιτροπὴ εὐταξία ἀπό τ᾿ Ἀνάπλι ἕως εἰς τὸ Ἄργος, ἐγὼ θέλω μείνει ἥσυχος καὶ τραβάω καὶ τὸν Γενναῖο καὶ πηγαίνω εἰς τὸ σπίτι μου καὶ ἡσυχάζω, εἴτε μὴ καὶ τὸ Σύνταγμα ἁπλωθεῖ μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησο, ἐγὼ βέβαια διὰ τὴν πατρίδα ἔχω τόσα αἵματα καὶ κόπους καὶ θὰ κάμω ὅ,τι δύναμαι νὰ ἐμποδίσω τὸ κακό». Καὶ κατεβαίνοντας κάτω, ἔσμιξε ἡ ἐπιτροπὴ ὅλη καὶ ἔκαναν συμβούλιο, ὅτι πῶς θὲ νὰ πληρώσουν τὸ στράτευμα ὁποὺ ἦτον στὰ Μέγαρα τόσους μῆνες. Ὁ Ζαΐμης καὶ ὁ Κολιόπουλος καὶ ὁ Μεταξᾶς εἶχαν μία γνώμη, ὅμως οἱ ἄλλοι ἦταν τέσσεροι, καὶ πάντα οἱ τέσσεροι εἰς τὲς γνῶμες ἐνικοῦσαν. Ἔβαλαν τὸν Ζωγράφο γραμματέα τῶν πολεμικῶν, καὶ τὰ στρατεύματα τοῦ ἐγύρευαν λουφέδες, γιατὶ τοὺς εἶχε ταμένο ὁ Κωλέττης ὅτι, πηγαινάμενοι στ᾿ Ἀνάπλι, νὰ δώσει τοὺς λουφέδες, καὶ ἂν δὲν ἔχει νὰ εὑρεῖ. Σὰν δὲν εἶχαν μὲ τί νὰ τοὺς πληρώσουν τοὺς διεμοίρασε στὴν Πελοπόννησο νὰ πάρουν τοὺς λουφέδες μὲ ὅ,τι τρόπον ἠμπορέσουν. Ἔστειλαν τὸν Νότη Μπότσαρη νὰ λάβει ἀπὸ τὴν Πάτρα τοὺς λουφέδες του, (καὶ νὰ στείλει τὸ Σύνταγμα), νὰ παραδώσει ὁ Τζαβέλας τὸ κάστρο. Καὶ ὁ Τζαβέλας δὲν ἐδέχθηκε τὸ κάστρο νὰ δώσει, καὶ εἶπε: «Πατριώτης καὶ ἐγὼ εἶμαι, καὶ φυλάττω τὸ κάστρο ἕως νὰ ἔλθει ὁ βασιλέας μας». Δὲν ἐδέχθηκε οὔτε τὸν Νότη. Τὸν Χριστόδουλο Χατζῆ Πέτρου τὸν ἔστειλαν εἰς τὰ Καλάβρυτα, Γριζιώτη καὶ ἄλλους στὴν Κόρινθο, τὸν Κατσάκο μὲ τοὺς Μανιάτες στὴ Μεσσηνία, τὸν Βαγγέλη Κοντογιάννη, εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρο, τὸν Ντελῆ Γιώργη, εἰς τὸν Μυστρά, τὸν Μακρυγιάννη (τοὺς στρατιῶτες του), τὸν Ταφιλπούζη καὶ τὸν Χατζῆ Χρίστο εἰς τὴν Τριπολιτσά, τὸν Διαμάντη Ζέρβα στὴν Γαστούνη καὶ εἰς ὅλες τὲς ἐπαρχίες ἔστειλαν στρατεύματα, ὄχι διὰ νὰ λάβουν τακτικὰ τοὺς μισθούς των, ἀλλὰ διὰ νὰ λεηλατήσουν ὅλες τὲς ἐπαρχίες. Τὸ Ἄργος τὸ ἔδωσαν τοῦ Γρίβα, τὸν Ταφιλπούζη μὲ τὸ τάγμα του τὸν ἀπεφάσισαν νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Καρύταινα καὶ νὰ πάει στὴν Γαστούνη μὲ σημαία Ὀθωμανική, μὲ παντιέρες Ὀθωμανικές, μὲ τὴν χέρα τοῦ Μωάμεθ. Ἀκούοντας ἐγώ (1) ἔστειλα καὶ τὸν ἔβγαλα μὲ καταισχύνη, καὶ ἂν εἶχα τὴν ἔχθρα ποὺ ἔλαβα ἔπειτα, θὰ τοὺς σκοτώναμε. Καὶ τοῦ ἔστειλα (τοῦ Ταφιλπούζη) καὶ ἐμάζωξε τὲς μπαντιέρες, καὶ τοῦ εἶπα (2) ἂν περάσει καμμιὰ φορὰ μὲ ἀνοικτὲς μπαντιέρες, οἱ γυναῖκες οἱ χηρευάμενες θὰ τὸν σκοτώσουν: «Ποῦ ἀνοίγεις τὴν σημαία τὴν Τούρκικη, εἰς τὰ χώματα τὰ Ἑλληνικά;». - «Τί φταῖμε ἐμεῖς;» Ὁ Κωλέττης μᾶς εἶπε: «Δουλειὰ νὰ κάμετε καὶ ὅ,τι σημαία θέλετε. Μᾶς ἔδωσεν ὀφίκια, ἐγέλασε Τούρκους καὶ Ρωμαίους». - Ἔγραψα μερικῶς εἰς τὸν Ζαΐμη: «Τοῦτοι γυρεύουν ἐμφύλιο πόλεμο». Τότενες διατάττουν τὸν Γρίβα νὰ περάσει Λεοντάρι, Μεσσηνία, Καρύταινα, Ἀρκαδία, καὶ Φανάρι. Ἀκούοντας οἱ ἐπαρχίες, ἦλθαν οἱ πρόκριτοι καὶ καπιταναῖοι τῶν ἐπαρχιῶν καὶ μοῦ λέγουν: «Τί κάνεις, μᾶς γλύτωσες μιὰ φορὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ μᾶς γλυτώσεις καὶ τώρα». - Εἶχαν τρομάξει ἀπὸ τὸ Ἄργος καὶ Κόρινθο. - «Νὰ πιάσωμεν τὰ ἄρματα, νὰ ἐμποδισθοῦν». Τότενες ἐμάθαμεν ὅτι ὁ Βασιλέας τῆς Βαυαρίας ἐδέχθηκε νὰ στείλει τὸν υἱόν του Ὄθωνα· ἦταν ἔβγα Ἰουνίου. Τότενες ἔκαμα διαμαρτύρηση εἰς τὰς τρεῖς Δυνάμεις, νὰ μὴν κινήσει ὁ Γρίβας, νὰ τὸν ἐμποδίσουν γιατὶ ἔρχοντας ὁ Γρίβας εἰς τὴν Τριπολιτζὰ θέλει ἀνοιχθεῖ ἐμφύλιος πόλεμος. Καὶ δὲν μὲ ἄκουσαν εἰς αὐτὴν τὴν παρακάλεσιν. Καὶ τότενες ἔγινε μία προκήρυξις ἀπὸ ἐμὲ εἰς τὴν Γερουσία, ὅτι ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπερασπισθοῦμε τὴν τιμή μας καὶ ζωή μας καὶ τὴν ἰδιοκτησία μας, δὲν γνωρίζομεν διὰ κυβέρνησιν τὴν τυραννικήν.
Αὐτὴ ἡ διοίκησις εἶδε ὅτι ἀδύνατον νὰ βασταχθεῖ καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τοὺς τρεῖς Ἀντιπρέσβεις, διὰ νὰ ἔλθουν γαλλικὰ στρατεύματα, νὰ πιάσουν τὸ Ἀνάπλι καὶ τὴν Πάτρα. Τέτοια κυβέρνησις ἦτον νὰ δώσει τὰ ἐθνικὰ φρούρια εἰς ξένους νὰ τὰ φυλάττουν. Ἐπῆγε ὁ στρατηγὸς Γκενὲκ μὲ ἕνα σύνταγμα Γάλλων εἰς τὴν Πάτρα. Ὁ Κίτσος Τζαβέλας δὲν τοὺς ἐδέχθηκε, καὶ εἶπε ὅτι τὸ φρούριο θέλει τὸ παραδώσει ὅταν ἔλθει ὁ βασιλέας. Καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ἂν θέλετε νὰ τὸ πάρετε μὲ βία, θέλει νὰ ἔχουν πόλεμον, καὶ ἔβαλε σημαίαν. Ἀφοῦ εἶδε ὁ στρατηγὸς Γάλλος τὴν ἐπιμονὴν καὶ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Κίτσου ἀνεχώρησαν. Οἱ Γάλλοι ἐπῆγαν εἰς τὸ Ἀνάπλι καὶ ἔβγαλαν τὸ τοπικὸν τάγμα, καὶ ἔτσι ἐκλείσθηκαν μέσα καὶ ἐκάθοντο. Ἂν δὲν ἐπροσκαλοῦσαν τοὺς Γάλλους, ὁ Κωλέττης ἤθελε καταφύγει εἰς τὸν τόπον του, τὰ Γιάννινα.
Τὰ στρατεύματα ὁποὺ ἐπῆγαν ἐναντίον τοῦ Κίτσου Τζαβέλα, ἐσυμφώνησαν, καὶ εἶπαν νὰ ἐμποδίσουν τὸν ἐμφύλιον πόλεμον καὶ νὰ στείλουν ἀπεσταλμένους εἰς τὴν Διοίκησιν τοῦ Ἀναπλιοῦ, διὰ νὰ διορθώσουν τὰ πράγματα. Αὐτοὶ ἀπέρασαν ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ ἦτον ὁ Γενναῖος εἰς τὸ Βαλτέτσι. Ὅταν ἦλθαν, τοὺς ἀντάμωσα εἰς ἕνα χωριό, ἐστέρχθηκα, εἶχα κάμει τὴν προκήρυξιν καὶ ἦλθαν Ἀρκαδινοί, Φαναρῖται, Καρυτινοί, καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐπαρχίες καὶ ἔπιασαν τὲς θέσεις διὰ νὰ ἐμποδίσουν ἀπὸ τὸ νὰ ἔμβουν εἰς τὲς ἐπαρχίες καὶ νὰ τὲς λεηλατήσουν - καὶ ἐσυμφώνησαν καὶ μὲ αὐτά. Ἐπέρασαν καὶ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, ὁμίλησα μὲ τὸν Γρίβα καὶ μὲ τὸν Χατζῆ Χρίστο. Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπῆγαν εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἐκεῖ ἐσυνάζοντο διὰ νὰ κάμουν Συνέλευσιν· ἑτοίμασαν μία ἐπιτροπὴ διὰ νὰ ἔλθουν νὰ μᾶς μιλήσουν. Ὅταν ὁ Γρίβας ἦλθε εἰς τὴν Τριπολιτζά, πολλὰ ὀλίγοι κάτοικοι ἔμειναν (2) οἱ δὲ λοιποὶ ἐσκορπίσθηκαν εἰς τὰς διαφόρους ἐπαρχίας, διατὶ ἐτρόμαξαν ἀφοῦ εἶδαν τὰ κακά, τὰ ὁποῖα ἔκαμαν εἰς τὸ Ἄργος καὶ τὴν Κόρινθον. Ἔστειλα ἕνα πεζὸν μέσα εἰς τὴν Τριπολιτζά, διὰ νὰ ὁμιλήσει, διὰ νὰ μὴ πολεμήσουν, καὶ ὁ Γρίβας τὸν πιάνει καὶ τὸν κόβει. Τότε ἐπῆγα ἀπὸ τὴν Καρύταινα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Βαλτέτζι. Εἶπα ὅτι αὐτοὶ ἔχουν σκοπό.
Εἰς αὐτὸν τὸν καιρὸ ὁ Βαγγέλης Κοντογιάννης πολεμεῖται ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ ἕνα μέρος ἐπαρχίας Μυστρᾶ καὶ ἐκινδύνευε νὰ τὸν χάσουν. Εἶχε μαζί του ἕως τριακόσιους, μεταξὺ αὐτῶν ὀγδοήντα Τοῦρκοι. Ὁ Γενναῖος τὸ μαθαίνει αὐτό, πηγαίνει καὶ τὸν γλυτώνει καὶ τὸν ἐσυντρόφευσε ἕως τὸ Τσιβέρι (1), καὶ τὸν ἄφησε καὶ ἐβγῆκε εἰς τὴν Ρούμελην. Ὁ Νικήτας ἐχάλασε τὸν Κατσάκο εἰς τὴν Μεσσηνίαν, τὸν ἐπολιόρκησε εἰς τὰ Φουρτζαλοκάμαρα, καὶ ἂν δὲν ἤρχοντο οἱ Φραντζέζοι, τὸν ἔπιαναν ζωντανό. Ἔτσι ἐπαστρεύθηκε καὶ αὐτὸ τὸ μέρος. Τὸν Ἀποστόλη Κολοκοτρώνη τὸν εἶχα στείλει εἰς τὴν Καντήλα, διὰ νὰ ἐμποδίσει τὸν Καρατάσο. Ἐπῆγα εἰς τὸ Βαλτέτσι καὶ ἔστειλα (2) εἰς τὸν Γρίβαν ὅτι νὰ τραβηχθοῦν. Καὶ αὐτοὶ ἀποκρίθηκαν: «Ἔχομε πόλεμο». Ἐδιόρισα τὸν Γενναῖο νὰ ὑπάγει εἰς τοῦ Μαντζαγρᾶ, νὰ ἔβγουν ἀπὸ τὴν Τριπολιτζὰ νὰ πολιορκήσουν τὸν Γενναῖον, καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα διάφορα μέρη νὰ ἔμβουν οἱ ἐδικοί μας εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ἐπῆγε ὁ Γενναῖος εἰς τοῦ Μαντζαγρᾶ, βγαίνει ὁ Γρίβας ἐναντίον του, δίδω τὸ σημεῖον νὰ κτυπήσουν καὶ νὰ ἔμβουν εἰς τὴν Τριπολιτζά. Κτυπιοῦνται. Ἕνας Βούργαρης, Μανιάτης λεγόμενος, ἐστάλθηκε ἀπὸ τὸν Χατζῆ Χρίστο καὶ ὁμίλησε τοῦ ἀγιουτάντε μου, διὰ νὰ μοῦ ὁμιλήσει νὰ παύσει ὁ πόλεμος καὶ ὑπεσχέθη νὰ ἐβγοῦν ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά. Ἔτσι ἐδέχθηκα τὴν γνώμη του διὰ νὰ μὴ χαλασθεῖ ἡ πόλις τῆς Τριπολιτζᾶς. Ὁμίλησα καὶ ἐγὼ προσωπικῶς μὲ τὸν Χατζῆ Χρίστο. Διατὶ ἂν ἄφηνα νὰ ἔμβαιναν τὰ στρατεύματα μὲ τὸ σπαθὶ εἰς τὸ χέρι ἐχαλιούνταν τὰ σπίτια, ὅσον τάξη καὶ ἂν ἐφύλαγαν οἱ στρατιῶται. Τέλος πάντων ἔφυγε καὶ ὁ Γρίβας μὲ τὸν Χατζῆ Χρίστο μὲ τὴν καβαλλαρία καὶ ἐκατέβηκαν εἰς τὸ Ἄργος. Ἐμβῆκα εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ εἰς 5 ἡμέρας ἐμαζεύθηκαν ὅλες οἱ διασκορπισμένες οἰκογένειες. Εἰς ὀλίγες ἡμέρες ἦλθε καὶ ὁ Τζαβέλας. Εἰς ὅλους τοὺς ἀκροβολισμοὺς καὶ εἰς τοῦ Μαντζαγρᾶ ἐσκοτώθηκαν ἕως 50. Ἐσύναξα ὅλο τὸ στράτευμα, - ὅταν ἀνεχώρησαν οἱ Ρουμελιῶτες ἔκαμα λόγον διὰ τὴν εὐταξίαν. Εἰς ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα εἶχα ἀνταπόκρισιν καθημερινὴν μὲ τὸν Ζαΐμη, Μεταξᾶ καὶ Κολιόπουλο. Ὁ Καλλέργης, Τσόκρης, Ἀργεῖοι, Κατωναχαγιέτες ἦλθαν δύο ὧρες μακριὰ ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι.
Ἦλθε ἀπὸ τὸν Τρικούπη μία πρόσκληση τοῦ Γενναίου διὰ νὰ κάμει μέρος εἰς τὴν ἐπιτροπὴ ὁποὺ ἐστάλθηκε διὰ νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Βαυαρίαν καὶ νὰ προσκαλέσει τὸν Βασιλέα καὶ νὰ τὸν συντροφεύσει ἕως τὴν Ἑλλάδα. Ἐγὼ δὲν ἠμποροῦσα νὰ δεχθῶ νὰ ὑπάγει ὁ Γενναῖος ἀπὸ μίαν Κυβέρνηση, ὁποὺ δὲν ἀνεγνώριζα καὶ ἀπεφάσισα νὰ ὑπάγω εἰς τὸ Ἀνάπλι, διὰ νὰ ἰδῶ τί τρέχει δι᾿ αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν. Ἐπῆγα εἰς τὸ Ἄστρος, ἔδωσα εἴδησιν τοῦ Ρικόρδου, μοῦ ἔστειλε μία φελούκα καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν φεργάδα του. Μόλις ἔφθασα ἐκεῖ καὶ τὸ βράδυ ἔρχεται ὁ Κολιόπουλος νὰ μοῦ πάρει τὴν ἄδειαν διὰ νὰ ἀναχωρήσει. Μοῦ εὕρηκε πρόφαση δι᾿ αὐτήν τὴν βία, ὅτι τὸ καράβι τὸ Ἰγγλέζικο ὁποὺ ἤθελε νὰ πάρει τὴν ἐπιτροπή, ἐβιάζετο νὰ φύγει. Τί νὰ κάμω ἐγὼ πλέον. Τοῦ εἶπα τοῦ Κολιόπουλου: «Πήγαινε εἰς τὸ καλό». Ἐστοχασθήκαμε ἔπειτα νὰ στείλομε μιὰν ἐπιτροπὴ ἀπὸ τὸ ἔθνος ὅλο καὶ ἀπὸ τ᾿ ἄρματα εἰς τὴν Βαυαρίαν, πλὴν αἱ περιστάσεις δὲν μᾶς τὸ ἐσυγχώρησαν. Ἂν μὲ ἔλεγαν καθὼς ἦτον, ὅτι ἡ ἐπιτροπὴ ἦτον διορισμένη ἀπὸ τὴν Βαυαρίαν, τὸν ἔστελνα τὸν Γενναῖο καὶ ἐπήγαινε. Ἐχαιρέτησα καὶ τοὺς δύο Ναυάρχους, Ἄγγλον καὶ Γάλλον, μὲ εἶπαν διατὶ δὲν ἔστειλα τὸν υἱόν μου εἰς τὴν Βαυαρίαν καὶ τοὺς ἔλεγα ὅτι: «Δὲν γνωρίζω τὴν Διοικητικὴν ἐπιτροπή, διὰ νὰ δεχθῶ τὴν ἀπόφασίν της». Ἦλθε ὁ Ζαΐμης καὶ Μεταξᾶς καὶ ὁμιλήσαμεν εἰς τὴν φεργάδα. Ὁ σκοπός μου ἦτον ἡ Γερουσία νὰ μείνει ἐλεύθερη καὶ νὰ ἐκλέξει μίαν κυβέρνησιν ἀπὸ διάφορα κόμματα κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ πρωτοκόλλου τῆς Λόντρας. Ἐπέστρεψα εἰς τὸ Ἄστρος, ἐπῆγα εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπο, ἦλθε ὁ Τζαβέλας καὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ Ρουμελιῶτες τοῦ μέρους μας. Ἐγράψαμεν συμφώνως εἰς τοὺς ὁπλαρχηγοὺς ὁποὺ ἦτον μὲ τὸ σύνταγμα, νὰ ἐλθοῦν νὰ ὁμιλήσωμεν εἰς τὸ Τσιβέρι. Ἦλθαν, ὁμιλήσαμεν καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπήγαμεν εἰς τὸ Ἄργος. Ἀπεφασίσαμεν ὡς ἐπιτροπὴ τῶν ἀρμάτων, νὰ ὀλιγοστέψουν τὰ κακά, καὶ ἐγράψαμεν εἰς τὸν Γρίβαν - διὰ νὰ ἐβγεῖ ἀπὸ τὸν Μορέα, - ὁ Γρίβας ἐπῆγε εἰς τὸ Κουτζοπόδι καὶ ἔκαμνε μεγάλας καταχρήσεις (3). - Ἐκεῖ ἀποφασίσαμεν νὰ γίνει μία στρατιωτικὴ ἐπιτροπὴ μὲ τὸν σκοπὸν νὰ μαζεύσει ὅλας τὰς προσόδους καὶ νὰ τὰς μοιράσει εἰς ὅλους μὲ ἀναλογίαν καὶ μὲ τάξιν, καὶ νὰ ἐμποδίσωμεν ὅσον ἦτον δυνατὸν τὲς μεγάλες καταχρήσεις ὁποὺ ἐγίνοντο. Ὁ Ζωγράφος ἔγραψε εἰς αὐτοὺς νὰ βαστάξουν εὐταξίαν, πλὴν ποῖος τὸν ἤκουγε. Ὅταν εἴμεθα εἰς τὸ Ἄργος, μὲ ἔγραψαν νὰ βγεῖ ἡ Γερουσία, καὶ ὁ Ζαΐμης καὶ ὁ Μεταξᾶς, νὰ ἐκλέξει καὶ ἕνα τρίτο μέλος καὶ νὰ ἐξακολουθήσει νὰ διοικήσει τὸν τόπο ἕως ὅτου νὰ ἔλθει ὁ Βασιλέας μας. Δὲν τὸ ἐδέχθηκα, διατὶ ἦτον τόσοι ὁπλαρχηγοὶ ἐκεῖ καὶ δὲν εἴμεθα σύμφωνοι. Ἔπειτα ἐδιαμοιρασθήκαμεν· ἐγὼ καὶ Χατζῆ Χρίστος ἐπήραμεν ἐπάνω μας τὴν Τριπολιτσά, Μυστρά, Λεοντάρι, ὅλην τὴν Μεσσηνίαν, Φανάρι, Καρύταιναν. Γκριζιώτης, Στράτος καὶ Τσόκρης ἔμειναν εἰς τὲς ἐπαρχίες Ἁγίου Πέτρου, Ἄργους, Κατωναχαγιέ, Κόρινθον, καὶ ὁ Τζαβέλας μὲ τὸν Νότη Μπότζαρη νὰ πάρουν Καλάβρυτα, Βοστίτζα, Πάτρα, Γαστούνη, Πύργο. Εἰς ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη ἦτον στρατιῶτες καὶ ἔκαναν μύριες καταχρήσεις καὶ τὰ χρέη ἦτον αὐτῆς τῆς ἐπιτροπῆς, νὰ συνάξουν ὅσους προσόδους ἔχουν νὰ δώσουν αἱ ἐπαρχίες καὶ νὰ διαμοιράζονται εἰς τοὺς διαφόρους ὁπλαρχηγούς, ἀναλόγως μὲ ἐκεῖνα ὁπού ῾χαν νὰ λάβουν· καὶ νὰ μαζεύουν ζωοτροφία μὲ ὅλη τὴν δυνατὴν εὐταξίαν εἰς τέτοιες ἀναρχικὲς περιστάσεις. Ἐπήγαμε λοιπὸν ὁ καθένας εἰς τὴν θέση του. Ὁ Τζαβέλας καὶ Νότης ἐπῆγαν εἰς τὴν Πάτρα· ἐγὼ καὶ ὁ Χατζῆ Χρίστος ἐπήγαμεν εἰς τὴν Τριπολιτζά καὶ οἱ λοιποὶ ἔμειναν εἰς τὸ Ἄργος. Ἀπεφασίσθη νὰ ἔλθει ἕνα τάγμα Φραντζέζοι διὰ νὰ πιάσει τὸ Ἄργος, διὰ νὰ ἔβγει ὁ Βασιλέας εἰς τοὺς Μύλους. Ἐκίνησαν ἀπὸ τὴν Μεσσηνίαν, ἦλθαν εἰς τὴν Τριπολιτσά· τοὺς περιποιήθηκα καθ᾿ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ ἔπειτα κατέβηκαν στὸ Ἄργος. Ἐκεῖ δὲν ἠξεύρω πῶς ἔκαμαν καὶ πιάνονται μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Τσόκρη καὶ Γκριζιώτη, πολεμοῦν καὶ σκοτώνουν περισσότερον ἀπὸ 200 ψυχὲς ἀθῶες. Οἱ Φραντζέζοι ἔπιασαν τὸ παιδί μου ὡς ἐνέχυρον, διὰ νὰ μὴν πᾶν οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς κτυπήσουν. Ἔστειλε μίαν ἐπιτροπὴ ἡ Διοίκησις διὰ νὰ ἰδεῖ ἂν εἶχα ἐγὼ εἴδησιν. Ἦλθαν, ἐξέτασαν αὐτά, ἔγραψα καὶ ἐγὼ εἰς τὸν Στρατηγὸν καὶ τοὺς ἔλεγα, ὅτι ἂν εἶχα κανέναν σκοπὸν νὰ βαρέσουν τοὺς Φραντζέζους, δὲν τοὺς ἄφηνα νὰ περάσουν ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά - τοὺς ἐκαρτέραγα εἰς τοῦ Λεονταριοῦ τὸ Δερβένι καὶ δὲν ἔχω καμμία αἰτία διὰ νὰ εἶμαι ἐχθρὸς τῶν συμμαχικῶν στρατευμάτων, καὶ τί ἔπιασαν τὸ παιδί μου ἐνέχυρον. Ἂν ἤξευρα ὅτι τὸ νὰ κτυπήσω ἤθελα ὠφελήσει τὴν Πατρίδα μου, τὸ ἔκαμνα καὶ ἂς εἶχαν καὶ τὸ παιδί μου ἐνέχυρον. Καὶ ἔτσι ἐπληροφορήθηκαν ὅτι δὲν εἶχα εἴδησιν. Οἱ Γάλλοι μὲ ἐνόμιζαν ἐχθρόν τους, ἐγὼ δὲν τοὺς εἶχα δώσει ποτὲ αἰτία. Ὁ Κωλέττης καὶ τὸ ἐναντίον κόμμα τοὺς ἐγιόμισαν τὰ μυαλά, ὅτι ἐγὼ ἤμουν ἐναντίον τους καὶ Ρωσολάτρης.
Εἰς δέκα ἡμέρες φθάνει ὁ στόλος, ὁποὺ ἔφερνε τὸν Βασιλέα εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἄργους. Πρὶν ὅμως τοῦτο, οἱ Φραντζέζοι ἔστειλαν καὶ ἔπιασαν τὸ σπίτι τοῦ Τσαμαδοῦ, ὁποὺ ἦτον πρόεδρος τῆς Γερουσίας, καὶ τὸν ἐκακομεταχειρίσθησαν. Ἐξ αἰτίας τῆς περιστάσεως, καὶ ἄλλες βίες ὁποὺ ἔκαμναν εἰς τοὺς γερουσιαστάς, ἀπεφάσισαν νὰ ἐβγοῦν ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι. Ἐγὼ εἶχα κατεβεῖ εἰς τὸ Ἄστρος, διὰ νὰ ὁμιλήσω διὰ μίαν ὑπόθεσιν ὁποὺ ἔτρεχε. Μερικοὶ γερουσιασταὶ εἶχαν σχέδιον νὰ ἐβγοῦν εἰς τὸ Ἄστρος, νὰ ἐκλέξουν μία νέα διοίκηση, συνθεμένη ἀπὸ τρεῖς, νὰ προσκαλέσουν τὸν Ζαΐμη καὶ Μεταξᾶ, καὶ νὰ κάμουν πρόεδρον προσωρινὸν τὸν Ρικόρδο, ἕως ὅτου νὰ ἔλθει ὁ βασιλέας. Ἔφυγε ἡ Γερουσία, καὶ ἔξαφνα μία αὐγὴ τοὺς βλέπω εἰς τὸ Ἄστρος. Δὲν ἐδέχθηκα τὴν πρότασίν τους, ὅμως εἶπα νὰ σταθεῖ τὸ πράγμα ἕως εἰς τὸν ἐρχομὸ τοῦ Βασιλέως, καὶ ἡ Γερουσία ἐπῆγε εἰς τὲς Σπέτζες καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἕως τὸν ἐρχομὸν τοῦ Βασιλέως. Ὅταν ἐβγῆκε ἡ Γερουσία εἰς τὸ Ἄστρος, εἶχα στείλει τὸν Κωνσταντίνον διὰ νὰ γίνει συμφωνία εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἡ συμφωνία ἦτον, νὰ βάλουν (2) εἰς ὅλον τὸ κράτος τοὺς ἥμισυ ἐπάρχους ἀπὸ τοῦ μέρους μας ἀνθρώπους, νὰ ἐπικυρώσουν τοὺς λογαριασμοὺς ὅλων τῶν στρατιωτικῶν διὰ τοὺς μισθούς των καὶ ἄλλα. Ὁ Κωλέττης ἦτον σύμφωνος, ἐκτὸς νὰ μὴν γνωρίσει τὴν Γερουσία, καὶ αὐτοῦ ἦτον ἡ δυσκολία, διότι δὲν ἤθελα νὰ δεχθῶ ὅλας τὰς προτάσεις ὁποὺ ἦτον ὠφέλιμοι δι᾿ ἐμέ, καὶ νὰ ἀφήσω τοὺς συντρόφους μου γερουσιαστάς. Αὐτοὶ ὁποὺ ἐζητοῦσαν νὰ γίνει μία διοίκησις καὶ δὲν ἐπρόσμεναν ἕως ὅτου νὰ ἔλθει ὁ Βασιλέας, ἔλεγαν: Αʹ ὅτι ὁ Βασιλέας θὰ ἀργήσει νὰ ἔλθει εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ τρεῖς καὶ τέσσαρους μῆνες. Βʹ ὅτι ὅταν ἔλθει ὁ Βασιλέας, θὰ εὕρει εἰς τὰ πράγματα τοὺς ἐναντίους, καὶ τότε θὰ λάβει ἀπ᾿ αὐτοὺς μόνον πληροφορίας ὡς εὑρισκομένους εἰς τὰς θέσεις καὶ μὲ τοῦτο θὰ κρύψουν ὅλα των τὰ σφάλματα, ποὺ ἔκαψαν στόλους, ἀφάνισαν ἐπαρχίες, ἐσκότωσαν τὸν Κυβερνήτην, κτλ., ἐνῶ ἂν ἐγίνετο μία νέα διοίκηση ἀπὸ τὴν Γερουσίαν, τὴν ὁποίαν ἕως τότε οἱ Ἀντιπρέσβεις καὶ ὁ βασιλεὺς τῆς Βαυαρίας ἐνόμιζε ὡς νόμιμον, ἤθελε δώσει αὐτὴ ἡ νέα διοίκηση πληροφορίες διὰ τὰς πράξεις τῶν ἐναντίων, καὶ νὰ τοὺς γνωρίσει τί ἄνθρωποι εἶναι, καὶ ἂν καὶ ὁ Κωλέττης μὲ τοὺς γραμματεῖς ἐπέμενε νὰ νομίζεται ὡς διοίκησις, ὁ Βασιλέας νὰ εὑρεῖ δύο κυβερνήσεις, καὶ νὰ μὴν ἀκούσει καμμιά, καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἐδικόν του δρόμον. Ποτὲ δὲν ἐφαντάζετο κανένας ἀπὸ τὸ λεγόμενον Κυβερνητικὸ ὅτι ὁ Βασιλέας, φθάνοντας, δὲν θέλει τὸν ἐναγκαλισθεῖ, ἢ τὸ πολὺ ὅτι ἤθελε ἀδιαφορήσει, διότι ἐνόμισαν ὅτι ὁ Βασιλέας δὲν θέλει ἐναγκαλισθεῖ, παρὰ ὅσοι ἐστάθηκαν πιστοὶ εἰς τὴν μόνην τακτικὴν Κυβέρνησιν, ὁποὺ ἔλαβε τὸ ἔθνος μας ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπαναστάσεως. Τέτοιες ἰδέες εἶχαν ὅλοι οἱ γερουσιασταὶ καὶ ἐν γένει ὅσοι ἦτον Κυβερνητικοί. Εἰς τὴν Τριπολιτζά, ὅπου ἤμουν, ἀνταποκρίθηκα μὲ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς τῆς Δυτικῆς καὶ Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος, μὲ ὅλην τὴν Πελοπόννησον καὶ μὲ τὰ νησιά, καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν μὲ τὲς Σπέτσες καὶ Τῆνον, νὰ ἑτοιμάσουν πληρεξουσίους, διὰ νὰ ἔλθουν νὰ συγχαροῦν τὸν Βασιλέα μας εἰς τὸ φθάσιμόν του. Ὁ σκοπός μου ἦτον νὰ συναχθοῦν ὅλοι εἰς τὸ Ἄργος, νὰ δεχθῶμεν τὸν Βασιλέα, καὶ ὁ κάθε ἀπεσταλμένος νὰ ἔχει καὶ ἀπὸ μίαν ἀναφορά, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ περιγράφωνται ὅσα κακὰ ἔγιναν ἐξ αἰτίας μερικῶν λεγομένων συνταγματικῶν. Ἀφοῦ ἐκτυπήθηκαν οἱ Ἕλληνες μὲ τοὺς Φραντσέζους εἰς τὸ Ἄργος, ἄλλαξα σκοπόν, καὶ ἤθελα κατεβεῖ εἰς τοὺς Μύλους. Δὲν ἤξευρα τὴν ἐποχὴν ὁποὺ θὰ ἔλθει ὁ Βασιλέας, καὶ δι᾿ αὐτὸ δὲν ἐβίασα τοὺς ἀπεσταλμένους νὰ μαζευθοῦν. Ὁ Βασιλέας φθάνει εἰς τὸ Ἀνάπλι.
Τώρα εἶναι καιρὸς νὰ εἰπῶ μερικὰ πράγματα ὁποὺ ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν ἄδικον καταδρομήν μου. Καὶ ὁ Θήρσιος καὶ ἄλλοι ξένοι ἐπαράστησαν εἰς τὴν Βαυαρίαν, ὅτι ἐγὼ ἤμουν ἀρχηγὸς Ρωσικοῦ κόμματος, ὅτι εἶμαι ἀρχηγὸς μιᾶς φατρίας ποὺ δὲν θέλει τὸν Βασιλέα καὶ ἄλλα παρόμοια. Αὐτοὶ ἦταν ξένοι ἄνθρωποι καὶ μολονότι ὁ Κολιόπουλος ἐπληροφόρησε τὸν Βασιλέα καὶ τὴν Βασίλισσα διὰ τὰ φρονήματά μου ὑπὲρ τοῦ Βασιλέως καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ἠμπορεῖ νὰ μείνει ἐνέχυρον εἰς τὴν Βαυαρίαν, ἕως ὅτου νὰ φθάσει ὁ υἱός του εἰς τὴν Ἑλλάδα, μολοντοῦτο ἤρχοντο μὲ κάποιαν ὑποψία. Εἰς τὸ Ἀγγλικὸ καράβι ὁποὺ ἐμβῆκε ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία, ἴσως τὸν ἐπότισαν καὶ ἐκεῖ τίποτε. Τὸ ἐμπόδιον, ὁποὺ ἔγινε νὰ πάει ὁ Γενναῖος εἰς τὸ Μόναχον, τὸ παρεξήγησαν. Ἔρχεται ὁ Βασιλέας εἰς τοὺς Κορφούς, μαθαίνει ὅτι ἡ Γερουσία ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι καὶ ἐβγῆκε μὲ κακοὺς σκοπούς. Ἔρχεται ἕως ἀπέξω ἀπὸ τὴν Μάνην, καὶ μανθάνει ὅτι οἱ Φραντζέζοι ἐκτυπήθηκαν μὲ τοὺς Ἕλληνας, καὶ ὅτι ἐκεῖνοι οἱ Ἕλληνες ἦτον ἄνθρωποι τοῦ Κολοκοτρώνη, καὶ ἤθελε (1) νὰ ἀντισταθεῖ ὁ Κολοκοτρώνης εἰς τὸ ξεμπαρκάρισμα τοῦ Βασιλέως μὲ 10 καὶ 15 χιλιάδες· ἦλθαν λοιπὸν μὲ φουσκωμένα τὰ μυαλὰ ἐναντίον μου. Μὲ γράφουν ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι καὶ μὲ εἰδοποίησαν τὰ πάντα. Ἐγὼ ἐλυπήθηκα νὰ ἰδῶ ὅτι αἱ ραδιουργίες ἔφθασαν νὰ παραμορφώσουν τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἄφησα εἰς τὸν καιρὸν διὰ νὰ γνωρίσει ὁ Βασιλέας καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ πράγματα. Ἔρχομαι εἰς τὴν φεργάτα τοῦ Ρικόρδου, ζητῶ νὰ παρουσιασθῶ εἰς τὸν Βασιλέα καὶ εἰς τὴν Ἀντιβασιλείαν, στέλνω τὸν Κολιόπουλον, μὲ ἀποκρίθηκεν ὅτι δὲν δέχεται ἐπισήμως ἀκόμη, καὶ νὰ παρευρεθῶ καὶ ἐγὼ εἰς τὸν τόπον ὁποὺ ἤθελεν ἔβγει ὁ Βασιλέας. Ὁ Ρικόρδος ἔδωκε γεῦμα καὶ ἐσυμφάγαμεν μὲ τὸν στρατηγὸν τῶν Βαυαρικῶν στρατευμάτων καὶ μὲ τὸν θεῖον τοῦ Βασιλέως καὶ Σμάλτς. Τοὺς ἐκατάλαβα ὅτι ἦταν ὕποπτοι.
Ἦλθε ἡ ἡμέρα τῆς ἐκβάσεως τοῦ Βασιλέως καὶ ἐβγῆκα καὶ ἐγὼ καὶ ἀνταμώθηκα μὲ τὸν Κουντουριώτη, Κωλέττη, Ζαΐμη καὶ λοιπούς· ἐφιληθήκαμεν. Ἐβγῆκε ὁ Βασιλέας. Ἐκινήσαμε καὶ ἐμβήκαμεν εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἐκεῖ ἐπαρουσιασθήκαμεν. Κάθε ἡμέρα ἤρχοντο ἐπιτροπαί, ἀλλὰ ἄλλαξαν τὰ πράγματα, καὶ δὲν ἔκαμαν οὔτε ἀναφορές, οὔτε τίποτε. Ἔλεγε ὁ Βασιλέας, ὅτι ἐφέρθηκαν οἱ Ἕλληνες μὲ ἀνδρείαν εἰς τὴν ἐπανάστασιν, ὅτι ἀφῆκε τοὺς γονεῖς του, τὴν πατρίδα του, διὰ νὰ ἔλθει εἰς τὴν νέαν πατρίδα, νὰ συνεργασθεῖ διὰ τὴν εὐτυχίαν τῆς Ἑλλάδος καὶ ἄλλα τέτοια ὁποὺ συνηθίζουν οἱ Βασιλεῖς, καὶ ἔκαμε προκήρυξιν εἰς αὐτὸ τὸ κεφάλαιο. Ἐπέρασαν δύο τρεῖς ἡμέρες, διάλυσα τοὺς παλαιούς μου ἀξιωματικούς, στρατιώτας, ὑπασπιστάς μου, γραμματικούς μου, καὶ τοὺς εἶπα: «Πηγαίνετε εἰς τὸ καλό, καθήσετε εἰς τὰ σπίτια σας ἥσυχοι καὶ τώρα ὁποὺ ἦλθε ὁ Βασιλέας θέλει γνωρίσει τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ πράγματα τοῦ τόπου μας, καὶ θέλει ἀνταμείψει τὸν καθένα κατὰ τὰς πράξεις του καὶ κατὰ τὰς ἐκδουλεύσεις του». Ἔπειτα τοῦ παρρησίασα μίαν ἀναφορὰ καὶ τοῦ ἐπρόσφερα τὸ κάστρο τῆς Καρύταινας, τὸ ὁποῖον εἶχα φτιάσει μὲ τὰ ἔξοδά μου. Ἔλεγα εἰς τὴν ἀναφορά μου, ὅτι τὸ κάστρο τὸ ἔφτιασα διὰ νὰ χρησιμεύσει εἰς τὴν ἀνάγκην τῆς πατρίδος μας, τώρα δὲν μοῦ χρησιμεύει, πλέον καὶ σᾶς τὸ προσφέρω. Ὁ σκοπός μου ἦτον νὰ δώσω τὸ παράδειγμα, ὥστε ὅσοι εἶχαν φτιάσει καὶ ἄλλοι πύργους ἢ ὀχυρώματα ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, νὰ τὰ δώσουν. Ἔλαβα ἀπόκριση εὐχαριστήριον καὶ ὅτι θέλει φυλαχθεῖ ἡ ἰδιοκτησία μου. Ὅσον ἠμπόρεσα ἔκαμα τὸ χρέος μου εἰς τὴν πατρίδα καὶ ἐγὼ καὶ ὅλη ἡ φαμελιά μου. Εἶδα τὴν πατρίδα μου ἐλεύθερη, εἶδα ἐκεῖνο ὁποὺ ποθοῦσα καὶ ἐγὼ καὶ ὁ πατέρας μου καὶ ὁ πάππος μου καὶ ὅλη ἡ γενιά μου, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες. Ἀπεφάσισα νὰ πάω εἰς ἕνα περιβόλι ὁποὺ εἶχα ἔξω ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι. Ἐπῆγα, ἐκάθισα καὶ ἀπερνοῦσα τὸν καιρό μου καλλιεργώντας, καὶ εὐχαριστούμουν νὰ βλέπω νὰ προοδεύουν τὰ μικρὰ δένδρα ὁποὺ ἐφύτευα. Εἰς ὀλίγον ἔστειλα ἕνα σπαθὶ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Βασιλέως, ἡγεμόνος Παύλου Λουδοβίκου.
Ἐπῆγα εἰς τὴν Τριπολιτζά διὰ νὰ περάσω ἕνα δύο μῆνες, διότι ἐφοβήθηκα νὰ μὴν ἀρρωστήσω ἀπὸ τὴν κάψα εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἐπῆγα εἰς τὴν Τριπολιτζά, ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγα εἰς ἕνα πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς, ὅπου ἐπήγαινα κάθε χρόνο, ὅτι εἶναι ἰδιοκτησία μου. Ὀπίσω εἰς τὸ Ἀνάπλι οἱ ραδιοῦργοι δὲν ἔλειψαν νὰ παρασταίνουν εἰς τὴν Κυβέρνησιν, ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης κάνει συνελεύσεις καὶ ἄλλες παρόμοιες ψευτιές. Ὁ Ζωγράφος ὁποὺ ἦτον νομάρχης τῆς Ἀρκαδίας (τόσον καὶ ὁ Μάνος ὁποὺ ἦτον διευθυντής), καὶ ἂν ἦτον τίποτε ἔπρεπε νὰ τὸ ἠξεύρει αὐτός, ἐπῆγε εἰς τὴν Ἀντιβασιλεία καὶ ἐπληροφόρησε, ὅτι ὅλα αὐτὰ ἦτον ψεύματα. Ἐγύρισα ὀπίσω εἰς τὸ Ἀνάπλι, ἐπῆγα, ἐχαιρέτησα τὸν Βασιλέα, τὴν Ἀντιβασιλείαν, τοὺς εἶδα μουδιασμένους, πλὴν δὲν ἐκατάλαβα τίποτες. Ἔμεινα εἰς τὸ περιβόλι μου. Ἐκεῖ ἦλθαν τὴν νύχτα, εἰς τὰς 7 Σεπτεμβρίου, καὶ μὲ ἐπῆρε ὁ Κλεώπας, μοίραρχος, μὲ 40 χωροφύλακας καὶ μὲ ἐπῆγε εἰς τὸ Ἴτζ Καλὲ καὶ μ᾿ ἐπαράδωσε εἰς τὸν φρούραρχον, καὶ μ᾿ ἔβαλαν 6 μῆνες μυστικὴ φυλακή, χωρὶς νὰ ἰδῶ ἄνθρωπον, ἐκτὸς τοῦ δεσμοφύλακα. Δὲν ἤξευρα τί γίνεται διὰ ἕξι μῆνες, οὔτε ποιὸς ζεῖ, οὔτε ποιὸς ἀπέθανε, οὔτε ποιὸν ἔχουν εἰς τὴν φυλακήν. Διὰ τρεῖς ἡμέρες δὲν ἤξευρα πὼς ὑπάρχω, μοῦ ἐφαίνετο ὄνειρο· ἐρωτοῦσα τὸν ἑαυτόν μου ἂν ἤμουν ἐγὼ ὁ ἴδιος ἢ ἄλλος κανείς· δὲν ἐκαταλάβαινα διατὶ μὲ ἔχουν κλεισμένο. Μὲ καιρὸν ἐπέρασε ἀπὸ τὸν νοῦν μου, ὅτι ἴσως ἡ Κυβέρνησις, βλέποντας τὴν ὑπόληψιν ὁποὺ ἔχει ὁ λαὸς πρὸς ἐμένα, μὲ φυλακώνουν διὰ νὰ μοῦ κόψουν τὴν ἐπιρροήν· δὲν ἐπίστευσα ποτὲ ὅτι θὰ φθάσουν εἰς αὐτὸν τὸν βαθμόν, διὰ νὰ φκιάσουν ψευδομάρτυρες. Ἔπειτα ἀπὸ ἕξι μῆνες, μᾶς ἐκοινοποίησαν τὴν κατηγορίαν, ὅτι τάχα ἐκάμναμεν ἀναφορές, πότε ἐναντίον ὅλης τῆς Ἀντιβασιλείας, πότε ἐναντίον τῶν δύο μελῶν, καὶ ὑπὲρ τοῦ Ἀρμανσπέργ, ὅτι ἠθέλαμεν νὰ κάμωμεν ἐπανάστασιν, καὶ ὅτι ἐβγάζαμε δι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸν καὶ ληστάς, ὅλα ἄρατα θέματα. Σὰν μ᾿ ἐκοινοποίησαν αὐτά, ἔβαλα ὑποψία εὐθὺς ὅτι εἶναι χέρι τῆς Κυβερνήσεως, καὶ θὰ μᾶς χαλάσουν. Μᾶς ἔβαλαν εἰς τὸ δικαστήριον. Ἐκεῖ ἐπαρρησιάσθηκαν μερικοὶ ἄτιμοι μικροὶ ἄνθρωποι ψευδομάρτυρες, καὶ ἔλεγαν πὼς εἶδαν ἀναφορὲς καὶ ἄλλα ψέμματα. Ἦλθαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τίμιοι ἄνθρωποι νοικοκυραῖοι, εἶπαν πὼς ὅλα αὐτὰ εἶναι ψέμματα, ὅτι αὐτοὶ εἶναι κακῆς διαγωγῆς ἄνθρωποι, πλὴν ποῦ ἤκουαν αὐτούς; Ἤθελαν τὸν σκοπόν τους, καταδίκην. Ἔξαφνα μανθάνω, ὅτι βιάζει ὁ Σχινᾶς, μινίστρος τῆς Δικαιοσύνης, τὸ δικαστήριον καὶ ὑποχρεώνει τὸν πρόεδρον Πολυζωΐδην καὶ Τερτσέτην νὰ ὑπογράψουν μὲ βαγιονέτες. Μᾶς κατέβασαν, μᾶς ἐδιάβασαν τὴν ἀπόφασιν. Εἶδα τόσες φορὲς τὸν θάνατον, καὶ δὲν ἐφοβήθηκα οὔτε τότε. Καλλίτερα εἶναι ὁποὺ σκοτώνομαι ἄδικα, παρὰ δίκαια. Τὸν Κολιόπουλο ἐλυπόμουνα, διατὶ εἶχε φαμελιὰ μεγάλη. Ἐφάγαμε τὸ βράδυ. Τὴν αὐγὴ ἐκάμαμε τὴν διαθήκη μας καὶ ἐπροσμέναμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Μετὰ δύο ὧρες ἐμάθαμε, ὅτι ὁ Βασιλέας μᾶς ἔκαμε χάρη τὴν ζωήν μας ἀπὸ τὸ ἄδικο. Μᾶς ἐπῆγαν εἰς τὸ Παλαμήδι, εἰς (1) σιγουρότερον μέρος. Ἐσταθήκαμε καὶ ἐκεῖ 11 μῆνες. Ὁ Βασιλεύς, ὅταν ἀνέβηκε εἰς τὸν θρόνο ἔκαμε διαταγὴ καὶ μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ αὐτὴν τὴν φυλακήν, τὴν τόσον ἄδικη. Ἐκατέβηκα ἀπὸ τὸ Παλαμήδι· ἡ ὑποδοχὴ ὁποὺ μοῦ ἔκαμεν ὁ λαὸς μὲ ἔκαμε νὰ λησμονήσω ὅλες τὲς δυστυχίες ὅπου ἐπέρασα. Ἔβλεπα ἄλλους νὰ κλαίουν, ἄλλους νὰ γελοῦν, καὶ ὅλοι νὰ φωνάζουν: Ζήτω! Ζήτω ἡ δικαιοσύνη καὶ ὁ Βασιλεύς! Ἐκάθησα δύο τρεῖς ἡμέρες εἰς τὸ σπίτι μου καὶ ἔπειτα ἦλθα εἰς τὴν Ἀθήνα. Ἐπρόσφερα τὸ σέβας μου καὶ τὴν εὐχαρίστησίν μου εἰς τὸν Βασιλέα καὶ εἰς τὸν Ἀρμανσπέργ, καὶ ἔπειτα ἐκάθησα ἥσυχος ἕως τούτην τὴν ὥρα, ὁποὺ διηγοῦμαι αὐτά (2).
Πηγή

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α

Απογραφές
Η επαρχία του Λιονταριού (1461)
Η Καρύταινα (Λιοντάρι) (1512-1520)
Ο Δήμος (kaza) της Καρύταινας (1566-1574)
Χωριά Γορτυνίας (1700-1830)
Χωριά και αριθμός οικογενειών Γορτυνίας (απόγραφή Pouqueville)
Απογραφή Γορτυνίας (1834)
Απογραφή Αρκαδίας (1834)
Απογραφή Γορτυνίας (1852)

Ονόματα
Σκορτινοί (13-14ος αιώνες)
Κροκόντηλοι-Αγ.Γεώργιος των Σκορτών (13-15ος αιώνας)
Δημητσανίτες (1461-1574)
Μέλη δημοτικού συμβουλίου Τριπολιτσάς (1700)
Ονόματα στρατιωτικών των Κολοκοτρωναίων (1821)
Γορτύνιοι Πολιτικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Αξιωματικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Φιλικοί (1821)
Ονόματα Λαγκαδινών (1822-3)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Α (1823)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Β (1823)
Προαγωγές Γορτυνίων στρατιωτικών (1824)
Δημοτικοί εισπράκτορες Γορτυνίας (1836)
Δήμαρχοι και Πάρεδροι Γορτυνίας (1841)
Φύλλα ποιότητας Δημάρχων και παραγόντων της Γορτυνίας (1849-1850)
Εκλογικά έγγραφα Γορτυνίας [1843 - 1862]
Εκλογικός κατάλογος Γορτυνίας (1865)
Επώνυμα Γορτυνίων 1865 (δήμοι Γόρτυνος, Ελευσίνος, Κλείτωρος και Μυλάοντος)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Λαγκαδίων και Νυμφασίας)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Τρικολόνων και Τροπαίων)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Ηραίας και Θέλπουσας)
Επώνυμα κατοίκων δήμων Φαλάνθου (1879) και Θεισόας (1843)
Μικρά ονόματα Γορτυνίων (19ος αιώνας)

Τοπωνύμια
Mετονομασίες οικισμών Αρκαδίας (1920)
Μεσσαρέα
Τοπωνύμια Βυτίνας
Τοπωνύμια Βάχλιας
Τοπωνύμιο Τσιπιανά
Τοπωνύμιο Ψάρι
Τοπωνύμιο Αρτοζήνος
Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων
Nτρομπολιτσά- Tριπολιτσά- Tρίπολη : μια ιχνηλάτηση
Γορτυνιακά τοπωνύμια σλαβικής ετυμολογίας
Στα χνάρια του περιηγητή Παυσανία στην Αρκαδία
Συνοικισμός Μεγάλης Πόλεως

Διάλεκτοι και Ιδιώματα
Το αρχαίο αρκαδικό γράμμα "Τσαν"
Η αρχαία αρκαδοκυπριακή διάλεκτος
Σύγκριση γορτυνιακού με άλλα ιδιώματα στο φωνολογικό επίπεδο
Συνοπτική παρουσίαση γορτυνιακού ιδιώματος
Το φαινόμενο του τσιτακισμού στα πελοποννησιακά ιδιώματα
H συνθηματική γλώσσα των Λαγκαδινών μαστόρων
To ιδιωματικό στοιχείο στη γλώσσα των απομνημονευμάτων του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη

Ιστορικά θέματα (επιλεγμένα)
Πασάς Mαυραειδής Φαρμάκης
Ιστορική γεωγραφία Αρκαδίας (395-1209)
Δοξαπατρήν τον λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ένι
Λυκάων της Αρκαδίας
Φωτάκος: Μάχη εν Τρικόρφοις - 23 Ιουν. 1825
Κανέλλος Δεληγιάννης: Πολιορκία Λάλα
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαιΐου 1821)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη της Γράνας
Κανέλλος Δεληγιάννης: Έξοδοι Δράμαλη από την Κόρινθο
Κανέλλος Δεληγιάννης: Γορτυνιακός εμφύλιος (1823) και αρχές του γενικού εμφυλίου (1824)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Μάχες στο Άργος, Δερβενάκια, Αγιοσώστη, Αγιονόρι
Κανέλλος Δεληγιάννης: Α' Πολιορκία Μεσολογγίου
Κανέλλος Δεληγιάννης: Εκστρατεία στη Δυτ. Ελλάδα, Μάχη του Πέτα
Καταστροφή Ζάτουνας - Απρίλιος 1779
Αναφορές για τα επεισόδια στη Γορτυνία (Ιουν. 1823)
Αναφορά επαρχίας Καρύταινας (Δ' Εθνοσυνέλευση, Άργος 1829)
Επιστολή κατά Κολοκοτρώνη (Εμφύλιος 1823)
Ο Μοραΐτης Πυρπολητής του 1821
Τα άρματα της Καρύταινας (1821)

Μελέτες
Βυζαντινή κρατική ιεραρχία και στρατιωτική οργάνωση
Κυρ Ιωάννης ο Τζερνοτάς
Τάμα στον Δία – Αχαιοί εναντίον Γαλατών (120 π.Χ.)
Στοιχεία για την οθωμανική Ελλάδα
Προδοσίες και θυσία στη Μολδοβλαχία το 1821
Η παράδοση της Πόλης το 1453
Σύντομη ιστορία της Πελοποννήσου (2ος αι. π.Χ – 7ος αι. μ.Χ.)
Το Πασαλίκι του Μοριά
Τα παράπονα των Ανθενωτικών (1450)
Μοραΐτες Οπλαρχηγοί του 1821
Η μάχη της Πελαγονίας (1259 μ.Χ.)
Φορεσιά και Άρματα το 1821
Η Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο
Αυτόχθονες εναντίον Ετεροχθόνων
Αλαμανικός φόρος και βυζαντινά μνημόνια