Η ιστοσελίδα περιέχει δημοσιεύσεις κειμένων και ιστορικών πηγών που αφορούν την ιστορία της Αρκαδίας, κυρίως τις περιοχές της Γορτυνίας και του Μαινάλου, καθώς επίσης και ορισμένες ερασιτεχνικές ιστορικές μελέτες γενικότερου ενδιαφέροντος.

Σύντομη ιστορία της Πελοποννήσου (2ος αι. π.Χ – 7ος αι. μ.Χ.)



Με το όνομα Καλλικράτης είναι γνωστές τέσσερες προσωπικότητες της Αρχαίας Ελλάδας, ο γνωστός αρχιτέκτονας του Παρθενώνα, ο στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, ένας γλύπτης και ένας στρατηγός του Πτολεμαίου του Α'. Οι δύο πρώτοι είναι γνωστότεροι και ο πρώτος όπως είναι και λογικό ενέπνευσε αυτούς που έδωσαν το όνομά του νέα διοικητική αρχιτεκτονική της χώρας. Ο Καλλικράτης ήταν πολίτης του Λεοντίου Αχαΐας και κατάφερε να αναδειχθεί στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, έμεινε γνωστός για τη φιλίας του στους Ρωμαίους, το "ρουφιάνεμα" των 1000 σημαντικότερων Αχαιών συμπολιτών του, που εξορίστηκαν και γενικά πράξεις που οδήγησαν στην αποδυνάμωση της πατρίδας του και την υποδούλωσή της στους Ρωμαίους φίλους του, το 146π.Χ. Ο περιηγητής Παυσανίας τον χαρακτηρίζει ως τον «κακό δαίμονα όλης της Ελλάδας».


Βρισκόμαστε στο 183π.Χ. Η Αιτωλική Συμπολιτεία στην Στερεά Ελλάδα και η Αχαϊκή στην Πελοπόννησο, είναι οι τελευταίες απόπειρες των παλαιών πόλεων-κρατών της Ελλάδας να σταθούν στα πόδια τους και να επιβιώσουν ανεξάρτητες. Σχημάτισαν δυνατές συμμαχίες πόλεων ακολουθώντας τις πατροπαράδοτες δημοκρατικές ελληνικές παραδόσεις τους. Η Σπάρτη, η Αθήνα, και η Θήβα είναι πια σκιές του ενδόξου παρελθόντος, αν και υπολογίσιμες αντίπαλοι ή σύμμαχοι. Η Ρόδος επίσης ήταν μια αξιοσέβαστη δύναμη της εποχής. Κύριος στόχος των συνασπισμών αυτών ήταν η αποτίναξη της απολυταρχικής επικυριαρχίας των ελληνιστών μοναρχών της Μακεδονίας, που καταδυνάστευαν τις ελληνικές πόλεις για χρόνια. Τελευταία κοινή απόπειρα των συνασπισμένων Ελλήνων ήταν η απόκρουση των Γαλατών στις Θερμοπύλες και τους Δελφούς 100 χρόνια νωρίτερα. Τώρα όμως εμφανίζεται στο προσκήνιο η Ρώμη, που εμπλέκεται στα εσωτερικά ζητήματα των ελληνικών πόλεων χάρη και στους ανόητους φιλορωμαίους πολιτικούς. Όπως χάρη στη φιλομακεδονική παράταξη νωρίτερα έγινε ο Φίλιππος ρυθμιστής των ελληνικών πραγμάτων.

Το 183π.Χ. γίνεται στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας ο Λυκόρτας πατέρας του ιστορικού Πολύβιου, που κατορθώνει να εκδικηθεί το φόνο του Φιλοποίμενος, και να εντάξει την Σπάρτη στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Μετά από αυτόν επικρατούν οι ολιγαρχικοί με αρχηγό τον Καλλικράτη. Ο Καλλικράτης στέλνεται στη Ρώμη μιας και οι Ρωμαίοι είχαν ήδη καταφέρει να περνούν για εγγυητές και διαιτητές των ελληνικών πραγμάτων. Εκεί όμως αυτός έκανε μυστικές διαπραγματεύσεις με τη Σύγκλητο ερήμην των συμπολιτών του. Έτσι ως ο εκλεκτός της υπερδύναμης ο Καλλικράτης κατόρθωσε να εκλεγεί στο ύπατο αξίωμα του στρατηγού της Συμπολιτείας το 179π.Χ., χωρίς να γνωρίζουν οι συμπατριώτες του τις προσωπικές συμφωνίες του. Ο Καλλικράτης κατόρθωσε να επαναφέρει τους αριστοκρατικούς στη Σπάρτη και παρέλυσε κάθε ελευθερία και ανεξαρτησία της Συμπολιτείας που είχε με αγώνες κατακτηθεί
.





Κατά τον πόλεμο του Περσέα βασιλιά της Μακεδονίας με τους Ρωμαίους η Αχαϊκή Συμπολιτεία, που καθοδηγούνταν από τη φιλορωμαϊκή παράταξη, επέλεξε να πολεμήσει στο πλευρό των Ρωμαίων. Το 170π.Χ. στάλθηκαν πρέσβεις της Ρώμης στο Αίγιο που υπέδειξαν ότι ακόμα και η σιωπηλή συμπάθεια προς τον Περσέα θα θεωρούταν εχθρική κίνηση προς τη Ρώμη. Έτσι η Συμπολιτεία στέλνει στρατό υπέρ της Ρώμης με τον ύπαρχο Πολύβιο, που δεν έγινε δεκτός όμως από το Ρωμαίους. Μετά την ήττα του Περσέα το 168π.Χ. στη Πύδνα, ο Καλλικράτης κατηγόρησε τους σημαντικότερους Αχαιούς ότι δήθεν είχαν έρθει σε συνεννόηση με τον Περσέα. Αυτοί δέχθηκαν να απολογηθούν στην Σύγκλητο αφού στην ουσία συμμάχησαν με τους Ρωμαίους και δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Ο Καλλικράτης ετοίμασε μια λίστα με τους χίλιους σημαντικότερους παράγοντες της Συμπολιτείας (πολιτικούς του αντιπάλους). Οι οποίοι αναγκαστικά ακολούθησαν τους Ρωμαίους πρέσβεις στην Ρώμη για να δώσουν τις απαραίτητες εξηγήσεις. Προφανώς η πρόσφατη καταστροφή των Μακεδόνων και η στάθμευση των ρωμαϊκών λεγεώνων στα ελληνικά εδάφη δεν τους έδιναν και πολλά περιθώρια. Οι Ρωμαίοι κατέστρεφαν συχνά πυκνά και εν ψυχρώ συμμαχικές πόλεις για πλιάτσικο, με αστείες αιτιολογίες, όπως γιατί χωρίς τη θέλησή τους είχαν μακεδονικές φρουρές κλπ. Επίσης η στάση του υπερόπτη τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά Περσέα, δεν προσφερόταν για επίτευξη αντιρωμαϊκής συμμαχίας με τους Νότιους Έλληνες. Αυτός παραμονές της ρωμαϊκής επίθεσης λεηλατούσε άγρια τα περίχωρα της Αθήνας και ήταν πάντα σε εχθρικές σχέσεις με τους Αιτωλούς, οι οποίοι απερίσκεπτα κάλεσαν τους Ρωμαίους και συμπολέμησαν μαζί τους κατά των Μακεδόνων. Ο Περσέας εκτός των άλλων απέπεμψε και 20,000 Κέλτες ιππείς που ήρθαν να πολεμήσουν στο πλευρό του γιατί δεν τα βρήκαν στα οικονομικά. Κάτι που ίσως άλλαζε την εξέλιξη της μάχης της Πύδνας. Τα θυσαυροφυλάκιά του τελικά κατέληξαν στη Ρώμη και αυτός στο ρωμαϊκό θρίαμβο του ύπατου Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου πεθαίνοτνας αργότερα στα μπουντρούμια των Ρωμαίων μαζί με τα παιδιά του.





Η Αχαΐα (πλέον η Πελοπόννησος και πολλά μέρη στην Στερεά Ελλάδα, όπως η Βοιωτία) μετά την καταστροφή αυτήν των Μακεδόνων έγινε η πρώτη δύναμη στον ελληνικό χώρο και τράβηξε την προσοχή των "συμμάχων" Ρωμαίων. Τους 1000 Αχαιούς που πήγαν στη Ρώμη να απολογηθούν οι Ρωμαίοι τους θεώρησαν εκ των προτέρων ένοχους χωρίς να τους ακούσουν και τους εξόρισαν σε πόλεις της Σικελίας και της Ιταλίας. Στην Ελλάδα πλέον οι περισσότεροι ήταν έξω φρενών με αυτό το παιχνίδι των Ρωμαίων που είχαν επιβάλει τις ντόπιες προδοτικές ρωμαιόφιλες φατρίες και τη ψευτοσυμμαχία τους. Και σιγά σιγά εξουδετέρωναν διασπασμένες τις ελληνικές δυνάμεις.

Γράφει ο Κ.Σιμόπουλος στο έργο του "Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια", Στάχυ, σελ. 144, που είναι μια καλή πηγή για τα γεγονότα της εποχής
.

Βαθύ ήταν το λαϊκό μίσος κατά των ηγετών της ρωμαιόφιλης μεριδας Καλλικράτη και Ανδρωνίδα και των φίλων τους. Για μερικούς μάλιστα από τους συνεργάτες έπαιρνε, όπως μας πληροφορεί ο Πολύβιος, μορφή φυσικής αποστροφής. Αντιμετωπίζονταν, ακόμα και στον καθημερινό βίο, ως μιάσματα. Κατά τη διάρκεια μίας γιορτής στη Σικυώνα, οι πολίτες που πήγαιναν στα δημόσια λουτρά αξίωναν να γίνει αλλαγή νερού και καθαρισμός αν είχαν προηγηθεί στους λουτήρες οι ρωμαιόδουλοι «ομογνώμονες» του Καλλικράτη και του Ανδρωνίδα. Τους γιουχάιζαν όταν εμφανίζονταν σε δημόσιους χώρους. Ακόμα και τα παιδιά του σχολείου τους αποκαλούσαν κατάμουτρα προδότες.

Οι εξόριστοι Αχαιοί εκλιπαρούσαν τη Σύγκλητο να τους επιτραπεί να γυρίσουν στις πατρίδες τους αφού είχαν πια γεράσει στην εξορία. Οι Ρωμαίοι κυνικά απαντούσαν ότι δεν είχαν χρόνο να ασχολούνται με το αν Ιταλός ή Αχαιός νεκραθάφτης θα θάψει τα εξόριστα γερόντια της Αχαΐας. Με τα πολλά μετά από 17 χρόνια του επέτρεψαν να γυρίσουν οι 300 που ζούσαν τότε, γεγονός που αναζωπύρωσε το λαϊκό μίσος κατά των Ρωμαίων. Η Αχαϊκή Συμπολιτεία τώρα (~150π.Χ.) ήταν ισχυρότερη από ποτέ και υπολογίσιμη δύναμη, οπότε οι Ρωμαίοι παίζοντας το παιχνίδι τους απαιτούσαν την αποχώρηση Σπάρτης και Κορίνθου από τη συμμαχία. Οι Σπαρτιάτες που δεν καταδέχονταν την προσχώρηση στην Συμπολιτεία έπεσαν στην παγίδα. Η Ρώμη είχε στραμμένη την προσοχή της προς την Ισπανία και την Αφρική και η Συμπολιτεία το 148 π.Χ. με στρατηγό το Δαμόκριτο στράφηκε κατά της Σπάρτης την οποία και νίκησε.

Ένα χρόνο μετά εκλέχτηκε στρατηγός ο Δίαιος ο Μεγαλοπολίτης που κλήθηκε μαζί με τον  Καλλικράτη στη Ρώμη για εξηγήσεις. Όμως ο "προδότης" πέθανε από ασθένεια στο ταξίδι και η Συμπολιτεία γλίτωσε από τις υπηρεσίες του, όπως ειρωνικά αναφέρει ο Παυσανίας. Απέφυγε τα χειρότερα από τέτοιου είδους υπερασπιστή των συμφερόντων της στους "συμμάχους". Αλλά πάλι κατά τον Παυσανία, τότε ενθουσιασμός και μανία καταστροφής έπιασε τους Αχαιούς που αναζητούσαν πια ανοικτή σύγκρουση με τους Ρωμαίους. Ο Αχαιός Πολύβιος ο ιστορικός ήταν ένας από τους εξόριστους που παρέμεινε στην Ιταλία, αφού έγινε φίλος σημαντικών Ρωμαίων και αποτέλεσε έναν από τους θεμελιωτές της ρωμαϊκής θέσης στην ιστορία. Η ιστορία, ως γνωστόν, γράφεται από τους νικητές.
Η ρήξη στις σχέσεις Ρωμαίων και Αχαιών έφτασε στο έπακρο με την εκλογή του φιλοπόλεμου στρατηγού Κριτόλαου το 146 π.Χ. Τον οποίο ο Παυσανίας κατασυκοφαντεί ως έχοντα οικονομικά κίνητρα, που φαίνεται όμως ότι είχε άθλιες στρατηγικές ικανότητες την κρίσιμη περίοδο. Την άνοιξη του 146 π.χ. η αντιπροσωπεία των πόλεων αποφάσισε πόλεμο κατά των Ρωμαίων. Ο Κριτόλαος ενθουσίασε τους Αχαιούς μαζί με το Βοιωτάρχη Θηβαίο Πυθέα που υποσχέθηκε αμέριστη συνδρομή. Συνεπώς πρόκειται για μία σχεδόν γενική αντιρωμαϊκή εξέγερση. Οι Ρωμαίοι ήρθαν σαν υπερασπιστές εκτός των Σπαρτιατών και των Φωκέων και Ευβοέων που τους "καταπίεζαν" οι Θηβαίοι και αποφάσισαν να στείλουν τον ύπατο Λούτσιο Μούμμιο ή Λεύκιο Μόμμιο (που αποκαλέστηκε αργότερα και Αχαϊκός ) εναντίον των Αχαιών και των Θηβαίων. Ο Ρωμαίος στρατηγός Μέτελλος που στάθμευε ήδη στην Μακεδονία (είχε μόλις καταπνίξει εξέγερση των υπόδουλων ήδη Μακεδόνων) με ισχυρές δυνάμεις θεώρησε σκόπιμο για τη δόξα του να μην περιμένει τον Μούμμιο και να πολεμήσει ο ίδιος τους Αχαιούς. Ο Κριτόλαος πολιορκούσε την Ηράκλεια στην Φθιώτιδα που είχε αρνηθεί να μπει στην Συμπολιτεία. Όταν προσέγγισε ο Μέτελλος, ο Κριτόλαος δεν επέλεξε να πιάσει τις Θερμοπύλες ή αιφνιδιάστηκε και ηττήθηκε στην Σκάρφεια της Λοκρίδας (εκεί περίπου που είναι ο δορυφορικός σταθμός του ΟΤΕ). Συνέπεια της ασυνεννοησίας και της ακαταστασίας αυτής του Κριτόλαου ήταν να διαλυθεί ο στρατός του και να μη γίνει ουσιαστικά μάχη. Πολλοί σκοτώθηκαν και χίλιοι αιχμαλωτίστηκαν, οι περισσότεροι έφυγαν. Ο Κριτόλαος χάθηκε χωρίς να βρεθεί, μάλλον πνίγηκε στους βάλτους όπως τον ειρωνεύεται ο Παυσανίας (Αχαϊκά). Χίλιοι επίλεκτοι Αρκάδες οπλίτες βρέθηκαν στην Ελάτεια της Φωκίδας, αλλά οι Φωκείς δεν τους προσέφεραν καταφύγιο μαθαίνοντας τα νέα της καταστροφής. Με συνέπεια να πέσει στην Χαιρώνεια πάνω τους όλος ο ρωμαϊκός στρατός και να χαθούν με αυτό τον τρόπο. Ο Παυσανίας λέει ότι ήταν θεία δίκη να πέσουν εκεί ακριβώς, γιατί οι πρόγονοί τους πριν χρόνια δεν συνέτρεξαν τους Θηβαίους στην προηγούμενη μάχη της Χαιρώνειας κατά του Φιλίππου.





Οι Θηβαίοι εγκατέλειψαν την πόλη τους και οι Αχαιοί τα Μέγαρα, ο Θηβαίος Πυθέας συνελήφθει και εκτελέστηκε. Πλέον ενώθηκαν οι δύο ρωμαϊκοί στρατοί με επικεφαλής τον Μούμμιο και βάδιζαν κατά της Πελοποννήσου. Οι Αχαιοί παρά την συντριβή της Σκάρφειας δεν είχαν διάθεση συνθηκολόγησης. Στρατηγός τώρα ήταν μόνος ο Δίαιος που βρισκόταν στην Κόρινθο. Απελευθέρωσε και όπλισε τους δούλους (όπως και ο Μιλτιάδης στο Μαραθώνα) και κάλεσε όσους Αχαιούς και Αρκάδες ήταν ικανοί να φέρουν όπλα. Όσοι μαζεύτηκαν ήταν 14,000 πεζοί και 600 ιππείς, συντάχθηκαν με αριστερά τα τείχη της Κορίνθου και στα δεξιά τους ιππείς, στην πλευρά της Λευκόπετρας. Ο Μούμιος είχε 23,000 λεγεωνάριους και 3,500 ιππείς. Σε ενίσχυση των Ρωμαίων, άλλοι ρωμαιόδουλοι Έλληνες που δεν είχε έρθει ακόμα η σειρά τους έστειλαν Κρήτες τοξότες και άλλους οπλίτες από την Πέργαμο, ο Άτταλος (ο πατέρας αυτού που κληροδότησε με τη διαθήκη του το βασίλειό του στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία αφού δεν είχε απογόνους!).
Οι Αχαιοί την ελληνιστική περίοδο πολεμούσαν με τον μακεδονικό τρόπο, δηλαδή το πεζικό στηριζόταν κυρίως στους σαρισοφόρους. Αρχικά οι Αχαιοί αιφνιδιάζουν τους Ρωμαίους με νυχτερινή επιδρομή κάνοντάς τους αρκετή ζημία (πήραν 500 ασπίδες). Η γενική σύγκρουση δεν άργησε να έλθει. Το ιππικό των Αχαιών δεν άντεξε την επέλαση του ισχυρότερου ρωμαϊκού και διαλύθηκε, με το σύνολο των Ρωμαίων να πέφτει στους Αχαιούς πεζικάριους, οι οποίοι μετά από ηρωική αντίσταση υπέκυψαν. Οι φυγάδες κατέφυγαν στην Κόρινθο, αλλά επέλεξαν να μην συνεχίσουν τον πόλεμο. Ο Δίαιος κατέφυγε στην πατρίδα του Μεγαλόπολη, και αυτοκτόνησε μαζί με τη γυναίκα του. Πολλοί Κορίνθιοι πήραν τα βουνά, όσοι παρέμειναν άφησαν ανοικτές τις πύλες της πόλης σε ένδειξη υποταγής. Ο Μούμμιος περίμενε κάμποσες μέρες νομίζοντας ότι πρόκειται για παγίδα, αλλά τελικά μπήκε. Δεν χαρίστηκε σε αυτούς που επέλεξαν να παραμείνουν ή δεν πρόλαβαν να φύγουν. Έσφαξε τους άντρες και σκλάβωσε τα γυναικόπαιδα, σήκωσε ότι κινητό, έργο τέχνης, αντικείμενο αξίας βρήκε και έκαψε και ισοπέδωσε την πλούσια πόλη και εμπορικό ανταγωνιστή της Ρώμης. Για τους ίδιους εμπορικούς λόγους είχαν κηρύξει παλαιότερα ελεύθερο λιμάνι τη Δήλο στραγγαλίζοντας οικονομικά και πολιτικά την Ρόδο.



Συνέπεια της πτώσης της Κορίνθου και της Αχαΐκής Συμπολιτείας ήταν όλη η Ελλάδα να γίνει ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Αχαΐα. Οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν τα τείχη των πόλεων, διέλυσαν τα βουλευτήρια και τους θεσμούς των πόλεων, απαγόρευσαν να έχει κάποιος δικαίωμα περιουσίας σε άλλη πόλη (παλιό θεσμό για την σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ πολιτών της συμπολιτείας) κλπ. Το 145π.Χ. με αρχηγό που έφερε το όνομα «Σώσον Ταυρομένεος» επαναστάτησαν αποτυχημένα εναντίον των Ρωμαίων και των προδοτών φίλων τους αριστοκρατικών, οι κάτοικοι της Δύμης της Αχαΐας και καταστράφηκαν. Ο Ιούλιος Καίσαρας ίδρυσε αποικία στη Δύμη το 47 π.Χ. την «Colonia Iulia Augusta Dymaeorum», όπως και στην Κόρινθο που επανιδρύθηκε και αυτή από Ρωμαίους εποίκους και μπορεί ο καθένας να δει σήμερα στο αρχαιολογικό της μουσείο πλήθος επιγραφών στα λατινικά. Οι θεσμοί και τα βουλευτήρια των ελληνικών πόλεων, επανιδρύθηκαν και αυτά τυπικά από "φιλέλληνες" Ρωμαίους αυτοκράτορες αλλά χωρίς ουσία πια, αφού δεν είχαν καμία απολύτως πολιτική εξουσία και ελέγχονταν πλήρως. Οι Ρωμαίοι έκαναν την δουλειά τους στην Ελλάδα πια χωρίς προβλήματα και άφηναν κάποιους ρομαντικούς να παίζουν τους ρήτορες ψηφίζοντας για ανούσια ζητήματα, στήνοντας ανδριάντες και ανακηρύσσοντας τα αφεντικά τους "θεούς", "ευεργέτες", "φιλέλληνες" και το Νέρωνα... γενικό ολυμπιονίκη.

Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες
Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ' ευκλεώς·
τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.
Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος και ο Κριτόλαος.
Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,
«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε
για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας. --

Εγράφη εν Αλεξανδρεία υπό Αχαιού·
έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια κάποια στοιχεία για την ρωμαϊκή-παλαιοχριστιανική ιστορία της Πελοποννήσου μέχρι περίπου τον 7ο μ.Χ. αιώνα που σηματοδοτείται από τις σλαβικές μεταναστεύσεις και τη γενική αλλαγή της φύσης των κοινωνιών της αυτοκρατορίας, από αστικές σε αγροτικές. Η περιγραφή θα γίνει μέσω της καταγραφής σημαντικών οικογενειών της εποχής που κατάλαβαν αξιώματα, ανακηρύχτηκαν στρατηγοί ή ευεργέτες και η ιστορία τους μπορεί κάπως να ανασυντεθεί από σωζόμενες επιγραφές και άλλα αρχαιολογικά σπαράγματα.

Συνεχίζοντας από τη ιστορία του Καλλικράτη και την πτώση της Αχαϊκής Συμπολιτείας και τη λεηλασία της Κορίνθου το 146 π.Χ., η Πελοπόννησος και η Ν. Ελλάδα ονομάστηκε επαρχία Αχαΐας και διοικούνταν αποκλειστικά από τη Σύγκλητο της Ρώμης για 60 χρόνια. Παρόλα αυτά η Αθήνα και η Σπάρτη, και πιθανόν και άλλες πόλεις είχαν σχετική ελευθερία στην τοπική τους διοίκηση. Αυτό κράτησε μέχρι τον Μιθριδατικό πόλεμο όταν η Αθήνα συμμάχησε με τον βασιλιά του Πόντου κατά της Ρώμης με αποτέλεσμα ο Σύλλας να λεηλατήσει τον Πειραιά το 87π.Χ. και τον επόμενο χρόνο την Θήβα. Οι ρωμαϊκοί εμφύλιοι που ακολούθησαν σε ελληνικά εδάφη μετέτρεψαν ιδίως την κεντρική Ελλάδα σε ερείπια και γενικά η περίοδος αυτή ήταν καταστροφική για όλη την περιοχή. Το 15 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Τιβέριος κατόπιν συνεχών παραπόνων των κατοίκων των επαρχιών Αχαΐας και Μακεδονίας κατά των «ληστάρχων»-ανθύπατων που επέβαλε η Σύγκλητος στις ελληνικές χώρες, τις μετέβαλλε σε αυτοκρατορικές επαρχίες. Αργότερα όμως το 44 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κλαύδιος τις ξαναπαραχώρησε στους συγκλητικούς… να φάνε και αυτοί οι κακόμοιροι τίποτε. Πάντως από τον 1ο μ.Χ. αιώνα και πέρα οι ελληνικές χώρες γνωρίζουν μία ανάκαμψη, ανοικοδομούνται, ανεβαίνει ο πληθυσμός, τα αποκλειστικά ρωμαϊκά ονόματα στις επιγραφές αρχίζουν να υποχωρούν και να αντικαθίστανται με μικτά ελληνικά ονόματα. Αποκορύφωμα της αναγέννησης των ελληνικών περιοχών υπήρξε η περίοδος του Αδριανού (117-138μ.Χ.) και της δυναστείας των Σεβήρων (193-235μ.Χ.). Την εποχή αυτή εμφανίζονται ελληνικές οικογένειες που αποκτούν αξιώματα στις πόλεις τους ή στον ρωμαϊκό στρατό.
   



Σύμφωνα με τον Κ.Σάθα ο ιδρυτής του Συριακού οίκου Σέπτιμος ο Σεβήρος με τη συνήθη αυστηρότητά του διέλυσε τους πραιτοριανούς, αναδιοργάνωσε το στρατό και τακτοποίησε τις μεθοριακές φρουρές. Αυτός και οι διάδοχοί του διακρίνονταν για τον φιλελληνισμό τους, όπως φαίνεται από το πλήθος των επιγραφών υπέρ του που βρέθηκαν στην Ελλάδα και η ιδιαίτερα για τη διάσημη "επί κάλλει και μαθήσει αυτοκράτειρα" σύζυγό του Ιουλία Δόμνα. Η οποία ονομάζονταν "μήτηρ των κάστρων ή μήτηρ των στρατοπέδων" γεγονός που μαρτυρεί ότι η ελληνική λατρεία για το συγκεκριμένο αυτοκρατορικό οίκο είχε στρατιωτικούς λόγους. Τα στρατιωτικά γένη της Ελλάδας συνδέονταν με άγνωστους δεσμούς με τον αυτοκράτορα, αφού παρά τη διάλυση των πραιτοριανών που τμήμα τους κατά παλιά συνήθεια στρατολογούταν από την Μακεδονία αυτός έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Ελλάδα. Ο επαναστατήσας κατά του Σεβήρου Νίγρος Πεσκένιος για να καταλαβει την Θράκη, τη Μακεδονία και την Ελλάδα, αναγκάζεται να φονεύση multos illustres virus, εννοώντας όχι Ρωμαίους στρατιώτες που τους αναφέρει ο Σπαρτιανός de exercitu, αλλά ιθαγενείς στρατιωτικούς άρχοντες. Ο διάδοχος του Σεβήρου, Αντώνιος ο Καρακάλλας, ο «φιλαλεξανδρότατος» κατά τον Δίωνα, στρατολόγησε 16 χιλιάδες Μακεδόνες συγκροτώντας την φάλαγγα Αλεξάνδρου και εκ Σπαρτιατών τον Λακωνικόν και Πιτανάτην λόχον. Ο επίσης βασιλεύσας Αλέξανδρος Σεβήρος συνέχισε την ίδια τακτική. Ο φιλελληνισμός τους στηλιτεύθηκε από τον Ηρωδιανό και συνδέθηκε με την πεποίθηση ότι μέσω των Ελλήνων θα μπορούσε να κατατροπωθεί ο προαιώνιος εχθρός της Ρώμης οι Πάρθοι, όπως υποπτεύεται ο Σάθας από απόσπασμα των λεγόμενων Κεστών του Σύρου Ιουλίου του Αφρικανού. Επίσης αναφέρει ότι τα πρωτοεμφανιζόμενα καθαρά στρατιωτικά τιμάρια, φέουδα και λίμιτα (ακριτικά θέματα) συνδέονται με τη συγκεκριμένη δυναστεία.

 



Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος δημιούργησε μακεδονική φάλαγγα 30,000 πολεμιστών και περιστοιχισμένος από τάγματα χρυσάσπιδων και αργυράσπιδων εξεστράτευσε κατά των Περσών (232μ.Χ) του Αρδεσχήρ ιδρυτή της δυναστείας των Σασανιδών! Οι phalangarii επιλέχτηκαν λόγω της προϊστορίας της φυλής τους σε νίκες κατά των Περσών και δεν ντρόπιασαν τους προγόνους τους, μάλιστα οι Πέρσες έκαναν 4-5 χρόνια να συνέλθουν και τότε εθεάθησαν για πρώτη φορά Πέρσες δούλοι στην αυτοκρατορία. Οι «φαλανγκάριοι» σημείωσαν νίκες και κατά των Μαυριτανών, και των Ιλλυριών και ως αντάλλαγμα έδωσαν σε αρκετούς από αυτούς κληρονομικά γη στις κατακτημένες περιοχές (limitaneis ducibus et militibus) και για δούλους καλλιεργητές τους ντόπιους (Historia Augusta).

Ο Αλέξανδρος Σεβήρος ίδρυσε και άλλα σώματα από Έλληνες. Από Λάκωνες ίδρυσε τον Πιτανάτη λόχο. Την 4η εκατονταετηρίδα μνημονεύεται και σώμα Αρκάδων στο σκυθικό λιμίτο της Μοισίας στην πόλη Θαλαμόνιο (Τούλτσα),
cuneus equitum Arcadum. Επίσης σώμα Αρκάδων ιππέων αποτελούσε την Vexillatio Palatina (=υστερορωμαϊκό σώμα ιππικού).


Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών υπάρχει μια επιτύμβια πλάκα ενός Σπαρτιάτη που πολέμησε στην λακωνική κοόρτη (Πιτανάτη λόχο) ενάντια στους Πέρσες, ονομάζονταν Μάρκος Αυρήλιος Αλεξησθέωνος. Ο Σπαρτιατικός λόχος είχε 500-1000 στρατιώτες και ονομάζονταν Cohors laconica et pitanata (212-217 μ.Χ.)

Επανερχόμενοι από τα πεδία των μαχών πίσω στην πατρίδα, όπου φαίνεται πως το «κοινό των Αχαιών» είχε ανασυσταθεί φυσικά εντός των πλαισίων της αυτοκρατορίας, στο οποίο ενδεχομένως κάποια περίοδο να είχε μπει και η Σπάρτη. Η Σπάρτη πρωτοστάτησε στις εκδηλώσεις θαυμασμού και λατρείας του καθεστώτος των Σεβήρων, μιας και έχουν σωθεί βάσεις τεράστιων αγαλμάτων του Σεπτιμίου Σεβήρου, της Ιουλίας Δόμνας, του Καρακάλλα και άλλων μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας.

Πρώτος αρχιερέας του κοινού ήταν ο Γάιος Ιούλιος Σπαρτιατικός, με καταγωγή από την Σπάρτη από την οποία εξορίστηκε στα πρώτα του πολιτικά βήματα και κατέφυγε στην Κόρινθο όπου έλαβε διάφορα αξιώματα. Ήταν εγγονός του δυνάστη της Σπάρτης την εποχή του Αυγούστου (27π.Χ.-14μ.Χ.) Γαΐου Ιουλίου Ευρυκλέους. Παράλληλα με το αξίωμα του Αρχιερέως, συνήθως της αυτοκρατορικής λατρείας, υπήρχε και αυτό του στρατηγού. Πολλές φορές ορισμένοι πολίτες λάμβαναν και τα δύο. Σε αντίθεση με την πρακτική άλλων επαρχιακών κοινών, ο Αρχιερεύς του κοινού των Αχαιών ασκούσε τα καθήκοντα του ισοβίως. Αρχικά έφερε και το αξίωμα του Ελλαδάρχου από την εποχή όμως του Αδριανού και μέχρι το τρίτο τέταρτο του 2ου αι. Στη συνέχεια τα δύο αξιώματα παύουν να ασκούνται από το ίδιο πρόσωπο. Τα υψηλά αξίωμα του τιμώμενου στο κοινό των Αχαιών προϋποθέτουν μια προχωρημένη σταδιοδρομία και ώριμη ηλικία. Το αξίωμα του αρχιερέως του κοινού αποτελεί κατά κανόνα την κορύφωση μιας σταδιοδρομίας.

Τρεις φορές στρατηγός στο τρίτο τέταρτο του 2ου αι. και Αρχιερέας του κοινού των Αχαιών δια βίου, είχε αναλάβει ο Τίτος Στατίλιος Τιμοκράτης Μεμμιανός, διακεκριμένος σε επαρχιακό επίπεδο πολίτης του Άργους και της Επιδαύρου. Επίσης κάποιος Μάρκος Αυρήλιος Αμάραντος, αγνώστου καταγωγής διετέλεσε στρατηγός και αρχιερεύς δια βίου του κοινού το 212/3 μ.Χ. Το γεγονός ότι μεγιστάνες της εποχής ήταν πολίτες συγχρόνως σε δύο πόλεις δεν ήταν σπάνιο. Επίσης φαίνεται ότι κάποια στιγμή οι Σπαρτιάτες και οι Αρκάδες είχαν αποχωρήσει από το κοινό των Αχαιών και είχαν ιδρύσει ή επανιδρύσει τους πατροπαράδοτους θεσμούς των πόλεών τους. Η Κλαυδία Τύχη πολίτις της Ήλιδος και της Κλείτορος της Αρκαδίας σε επιγραφές της Ολυμπίας του 212/213 μ.Χ. αναφέρεται ως εστία δια βίου του Κοινού των Αρκάδων (που φαίνεται κατείχαν και την Ήλιδα!). Επίσης σε επιγραφή της Τεγέας ο Μάρκος Αυρήλιος Αγαθοκλής αναφέρεται ως Αρκαδάρχης, δηλαδή για τον επί Σεβήρων αρχιερέα της αυτοκρατορικής λατρείας της πόλης.

Ο Αρχιερεύς της αυτοκρατορικής λατρείας στη Σπάρτη φέρει τους τίτλους φιλόκαισαρ και φιλόπατρις. Έξι αρχιερείς φέρουν τους τίτλους αυτούς με τους τέσσερις να χρονολογούνται στην περίοδο των Σεβήρων. Αυτοί ήσαν οι Γάιος Πομπώνιος Άλκαστος, Πόπλιος Αίλιος Δαμοκρατίδας, Πόπλιος Ούλπιος Πύρρος και Μάρκος Αυρήλιος Φίλιππος. Όμως η οικογένεια της Σπάρτης που πραγματικά μονοπώλησε τα αξιώματα της πόλης για εκατό χρόνια είναι η οικογένεια των Σέξτων Πομπηίων που πρωτοεμφανίστηκε στα κοινά στα χρόνια του Αντωνίνου του Ευσεβούς (138-161μ.Χ). Μέλη της οικογένειας των Σέξτων Πομπηίων φαίνεται να δρουν ή να τιμώνται και να κατέχουν περιουσία στην Λυκόσουρα και την Τεγέα γεγονός που κατά τους ειδικούς συνεπάγεται ότι ίσως είχαν αρκαδική καταγωγή ή παρουσία στην περιοχή.

Γενάρχης της οικογένειας ήταν ο γυμνασίαρχος (επί τη του πολιτεύματος λαμπρότητι) και πατρονόμος Σέξτος Πομπηίος Θεόξενος. Ο ίδιος υπήρξε και επώνυμος άρχοντας της πόλεως. Τα παιδιά του, γεννημένα μεταξύ 200-210 μ.Χ., Μηνοφάνης, Θεόξενος και η αδελφή τους Πώλλα, ανέλαβαν τις δαπάνες της κατασκευής ανδριάντος με τον οποίο η πόλη της Σπάρτης τίμησε τον πατέρα τους. Σημαντικότερα αξιώματα κατέλαβε ο δευτερότοκος Σέξτος Πομπηίος Μηνοφάνης Θεοξένου που έγινε στρατηγός και αρχιερέας του κοινού των Αχαιών, ήταν πιθανόν πολίτης ταυτόχρονα της Σπάρτης και της Τεγέας και έλαβε τους τίτλους αξιολογώτατος, φιλόκαισαρ και φιλόπατρις. Σε επιγραφή εμφανίζεται και ως βουαγός και με αυτήν την ιδιότητα αφιερώνει ένα δρέπανο στην Αρτέμιδα Ορθία. Το αξίωμα του βουαγού έλαβε και ο υιός του Μηνοφάνους, Πομπήιος Αριστοτέλης. Η επιγραφή που ακολουθεί στήθηκε από τον δήμο της Τεγέας προς τιμήν του Μηνοφάνους. 





Σημαντικός σταθμός την εποχή αυτή (267μ.Χ.) στην ιστορία της Ελλάδος είναι η επιδρομή των Έρουλων, γερμανικός λαός των ελών της Μαύρης Θάλασσας και τη Αζοφικής. Ένας στόλος με 500 μονόξυλα πλοιάρια με κουπιά λεηλατούν το Βυζάντιο και την Τροία και ξεχύνονται σφάζοντας στα νησιά του Αιγαίου. Αποβιβάζονται στην Αθήνα και ξεθεμελιώνουν και κατακαίνε την πόλη. Η Ακρόπολη και τα ιερά της θα ξεφύγουν την μανία των βαρβάρων, αλλά η Αγορά και το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού μετατρέπονται σε ερείπια. Τεράστιες καταστροφές ακολουθούν στην Κόρινθο, το Άργος και την Σπάρτη. Η Ολυμπία θα κατορθώσει να τους αντιμετωπίσει, αυτοί υποχωρούν βόρεια λεηλατώντας την ύπαιθρο. Δύο χρόνια αργότερα ο ρωμαϊκός στρατός με επικεφαλής τον Μάρκο Κλαύδιο, επονομασθέντα Γοτθικό, θα τους συντρίψει στην Ναϊσσό, σφάζοντας 50,000 Έρουλους και Γότθους της Δακίας.

Θα ακολουθήσουν οι καταστρεπτικοί σεισμοί το 365 και 375 και ύστερα η θλιβερή περίοδος της Γοτθοκρατίας, με την κατάληψη στρατιωτικών και πολιτικών αξιωμάτων από Γότθους στην Κωνσταντινούπολη. Η εποχή στα μέρη της Ελλάδας στιγματίστηκε από την μάστιγα του Αλάριχου, για τον οποίο γράφονται και λέγονται πολλά. Ο Αλάριχος συνοδεύονταν από ορδές ρασοφόρων που κατάστρεφαν όσα αγάλματα κυρίως συναντούσαν στο δρόμο τους. Παρά τον επίσημο εκχριστιανισμό της αυτοκρατορίας και τις περίφημες επιστολές του Απ. Παύλου προς «Κορινθίους» την «διδασκαλία» του στην Αθήνα και το «μαρτύριο» του απ. Ανδρέα στην Πάτρα δεν φαίνεται να είχε συγκινήσει πολύ κόσμο ο χριστιανισμός στην επαρχία Αχαΐας.

Το 395 μ.Χ. ο στρατηγός των Βησιγότθων φοιδεράτων (συμμάχων) της αυτοκρατορίας Αλάριχος βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη. Τον θάνατο του Θεοδοσίου, ακολούθησε η διαμάχη για τον έλεγχο της Ελλάδας μεταξύ Ανατολής (Αρκάδιος-Ρουφίνος) και Δύσης (Ονώριος-Στηλίχωνας). Ο Αλάριχος χάνοντας τα προνόμια που είχε επί Θεοδοσίου, στράφηκε κατά της Κωνσταντινούπολης μιας και οι φοιδεράτοι ήταν η μόνη στρατιωτική δύναμη που υπήρχε στην περιοχή. Οι λεγεώνες βρίσκονταν στη Δύση. Ο Γαλάτης αυλικός, επίτροπος του Αρκαδίου, Ρουφίνος κατά τον εθνικό ιστορικό Ζώσιμο, ήρθε σε συνεννόηση με τον Αλάριχο και τον έστρεψε προς την Ελλάδα. Απαλλασσόμενος έτσι του γοτθικού κινδύνου και εκδικούμενος ταυτόχρονα και τους επίμονους ειδωλολάτρες της Ελλάδας. Τους αρειανιστές χριστιανούς Βησιγότθους ακολουθούσαν πλήθη μοναχών, αμέτρητοι χριστιανοί πλιατσικολόγοι και τραμπούκοι, καθώς και τα γυναικόπαιδά τους, αφού παράλληλα αναζητούσαν και περιοχή για την εγκατάσταση των οικογενειών τους. Ο στρατηγός της Δύσης Στηλίχωνας είχε τη δυνατότητα να τους καταστρέψει όταν πολιορκούσαν την Θεσσαλονίκη αλλά διατάχθηκε να αποχωρήσει.
 

 



Ο βραδυκίνητος ένοπλος γοτθικός όχλος λεηλάτησε το φθινόπωρο του 395 μ.Χ. τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία και τον Νοέμβριο έφτασε στις Θερμοπύλες στα σύνορα της επαρχίας Αχαΐας της οποίας ανθύπατος ήταν ο Αντίλοχος. Ο στρατηγός Γερόντιος που φύλαγε τα στενά προέβαλε μηδενική αντίσταση, επίσης οι στρατιωτικές δυνατότητες των κατοίκων ήταν ανύπαρκτες μετά την οριστική επικράτηση των χριστιανών αυτοκρατόρων. Αφού πέρασε με παρέλαση τα στενά των Θερμοπυλών κατά τον ιστορικό Ευνάπιο, «…τοιαύτας αυτώ τας πύλας απέδειξε της Ελλάδος η των τα φαιά ιμάτια έχόντων ακωλύτως προσπαρεισελθόντων ασέβεια…». Αρχικά λεηλάτησαν την Βοιωτία, αλλά ευτυχώς για τους Βοιωτούς τα τείχη της Θήβας αποδείχθηκαν ανυπέρβλητο εμπόδιο. Το ίδιο συνέβη και με την Αττική, η χώρα λεηλατήθηκε όμως τα τείχη της Αθήνας έσωσαν την πόλη. Ο ιστορικός Ζώσιμος αναφέρει ότι οι βάρβαροι τρόμαξαν από το όραμα της Αθηνάς Προμάχου και του Αχιλλέα που είδαν πάνω στα τείχη. Ο Αλάριχος φέρεται να επισκέφτηκε με συνθήκη μόνος της Αθήνα για να θαυμάσει τα μνημεία, αφότου αποφάσισε να μην επιτεθεί στην πόλη. Ο χριστιανικός όχλος που τον ακολουθούσε όμως εκθεμελίωσε ολοσχερώς την Ελευσίνα και τους ναούς της την άνοιξη του 396. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο οι Βησιγότθοι εισβάλλουν στην Πελοπόννησο. Ένοπλη αντίσταση δεν ήταν δυνατόν να συναντήσει πουθενά, οι πληθυσμοί είχαν καταφύγει στα όρη, στις οχυρές πόλεις, τα νησιά και την Ιταλία. Υπάρχουν αναφορές για σφαγές και υποδουλώσεις πληθυσμών. Ενδεχομένως απέτυχε και στην πολιορκία της Κορίνθου. Πελοποννήσιοι πρόσφυγες στην Ιταλία ικέτευαν για βοήθεια και τελικά τον χειμώνα του 397μ.Χ. στάλθηκε από τη Δύση ο Στηλίχωνας στην Κόρινθο στον στρατό του οποίου στρατολογούνταν πλέον μαζικά εθνικοί κάτοικοι της Πελοποννήσου με στόχο την εκδίωξη των Γότθων. Από τις μαρτυρίες των ιστορικών της εποχής και τις αρχαιολογικές επιβεβαιώσεις οι καταστροφές έλαβαν χώρα στην Κόρινθο και την ύπαιθρο χώρα της, το Άργος, την Σπάρτη και στην συνέχεια την Τεγέα με κατάληξη δια μέσου της Αρκαδίας στην Φολόη. Αρχαιολογικά καταστροφές εντοπίζονται και στην Μεσσήνη. Στην περιοχή Φολόης και Ερυμάνθου, όπου είχαν επιλέξει οι βάρβαροι να εγκατασταθούν μόνιμα, αποδεικνύεται αρχαιολογικά η καταστροφή του αρχαίου αρκαδικού ιερού της Αφροδίτης Ερυκίνης, της πόλης Ψωφίδος. Αυτό που μαρτυρά η ανασκαφή είναι απότομη διακοπή της λειτουργίας του την επίμαχη περίοδο. Σε πρώτη φάση έχουμε σκόπιμη αποκοπή της ιεράς δρυός από χριστιανούς, και κατόπιν καταστροφή ιερού στύλου, θρυμματισμός του ομφαλού, κατεδάφιση κτίσματος και κλείσιμο της ροής του νερού με χώμα και βράχια της παρακείμενης ιεράς πηγής. Καταστροφή με εκδικητική μανία και των υπολοίπων κτισμάτων του ιερού. Σε αντίθεση με άλλες καταστροφές που γίνονταν από τοπικούς χριστιανούς, και οι ναοί μετατρέπονταν σε παλαιοχριστιανικές βασιλικές ή κτίζονταν νέα οικήματα εντός των ορίων, στην Ψωφίδα υπάρχει ολοσχερής καταστροφή και εγκατάλειψη που αποδίδεται στις προθέσεις των Γότθων. Παρόμοια εντελώς καταστροφή με αυτήν ακολούθησε λίγο αργότερα και στο ιερό της Δωδώνης, και πιθανόν είχε τους ίδιους δράστες. Εν τω μεταξύ ενδεχομένως η καταστροφή της Ολυμπίας να έλαβε χώρα αυτήν την περίοδο, άλλοι όμως την χρονολογούν το 408 μ.Χ. όταν καταλύθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες από τον Θεοδόσιο τον Μικρό.

Τελικά στην Φολόη περικυκλώθηκαν οι Γότθοι του Αλάριχου από τα στρατεύματα του Στηλίχωνα, αλλά τελικά ο Βάνδαλος στρατηγός της Δύσης επέλεξε να μην ρισκάρει ανοιχτή σύγκρουση ή ενδεχομένως και να πρόκειται για συμπαιγνία με τον Αλάριχο. Τελικά ο Αλάριχος και οι ορδές του αποχώρησαν σχεδόν αλώβητες από την Πελοπόννησο προς την Ήπειρο, ο Στηλίχωνας στην Ιταλία Ταυτόχρονα ο ευνούχος Ευτρόπιος που είχε αναλάβει την «κηδεμονία» του άβουλου Αρκαδίου ανακήρυξε τον Αλάριχο διοικητή του Ιλλυρικού το οποίο τελικά παρέμεινε στην δικαιοδοσία της Ανατολής. Η Πελοπόννησος μπορούσε τώρα να ανασυνταχθεί μέσα από τα ερείπια των πόλεών της.
 


Παρά τις καταστροφές οι οικογένειες των ελληνορωμαίων μεγιστάνων και ενδεχομένως οι μεγάλες μάζες των πολιτών παρέμεναν προσκολλημένες στις πατροπαράδοτες παραδόσεις τους και στην θρησκεία τους και όλη την διάρκεια του 5ου αιώνα μ.Χ. Τα σωζόμενα οικοδομήματα πλέον σιγά-σιγά αλλάζουν ρόλο π.χ. μετατρέπονται σε παλαιοχριστιανικές βασιλικές που συνοδεύονταν από τεράστια συγκροτήματα με ναό, κατοικία επισκόπου, βαπτιστήριο και πολλούς ακόμα λειτουργικούς χώρους. Αν και μετά τη βασιλεία του Ιουστινιανού φαίνεται να εγκαταλείπονται πολλές από τις βασιλικές αυτές. Παράλληλα η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από την Παλαιά στη Νέα Ρώμη, οδηγεί σταδιακά και στην μετατόπιση των σημαντικών αστικών κέντρων της χερσονήσου από τα δυτικά προς τα ανατολικά και παραθαλάσσια σε επικοινωνία με το αυτοκρατορικό κέντρο. Αυτό προκύπτει από σύγκριση των οικισμών της Tabula Peutingeriana του 4ου αιώνα και το συνέκδημο του Ιεροκλέους του 6ου αιώνα. Το κεντρικό και το δυτικό τμήμα της Πελοποννήσου γίνεται ασθενέστερο γεγονός που ερμηνεύει και την μεταγενέστερη εγκατάσταση των σλαβικών ομάδων στις περιοχές αυτές. Η Κόρινθος, η Σπάρτη, το Άργος και η Μονεμβασιά γίνονται οι πόλεις που πρωταγωνιστούν πλέον κατά του σκοτεινούς χρόνους. Σημειώνουμε ότι οι αβαροσλαβικές επιδρομές έλαβαν χώρα στα τέλη του 6ου αιώνα, ενώ στην Πελοπόννησο οι εγκαταστάσεις σλαβικών πληθυσμών έγιναν κατά τους 7ο και 8ο αιώνες.

Επανερχόμενοι στις αρχαιολογικές μαρτυρίες του 5ου αιώνα. Η Ετεαρχίς ήταν μια εθνική Ελληνίδα της Μεσσήνης που περηφανευόταν για την ένδοξη καταγωγή της, κάτι που αναγράφηκε και στην επιτύμβια στήλη της. Πρόκειται για δύο επιγράμματα, του ιδίου περιεχομένου, απαρτιζόμενα από τέσσερα ελεγειακά δίστιχα. Η εθνική Ετεαρχίς, καρπός ανδρός Μεσσηνίου, του Θεμίσωνος, που οι προγονοί του ανάγονται μέχρι τον μεγάθυμο Ηρακλή, και Σπαρτιάτισσας της Τιμοκράτειας Ονησικράτους είναι περήφανη για την καταγωγή της όπως και για αυτήν του άνδρα της του Αλκάστου, που η καταγωγή του φτάνει επίσης στον Ηρακλή και τους Διόσκουρους. Τα μνημονευόμενα ονόματα, πλην του Θεμίσωνος, σχετίζονται με ονόματα επιφανών οικογενειών της Σπάρτης του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ.



 

 Μέχρι τον 6ο πλέον αιώνα ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είναι δύο διακριτοί πόλοι που καθορίζουν την κοινωνική συμπεριφορά, πολιτιστική έκφραση, τις νοοτροπίες και δοξασίες του λαού. Η άρχουσα τάξη, οι επιφανείς ιδιοκτήτες γης, οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι, κοινοτικοί άρχοντες και πλούσιοι ιδιώτες, ενδιαφέρονται για τα κοινά των πόλεων που διατηρούν ακόμα τους παλιούς θεσμούς. Χρηματοδοτούν έργα, δραστηριότητες και ευεργετούν τους συμπολίτες τους. Χριστιανικές και ελληνικές προσφωνήσεις παρουσιάζονται ανάμεικτες στις ευχαριστήριες αφιερώσεις των πολιτών. Το ίδιο συμβαίνει και στα μοτίβα, τις διακοσμήσεις, τα ψηφιδωτά και τις σκηνές που καλλιτεχνούνται στις αριστοκρατικές επαύλεις και τις εκκλησίες. Σταδιακά όμως εξαφανίζεται η τάξη των επιφανών και αντικαθίσταται με μια ταπεινότερη, χριστιανική τάξη, γύρω από τον επίσκοπο με τον 7ο αιώνα να βρίσκει τους ανθρώπους της Πελοποννήσου να ζουν χωρίς δημιουργικότητα, αναδιπλωμένοι στο εσωτερικό τους, με μικρές ταπεινές εκκλησίες, λιγοστά μεταλλικά αντικείμενα, χονδροειδή κεραμικά, φτωχά και κακότεχνα γλυπτά. Πτώση της αγοραστικής δύναμης και προοδευτική μείωση της νομισματικής κυκλοφορίας. Η κοινωνία περνά σε μια πραγματικότητα πενίας και ανέχειας μπαίνοντας σε νέα εποχή.

 

Πριν από την μετάβαση αυτή υπάρχουν αρκετές αρχαιολογικές μαρτυρίες για τη δομή της κοινωνίας και την ιδιότυπη συνύπαρξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Κυβερνήτες εξυμνούνται ως «τείχος Αχαϊάδος» και ένας άλλος ως «Δίκης όμμα», αρχαία αγάλματα βαφτίζονται χριστιανικά με χάραξη σταυρού, θωράκιο διαθέτει σε μια πλευρά κεφαλή της Μέδουσας και από την άλλη σταυρό με φυτική διακόσμηση κλπ. Θα σταθούμε σε δύο περιπτώσεις. Ένας εθνικός από την Πάτρα ο Βασίλειος, απόγονος του Οξύλου και του Πέλοπα, μεγαλογαιοκτήμονας, με πενταετή θητεία στα κοινοτικά της πόλης, προσέφερε στο κοινό χρήματα, ανακαίνισε λουτρά, χρηματοδότησε γιορτές και διένειμε χρυσό και ενδύματα. Επιπλέον έκανε διανομές σε τρόφιμα που έφερνε στην Πάτρα από τα κτήματά του, λάδι και σιτάρι από την Ήλιδα και κρασί από την κώμη Αργυρά (Πλατάνι Αχαΐας). Ο άλλος είναι χριστιανός, ο Ευσέβιος από το Άργος, που εγκωμιάζεται γιατί πέθανε «αγαπημένος από τα παιδιά του Ινάχου αφού έκανε πολλά για την πόλη και τους κατοίκους της χωρίς να ανακατευθεί στα ταραγμένα νερά της πολιτικής». 
 

Κατά το συνέκδημο του Ιεροκλέους (535 μ.Χ.) και αρχαιολογικά επιβεβαιωμένα οι ακόλουθες πόλεις υπήρχαν στην Πελοπόννησο: Κόρινθος, Νέα Σικυών, Αιγείρα, Αιγαί ή Αίγιον, Μεθώνη(Μέθανα), Τροιζένα, Πιναύρα ή Πίλαυρα(Επίδαυρος),Ιερά μιόνη(Ερμιόνη), Άργος, Τεγέα, Θάρπουσα (Θάλπουσα), Μαντίνεια, Λακεδαίμων η πριν Σπάρτη, Γερένθραι(Γερόνθραι), Φαραί, Ασώπολις(Ασωπός), Ακρεαί(Ακριαί), Φιάλαια(Φιγαλία), Μεσσήνη, Κορωνία(Κορώνη), Ασίνη, Μοθώνη(Μεθώνη), Κυπαρισσία, Ηλίς.




Κατά την κ. Α.Αβραμέα «οι αρχαιολόγοι των παλαιότερων γενεών εμπνεόμενοι από μανιασμένο έρωτα για την κλασσική αρχαιότητα άφησαν να χαθούν πολύτιμα αρχαιολογικά κατάλοιπα της πρωτοχριστιανικής και πρωτοβυζαντινής εποχής. Οι ίδιοι έστρεψαν την προσοχή τους προς κάθε τι αστικό, μνημειακής μορφής και τέχνης, δημιουργώντας έτσι έναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ αστικού και αγροτικού κόσμου ως προς τις προτεραιότητες της μελέτης. Το αστικό έγινε συνώνυμο της προόδου και της ανάπτυξης, ενώ το αγροτικό στοιχείο, συνώνυμο της οπισθοχώρησης και της παρακμής. Την εικόνα αυτή υιοθέτησαν οι ιστορικοί και ερμήνευσαν την παρακμή και την οπισθοχώρηση με βάση τις μνημειακές καταστροφές. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η μεθοδολογική προσέγγιση έχει αλλάξει και η συσσώρευση νέων στοιχείων, που οδηγούν στην ιστορική σύνθεση, έχει εντυπωσιακά αυξηθεί. Οι φάκελοι της επιτόπιας εντατικής αρχαιολογικής έρευνας, της οικοδομικής δραστηριότητας, των επιγραφών, των νομισμάτων, της κεραμικής, των ψηφιδωτών δαπέδων, συνεχώς εμπλουτίζονται. Η μελέτη αυτών των δεδομένων είναι έργο του ιστορικού, ο οποίος προετοιμάζει το υλικό που του προσφέρει ο αρχαιολόγος, το οργανώνει και το θέτει σε κριτική επεξεργασία όπως θα έκανε για το φιλολογικό υλικό. Επειδή, μετά τον "θρίαμβο της φιλολογίας είμαστε μπροστά στον θρίαμβο της αρχαιολογίας με την πιο πλατειά έννοια του όρου" όπως έγραψε ο Paul Lemerle.»

Ας ελπίσουμε μελλοντικά σε νέες αρχαιολογικές ανακαλύψεις για την ανασύσταση της ιστορίας της πατρίδας μας.


Πηγές:
- Κ.Σιμόπουλος, "Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια", εκδ. Στάχυ
- Γ. Α. Σουρής, Θ. Σπυρόπουλος, «Ένας Στρατηγός και Αρχιερεύς του Κοινού των Αχαιών σε μια νέα επιγραφή από την Τεγέα»
- Παναγιώτης Βελισσαρίου, «Αρχαιολογική ένδειξη της παρουσίας Βησιγότθων στην Φολόη και στον Ερύμανθο (397 μ.Χ.)»
- Β.Μπαρδάνη, "Παλαιοχριστιανικές επιγραφές Μεσσήνης", από τα πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου: Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία, Αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο, Αθήνα 29-30 Μαΐου 1998.
- Άννα Αβραμέα, «Η παλαιοχριστιανική και πρωτοβυζαντινή Πελοπόννησος»
- Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος-15ος αιώνας), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
-
Jean Bingen, Inscription dAchaie, In Bulletin de correspondence helenique, Volume 78, 1954, pp. 74-88
-
Wilhelm
Vollgraff, Inscription dArgos, In Bulletin de correspondence helenique, Volume 27, 1903, pp. 260-270
- Κ.Σάθα, "Ελληνες στρατιώτες εν τη Δύσει…"
-
en
.wikipedia


Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α

Απογραφές
Η επαρχία του Λιονταριού (1461)
Η Καρύταινα (Λιοντάρι) (1512-1520)
Ο Δήμος (kaza) της Καρύταινας (1566-1574)
Χωριά Γορτυνίας (1700-1830)
Χωριά και αριθμός οικογενειών Γορτυνίας (απόγραφή Pouqueville)
Απογραφή Γορτυνίας (1834)
Απογραφή Αρκαδίας (1834)
Απογραφή Γορτυνίας (1852)

Ονόματα
Σκορτινοί (13-14ος αιώνες)
Κροκόντηλοι-Αγ.Γεώργιος των Σκορτών (13-15ος αιώνας)
Δημητσανίτες (1461-1574)
Μέλη δημοτικού συμβουλίου Τριπολιτσάς (1700)
Ονόματα στρατιωτικών των Κολοκοτρωναίων (1821)
Γορτύνιοι Πολιτικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Αξιωματικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Φιλικοί (1821)
Ονόματα Λαγκαδινών (1822-3)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Α (1823)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Β (1823)
Προαγωγές Γορτυνίων στρατιωτικών (1824)
Δημοτικοί εισπράκτορες Γορτυνίας (1836)
Δήμαρχοι και Πάρεδροι Γορτυνίας (1841)
Φύλλα ποιότητας Δημάρχων και παραγόντων της Γορτυνίας (1849-1850)
Εκλογικά έγγραφα Γορτυνίας [1843 - 1862]
Εκλογικός κατάλογος Γορτυνίας (1865)
Επώνυμα Γορτυνίων 1865 (δήμοι Γόρτυνος, Ελευσίνος, Κλείτωρος και Μυλάοντος)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Λαγκαδίων και Νυμφασίας)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Τρικολόνων και Τροπαίων)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Ηραίας και Θέλπουσας)
Επώνυμα κατοίκων δήμων Φαλάνθου (1879) και Θεισόας (1843)
Μικρά ονόματα Γορτυνίων (19ος αιώνας)

Τοπωνύμια
Mετονομασίες οικισμών Αρκαδίας (1920)
Μεσσαρέα
Τοπωνύμια Βυτίνας
Τοπωνύμια Βάχλιας
Τοπωνύμιο Τσιπιανά
Τοπωνύμιο Ψάρι
Τοπωνύμιο Αρτοζήνος
Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων
Nτρομπολιτσά- Tριπολιτσά- Tρίπολη : μια ιχνηλάτηση
Γορτυνιακά τοπωνύμια σλαβικής ετυμολογίας
Στα χνάρια του περιηγητή Παυσανία στην Αρκαδία
Συνοικισμός Μεγάλης Πόλεως

Διάλεκτοι και Ιδιώματα
Το αρχαίο αρκαδικό γράμμα "Τσαν"
Η αρχαία αρκαδοκυπριακή διάλεκτος
Σύγκριση γορτυνιακού με άλλα ιδιώματα στο φωνολογικό επίπεδο
Συνοπτική παρουσίαση γορτυνιακού ιδιώματος
Το φαινόμενο του τσιτακισμού στα πελοποννησιακά ιδιώματα
H συνθηματική γλώσσα των Λαγκαδινών μαστόρων
To ιδιωματικό στοιχείο στη γλώσσα των απομνημονευμάτων του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη

Ιστορικά θέματα (επιλεγμένα)
Πασάς Mαυραειδής Φαρμάκης
Ιστορική γεωγραφία Αρκαδίας (395-1209)
Δοξαπατρήν τον λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ένι
Λυκάων της Αρκαδίας
Φωτάκος: Μάχη εν Τρικόρφοις - 23 Ιουν. 1825
Κανέλλος Δεληγιάννης: Πολιορκία Λάλα
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαιΐου 1821)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη της Γράνας
Κανέλλος Δεληγιάννης: Έξοδοι Δράμαλη από την Κόρινθο
Κανέλλος Δεληγιάννης: Γορτυνιακός εμφύλιος (1823) και αρχές του γενικού εμφυλίου (1824)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Μάχες στο Άργος, Δερβενάκια, Αγιοσώστη, Αγιονόρι
Κανέλλος Δεληγιάννης: Α' Πολιορκία Μεσολογγίου
Κανέλλος Δεληγιάννης: Εκστρατεία στη Δυτ. Ελλάδα, Μάχη του Πέτα
Καταστροφή Ζάτουνας - Απρίλιος 1779
Αναφορές για τα επεισόδια στη Γορτυνία (Ιουν. 1823)
Αναφορά επαρχίας Καρύταινας (Δ' Εθνοσυνέλευση, Άργος 1829)
Επιστολή κατά Κολοκοτρώνη (Εμφύλιος 1823)
Ο Μοραΐτης Πυρπολητής του 1821
Τα άρματα της Καρύταινας (1821)

Μελέτες
Βυζαντινή κρατική ιεραρχία και στρατιωτική οργάνωση
Κυρ Ιωάννης ο Τζερνοτάς
Τάμα στον Δία – Αχαιοί εναντίον Γαλατών (120 π.Χ.)
Στοιχεία για την οθωμανική Ελλάδα
Προδοσίες και θυσία στη Μολδοβλαχία το 1821
Η παράδοση της Πόλης το 1453
Σύντομη ιστορία της Πελοποννήσου (2ος αι. π.Χ – 7ος αι. μ.Χ.)
Το Πασαλίκι του Μοριά
Τα παράπονα των Ανθενωτικών (1450)
Μοραΐτες Οπλαρχηγοί του 1821
Η μάχη της Πελαγονίας (1259 μ.Χ.)
Φορεσιά και Άρματα το 1821
Η Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο
Αυτόχθονες εναντίον Ετεροχθόνων
Αλαμανικός φόρος και βυζαντινά μνημόνια